Τι σημαίνει αντιφασιστικός αγώνας σήμερα.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε σοβαρά τι θα κάνουμε με την Ακροδεξιά στην Ελλάδα. Να αναμετρηθούμε με τις –άλλοτε εύλογες και άλλοτε όχι– αμηχανίες που προκαλεί η ποινική δίωξη της ηγετικής ομάδας ενός πολιτικού κόμματος και να δούμε το ζήτημα μιας αντιακροδεξιάς στρατηγικής αυτοτελώς, ως κεφάλαιο από μόνο του, ενόψει μάλιστα της επερχόμενης κυβερνητικής αλλαγής. Στην κατεύθυνση ενός τέτοιου προβληματισμού επιθυμεί να συμβάλει και το άρθρο αυτό.
Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν συμψηφίζεται…
Ξεκινώ με μια θέση αρχής, που δεν σχετίζεται άμεσα με τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Δεν νοείται πολιτικό ή εκλογικό όφελος που μπορεί να προκύπτει για την Αριστερά εξαιτίας της ενίσχυσης της Άκρας Δεξιάς σε βάρος της Δεξιάς, επειδή η τελευταία συμβαίνει να είναι ο βασικός ανταγωνιστής στον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Δεν νοείται πολιτικό ή εκλογικό όφελος που μπορεί να κομίσει η άνοδος της Χ.Α. εμμέσως, εξαιτίας της ζημιάς που αποφέρει στον κυβερνητικό συνασπισμό εξουσίας. Φαντάζομαι πως λίγοι θα διαφωνήσουν δημοσίως με αυτήν τη θέση. Ωστόσο, ο πειρασμός είναι υπαρκτός, καθώς ο πολιτικός στόχος της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ –στόχος σημαντικός και με ευρύτερη σημασία– προϋποθέτει την περαιτέρω μείωση της εκλογικής επιρροής της Ν.Δ.
Η Αριστερά δεν μπορεί όχι να επιθυμεί αλλά ούτε καν να ανέχεται την ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς σε βάρος της Δεξιάς — ακόμη και αν η ενίσχυση αυτή την φέρνει πιο κοντά στην εκλογική νίκη. Δεν είναι αφηρημένο θέμα αρχής, αλλά υπαρξιακό ζήτημα για την Αριστερά, η οποία, πολύ απλά, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς: οι μεγάλοι αντιφασιστικοί αγώνες του 20ού αιώνα έχουν αριστερό πρόσημο· ούτε κεντρώο έχουν ούτε δεξιό. Δεν εννοώ, φυσικά, πως δεν υπάρχουν μη αριστεροί που στρατεύονται εναντίον του φασισμού. Ασφαλώς υπάρχουν. Δεν υπάρχουν όμως αριστεροί που δεν στρατεύονται στον αγώνα αυτόν — αλλιώς παύουν να είναι αριστεροί. Η Δεξιά και το Κέντρο, ιστορικά, μπαίνουν σε δίλημμα και συχνά μεταξύ της «αριστερής απειλής» και της «ακροδεξιάς εκτροπής» συμβιβάζονται με τη δεύτερη. Η νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Αλλά και η πιο πρόσφατη ιστορία: το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ πριμοδότησε ουσιωδώς το ΛΑΟΣ σε βάρος της Ν.Δ., το οποίο όμως ούτε τον αφανισμό του ΛΑΟΣ απέτρεψε ούτε τον επερχόμενο δικό του. Αντιθέτως, ένα εξόχως έντιμο αλλά και πετυχημένο παράδειγμα αντιφασιστικής προεκλογικής στρατηγικής της Αριστεράς, προσφέρει, κατά την άποψή μου, ο αγώνας της Ανοιχτής Πόλης για τον Δήμο της Αθήνας το 2014.
