Οι δηλώσεις του Γιάννη Δραγασάκη συνιστούν σύγκλιση με τους δύο θεμελιώδεις πυλώνες του μνημονίου: τις συμφωνίες για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη «γερμανική μέθοδο» για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, χωρίς διαγραφή, αλλά με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου.

«Όλες οι προτάσεις γίνονται υπό τις συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Δεν επιστρέφουμε στα ελλείμματα. Όχι μόνο για εμάς, αλλά για όποιον θέλει να σχεδιάσει πολιτική. Δηλαδή, δεν πάμε ξανά σε ελλείμματα, αυτό είναι η παραδοχή. Άλλο αν εμείς διεκδικούμε να εξαιρεθούν οι δημόσιες επενδύσεις, όπως και οι Ιταλοί το θέλουν και πολλοί άλλοι.

Οι αριθμοί όλοι είναι ενδεικτικοί. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να τους βάλουμε σε ζυγαριά φαρμακείου, διότι και προσωπικά δεν θα εκπλαγώ όταν αποκτήσουμε εικόνα, με στοιχεία, να βρούμε κάποιους αριθμούς με υπερτιμολόγηση και άλλους με υποτιμολόγηση».

Γ. Δραγασάκης, Βήμα FM, 16/9/2014

«Μια ριζική λύση μπορεί να διεκδικηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο επίπεδο αυτό υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογών. Αντί για κούρεμα μπορεί να υπάρξει ‘‘απόσυρση’’ του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, δηλαδή ένα μέρος του χρέους να αποσυρθεί από τις αγορές ή τους φορείς που το κατέχουν σήμερα και να κρατηθεί ‘‘παγωμένο’’ στο πλαίσιο της ΕΚΤ».

Γ. Δραγασάκης, Real News, 28/9/2014

Οι προγραμματικές δεσμεύσεις που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ, εκτός από την αναθέρμανση των ελπίδων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ξεσήκωσε και κύματα συζητήσεων, διαλόγου και αντιπαραθέσεων εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, εντός και εκτός Αριστεράς. Μία από τις κεντρικές γραμμές του προβληματισμού και των αντιπαραθέσεων ήταν οι όροι και προϋποθέσεις, ώστε αυτές οι δεσμεύσεις να μη μείνουν «εξαγγελίες», αλλά να υλοποιηθούν. Στο πλαίσιο αυτής της «μετά τη ΔΕΘ» συζήτησης, εντύπωση προκάλεσαν οι «διορθωτικές» παρεμβάσεις του Γιάννη Δραγασάκη, υπεύθυνου για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που ούτε λίγο ούτε πολύ «κουρεύουν» όχι μόνο τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ γενικώς, αλλά και τις δεσμεύσεις του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ειδικώς...

Ελάχιστες μέρες ύστερα από την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ, φρόντισε να διευκρινίσει-διαβεβαιώσει ότι όλες οι προτάσεις γίνονται υπό συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και ότι οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Περίοπου δύο εβδομάδες αργότερα και λίγες μέρες αφότου επέστρεψε από «ειδική αποστολή» στο Βερολίνο, όπου μαζί με τον Γιώργο Σταθάκη συνάντησε τον... μερκελιστή, στενό συνεργάτη της Μέρκελ, κ. Γιοργκ Άσμουσεν, ο Γιάννης Δραγασάκης «κούρεψε» τη δέσμευση Τσίπρα στη ΔΕΘ για σκληρή διαπραγμάτευση με στόχο την κατάργηση του μεγαλύτερου (ή μεγάλου) μέρους του χρέους, καταθέτοντας μια νέα «ιδέα» για «απόσυρση» ή «πάγωμα» του χρέους.       

