Με βάση μια λογική που λέει ότι το ΟΧΙ οδηγεί όχι σε μια επιστροφή στη διαπραγμάτευση -ή τουλάχιστον στη διαπραγμάτευση του τύπου που είχαμε ως την Πέμπτη- αλλά στην έναρξη μιας διαδικασίας ρήξης με τους δανειστές, πρέπει να οικοδομήσουμε επιτροπές και μετωπικές πρωτοβουλίες του ΟΧΙ σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους χώρους εργασίας και σε όλους τους τόπους διαμονής. Πρέπει να αναδείξουμε την καταστροφική λογική και τον νέο Μεσαίωνα όπου μας οδηγεί η τρόικα και η ηγεσία των ΔΝΤ, Ε.Ε. και ευρωζώνης.

Η απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα να βάλει το σχέδιο των δανειστών σε δημοψήφισμα αποτελεί, ανεξάρτητα από κίνητρα και προθέσεις, την πιθανή έναρξη της μετάβασης σε ένα απολύτως νέο και πολύ θετικό πολιτικό σκηνικό. Ο λαός με ηρεμία και εμπιστοσύνη μέχρι τώρα  ανταποκρίνεται σε αυτήν την πρόκληση. Η πρόταση δημοψηφίσματος θέτει σε ενεργοποίηση το λαϊκό παράγοντα και την κοινωνία, τη βγάζει από το ρόλο του θεατή και του παθητικού αποδέκτη αποφάσεων μιας «φωτισμένης ηγεσίας» και μιας «σοφής ομάδας διαπραγμάτευσης». Βάζει τέλος, έστω προσωρινά, σε μια αδιέξοδη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η οποία είχε καταντήσει ανέκδοτο και η οποία μετατόπιζε μια ασθενή και υποχωρητική θέση της ελληνικής κυβέρνησης ολοένα προς τις ιταμές και κοινωνικά προκλητικές θέσεις των δανειστών για την εξαθλίωση των εργαζομένων και την κοινωνική καταστροφή της χώρας, ολοένα και περισσότερο προς μια απολύτως επώδυνη και καταστροφική συμφωνία. Βάζει, δυνητικά τουλάχιστον, ένα πολιτικό όριο, το οποίο μας επαναφέρει στο προεκλογικό και συνεδριακό μας πρόγραμμα και μας απομακρύνει από τις απαράδεκτες κυβερνητικές υποχωρήσεις των τελευταίων μηνών.

 Ένα πολύ μεγάλο ΟΧΙ πρέπει να καταγραφεί σε ποσοστά πάνω από το 60 και το 70% του εκλογικού σώματος που θα μετάσχει στο δημοψήφισμα. Όμως, αυτό το ΟΧΙ πρέπει τόσο η βάση και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μετωπικές πρωτοβουλίες της Αριστεράς -όλης κυριολεκτικά της Αριστεράς- να το νοηματοδοτήσουν με έναν τρόπο βαθιά ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό και όχι ως έναν απλό ελιγμό για να «γυρίσουμε περήφανα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης». Αυτό, άλλωστε, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Και με 99%, αν γυρίσουμε στο τραπέζι αυτής της διαπραγμάτευσης, θα εισπράξουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο κατηγορηματικό «όχι», μια ριζική άρνηση από την τρόικα και τους δανειστές. Συνεπώς, καταρχήν, πρέπει να «μηδενίσουμε το κοντέρ», όπως εύστοχα το διατύπωσε ο σ. Φίλης στη Βουλή το Σάββατο 27/6. Όλες οι παραχωρήσεις που έχουμε κάνει, από τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και από τις 47 + σελίδες ως την τελική πρόταση, που δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» την προηγούμενη Τετάρτη, πρέπει να θεωρηθούν άκυρες και μη  γεγενημένες. Δεν μπορείς να ζητάς από το λαό να καταψηφίσει τις ιταμές αξιώσεις των δανειστών αντιπροτείνοντάς του το «ήπιο» ή το «καλό» μνημόνιο των 47+ σελίδων. Δεν μπορείς να ζητάς από το λαό να υποστηρίξει τη μερική και όχι την ολική καταστροφή του. Δεν μπορείς να ζητάς από το λαό να επανέλθει στην αδιέξοδη λογική της κυβέρνησης από το Γενάρη ως τον Ιούνη ότι οι «εταίροι» μας είναι καλόπιστοι άνθρωποι που θα πειστούν από τα λογικά και εύγλωττα επιχειρήματά μας. Ο λαός για να νικήσει στη μάχη αυτή χρειάζεται έμπνευση, χρειάζεται όραμα, χρειάζεται σχέδιο και στρατηγική. Με βάση μια λογική που λέει ότι κάθε διαπραγμάτευση που δεν προτάσσει τα βασικά και ισχυρά σημεία του προγράμματός μας (751, 13η σύνταξη, αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ,όχι ιδιωτικοποιήσεις, κοινωνικοποίηση τραπεζών, αύξηση κοινωνικών δαπανών, όχι αύξηση ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά είδη, όχι πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία κάποτε χαρακτηρίζαμε σαν «βαμμένα στο αίμα», μονομερής διαγραφή του χρέους  κ.ά.) είναι όχι μόνο άνευ αντικειμένου αλλά και επικίνδυνη. Με βάση μια λογική που λέει ότι το ΟΧΙ οδηγεί όχι σε μια επιστροφή στη διαπραγμάτευση -ή τουλάχιστον στη διαπραγμάτευση του τύπου που είχαμε ως την Πέμπτη- αλλά στην έναρξη μιας διαδικασίας ρήξης με τους δανειστές, πρέπει να οικοδομήσουμε επιτροπές και μετωπικές πρωτοβουλίες του ΟΧΙ σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους χώρους εργασίας και σε όλους τους τόπους διαμονής. Πρέπει να αναδείξουμε την καταστροφική λογική και τον νέο Μεσαίωνα όπου μας οδηγεί η τρόικα και η ηγεσία των ΔΝΤ, Ε.Ε. και ευρωζώνης.    

Όμως, ανακύπτουν δύο σημαντικά προβλήματα. Το πρώτο αφορά τη διαχείριση αυτής της μεγάλης κρίσης, που μπορεί να διαρκέσει και πάνω από μία εβδομάδα. Δεν είναι δυνατή μια ενεργητική και φιλολαϊκή διαχείριση αυτής της κρίσης χωρίς την αντικατάσταση του κ. Στουρνάρα στην Τράπεζα της Ελλάδος και χωρίς την ανάληψη των διοικήσεων των τραπεζών από το Ελληνικό Δημόσιο, πράγματα που νομικά και πολιτικά είναι απολύτως εφικτά. Με τους «ανθρώπους του εχθρού» σε καίριες θέσεις δεν μπορούμε να πάμε μακριά. Δεν είναι δυνατή μια ενεργητική διαχείριση της κρίσης χωρίς σημαντικά πρόστιμα και κυρώσεις σε όσα ΜΜΕ παραπληροφορούν το κοινό και δημιουργούν καταστάσεις πανικού και τρομοκρατίας. Δεν είναι δυνατή μια ενεργητική διαχείριση της κρίσης και του πολέμου όπου βρισκόμαστε χωρίς μια Μεγάλη Επιτροπή υπέρ του ΟΧΙ με δυνάμεις, κινήσεις, ομάδες, πρωτοβουλίες και κοινωνικές προσωπικότητες από όλη τη χώρα. Ήδη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει λάβει μια πολύ θετική απόφαση προς αυτήν τη σύγκλιση.  Αυτή τη μεγάλη μάχη δεν μπορεί ούτε και πρέπει να τη στηρίξει ο ΣΥΡΙΖΑ μόνος του και χωρίς μια ευρύτερη λαϊκή και κοινωνική συμμαχία. Η ενότητα της Αριστεράς, η ενότητα των αριστερών και δημοκρατικών πολιτών, των εργαζομένων που παλεύουν για το ψωμί και το μισθό, την γη και το σπίτι τους, την κοινωνική και εθνική υπερηφάνεια και ανεξαρτησία, για μια άλλη πορεία της χώρας σε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση μπορεί τώρα, επιτέλους, να πάρει σάρκα και οστά, να πάψει να είναι μια ρητορική επίκληση και ένα «αδειανό πουκάμισο». Η καραμέλα της ρήξης μπορεί να δώσει χώρο σε μια πραγματική, έντονη αλλά και ρεαλιστική ρήξη. Η λύσσα των συστημικών δυνάμεων αποδεικνύει την ανάγκη μιας ενότητας για τη ρήξη με τους δανειστές.

Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα αφορά το αν θα γίνει όντως το δημοψήφισμα. Δεν πρέπει να υπάρξουν δεύτερες σκέψεις απόσυρσης του δημοψηφίσματος, λογικές κλεισίματος άμεσα της απόστασης με τους δανειστές, λογικές μετατροπής ενός περήφανου ΟΧΙ σε ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ, λογικές αναγωγής του «δημοψηφίσματος» απλώς σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η ταπείνωση και η ήττα τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για όλη την ευρωπαϊκή Αριστερά θα είναι τραγικές και εξαιρετικά επώδυνες. Η ταπείνωση και αυτού ακόμη του Κοινοβουλίου θα είναι υπέρμετρη και οριακή. Δεν πρέπει να στήσουμε αυτί σε τέτοιες αντιλήψεις και να συρθούμε σε μια ακόμη -τελική , όμως- μεγάλη υποχώρηση.

Τέλος, είναι βέβαιο το γεγονός ότι τα όρια του δημοψηφίσματος δεν είναι τα όρια της αντιπαράθεσης «ευρώ» ή «δραχμή». Θέλουμε μαζί μας τόσο τους πολίτες που πιστεύουν σε μια ριζοσπαστική αναδιανομή εντός του ευρώ -παρά το ότι αυτή η άποψη έχει δοκιμαστεί σκληρά από την πραγματικότητα και έχει διαψευστεί- όσο και τους πολίτες που αναζητούν μια λύση τέτοιου τύπου έξω από την Ευρωζώνη. Δεν αποκλείουμε κανένα πολίτη με καλές και ριζοσπαστικές προθέσεις αντίστασης στους δανειστές. Δεν υποκύπτουμε, όμως, και στον τρόμο, στον ίδιο τρόμο που μας παρέλυσε και έδωσε τη νίκη στις μνημονιακές δυνάμεις τον Ιούνιο του 2012. Αν μπορεί να υπάρξει εφαρμογή του προγράμματός μας εντός του ευρώ, έχει καλώς. Αν δεν μπορεί ή αν τίθεται ως όριο το σχέδιο των δανειστών ή κάποιο άλλο σχέδιο με το ίδιο βασικά ταξικό πρόσημο, μπορούμε να τα καταφέρουμε και να επιβιώσουμε πολύ καλά και με μακροπρόθεσμες δυνατότητες και εκτός Ευρωζώνης, ανοίγοντας νέες ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές δυνατότητες για τους λαούς και τις κοινωνίες της Ευρώπης και παύοντας την πληρωμή του χρέους. Δεν είμαστε δογματικά προσκολλημένοι σε κάποιο νόμισμα, αλλά και δεν φοβόμαστε το «ευρώ» ως ταξικό όριο και ως ταξικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, το οποίο μας θέτουν εδώ και χρόνια οι ταξικοί μας αντίπαλοι, ντόπιοι και ξένοι. Αντιπαλεύουμε τα σχέδια εξάλειψης της χώρας , σχέδια συνεργασίας της αστικής τάξης μας με τον ιμπεριαλισμό και την ηγεσία της Ε.Ε. χωρίς όρια και χωρίς καμία θυσία για το ευρώ.

Όσο για το ποιοι είναι Ευρωπαίοι και ποιοι «μένουν Ευρώπη», ας καγχάσουμε. Είναι «Ευρώπη» η άρνηση της αστικής δημοκρατίας, η ακύρωση  της βούλησης ενός λαού, η λογική των diktats των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, η κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών κατακτήσεων; Είναι «Ευρώπη» η κυριαρχία των τραπεζών και των τοκογλύφων; Είναι «Ευρώπη» η απόρριψη του Διαφωτισμού και των αστικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων ή ακόμη και του ίδιου του μετριοπαθούς κεϊνσιανισμού, όπως αυτός που διαπερνούσε το πρόγραμμα της ΔΕΘ; Μια τέτοια «Ευρώπη» να τη χαίρονται. Μοιάζει πολύ με τα φαιά χρώματα του φασισμού και της αποικιοκρατίας, με μια Ακροδεξιά που δεν περιορίζεται στο μαύρο φασισμό και τον εθνικισμό αλλά μπορεί να πάρει και τα γαλάζια  χρώματα του υπερφιλελευθερισμού και του ακραίου κοσμοπολιτισμού, των νέων «αυτοκρατοριών». Μοιάζει πολύ με τις μεθόδους των κανονιοφόρων και του τριτοκοσμικού δυτικόφερτου ολοκληρωτισμού. Αυτή η Ευρώπη δεν είναι δική μας και δεν θα «μείνουμε» σε αυτήν. Θα πάμε στη δική μας Ευρώπη και στη δική μας οικουμενικότητα, που δεν έχει τίποτε το κοινό με την Ευρώπη των αντιπάλων μας.

Ετικέτες