…και είναι απροϋπόθετος
Η Αριστερά, όσο υπάρχει, αγωνίζεται εναντίον του φασισμού. Όσες έριδες και να υπάρχουν στο εσωτερικό της, σε αυτό a priori συγκλίνει. Μπορεί να διαφωνεί στην τακτική και στα μέσα, αλλά στην κλίμακα αξιών της ο αντιφασιστικός αγώνας είναι ο απροϋπόθετος. Ούτε σχετικοποιείται ούτε κάμπτεται επειδή η Άκρα Δεξιά, στον δικό της αγώνα για πολιτική εδραίωση εκπέμπει συστηματικά έναν πολιτικό λόγο εναντίον του «σάπιου πολιτικού κατεστημένου, των προδοτών που κυβερνούν, των ισχυρών διεφθαρμένων» κ.ο.κ. Ο ακροδεξιός λόγος χαϊδεύει την κοινωνική οδύνη, παλεύοντας να μεταλλάξει την αγανάκτηση απέναντι στον ισχυρό σε μίσος για τον αδύνατο και τον διαφορετικό. Για τον λόγο αυτό, η Άκρα Δεξιά δεν έχει τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά που διατείνεται ότι έχει. Κάνει αυτή την κρίσιμη μετάθεση, διοχετεύοντας την οργή εναντίον του ισχυρού σε βάρος του πιο αδυνάτου.
Όμως, προσοχή: η Χρυσή Αυγή είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το «μακρύ χέρι του συστήματος» όπως νομίζει ο αριστερός αναγωγισμός. Έχει, όπως κάθε χώρος, τη σχετική αυτοτέλεια και αυτονομία του. Πουθενά, βέβαια, δεν αμφισβητεί τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων: δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό, αλλά τη δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό. Για τον λόγο αυτό, πιστεύω, η τομή που χωρίζει την Άκρα Δεξιά από την Αριστερά είναι ασύγκριτα βαθύτερη από την τομή που χωρίζει τις «μνημονιακές» από τις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Εξάλλου, είναι πολύ πιθανό η Δεξιά –στην αντιπολίτευση μεθαύριο– να ανασύρει πάλι το αντιμνημονιακό προσωπείο που φορούσε επιτυχώς έως τις αρχές του 2012. Η κυβέρνηση σήμερα επιθυμεί την παγίδευση του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινό «αντιμνημονιακό» μέτωπο με την Άκρα Δεξιά. Αυτό λέει συνέχεια. Για την εδραίωση αυτής της αντίληψης στην κοινωνία παλεύει συστηματικά ο δεξιός συνασπισμός εξουσίας, προς επίρρωση της «θεωρίας των άκρων». Και για τον λόγο αυτό, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ένα κοινό «αντιμνημονιακό» μέτωπο εξαγνίζει τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της Άκρας Δεξιάς, υποκρύπτει τον βαθύτατα ταξικό, ωμά εξουσιαστικό προσανατολισμό της πολιτικής της στρατηγικής και αφαιμάσσει από την Αριστερά την ταυτότητά της. Το απόλυτο αρνητικό άθροισμα…
Ο νομικός αντιφασιστικός αγώνας είναι κρίσιμος…
Σήμερα στην Ελλάδα βρισκόμαστε ενώπιον μιας καινοφανούς νομικής κατάστασης που αφορά τη δίκη της ηγετικής ομάδας και των στελεχών της Χρυσής Αυγής που εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια αμηχανία στην Αριστερά, η οποία, για λόγους ιστορικά κατανοητούς βλέπει a priori τον εαυτό της στη θέση του διωκώμενου· έτσι, στους κόλπους της κυοφορούνται δύο αντιδράσεις.
