Στις 30 Ιούνη η αιγυπτιακή επανάσταση φαινόταν να μπαίνει σε μια νέα φάση. Εκατομμύρια άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους και πέτυχαν την ανατροπή του προέδρου Μόρσι, ο οποίος στον ένα χρόνο της διακυβέρνησής του είχε διαψεύσει όλες τις προσδοκίες (και τις αυταπάτες) που είχαν δημιουργήσει οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Αίγυπτο.
Η 30ή Ιούνη
Υπήρχαν αρκετά σημάδια πως επρόκειτο για ένα τολμηρό «βήμα μπροστά». Το αιγυπτιακό κίνημα είχε αναμετρηθεί με το καθεστώς, είχε ανατρέψει τον Μουμπάρακ και στη συνέχεια το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (που εμφανίστηκε ως «σωτήρας» μετά την πτώση του δικτάτορα) και τώρα ανέτρεπε την κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων (που είχαν εμφανιστεί ως «σωτήρες» μετά την υποχώρηση των στρατηγών και τις ελεύθερες εκλογές).
Επιπλέον, το κίνημα είχε αποκτήσει ένα πρωτοφανές εύρος και βάθος. Η «σιωπηλή πλειοψηφία», που παρακολουθούσε την Ταχρίρ από το σπίτι της εδώ και 2μιση χρόνια πότε με «ευμενή ουδετερότητα» και πότε με αρνητική προδιάθεση, για πρώτη φορά κατέβηκε τόσο μαζικά στο δρόμο.
Αυτή η πλατιά συμμετοχή ήταν αποτέλεσμα μιας πυρετώδους καμπάνιας προετοιμασίας και προπαγάνδας σε όλη την Αίγυπτο από τους ακτιβιστές του «Ταμαρόντ», που όργωσαν γειτονιές, πόλεις και χωριά, ανάβοντας παντού την πολιτική συζήτηση.
Το κίνημα ενάντια στον Μόρσι, από το πρώτο του μεγάλο ξέσπασμα το χειμώνα του 2012-2013, κουβαλούσε αρκετά πολιτικά προβλήματα, με κυριότερα την παρουσία των «φελούλ» (οι παλιοί καθεστωτικοί), την πολιτική του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας (μια συμμαχία φελούλ-φιλελεύθερων-εθνικιστών-αριστερών) που κινούνταν σε μια «κοσμική» πλατφόρμα, περιορισμένη στον στενό στόχο «όλοι μαζί ενάντια στην Αδελφότητα», και το «παιχνίδι» των στρατηγών (όπως είχε φανεί με την απροθυμία τους να καταστείλουν την εξέγερση του χειμώνα).
Όλα αυτά τα προβλήματα ήταν γνωστά και είχαν επισημανθεί στο παρελθόν, αλλά ο «σεισμός» της 30ής Ιούνη, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω και η πρόσφατη προϊστορία της αιγυπτιακής επανάστασης δημιουργούσαν την αισιοδοξία ότι –αργά ή γρήγορα– τα προβλήματα θα ξεπεραστούν.
Σήμερα είναι η ώρα της αυτοκριτικής. Η αισιοδοξία εκείνων των ημερών, αν και δικαιολογημένη, αποδείχτηκε κακός σύμβουλος, έκρυψε το βάθος των προβλημάτων και οδήγησε σε υποτίμηση των κινδύνων. Ένα μήνα μετά από αυτό που φάνταζε σαν «μεγάλο βήμα μπρος», η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Τα όσα μεσολάβησαν τις εβδομάδες μετά την εκθρόνιση του Μόρσι από το στρατό, στις 3 Ιούλη, δεν αποτέλεσαν προχώρημα της επανάστασης, αλλά αντεπίθεση της αντεπανάστασης.
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της Αιγύπτου στέκεται στο πλευρό του στρατού ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αυτή η σύγχυση έχει μεταφερθεί και σε μερίδα της διεθνούς Αριστεράς, που μπορεί να μη στηρίζει ανοιχτά το στρατό, αλλά φλερτάρει με μια πολιτική «ουδετερότητας» (που στη σημερινή κατάσταση λειτουργεί ντε φάκτο «φιλικά» προς τους στρατηγούς), η οποία καταδικάζει τις «ακρότητες» των κατασταλτικών μηχανισμών, αλλά υποτιμά ή αποκρύπτει την πολιτική ουσία των εξελίξεων, που είναι η ανασύνταξη του καθεστώτος και η αντεπίθεση της αντεπανάστασης.
Αντεπανάσταση
Στις 14-15 Αυγούστου 2013, οι κατασταλτικές δυνάμεις της Αιγύπτου (στρατός και αστυνομία) διέλυσαν τις κατασκηνώσεις διαμαρτυρίας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ενώ και πολλές άλλες διαδηλώσεις των οπαδών του Μόρσι δέχτηκαν πυρά.
Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρότερο από την «υπερβολική χρήση βίας». Ήταν η πιο βάρβαρη και φονική επίθεση που έχει εξαπολύσει ο στρατός ενάντια σε διαδηλωτές εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Οι νεκροί του διημέρου 14-15 Αυγούστου έφτασαν τους νεκρούς των 18 ημερών του ξεσηκωμού ενάντια στον Μουμπάρακ, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις ένιωσαν πως είχαν το «ελεύθερο» να διεξάγουν μια τέτοια σφαγή.
Πρόκειται για ένα τεράστιο πισωγύρισμα, σε μια χώρα όπου 2μιση χρόνια μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ το βασικότερο πρόβλημα της άρχουσας τάξης ήταν η πλήρης κατάρρευση του ηθικού και της νομιμοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών. Μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ, η αστυνομία ήταν λαομίσητη και η υπακοή των φαντάρων τουλάχιστον αμφισβητούμενη. Τα όσα έγιναν και γίνονται ενάντια στις διαδηλώσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων είναι σημάδια μιας πολύ επικίνδυνης ανασύνταξης του «βαθέως κράτους». Το γεγονός ότι μετά τις σφαγές στις 14-15 Αυγούστου κανένας δεν κατέβηκε στο δρόμο (κυρίως από συναίνεση, αλλά και από φόβο) είναι πολύ πιο ανησυχητικό σημάδι για τη συνέχεια από ό,τι οι ίδιες οι σφαγές.
Το ίδιο ισχύει για την κατασταλτική εκστρατεία ενάντια στην ηγεσία της Αδελφότητας: Ένα κύμα συλλήψεων, που φτάνει ως τα πιο υψηλά κλιμάκια της οργάνωσης, περνά χωρίς αντίδραση από τις άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και «θεμελιώνει» το δικαίωμα του στρατού να ασκεί πολιτικές διώξεις ενάντια σε ολόκληρα κόμματα και οργανώσεις. Η συζήτηση πλέον έχει φτάσει στο επίπεδο του να κηρυχθεί εκτός νόμου και να διαλυθεί η Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Αν ο εκτοπισμός του Μόρσι από την προεδρία ήταν μια κίνηση του στρατού που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να εκτονώσει τη λαϊκή οργή, η σημερινή κατασταλτική εκστρατεία ξεπερνά αυτά τα όρια: η διάλυση μιας πολιτικής οργάνωσης είναι η αρχή της επιστροφής στην εποχή Μουμπάρακ.
Πολλοί έχουν «τυφλωθεί» από το γεγονός ότι αυτή η κατασταλτική εκστρατεία κατευθύνεται ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία (βλέπε παρακάτω) δίκαια συγκεντρώνει τη λαϊκή οργή και αντιμετωπίζεται ως εχθρός της επανάστασης. Ωστόσο το ότι «μετά την Αδελφότητα έρχεται η σειρά των άλλων» δεν είναι θεωρητικό σχήμα ή πολιτική εκτίμηση. Ενώ τα διεθνή ΜΜΕ ασχολούνται με την καταστολή της Αδελφότητας, η αντεπανάσταση εδραιώνει τη θέση της.
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Σε ένα εργοστάσιο χάλυβα στο Σουέζ, μια μεγάλη απεργία αντιμετωπίστηκε με περικύκλωση του εργοστασίου από το στρατό και με τη σύλληψη των ηγετών της απεργίας.
Μετά την ανατροπή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η μεταβατική κυβέρνηση και ο στρατός διόρισαν νέους κυβερνήτες στις περιφέρειες. Η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πρώην στρατιωτικοί και πρώην αστυνομικοί διευθυντές.
Με πρόσχημα τη σύγκρουση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ο στρατός έχει επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας τη νύχτα, ενώ η χώρα έχει κηρυχθεί σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Ο Μοχάμεντ Ελ-Μπαραντέι, ηγετική φιγούρα του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας και των φιλελεύθερων, είχε αναλάβει τη θέση του αντιπροέδρου στη μεταβατική κυβέρνηση μετά την ανατροπή του Μόρσι. Χωρίς αυτό να τον ξεπλένει από το ρόλο του, ήταν ο μοναδικός που επιχείρησε να σώσει την τιμή του αιγυπτιακού φιλελευθερισμού, υποβάλλοντας την παραίτησή του μετά τη σφαγή των ισλαμιστών διαδηλωτών. Το αποτέλεσμα ήταν ο ίδιος να αυτοεξοριστεί και το καθεστώς να ασκήσει δίωξη εναντίον του για «προδοσία».