Προκύπτει λοιπόν αυτοδίκαια το ερώτημα: Μπορούν να υλοποιηθούν οι, διά στόματος Αλέξη Τσίπρα, δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και χωρίς διαγραφή του χρέους;

Ανατροπή της λιτότητας εντός των δημοσιονομικών στόχων του μνημονίου;

Ο Γιάννης Δραγασάκης έχει υποστηρίξει τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς με σχεδόν «αξιακό» τρόπο, επιχειρηματολογώντας σε συνεντεύξεις του ότι κακώς θεωρείται συνώνυμο της αριστερής πολιτικής η ύπαρξη ελλειμμάτων. Σε αυτό το επίπεδο, έχει ουσιαστικά και ιστορικά άδικο: Ακόμη και οι αντικυκλικές πολιτικές του κεϊνσιανισμού προβλέπουν ότι σε περίοδο ύφεσης ή οικονομικής επιβράδυνσης πρέπει το κράτος να κάνει αντικυκλική πολιτική, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες, στηρίζοντας την απασχόληση και το εισόδημα των εργαζομένων. Και, όντας πιο ρεαλιστής ή λιγότερο αστήρικτα αισιόδοξος από στελέχη του «οικονομικού επιτελείου» του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υποστήριξε ποτέ ότι όλα αυτά πρέπει να γίνουν σε συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού... Η υποστήριξη των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και ανθρωπιστικής καταστροφής (και όχι απλώς καθοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου) είναι άποψη και πολιτική στα δεξιά του κεϊνσιανισμού, που σήμερα την υπερασπίζονται μόνο σοσιαλφιλελεύθεροι νεοκεϊνσιανοί ή καθαρά νεοφιλελεύθεροι και μονεταριστές.

Ας αφήσουμε όμως αυτή τη γενική θεώρηση για να πάμε στα συγκεκριμένα. Η τρόικα έχει θέσει σαν καθοδηγητικό κανόνα και ακρογωνιαίο πυλώνα του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, στη μεσοπρόθεσμη προοπτική επίτευξης ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια: 1,5% του ΑΕΠ το 2014, 3% το 2015 (σε 2,9% το διόρθωσε «μετά φόβου Θεού» το προσχέδιο του προϋπολογισμού), 4,5% το 2016 και περί το 4% για μακρά σειρά ετών στη συνέχεια. Και ήδη το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2015 προδιαγράφει την επίτευξη ισοσκελισμένου –και πιθανότατα πλεονασματικού– προϋπολογισμού το 2016, αφού για το 2015 προβλέπει έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης μόλις 0,2% σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Eurostat και 1,2% σύμφωνα με τα κριτήρια του προγράμματος προσαρμογής (του μνημονίου).

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι γίνονται εικλογές τους επόμενους μήνες και ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίζει κυβέρνηση. Θα διατηρήσει το στόχο για πρωτογενές έλλειμμα 2,9%-3% όπως προβλέπουν Σαμαράς και τρόικα; Θα διατηρήσει το στόχο για οριακό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης που προδιαγράφει ισοσκελισμένο ή και πλεονασματικό προϋπολογισμό το 2016; Ή θα καταθέσει συμπληρωματικό προϋπολογισμό που θα αλλάζει αυτές τις «δημοσιονομικές συντεταγμένες», ώστε να διευρυνθούν οι δυνατότητες μεταφοράς πόρων στους μισθούς, τις συντάξεις και το κοινωνικό κράτος, τις δημόσιες επενδύσεις (προσλήψεις και έργα υποδομής); Και πάνω σε ποιες προβλέψεις για το πρωτογενές και συνολικό ισοζύγιο θα χτιστεί ο προϋπολογισμός του 2016; Αντί να αντιπολιτευόμαστε «αξιακά» και αφηρημένα τον Κέινς από τα δεξιά, δεν είναι προτιμότερο να δεσμευτούμε πάνω σε αυτά συγκεκριμένα και πειστικά;      

Στις διαπραγματεύσεις μεταξύ τρόικας-κυβέρνησης, η τρόικα έχει στείλει το μήνυμα: Η συζήτηση και διαπραγμάτευση γίνονται υπό τον όρο ότι δεν θα αμφισβητηθούν οι συμφωνημένοι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια. Το μήνυμα ελήφθη από τον Σαμαρά, που «τόλμησε» να μειώσει αδιόρατα το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 από 3% σε 2,9%, για... συμβολικούς λόγους. Ο Γιάννης Δραγασάκης, από τη στιγμή που άνοιξε τέτοια ζητήματα, πρέπει να απαντήσει καθαρά. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα τηρήσει τις συμφωνίες των μνημονιακών κυβερνήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα και, κατ’ επέκταση, τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό;