Η πρώτη είναι η υποβάθμιση της σημασίας της δικονομικής διαδικασίας καθώς, κατά την οικεία παραδοχή, «ο αντιφασιστικός αγώνας δεν δίνεται στα δικαστήρια». Η παραδοχή αυτή οδηγεί σε ανοικονόμητα και πρόχειρα συμπεράσματα του τύπου «η υπόθεση δεν είναι “δεμένη”», τα οποία προδίδουν όχι απλώς αμηχανία απέναντι στη δίκη, αλλά συγκατάβαση στο επιχείρημα της Χρυσής Αυγής ότι πρόκειται περί πολιτικής δίωξης ενός κόμματος «εκατομμυρίων Ελλήνων». Περαιτέρω, η χρήση των διατάξεων του άρθρου 187 που μπήκε στον Ποινικό Κώδικα με τον πρώτο «τρομονόμο» του 2001 (το αδίκημα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση) αντιμετωπίζεται καχύποπτα, ανασύροντας στη μνήμη ότι η ίδια η Αριστερά καθώς και ο χώρος των δικαιωμάτων, υπήρξαν –και παραμένουν–αντίθετοι με το εν λόγω νομοθέτημα. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι το συγκεκριμένο άρθρο έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε σωρηδόν και για περιπτώσεις πολύ πιο χαμηλής έντασης οργανωμένου εγκλήματος. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ποινικολόγος, «όταν τρεις κλέβουν ένα περίπτερο, τσιμπάνε και μια κατηγορία για εγκληματική οργάνωση». Με λίγα λόγια, θα ήταν σκανδαλώδες, για να μην πω αδύνατο, να μη χρησιμοποιηθεί εναντίον της Χρυσής Αυγής — και αυτό, πιστεύω, δεν μπορεί να το αρνηθεί ακόμα και ο πιο σφοδρός επικριτής του άρθρου.
Σήμερα, λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που θα δοκιμαστούν οι αντοχές της ελληνικής δικαιοσύνης ως προς το αν μια ναζιστική οργάνωση υπάγεται στη διάταξη του 187. Αντί λοιπόν να αυτομαστιγωνόμαστε διερωτώμενοι για το αν όντως η Χ.Α. είναι δομή που έχει τα χαρακτηριστικά «εγκληματικής οργάνωσης», θα βοηθούσε περισσότερο τον αγώνα μας να διαμαρτυρόμαστε γιατί μια ομάδα που έσπερνε τον τρόμο (σε μετανάστες κυρίως, αλλά όχι μόνο), δεν υπάγεται και στο επόμενο άρθρο του Ποινικού Κώδικα: το 187Α, που αναφέρεται ειδικότερα σε «τρομοκρατική οργάνωση», το οποίο ως σήμερα έχει χρησιμοποιηθεί ως οπλοστάσιο μόνο εναντίον της αριστερής τρομοκρατίας. Και αυτό, επίσης, είναι ανεξάρτητο από την άποψή μας για το 187Α. Επιπροσθέτως, μολονότι το πόρισμα Ντογιάκου θεωρήθηκε δρακόντειο για τη Χρυσή Αυγή –τόσο από τον λόγο των κυρίαρχων μέσων όσο και φυσικά από την ίδια– η άποψή μου είναι ότι θα μπορούσε να παραπέμπει κάποια, τουλάχιστον, από τα πρόσωπα της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης για ηθική αυτουργία στις πράξεις βίας που θα δικαστούν από κοινού.
…έχει κανόνες ως προς όλους…
Μου φαίνεται τόσο αυτονόητο που σχεδόν δεν χρειάζεται να λέμε –γιατί δείχνουμε πως δεν είμαστε βέβαιοι– ότι ο σεβασμός στις δικονομικές εγγυήσεις του Συντάγματος απέναντι στους κατηγορουμένους, όποιοι και να είναι αυτοί, συνιστά αξίωση εκ των ουκ άνευ για ένα κράτος δικαίου. Φυσικά για να το πιστεύουμε, πρέπει να έχουμε και την πεποίθηση ότι το κράτος δικαίου είναι αξία από μόνο του και δεν αποτελεί απλώς συγκάλυψη και μαριονέτα των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης των κοινωνιών μας, όπως θεωρούν κάποιοι αριστεροί πολέμιοί του.