Ενώ διώκεται ακόμα και ο Ελ-Μπαραντέι, τα δικαστήρια επέτρεψαν την αποφυλάκιση του Χόσνι Μουμπάρακ. Ο δικτάτορας κρίθηκε αθώος για κατηγορίες διαφθοράς και παρόλο που εκκρεμούν οι δίκες για τις δολοφονίες των διαδηλωτών του Γενάρη-Φλεβάρη 2011, η αποφυλάκισή του, όσο κι αν στέκει «θεσμικά» (έληξε ο χρόνος κράτησης), έχει έναν τεράστιο πολιτικό συμβολισμό, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι –καθόλου «θεσμικές»– διώξεις κατά της Αδελφότητας ή του Μπαραντέι διεξάγονται, ενώ το στρατιωτικό καθεστώς επικαλείται όρους «λαϊκής εντολής», «προστασίας της πατρίδας» κλπ.
Ιδεολογική αντεπίθεση
Ταυτόχρονα με αυτές τις επιθέσεις διεξάγεται μια βαθιά ιδεολογική επίθεση του «βαθέως κράτους». Μετά την κρίση που πέρασε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Στρατιωτικού Συμβουλίου (καθώς το σύνθημα «κάτω η στρατιωτική εξουσία» είχε γίνει κεντρικό), η στρατιωτική ηγεσία έχει πάρει το μάθημά της και αποφεύγει να αναλάβει απευθείας τη διακυβέρνηση της χώρας, που στην παρούσα οικονομική και πολιτική συγκυρία είναι «καυτή πατάτα» (όπως αποδείχθηκε περίτρανα κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Μόρσι). Έτσι, με την πρόθυμη συνεργασία του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, όρισε «πολιτική» κυβέρνηση και διατηρεί το ρόλο του «εγγυητή των εξελίξεων», ένας ρόλος ο οποίος διαφυλάσσει την εξουσία της πολύ πιο αποτελεσματικά.
Ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων Αλ-Σίσι, από τη θέση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, είναι αυτή τη στιγμή ο ισχυρότερος άντρας της Αιγύπτου κι ας μην ασκεί άμεσα την εκτελεστική εξουσία. Τα πορτρέτα του εμφανίζονται στις διαδηλώσεις και τους δρόμους της Αιγύπτου, οι συγκρίσεις με τον Νάσερ είναι διαρκείς στα ΜΜΕ, ο ίδιος θεωρείται «λαϊκός ήρωας» και «σωτήρας» της Αιγύπτου τόσο από ανθρώπους που ελπίζουν στην εκπλήρωση των στόχων της επανάστασης, όσο και από εκείνους που επιθυμούν «επιστροφή στην ομαλότητα». Το κύρος της στρατιωτικής ηγεσίας έχει επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν την επομένη της ανατροπής του Μουμπάρακ.
Η ιδεολογική αντεπίθεση έχει και άλλες διαστάσεις. Το κράτος από εχθρός γίνεται σύμμαχος. Στην καμπάνια ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα εντάσσεται η κριτική στις πρακτικές οπαδών της όπως «επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα», «βία ενάντια στα σώματα ασφαλείας», «υπόσκαψη του κρατικού μηχανισμού». Όχι από τη σκοπιά των τακτικών του κινήματος, αλλά ως μια «δοσμένη» αλήθεια ότι το κράτος είναι κάτι ιερό που πρέπει να προστατευτεί.
Αντίστοιχη είναι και η εμμονή για την «επιστροφή στην ομαλότητα και την τάξη», που ξεκινά στοχοποιώντας το «αντάρτικο» των Αδελφών Μουσουλμάνων, αλλά καταλήγει την εμπέδωση μιας βαθιά συντηρητικής αντίληψης ενάντια στις κοινωνικής αναταραχές. Αξίζει να θυμόμαστε ότι αντίστοιχα επιχειρήματα εμφανίστηκαν ενάντια στο απεργιακό κύμα που ξέσπασε μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ («τώρα είναι ώρα για δουλειά, για να ξαναχτίσουμε τη χώρα»).
Στην καμπάνια περί «ενότητας του έθνους» και «προστασίας του κράτους» έχει προσχωρήσει η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, αλλά τον τόνο δίνουν οι «φελούλ» που ακόμη από την περίοδο της πτώσης του Μουμπάρακ επιχειρούν να σπιλώσουν το επαναστατικό «χάος» και καλλιεργούν την επιθυμία για επιστροφή στην «ήσυχη εποχή πριν τις 25 Γενάρη».