«Πάγωμα» του χρέους. Σε τι διαφέρει από τη «συνταγή» της Μέρκελ;

Πάμε τώρα στην καινοφανή ιδέα περί «απόσυρσης» ή «παγώματος» του χρέους. Ο Γιάννης Δραγασάκης φρόντισε να μην πάρει ολόκληρη την ευθύνη της ιδέας, αποδίδοντας την πατρότητά της σε άλλους. Το γεγονός όμως είναι ότι «κούρεψε» τόσο τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ γενικά όσο και τη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ ειδικά, περί σκληρής διαπραγμάτευσης με στόχο τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους.

Ας μπούμε όμως στον κόπο να εξετάσουμε αυτή την ιδέα συγκεκριμένα. Από αυτή την εξέταση θα αποδειχτεί ότι η ιδέα αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από παραλλαγή της κατεύθυνσης που έχει επιβάλει η Μέρκελ για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους: όχι διαγραφή («κούρεμα» στη γλώσσα των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων), αλλά επιμήκυνση της διάρκειας λήξης του και μείωση του επιτοκίου.   

Συγκεκριμένα, «πάγωμα» είτε «απόσυρση» χρέους («μεγάλου μέρους» λέει στις δηλώσεις του ο Γ. Δραγασάκης σε ένα σημείο, «τμήμα» σε ένα άλλο) μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: χρέος που πλέον δεν εξυπηρετείται, δηλαδή δεν πληρώνεις γι’ αυτό τουλάχιστον τόκους, ενδεχομένως και χρεολύσια. Επειδή όμως δεν μιλάμε για διαγραφή, αν πρόκειται για μη πληρωμή και χρεολυσίων, αυτό σημαίνει απλώς περίοδο χάριτος στην αποπληρωμή.

Τι μας λέει λοιπόν αυτή η ιδέα; Ότι για ένα μέρος του χρέους (μεγάλο ή μικρότερο) θα «παγώσουν» η καταβολή τόκων και χρεολυσίων. Επειδή στόχος των δηλώσεων ήταν να νομιμοποιηθεί η «ιδέα» στη γενικότητά της και όχι να διευκρινιστεί συγκεκριμένα, παίρνουμε την καλύτερη δυνατή εκδοχή της: μηδενισμός επιτοκίου και περίοδο χάριτος στην καταβολή χρεολυσίων.

Αυτό για το σύνολο του χρέους (αφού ένα τμήμα του δεν θα υποστεί την κατεργασία του «παγώματος») δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο παρά μείωση του σημερινού μέσου επιτοκίου και επιμήκυνση της διάρκειας! Δηλαδή σύγκλιση με τις προτάσεις Σόιμπλε για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Στην πράξη όμως, τα πράγματα δεν θα είναι ούτε καν τόσο ευνοϊκά.

Όπως δείχνει ο πίνακας που παραθέτουμε, οι μεγάλοι «όγκοι» του χρέους είναι προς τον EFSF, τον GLF, το ΔΝΤ, τις κεντρικές τράπεζες και τέλος τους ιδιώτες επενδυτές. Γι’ αυτές τις κατηγορίες χρέους έχουμε και λέμε:

  • Τα δάνεια του GLF (μηχανισμός του πρώτου μνημονίου) έχουν επιτόκιο περίπου 0,5%, άρα εδώ πρακτικά δεν έχει έννοια το «πάγωμα». Όσο για την περίοδο χάριτος για την καταβολή χρεολυσίων, αυτή έχει δοθεί ήδη και ισχύει μέχρι και το 2022. 
  • Τα δάνεια του EFSF (μηχανισμός του δεύτερου μνημονίου) έχουν επιτόκιο που κυμαίνεται από 1,5% έως 2%, αλλά είναι σε μορφή ομολόγων του EFSF που έχουν καταλήξει στην ΕΚΤ ως ενέχυρο για άντληση ρευστότητας. Είναι μη διαπραγματεύσιμα ομόλογα ήδη «παρκαρισμένα» στην ΕΚΤ με επιτόκιο ελάχιστα πάνω από το κόστος δανεισμού του EFSF. Ως μη διαπραγματεύσιμο, είναι «παγωμένο» χρέος, αλλά το επιτόκιο δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από το κόστος δανεισμού του EFSF, διότι αυτό θα σήμαινε «χασούρα» για τον EFSF και κατ’ επέκταση για τα κράτη-μέλη που για λογαριασμό τους δανείστηκε. Όσο για την περίοδο χάριτος, αυτή υπάρχει επίσης ήδη και ισχύει μέχρι και το 2021.
  • Τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν σχετικά υψηλό επιτόκιο, αλλά εδώ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα αλλαγής του επιτοκίου ή επιμήκυνσης της διάρκειας χωρίς οξεία ρήξη –και εξ όσων ο ίδιος έχει δηλώσει, οι προτάσεις του Γιάννη Δραγασάκη γίνονται στο πλαίσιο του στόχου για επίτευξη συμφωνημένης λύσης.
  • Τα ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν επιτόκιο μεγαλύτερο και από αυτό του ΔΝΤ, αλλά η μόνη δυνατότητα για συμφωνημένη αλλαγή των όρων είναι στη λήξη των ομολόγων: τότε, μπορεί η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες είτε να το λογιστικοποιήσουν είτε να το αναχρηματοδοτήσουν με άλλους όρους. Όσο τα ομόλογα είναι εν ζωή (δηλαδή πριν τη λήξη τους), δεν μπορεί μια κεντρική τράπεζα να αλλάξει το επιτόκιό τους, να τα «παγώσει» κλπ. Ακόμη όμως και αν υπάρξει μια λύση αναχρηματοδότησης στη λήξη τους, δεν μιλάμε για μια λύση με άμεσα και «συγκεντρωτικά» οφέλη.
  • Τα ομόλογα που κατέχουν ιδιώτες, πέρα από το ότι είναι μικρό ποσοστό του συνολικού χρέους, είναι «θωρακισμένα» με το αγγλικό δίκαιο και μερικά εξ αυτών με επιπλέον ρήτρες που διασφαλίζουν τους δανειστές. Συναινετική λύση με οποιασδήποτε μορφής «πάγωμα» πρέπει να αποκλειστεί και αντίθετα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τυχόν παραβίαση των όρων εξυπηρέτησής τους θα οδηγήσει σε κόντρα ανάλογη με αυτή της Αργεντινής με τους «γύπες» της κερδοσκοπίας.    

Να λοιπόν γιατί η ιδέα Δραγασάκη για «πάγωμα» και «απόσυρση» του χρέους όχι μόνο σημαίνει μια φόρμουλα σαν αυτή που συζητούν ήδη Σαμαράς και Μέρκελ, αλλά και το πρακτικό της αντίκρισμα είναι μικρό. Στο βαθμό βέβαια που μιλάμε για συμφωνημένη λύση. Εξάλλου, με τη συγκεκριμένη πρόταση μόνο γι’ αυτό έχει νόημα να μιλάμε –αν πρόκειται για ρήξη, τότε αξίζει να την κάνουμε για να διαγράψουμε το χρέος. 

Συνοψίζουμε με ένα ερώτημα. Αν, με τις ιδέες για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και «πάγωμα» ή «απόσυρση» του χρέους, αποδεχόμαστε τους δύο βασικούς δημοσιονομικούς «πυλώνες» των μνημονίων, πώς θα πετύχουμε εντός αυτού του πλαισίου την ανατροπή της λιτότητας;

Επειδή όμως το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό, ας δώσουμε και την εξίσου προφανή απάντηση. Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σεβαστεί τους δύο αυτούς «πυλώνες» των μνημονίων, τότε όχι μόνο δεν θα ανατρέψουμε τη λιτότητα γενικά, αλλά δεν θα υλοποιήσουμε καν τις δεσμεύσεις της ΔΕΘ ειδικά.