Αν κοπτόμαστε μόνο για τα δικαιώματα ορισμένων κρατουμένων, και όχι άλλων, επειδή με τους μεν νιώθουμε συγγένεια και για τους άλλους αποστροφή, τότε είμαστε ελάχιστα πειστικοί. Όποτε λοιπόν υπάρχουν προβλήματα, αυτά πρέπει να εντοπίζονται και να αναδεικνύονται. Ένα τέτοιο, κατά την άποψή μου, συνιστά ο χειρισμός της παρουσίας των κρατουμένων βουλευτών στην πρόσφατη ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Επίσης, πιστεύω, λ.χ., πως θα ήταν ορθότερο πριν τις πρώτες συλλήψεις των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να είχε προηγηθεί η άρση ασυλίας τους.
Ξέρω ότι αυτό δημιουργεί πρόσθετη καχυποψία και βάρος απέναντι σε μια δικαιοσύνη που πολύ συχνά έχει κάνει επιδείξεις βαθιά συντηρητικών ιδεολογικών προτιμήσεων σε κρίσιμες δίκες για την ελληνική κοινωνία. Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης, έως πολύ πρόσφατα, με τη Χρυσή Αυγή δεν ήταν ο υπερβάλλων ζήλος, αλλά αντιθέτως η εκκωφαντική αδιαφορία απέναντι στο γεγονός ότι άνθρωποι εγκληματούσαν συντεταγμένα ως μέλη της. Φυσικά, μετά από χρόνια αδράνεια, η λύση δεν είναι οι επιδείξεις πυγμής αλλά η ορθή στάθμιση περιστατικών και γεγονότων. Και αυτό έχουμε την απόλυτη αξίωση να αναμένουμε στην δίκη που έρχεται από την ελληνική δικαιοσύνη.
Ωστόσο, η αξίωση μας αυτή δεν σημαίνει έναν αφόρητο νομικό φορμαλισμό που μας τυφλώνει μπροστά στα προφανή ούτε έναν πολιτικό αυτισμό που μας υπονομεύει στην πιο κρίσιμη μάχη. Μπορώ να καθησυχάσω τους αριστερούς φίλους που φοβούνται πως «μεθαύριο έρχεται η σειρά μας», πως αν το κράτος αποφασίσει να κυνηγήσει δικαστικά την Αριστερά με προσχηματικές διώξεις φρονημάτων δεν έχει ανάγκη νομικού προηγούμενου. Και σε κάθε περίπτωση: τα μέλη της Χρυσής Αυγής δεν βρίσκονται στο εδώλιο για τις ιδέες της αλλά για τις πράξεις τους· πράξεις που δεν αποδίδονται σε μέθη ή βρασμό ψυχής, αλλά στην ένταξή τους στην οργάνωση και στην ιδεολογία τους περί «υπανθρώπων».
…αλλά και ανεπαρκής αφεαυτού
Ακούμε συχνά στην Αριστερά, με διάφορες παραλλαγές έμφασης και έντασης, ότι «τους φασίστες δεν τους νικάς στα δικαστήρια». Θα συμφωνήσω μόνο εν μέρει. Φυσικά, ο δικαστικός αγώνας δεν μπορεί να αποδώσει όσο πολιτικά και ιδεολογικά η Άκρα Δεξιά βρίσκει ζωτικό χώρο μέσα στην κοινωνία. Στους κόλπους της βρίσκει καταφύγιο και εγκλιματίζεται στον κώδικά της κόσμος που μπορεί και να μην αυτοπροσδιορίζεται ως φασίστας, αλλά στη σύγχυση και αγανάκτησή του συμμερίζεται τις θεμελιώδεις παραδοχές που συγκροτούν τον ακροδεξιό λόγο και γίνεται φασίστας. Αναρωτιέται κανείς: «Πώς γίνεται μετά απ’ όλες τις διώξεις και τις αποκαλύψεις η Χρυσή Αυγή να έχει τέτοια ποσοστά;» Γίνεται μια χαρά. Όσο οι μηχανισμοί που δημιουργούν φασίστες σε μια κοινωνία είναι ισχυροί, η έκβαση μιας υπόθεση στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν θα μπορεί να αναχαιτίσει από μόνη της αυτή τη διαδικασία. Και οι μηχανισμοί αυτοί είναι ισχυροί στην Ελλάδα της κρίσης και της μνημονιακής διαχείρισής της.