Αυτή είναι η ουσία της σημερινής κυρίαρχης αφήγησης. Έστω υπόγεια, η επίθεση στην Αδελφότητα γίνεται προπαγανδιστικά με όρους επίθεσης στην ίδια την επανάσταση, επιχειρείται να αντιστραφεί το κλίμα που κυριάρχησε στη χώρα μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είναι σήμερα το βασικό θύμα της κρατικής καταστολής. Αλλά η ευθύνη που φέρουν οι ίδιοι γι’ αυτή την εξέλιξη είναι τεράστια. Η άνοδος και η πτώση της Αδελφότητας ορίζεται από τόσο ιστορικά και εκκωφαντικά γεγονότα, που θα μπορούσαν να είναι ένα ξεχωριστό άρθρο. Η ισχυρότερη και δημοφιλέστερη πολιτική οργάνωση της Αιγύπτου ένα χρόνο πριν, σήμερα αντιμετωπίζει ένα κατασταλτικό πογκρόμ δίχως να έχει κανέναν, ούτε καν τα άλλα ισλαμικά κόμματα, να την υπερασπιστεί. Ένα πολιτικό κεφάλαιο, που χτιζόταν για δεκαετίες, εξατμίστηκε μέσα σε ένα χρόνο.
Ο Σαιν-Ζυστ έλεγε: «όποιος κάνει μισή επανάσταση, σκάβει το λάκκο του». Η Αδελφότητα, καταλαμβάνοντας την κυβερνητική εξουσία, μπήκε σε μια σχέση ανταγωνισμού-συμβιβασμού με την παλιά κρατική μηχανή. Επιχειρώντας διαρκώς να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στον πόλεμο με το παλιό καθεστώς και την «Αδελφοποίηση» του κράτους από τη μία και τον προσεταιρισμό τμημάτων του παλιού καθεστώτος από την άλλη, κατέληξε να χάσει την εμπιστοσύνη και του κινήματος και του καθεστώτος.
Στο κρίσιμο οικονομικό πεδίο επεδίωξε να εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ηγεσίας της, αποξενώνοντας τη μεγάλη μάζα των οπαδών της, που πίστευε πως η «ισλαμική αναγέννηση» σήμαινε φιλολαϊκές πολιτικές. Η ταξική οργή ήταν ο βασικός τροφοδότης των διαδηλώσεων της 30ής Ιούνη, ένας παράγοντας που δεν πρέπει να υποτιμηθεί για τη συνέχεια των εξελίξεων. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατόρθωσε να επιβάλει την οικονομική της ατζέντα στους Αιγύπτιους εργάτες. Το μεγάλο της ατού, η πολυδιαφημισμένη της ικανότητα «να κατεβάζει και να αποσύρει τις μάζες από τους δρόμους» έγινε γρήγορα θρύψαλα, γεμίζοντας την άρχουσα τάξη με αμφιβολίες για το αν η Αδελφότητα είναι κατάλληλα να ηγηθεί της «μετάβασης».
Αντίστοιχες ανησυχίες κατέλαβαν την Ουάσινγκτον, που επέλεξε να «παίξει» με το πολιτικό Ισλάμ ως μοναδικό «συνομιλητή» στη Μέση Ανατολή μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Επανάστασης. Η Αδελφότητα ισορρόπησε ανάμεσα στην «ικανοποίηση» των ΗΠΑ και τη διατήρηση των δεσμών της με κινήματα όπως η Χαμάς, και ο «γάμος» με την Ουάσινγκτον αποδείχθηκε δύσκολος.
Αντίστοιχα εξελίχθηκαν οι σχέσεις και με τον αιγυπτιακό στρατό, που είχε ποντάρει στην Αδελφότητα εξαιτίας της ικανότητάς της να ελέγχει το κίνημα στους δρόμους, αλλά, βλέποντας αυτή την ικανότητα να εξανεμίζεται, άρχισε να αποσύρει τη στήριξή του στον Μόρσι και να προετοιμάζει την επόμενη κίνησή του. Η ευκαιρία του δόθηκε με την εκστρατεία του «Ταμαρόντ».
Στην προσπάθεια να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα, ο Μόρσι απέτυχε παταγωδώς και μέσα σε ένα χρόνο η Αδελφότητα «κατόρθωσε» να αποξενώσει τους πάντες, ιμπεριαλιστές και αντι-ιμπεριαλιστές, καπιταλιστές κι εργάτες, δημοκράτες και καθεστωτικούς. Ένα μίγμα ανικανότητας και απροθυμίας οδήγησε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους «στη γωνία».
Η αρχή του τέλους ήταν όταν στην εξέγερση του χειμώνα του 2012-2013 δόθηκε η εντολή στα μέλη των Αδελφών να επιτεθούν στους διαδηλωτές, ένα συμβάν που «σφράγισε» το διαζύγιο με το κίνημα, συμβόλισε την μετάλλαξη της Αδελφότητας σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν και άνοιξε το δρόμο στη σημερινή της κρίση.
Μετά την ανατροπή του Μόρσι, ο «ανένδοτος» που κήρυξε η Αδελφότητα δείχνει ανεξήγητος για τους πιο αντικειμενικούς και «αιτία πολέμου» για τους φανατικούς εχθρούς της και υποστηρικτές του στρατού. Η επιλογή της μετωπικής σύγκρουσης με αίτημα την επαναφορά του Μόρσι στην εξουσία είναι πράγματι η αποκορύφωση του διαζυγίου της ηγεσίας της Αδελφότητας με την πραγματικότητα, που είχε αρχίσει με την εντολή να επιτεθούν τα μέλη της στους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές το Γενάρη του 2013.
Η μεγάλη πολιτική της επιρροή και η αίσθηση του «ιστορικού δίκαιου» οδήγησαν συχνά την ισλαμική οργάνωση σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της και υποτίμηση του αντιπάλου. Το ίδιο δράμα πέρασε, όταν κήρυξε πόλεμο στον Νάσερ (με αποτέλεσμα τη συντριβή της), το ίδιο δράμα βιώνει και σήμερα.
Αλλά πλέον η κατάσταση έχει ξεφύγει από τα χέρια της και οι κριτικές για τις «ακραίες επιλογές» ή η προσπάθεια ερμηνείας τους έχουν γίνει άκαιρες. Η Αδελφότητα με δικιά της ευθύνη οδηγήθηκε στη γωνία. Αλλά, βρισκόμενη στη γωνία, είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έναν αγώνα για την ίδια της την επιβίωση.
Έχει γίνει πολύς λόγος για την παρουσία ενόπλων στις διαδηλώσεις της, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι επιθέσεις του στρατού. Μαρτυρίες ξένων δημοσιογράφων συγκλίνουν στο ότι ένοπλοι υπήρχαν, αλλά άνοιγαν πυρ για να προστατέψουν τους άοπλους διαδηλωτές από τους ελεύθερους σκοπευτές που πυροβολούσαν από τις ταράτσες.
Το αντίστοιχο ισχύει για όλες τις εκφάνσεις του «ανένδοτου» των Αδελφών Μουσουλμάνων. Βρίσκονται στο στόχαστρο του κράτους και κανείς δεν δικαιούται να μιλά για «ισλαμική τρομοκρατία», χωρίς να παίρνει υπόψη του την κρατική τρομοκρατία στην οποία υπόκεινται τα μέλη και τα στελέχη της οργάνωσης.
Δεν έχουμε καμία πρόθεση να «αθωώσουμε» την Αδελφότητα με τα παραπάνω, άλλωστε επισημάναμε από την αρχή τις τεράστιες ευθύνες της για τη σημερινή κατάσταση, αλλά για να βγουν συμπεράσματα για το τι συμβαίνει στην Αίγυπτο, χρειάζεται μια νηφάλια προσέγγιση πέρα από την κυρίαρχη προπαγάνδα περί «ισλαμικής τρομοκρατίας», η οποία ρίχνει νερό στο μύλο των αντεπαναστατών.
Η χρεοκοπία της αντιπολίτευσης
Αυτή η ισλαμοφοβική αντίληψη στηρίζει σήμερα την προδοσία του αιγυπτιακού «κοσμικού» χώρου, που κατέληξε στην αγκαλιά του στρατού και του καθεστώτος. Το μεγαλύτερο δράμα στην Αίγυπτο αυτές τις μέρες είναι η πλήρης παράδοση των πολιτικών δυνάμεων στους στρατηγούς. Μετά από έναν χρόνο διακυβέρνησης της Αδελφότητας και με τη μεσολάβηση της μετάλλαξής της, η λαϊκή οργή ενάντια στους ισλαμιστές είναι υγιής και δικαιολογημένη.
Ωστόσο, για τις πολιτικές δυνάμεις που απαρτίζουν το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας μπορεί κανείς να πει ότι ήταν έτοιμες από καιρό να αποκηρύξουν την Αδελφότητα ως «ισλαμοφασιστική». Πρόκειται για μια παλιά παθογένεια του αιγυπτιακού φιλελευθερισμού, ο οποίος ιστορικά προτιμούσε το κράτος του Μουμπάρακ απέναντι στην «ισλαμική απειλή».
Σήμερα ζούμε την απόλυτη χρεοκοπία του αιγυπτιακού φιλελευθερισμού, ο οποίος ανάμεσα στους «φελούλ» με το «βαθύ κράτος» και τους ισλαμιστές, επιλέγει να συνταχθεί με τους πρώτους, θυσιάζοντας ακόμα και τις φιλελεύθερες-δημοκρατικές του ευαισθησίες. Η πολύ παλιά αντίληψη που από την εποχή του Μουμπάρακ ακόμα προτιμούσε την «κοσμική» δικτατορία ως ανάχωμα στον «ισλαμοφασισμό» οδηγεί και πάλι σήμερα τους –τάχα– «φιλελεύθερους» στην αγκαλιά του αυταρχισμού.
Βέβαια, για τις αστικές φιλελεύθερες δυνάμεις βαραίνουν και άλλοι παράγοντες, με σημαντικότερο την απέχθειά της προς την ίδια την επανάσταση και την προοπτική βαθέματός της από τις εργαζόμενες μάζες. Οι άνθρωποι που πρωτοστατούν σήμερα στις κραυγές υπέρ της «νομιμότητας» είναι οι ίδιοι που κατακεραύνωναν τους απεργούς μετά την πτώση του Μουμπάρακ. Το μόνο «φιλελεύθερο» που έχει απομείνει στο κουφάρι αυτών των πολιτικών δυνάμεων είναι η πίστη τους στον οικονομικό φιλελευθερισμό, με την (πλήρη αστική) δημοκρατία να έρχεται πολύ πίσω στις προτεραιότητές τους.
Ο Ναγκίμπ Σαβίρις, ο «Αιγύπτιος Ροκφέλερ» που έχει το δικό του πολιτικό κόμμα, δήλωσε ξεδιάντροπα πως σε οικονομικό επίπεδο «η χώρα πρέπει να επιστρέψει στο δρόμο πριν την 25η Γενάρη 2011», εννοώντας πως πρέπει να ξεχάσει τις προσδοκίες για «κοινωνική δικαιοσύνη», ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως και σε πολιτικό επίπεδο η χώρα πρέπει να επιστρέψει στην εποχή «πριν την 25η Γενάρη».
Μαζί με τη χρεοκοπία του αιγυπτιακού φιλελευθερισμού εμφανίστηκαν και τα όρια του μαζικότερου «αριστερού» ρεύματος στην Αίγυπτο, του εθνικισμού (νασερισμού). Ο Σαμπάχι, ιστορική προσωπικότητα του νασερικού ρεύματος, που μετά την πολύ καλή του επίδοση στις προεδρικές εκλογές έγινε σημείο αναφοράς για την ανασύνταξη του «εργατικού» στρατοπέδου στην πολιτική σκηνή της Αιγύπτου, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του (βαθιά προβληματικού) Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, όπου συμμάχησε και παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία σε φιλελεύθερους και φελούλ. Σήμερα, ο νασερισμός δείχνει τα όριά του σαν πολιτικό ρεύμα, καθώς ο Σαμπάχι αποφαίνεται πως «το σύνθημα “Κάτω η στρατιωτική εξουσία” ήταν λάθος» να συντάσσεται με το στρατό.
Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα είναι η (πολιτική και κοινωνική) Αριστερά. Η μεγαλύτερη δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η Σοσιαλιστική Λαϊκή Συμμαχία, ήταν από τις δυνάμεις που ζήτησαν δημόσια… τη διάλυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, εν μέσω του κρατικού πογκρόμ. Αντίστοιχα, τα ηγετικά στελέχη του «Ταμαρόντ» στηρίζουν το στρατό ενάντια στην «ισλαμική τρομοκρατία».
Το ένα ζήτημα που προκύπτει είναι η ισλαμοφοβία της αιγυπτιακής Αριστεράς. Οι Επαναστάτες Σοσιαλιστές, η μόνη δύναμη της Αριστεράς που ασκεί κριτική στο στρατό, στηρίχθηκε «ιδρυτικά» στο βιβλίο του Κρις Χάρμαν «Ο Προφήτης και το Προλεταριάτο», που γράφτηκε με σκοπό να εξηγήσει στην αιγυπτιακή Αριστερά πως το κράτος είναι μεγαλύτερος αντίπαλος από τους ισλαμιστές.
Το άλλο ζήτημα, κρυμμένο πίσω από το «κοσμικό» μέτωπο, είναι αυτό που ο Άραβας αριστερός διανοούμενος Ζιλμπέρ Ασκάρ έχει χαρακτηρίσει ως «λαϊκομετωπισμό» της αραβικής Αριστεράς, η οποία σέρνεται σε συμμαχίες με τους «φιλελεύθερους» αστούς, με αποτέλεσμα να αφήνει χωρίς ανεξάρτητη εκπροσώπηση την εργατική τάξη.
Πολιτική ηγεσία
Η έλλειψη ανεξάρτητης εκπροσώπησης της εργατικής τάξης είναι το μεγάλο δράμα της Αιγύπτου, αλλά και όλης της αραβικής επανάστασης στην Τυνησία, τη Λιβύη, την Υεμένη, το Μπαχρέιν, τη Συρία. Η δύναμη του «αυθόρμητου» τράβηξε τις αραβικές μάζες τα τελευταία δυόμιση χρόνια, κυρίως στην Αίγυπτο. Αλλά το «αυθόρμητο» σήμερα δείχνει τα όριά του.
Η (πολιτική, κοινωνική, χρονική) «διάρκεια» της αιγυπτιακής επανάστασης έχει αποδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτή τροφοδότησε όλες τις εξεγέρσεις μέχρι σήμερα. Αλλά κάθε εξέγερση, εκτός από βήμα μπροστά, είναι και μια χαμένη ευκαιρία και όσο οι ευκαιρίες περνούν ανεκμετάλλευτες, ο αντεπαναστατικός κίνδυνος δυναμώνει.
Έχει φανεί σε αρκετές στιγμές μέχρι σήμερα πόσο έλλειψε ένα κόμμα που θα εκφράζει πολιτικά την εργατική τάξη και θα συνδέει τους αγώνες της με την επαναστατική προοπτική. Αυτό το έλλειμμα δεν μπορεί να περνά για πάντα ατιμώρητο. Σήμερα, για πρώτη φορά τόσο εμφανώς, το αιγυπτιακό κίνημα αντιμετωπίζει το θανάσιμο κίνδυνο της αντεπανάστασης και απειλείται να πληρώσει το τίμημα αυτής της έλλειψης.
Παρ’ όλα αυτά, όποιος βιαστεί να θάψει την αραβική επανάσταση, κάνει λάθος. Στο βιβλίο του για την αραβική επανάσταση «Ο λαός απαιτεί», ο Ζιλμπέρ Ασκάρ καταγράφει τις βαθιές αντιφάσεις του αραβικού καπιταλισμού και καταλήγει πως θα χρειαστεί ένας ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας της περιοχής για να μπει οριστικά τέλος στην αναταραχή που ξεκίνησε στην Τυνησία το Δεκέμβρη του 2010. Αυτές τις αντιφάσεις θα κληθεί να διαχειριστεί η όποια κυβέρνηση προκύψει στην Αίγυπτο και η τύχη των Αδελφών Μουσουλμάνων είναι προειδοποίηση για κάθε επίδοξο διαχειριστή της κατάστασης στην Αίγυπτο.
Στην Αίγυπτο η πρόσφατη ιστορία προειδοποιεί πως ο «μήνας του μέλιτος» ανάμεσα σε κυβερνήσεις και λαό μπορεί να κρατήσει ελάχιστα. Οι αιγυπτιακές μάζες έχουν ανατρέψει δύο προέδρους και τέσσερις κυβερνήσεις σε δυόμιση χρόνια. Έχουν αρκετές φορές αποσύρει την εμπιστοσύνη τους από πολιτικές δυνάμεις που κάποτε απολάμβαναν τη δημοφιλία που σήμερα απολαμβάνει ο Ελ-Σίσι. Υπάρχουν νεκροί, υπάρχουν τραυματίες, υπάρχουν άνθρωποι που οι δρόμοι του Κάιρο –στην Ταχρίρ, στο Προεδρικό Μέγαρο, στην οδό Μοχάμεντ Μαχμούντ– τους θυμίζουν τους αγώνες που έδωσαν τα τελευταία δυόμιση χρόνια για «ελευθερία, αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη». Είναι μια κληρονομιά που δύσκολα θα εξαφανιστεί.
Ωστόσο, ο κίνδυνος ενός βαρύ «αραβικού χειμώνα» είναι πιο υπαρκτός από ποτέ. Μπορεί να δοθούν κι άλλες μάχες στο μέλλον, αλλά όσο δεν δίνεται «θετική» απάντηση από το κίνημα στο ζήτημα της εξουσίας, μπορεί να κερδίζει έδαφος η αντεπανάσταση, όπως έδειξε η εξέλιξη των πραγμάτων μετά την ανατροπή του Μόρσι.
Η πολιτική εναλλακτική λύση αποδεικνύεται ο κρίσιμος κρίκος, ιδιαίτερα σήμερα, απέναντι στην κατασταλτική και ιδεολογική αντεπίθεση του καθεστώτος. Η οικοδόμησή της θα κρίνει τις εξελίξεις στην Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο. Το ίδιο κρίσιμη θα αποδειχθεί και η παρουσία επαναστατικών δυνάμεων σήμερα, όπως οι Επαναστάτες Σοσιαλιστές και το Κίνημα της 6ης Απρίλη (βασική δύναμη στο κίνημα ανατροπής του Μουμπάρακ), οι οποίες είναι οι μοναδικές που εναντιώνονται στο στρατό στη σημερινή δύσκολη συγκυρία. Η δράση αυτών των δυνάμεων είναι το μοναδικό εμπόδιο στη μεγαλύτερη απειλή για την αιγυπτιακή επανάσταση που είναι η αποθάρρυνση, η απογοήτευση και η «επιστροφή στο σπίτι».
Τους κινδύνους της σημερινής αποστράτευσης, αλλά και την ελπίδα για την αναζωογόνηση του επαναστατικού πνεύματος αύριο, συνόψισε εξαιρετικά ένας Αιγύπτιος ακτιβιστής, στον επίλογο ενός προσωπικού απολογισμού των όσων συμβαίνουν:
«Σήμερα δεν μπορώ να σταθώ όρθιος απέναντι στο θάνατο. Σήμερα είμαι ένας δειλός που μπορεί μόνο να γράψει. Βλέπω να σέρνουν την επανάσταση μακριά μας, για να εκτελεστεί σε έναν ρηχό τάφο, και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Αλλά ξέρω ότι, πριν είναι πολύ αργά, θα την αρπάξουμε από τα χέρια τους, θα παλέψουμε γι’ αυτή. Πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτή, αλλιώς δεν θα μπορέσουμε ποτέ ξανά να αντέξουμε τους εαυτούς μας».
Αίγυπτος και ΗΠΑ
Οι εξελίξεις στην Αίγυπτο μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές αναταράξεις γεωπολιτικά, ενώ αποτελούν μια ακόμη αποτυχία στην εξωτερική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Ο βασικός συνομιλητής των ΗΠΑ στη χώρα ήταν και είναι η στρατιωτική ηγεσία. Ωστόσο, μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ, η Ουάσινγκτον χρειαζόταν μια πολιτική δύναμη ως «συνομιλητή» και στράφηκε σε έναν άβολο «γάμο συμφέροντος» με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Σήμερα αυτό το σχέδιο έχει καταρρεύσει, καθώς οι δύο «πυλώνες» του σχεδίου (στρατός και Αδελφότητα) έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση και ο Λευκός Οίκος παρακολουθεί με αμηχανία. Για τον Ομπάμα είναι δύσκολο επικοινωνιακά να στηρίξει ανοιχτά την ανασύνταξη του στρατιωτικού καθεστώτος.
Επιπλέον, η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι διεθνές κίνημα και ρήξη μαζί της στην Αίγυπτο μπορεί να σημαίνει νέα σύγκρουση με το πολιτικό Ισλάμ παντού. Αυτή η μεσοβέζικη στάση των ΗΠΑ δημιουργεί πρόβλημα στο να συνδεθούν με τον «αντι-ισλαμικό» πόλο που αναδεικνύεται νικητής.
Η εκστρατεία ενάντια στην Αδελφότητα συνοδεύεται από ένα κύμα εθνικισμού, που εκφράζεται με το σχήμα «ο Ομπάμα στηρίζει την ισλαμική τρομοκρατία ενάντια στο αιγυπτιακό κράτος». Οι στρατηγοί εκμεταλλεύονται αυτό το αντι-αμερικανικό ρεύμα για να κερδίσουν πολιτικά οφέλη, αλλά το ζήτημα είναι αν θα μπορέσουν να το ελέγξουν.
Στις διαδηλώσεις υπέρ του στρατού εμφανίστηκε το σύνθημα «Αμερική, κράτα τα λεφτά σου» και στον αιγυπτιακό Τύπο άνοιξε η συζήτηση για το «αν έχει υπερτιμηθεί η αμερικανική βοήθεια». Το «Ταμαρόντ», η ηγεσία του οποίου έχει αναδειχτεί σε συνομιλητή του στρατού, ξεκίνησε συλλογή υπογραφών, με αίτημα να ακυρωθεί η Ειρήνη του Καμπ Ντέιβιντ με το Ισραήλ και να σταματήσει η αμερικανική οικονομική-στρατιωτική βοήθεια.
Πέρα από τις κοινωνικές πιέσεις, υπάρχει και η παρέμβαση άλλων δυνάμεων, που αναδεικνύει την έκταση των γεωπολιτικών αλλαγών στην περιοχή. Η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε πως, αν οι δυτικές δυνάμεις διακόψουν τη χρηματοδότηση της Αιγύπτου, θα αναλάβουν οι μοναρχίες του Κόλπου να υπερκαλύψουν το κενό.
Πρόκειται για ένα ακόμα επεισόδιο της κρίσης της αμερικανικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή. Από αυτή τη θέση σχετικής αδυναμίας και με δεδομένη τη ρευστότητα του τοπίου στην Αίγυπτο, η Ουάσινγκτον παραμένει «στη γωνία», περιμένοντας να δει σε ποιον «παίκτη» τη συμφέρει να «ποντάρει»…