Αυτό όμως ισχύει για οτιδήποτε παθογόνο και νοσηρό σε μια κοινωνία. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν πιστεύει ότι τα δικαστήρια από μόνα τους μπορούν να απαλλάξουν την κοινωνία από το έγκλημα, διότι το έγκλημα έχει αιτίες κοινωνικές και όχι βιολογικές. Κανείς όμως εχέφρων άνθρωπος επίσης δεν πιστεύει ότι το έγκλημα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωτίστως από τη δικαιοσύνη. Επομένως, ναι: το δικαστικό είναι ένα μόνο από τα μεγάλα μέτωπα που έχουμε με τον φασισμό. Δεν είναι μόνο του, και φυσικά κανένα ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να νικήσει τον φασισμό χωρίς συλλογικό αγώνα στο ιδεολογικό, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Μπορεί όμως να του επιφέρει κρίσιμα χτυπήματα. Αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα. Μάλιστα, στο βαθμό που Χρυσή Αυγή είναι και εγκληματική οργάνωση –και αυτό δεν το αρνείται κανένας–, η συγκεκριμένη όψη της δράσης της (που δεν είναι διόλου δευτερεύουσα, αλλά συγκροτητική για την ύπαρξή της) δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί από τους διωκτικούς και δικαστικούς μηχανισμούς. Όταν οι Χρυσαυγίτες μαχαιρώνουν, καίνε μαγαζιά, δολοφονούν, είναι εγκληματικά ανεύθυνο αλλά και ανέφικτο να πούμε ότι «εμείς» (η Αριστερά, το αντιφασιστικό κίνημα κλπ.) θα τους αντιμετωπίσουμε. Μπορούμε να κάνουμε ασφαλώς πολλά, αλλά όχι να μετατραπούμε σε αστυνομικούς, ανακριτές και δικαστές! Και ας μην υποτιμάμε, τέλος, πως μόνο μετά τον Σεπτέμβρη του 2013 οι μετανάστες μπορούν να μην τρέμουν ότι θα τους μαχαιρώσει ένας Χρυσαυγίτης.
***
Στο κείμενο αυτό προσπάθησα να συμβάλω σε έναν προβληματισμό με στόχο να αρθούν κάποιες οικείες αμηχανίες σχετικά με την στρατηγική εναντίον της Άκρας Δεξιάς. Οι αμηχανίες αυτές υπήρξαν έκδηλες και σε άλλα, συναφή πεδία. Λόγου χάρη, στον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ χειρίστηκε την υπόθεση Μπαλτάκου στη Βουλή. Αντί να αδράξει την ευκαιρία και να αναδείξει τον πολιτειακά επισφαλή τρόπο λειτουργίας του κυβερνητικού συστήματος παραεξουσίας, έχασε μια μοναδική δυνατότητα να αποδομήσει το δημοκρατικό προσωπείο μιας κυβέρνησης που συναλλάσσεται κανονικά με τους ναζί.[1]
Η Άκρα Δεξιά, όσο και να φωνασκεί εναντίον του κράτους και του «σάπιου συστήματος» ιστορικά χτίζει εντατικούς δεσμούς με αυτό — όπως δείχνει όλη η ιστορία της ελληνική Ακροδεξιάς και του παρακράτους. Η Χρυσή Αυγή, ειδικά, παραείχε καλομάθει. Ο Εισαγγελέας Εφετών του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη ξυρισμένα κεφάλια, ολοκλήρωσε την απαλλακτική του πρόταση του για τον Ηλία Κασιδιάρη, τον Απρίλιο του 2013 λέγοντας πως «τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η οργάνωσή του [η Χ.Α.] καταδικάζουν τη βία». Επειδή το 2013 δεν είναι τόσο μακριά, καλύτερα να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά σήμερα ενώπιον μιας πολύ κρίσιμη δικαστικής αναμέτρησης, παρά να πυροβολούμε τα πόδια μας.
[1] Αναφέρομαι τόσο στο βίντεο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, όσο και στις πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τις επαφές Μπαλτάκου με την κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου