Το πρόβλημα στη Χιλή δεν ήταν ότι οι εργάτες «πήγαν πολύ μακριά», αλλά ότι άφησαν το κράτος και τις δομές του καπιταλισμού στη θέση τους.
Τ ριανταπέντε χρόνια πριν η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του προέδρου Αλιέντε ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του δικτάτορα Πινοσέτ. Το ξημέρωμα της 11 Σεπτεμβρίου του 1973 τανκς πλημμύρησαν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Χιλής και μια βροχή από βόμβες έπεσε στο προεδρικό μέγαρο «La Moneda» στο Σαντιάγο σκοτώνοντας τον Αλιέντε.
«Το πραξικόπημα επιβλήθηκε με απίστευτη βία. Χιλιάδες άνθρωποι βιάστηκαν, βασανίστηκαν απάνθρωπα και δολοφονήθηκαν. Μόνο στους 12 πρώτους μήνες της χούντας 30000 άνθρωποι εξοντώθηκαν. Ήταν οι πιο θαραλλέοι αγωνιστές της εργατικής τάξης που εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν μέσα από την αγαστή συνεργασία ντόπιων και ξένων μυστικών υπηρεσιών. Η χούντα δεν φρόντισε απλώς να τους δολοφονήσει αλλά και να διαμελήσει τα σώματα τους σε μια προσπάθεια να προειδοποιήσει και να τρομοκρατήσει τις επόμενες γενιές».(1)
Στα χρόνια που ακολούθησαν, χιλιάδες αριστεροί, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών εξορίστων, κυνηγήθηκαν και δολοφονήθηκαν από την μυστική αστυνομία του Πινοσέτ.
Το πραξικόπημα σήμανε το τραγικό τέλος του «χιλιανού δρόμου», ή αλλιώς του χιλιανού πειράματος για τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το βίαιο τέλος. Οι περισσότερες συντάσσονται με τη γραμμή που είχε το Χιλιανό Κομμουνιστικό Κόμμα στο ξεκίνημα της χούντας, ότι δηλαδή οι Χιλιανοί εργάτες «προχώρησαν πολύ μακριά» και «εξώθησαν» τα αφεντικά, το στρατό, και την CIA στη «λύση» του πραξικοπήματος.
Πρόκειται για την αντίληψη ότι οι ειρηνικές μεταρρυθμίσεις - και όχι ο επαναστατικός δρόμος - είναι η μοναδική «ρεαλιστική» λύση για το εργατικό κίνημα. Κι όμως, τα γεγονότα του 1973 οδηγούν στο εντελώς αντίθετο συμπέρασμα. «Το κεντρικό ζήτημα στη Χιλή ήταν το ζήτημα της εξουσίας, το ζήτημα της σχέσης του κράτους με την επανάσταση. Η περίοδος της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας αποτελεί μια πράξη ενός παλιού έργου, της ιδέας ότι το αστικό κράτος μπορεί με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί υπηρετώντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης» (2).
Πράγματι, οι εργάτες της Χιλής πήγαν «πολύ μακριά», πολύ μακριά για την κυρίαρχη τάξη της Χιλής. Η ταξική πάλη στη Χιλή την περίοδο 1972- 73 έφτασε στο σημείο να απειλεί την ίδια την ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι αστοί της Χιλής αντιλήφθηκαν το πρόβλημα και πήραν τα μέτρα τους ανατρέποντας την κυβέρνηση του Αλιέντε επειδή η κυβέρνηση αυτή δεν μπορούσε να συγκρατήσει αποτελεσματικά το εργατικό κίνημα. Όταν όμως ήρθαν αντιμέτωποι με την εντεινόμενη στρατιωτική απειλή, ο Αλιέντε και άλλοι ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας συνέχισαν να παραμένουν πιστοί στην ιδέα της μεταρρύθμισης του κράτους. Για την ήττα του χιλιανού εργατικού κινήματος το 1973 ευθύνονται οι ρεφορμιστές και οι αυταπάτες τους για τη φύση του καπιταλιστικού κράτους. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης δεν ήταν καθόλου μοιραίο.
Η επικαιρότητα και η χρησιμότητα αυτής της συζήτησης είναι προφανής για μια αριστερά που κοιτάει το παρελθόν και τις κρίσιμες καμπές του εργατικού κινήματος όχι για να θρηνήσει ή να διηγηθεί ηρωικές στιγμές, αλλά για να βγάλει συμπεράσματα και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σήμερα.
Ένα διαφορετικό Λαϊκό Μέτωπο
O Αλιέντε ήρθε στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1970 σαν υποψήφιος ενός εκλογικού συνασπισμού έξι κομμάτων και οργανώσεων γνωστού ως Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular). Τα μεγαλύτερα κόμματα στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας ήταν το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το καθένα όριζε τον εαυτό του σαν μαρξιστικό κόμμα και διεκδικούσε την πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Επίσης συμμετείχε το μικρότερο σε μέγεθος Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης (MAPU). Πρόκειται για αντιφρονούσα αριστερή πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών (CD), η οποία διασπάστηκε από το CD το 1969 ακριβώς για να διεκδικήσει μια εκλογική συμμαχία με την μαρξιστική αριστερά. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα αποτελούσε το μεγαλύτερο μη μαρξιστικό κόμμα στην Λαϊκή Ενότητα και εκπροσωπούσε μεσοαστικά στοιχεία. Δύο μικρότερες μη μαρξιστικές οργανώσεις, το λαϊκιστικό Κόμμα Ανεξάρτητης Λαϊκής Δράσης (API) και οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες (PSD), συμπληρώνουν τον κατάλογο των σημαντικότερων οργανώσεων στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας.
Στους κόλπους της επαναστατικής αριστεράς, υπήρχαν αμφιβολίες για το αν η ενωμένη αριστερά θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία μέσω εκλογών. Αυτή την οπτική είχε κυρίως μια οργάνωση μαρξιστών φοιτητών, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1963 και ίδρυσαν το Κίνημα για την Επαναστατική Αριστερά (MIR) το 1965. Αυτοί οι νέοι επαναστάτες ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από την επανάσταση στην Κούβα το 1959 αλλά και από τον επαναστατικό ρομαντισμό του Che Guevara. Οι απόψεις του MIR συχνά έβρισκαν ανταπόκριση στην εναπομείνασα αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων και των αρνητικών θέσεων... όσον αφορά τον εκλογικό δρόμο. (3) Το MIR παρέμεινε επίσημα εκτός της Λαϊκής Ενότητας αλλά τελικά διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του 1972-73.
Η Λαϊκή Ενότητα αποτελούσε μια ανομοιογενή κεντροαριστερή συμμαχία, αφοσιωμένη στην επιδίωξη του εκλογικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό στην Χιλή. Υπήρχε μια μακρόχρονη παράδοση σε ένα μεγάλο μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, απόρριψης της ιδέας ότι ο Σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Χιλή με άλλο τρόπο εκτός της επανάστασης, μια άποψη που αντικατοπτρίζονταν στις κομματικές διακηρύξεις. Όμως η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αρνούμενη να διαχωρίσει τη θέση της από τον εκλογικό δρόμο του Αλιέντε, έδωσε, όπως θα δούμε, αριστερή κάλυψη στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος.
Το εκλογικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας υποσχόταν μια σειρά από σημαντικά οικονομικά μέτρα, που περιελάμβαναν την εθνικοποίηση των υπό αμερικάνικο έλεγχο ορυχείων χαλκού της Χιλής, ιδιωτικών τραπεζών αλλά και ασφαλιστικών εταιρειών. Η εγκαθίδρυση «τομέα κοινωνικής ιδιοκτησίας» θα διασφάλιζε τον έλεγχο τόσο στα στρατηγικής σημασίας βιομηχανικά μονοπώλια, όσο και στις επιχειρήσεις του τομέα παροχής υπηρεσιών οι οποίες έχουν «μεγάλη επιρροή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του έθνους.» (4)
Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας αντανακλούσε και την πολιτική της στρατηγική: μια συμμαχία των μεσαίων και κατώτερων τάξεων, βιομηχανικών εργατών και υπαλλήλων, διανοούμενων και χωρικών. Περιλάμβανε κάτι σχεδόν για όλους και κυρίως διαβεβαίωνε την μη- μαρξιστική μεσαία τάξη ότι η νίκη της Λαϊκής Ενότητας θα έπληττε μόνο τα μονοπώλια και τους ιμπεριαλιστές. (5)
Το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής του Αλιέντε, μακριά από το να είναι σοσιαλιστικό, ήταν «ένα ορθόδοξο κεϋνσιανικό σχέδιο επανενεργοποίησης της οικονομίας. Δεν περιλάμβανε καμιά πρόκληση απέναντι στην κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το αντίθετο. Έδινε στους καπιταλιστές μια σειρά από εγγυήσεις και στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης γενναίες αποζημιώσεις» (6) Ο Αλιέντε ολοκλήρωσε το πρόγραμμα αναδασμού της γης που είχε διακοπεί από την προηγούμενη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών του Edwardo Frei, αλλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που προέβλεπε ο νόμος του 1967 - με εκτεταμένες αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες γης, την διατήρηση υπό την κατοχή τους των πιο γόνιμων 500 εκταρίων και του καλύτερου γεωργικού εξοπλισμού. Η Λαϊκή Ενότητα στόχευε στο να συμπεριλάβει 150 από τις 3500 εταιρείες στην «κοινωνική ιδιοκτησία», το οποίο σήμαινε ότι «εκτός κοινωνικής ιδιοκτησίας έμενε το 50 με 60 τοις εκατό της βιομηχανικής παραγωγής και η συντριπτική πλειοψηφία της βιομηχανικής εργατικής δύναμης»(7) Παρά το γεγονός ότι εθνικοποιούσε πλήρως τα ελεγχόμενα από Αμερικάνους ορυχεία χαλκού χωρίς αποζημίωση και με αυτό τον τρόπο ξαναπήρε τον έλεγχο της κυριότερης εξαγωγικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση του Αλιέντε θέσπισε αυτό το μέτρο με την ομόφωνη υποστήριξη των Χριστιανοδημοκρατών που έλεγχαν το Κογκρέσο.
Αλλά και στο πολιτικό πεδίο ο Αλιέντε συνειδητά απέφυγε μια ευθεία αντιπαράθεση με την δύναμη των αφεντικών της Χιλής. Όταν οι αστοί απαίτησαν ένα «καταστατικό εγγυήσεων» σαν προϋπόθεση για να επιτρέψουν στον Αλιέντε να πάρει την εξουσία, αυτός πρόθυμα υπέγραψε ένα κείμενο το οποίο δέσμευε την Λαϊκή Ενότητα να διατηρήσει τα κύρια όργανα του καπιταλιστικού κράτους. (8) Το καταστατικό προέβλεπε συγκεκριμένα:
1.Την διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος μαζί με συνταγματικές εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών.
2.Την διατήρηση του υπάρχοντος νομικού συστήματος.
3.Την δημοκρατία θα έπρεπε να συνεχίσουν να εγγυώνται οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία. (9)
Εν συντομία, ο Αλιέντε συμφώνησε να μην αγγίξει κανέναν από τους κύριους θεσμούς της κρατικής εξουσίας. Το «καταστατικό εγγυήσεων» δεν παρουσιάστηκε ποτέ στα μέλη της Λαϊκής Ενότητας για συζήτηση και έγκριση. Η απόφαση του Αλιέντε να υπογράψει αυτό το κείμενο, χωρίς αμφιβολία αντικατoπτρίζει την πεποίθηση του ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι μια ουδέτερη οντότητα και ότι με τους Σοσιαλιστές στην εξουσία η κρατική μηχανή μπορεί να δουλεύει για το συμφέρον των εργατών. Πράγματι «το αστικό κράτος δεν αντιμετωπιζόταν σαν ένα σύνολο του οποίου ο λόγος ύπαρξης ήταν η υπεράσπιση των αστών, αλλά σαν ένα συνονθύλευμα από κομμάτια καθένα από τα οποία θα μπορούσε αν ελεγχόταν από την Αριστερά, είτε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στα συμφέροντα των καπιταλιστών άμεσα, είτε στην χειρότερη περίπτωση να είναι ουδέτερο» (10) Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα δείξουν πόσο τραγικά λάθος υπήρξε αυτή η ρεφορμιστική οπτική του καπιταλιστικού κράτους.
Η ανάπτυξη της μαχητικότητας της εργατικής τάξης
Η κινητήρια δύναμη πίσω από την εκλογή του Αλιέντε υπήρξε η αναπτυσσόμενη μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, μια μαχητικότητα που από τη μία έδωσε ώθηση για να ανέβει ο Αλιέντε στην εξουσία και από την άλλη απειλούσε την δυνατότητά του να συμβιβαστεί με τους αστούς. Η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών του Frei η οποία κυβέρνησε το 1964-1970 ήλπιζε ότι με ήπιες μεταρρυθμίσεις θα αδυνάτιζε αυτή τη μαχητικότητα εργατών και αγροτών. Είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε απάντηση στην σε πολύ μικρή έκταση εφαρμογή του νόμου για αναδιανομή της γης της κυβέρνησης Frei, χιλιάδες χωρικοί απλά όργωναν την γη και την καταλάμβαναν. Άλλοι χωρικοί βρέθηκαν στις πόλεις σε αναζήτηση δουλειάς, όπου διαπίστωναν ότι οι υποσχέσεις της κυβέρνησης Frei για βιομηχανική ανάπτυξη ήταν τόσο κενές περιεχομένου, όσο και αυτές για αναδασμό της γης. Αυτοί οι χωρικοί συνδέθηκαν με προηγούμενα κύματα από «μετανάστες από την επαρχία [οι οποίοι] είχαν εγκατασταθεί σε εργατικές γειτονιές, χτίζοντας παραγκουπόλεις: είχαν αρχίσει να οργανώνονται και να παλεύουν για το δικαίωμα στην στέγαση και σε βασικές υπηρεσίες.» (11) Οι καταλήψεις γης τόσο σε χωράφια όσο και στις πόλεις εκτοξεύτηκαν από 24 το 1968 σε 194 το 1969.”
Ακόμα πιο απειλητική για τους πλούσιους της Χιλής, η εργατική τάξη στις πόλεις μπήκε στη μάχη σε απάντηση στην δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Η Χιλιανή Ομοσπονδία Συνδικάτων, η Central Unica de Trabajadores (CUT), κάλεσε σε εθνική απεργία το 1967 για να εμποδίσει την απαίτηση του Frei να απαγορεύει το δικαίωμα στην απεργία σε κάθε νέο εργαζόμενο. Η επιτυχία της εθνικής απεργίας ανέβασε την αυτοπεποίθηση των εργατών για μάχη. Ο αριθμός των απεργιών ανέβηκε από το ήδη εντυπωσιακό αριθμό των 1.939 απεργιών με συμμετοχή 230.725 εργατών το 1969 σε 5.295 απεργίες με συμμετοχή 316.280 εργατών το 1970.14 Ο χαρακτήρας της μάχης άλλαξε επίσης. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια για την επίλυση των διαφορών τους με τα αφεντικά. Οι καταλήψεις εργοστασίων ανέβηκαν από πέντε το 1968 σε 24 το 1969. Και έπειτα εκτοξεύτηκαν σε 133 το 1970 και 339 το 1971. (13)
Η εκλογή Αλιέντε σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον σήμαινε ότι αναπόφευκτα οι εργάτες θεωρούσαν την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας σαν δικιά τους κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Αλιέντε παρότρυνε τους εργάτες να πιστεύουν ότι μπορούσε να επιτευχθεί σοσιαλισμός χρησιμοποιώντας το καπιταλιστικό κράτος για να φέρει την αλλαγή. Ισχυριζόταν σε μια συνέντευξη η οποία δόθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1971, ότι « η κατάσταση στην Χιλή είναι τέτοια ώστε το Σύνταγμα μπορεί να αλλάξει μέσα από το ίδιο με όρους πλειοψηφίας.»(14) Σε ένα λόγο που απεύθυνε πέντε μήνες αργότερα συνόψιζε την ουσία της στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας: «η ευελιξία του θεσμικού μας συστήματος μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι [το κράτος] δεν θα είναι ένα άκαμπτο εμπόδιο. Και όπως στην περίπτωση του νομικού μας συστήματος, θα υιοθετήσει τις νέες ανάγκες προκειμένου να δημιουργήσει, μέσα από συνταγματικές διαδικασίες, ένα νέο σύστημα θεσμών που απαιτούνται από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού.»(15) Ο Αλιέντε έφτασε σε αυτό τον λόγο στο σημείο να συμπεριλάβει «τις υπό δημοκρατική κυριαρχία Ένοπλες Δυνάμεις και αστυνομία» ανάμεσα στις δυνάμεις που θα υπερασπιστούν το Σύνταγμα και την νομιμότητα του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό στην Χιλή.(16) Ο ισχυρισμός ότι ο στρατός θα «σεβαστεί» το Σύνταγμα (δηλ. την προεδρία Αλιέντε), επαναλαμβανόταν συνεχώς από τους ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας και του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το μοιραίο πραξικόπημα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973.
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης περιέγραφαν τον Αλιέντε τον Νοέμβριο του 1970 σαν «τον πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο μαρξιστή πρόεδρο παγκοσμίως». Για να δείξει τον σεβασμό του στο Σύνταγμα ο Αλιέντε υποσχέθηκε να εφαρμόσει μόνο εκείνες τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχε ήδη νομιμοποίηση. Διακήρυττε επιπλέον ότι θα ενεργοποιούσε μόνο εκείνα τα μέτρα που θα κέρδιζαν την υποστήριξη του Κογκρέσου, στο οποίο την κυριαρχία είχε η δεξιά.(17)
Το κίνημα και
η απάντηση της Δεξιάς
Οι Χιλιανοί εργάτες και αγρότες εμπνεύστηκαν και απέκτησαν αυτοπεποίθηση από την εκλογική νίκη του Αλιέντε. Οι αγροτικές οργανώσεις όχι μόνο διατήρησαν ένα υψηλό επίπεδο κινητοποίησης κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης αλλά επίσης άρχισαν να εντείνουν τον ρυθμό των καταλήψεων γης, οι οποίες αυξήθηκαν από 368 το 1970 σε 658 το 1971. Τον Μάιο ο Αλιέντε διέταξε να σταματήσουν οι καταλήψεις γης και είπε στους χωρικούς να περιμένουν τη νομοθετική ρύθμιση για τον αναδασμό της γης. Επίσης έκανε δημόσια κριτική στην ηγεσία του MIR η οποία είχε επιρροή στους αγρότες και στις οργανώσεις των παραγκουπόλεων, συμβουλεύοντάς τους να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους μέσα στα πλαίσια του νόμου.
Λίγες είναι οι ανοιχτές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των εργατών και της νέας κυβέρνησης το πρώτο μισό του 1971. Και αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των μισθών των χειρωνακτών εργατών κατά 38 τοις εκατό και των υπαλλήλων κατά 120 τοις εκατό. Η ανεργία επίσης μειώθηκε σε λιγότερο από 10 τοις εκατό και η οικονομία ανέκαμψε με ρυθμούς που έφταναν το 8 τοις εκατό το χρόνο. Οι διαμάχες που ξέσπασαν πάντως αποκάλυψαν ξεκάθαρα την σφοδρή αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες πολλών εργατών και το όραμα της «δικής» τους κυβέρνησης για το πώς θα επιτευχθεί η αλλαγή. Ο Αλιέντε για παράδειγμα εξαγριωμένος ονόμασε πρόωρο το αίτημα των απεργών εργατών στην υφαντουργία Yarur τον Απρίλιο του 1971 να εθνικοποιήσει την επιχείρηση. Όμως, όπως και σε πολλές περιπτώσεις που οι εργάτες καταλάμβαναν εργοστάσια ο Αλιέντε αναγκαζόταν να αναγνωρίσει τετελεσμένα γεγονότα. 20
Κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών της διακυβέρνησής του ο Αλιέντε εθνικοποίησε 90 επιχειρήσεις και 1.400 αγροκτήματα. Η αντίσταση από τη μεριά των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων τώρα μεγάλωσε, καθώς γινόταν ξεκάθαρο ότι η εκλογική νίκη του Αλιέντε είχε απελευθερώσει ένα κύμα από εργατικές και αγροτικές καταλήψεις εργοστασίων και γης, παρά το οτιδήποτε και αν έκανε για να τις σταματήσει. Οι πολυεθνικές που προηγούμενα είχαν την ιδιοκτησία των ορυχείων χαλκού προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξαγωγή του χαλκού. Οι γαιοκτήμονες στράφηκαν στα δικαστήρια, όπου μπορούσαν να υπολογίζουν σε φιλική αντιμετώπιση για αποζημίωση από τις καταπατήσεις. Χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο οι Χριστιανοδημοκράτες άρχισαν να ορθώνουν νομικά εμπόδια στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων. (19) Για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε κατά το τελευταίο διάστημα του 1971. Η αρχικά επιτυχημένη πολιτική αναζωογόνησης της οικονομίας που ακολούθησε το Λαϊκό Μέτωπο μέσω εκτεταμένης αύξησης των μισθών και της παραγωγής οδήγησε σύντομα σε σοβαρό πληθωρισμό και ελλείψεις αγαθών.
Δεδομένου του πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, η Λαϊκή Ενότητα «δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο... εκτός και αν ήταν έτοιμη να επιτεθεί στην αστική τάξη ...» (20) Ο Αλιέντε διστάζει αυτό το βήμα γιατί « θα τον πήγαινε πέρα από τις εγγυήσεις τις οποίες είχε δώσει και αντιπροσώπευε μια πρόκληση απέναντι στις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας και την ταξική φύση της κοινωνίας»(21) Αντιθέτως πίεσε για τον περιορισμό των μισθών των εργατών και μείωσε τον αριθμό των εθνικοποιήσεων.
Στο μεταξύ η Χιλιανή αστική τάξη βγαίνει από το λήθαργο και οργανώνει μια μεγάλη διαδήλωση που συνέπεσε με την διάρκειας ενός μήνα επίσκεψη του Φιντέλ Κάστρο στα τέλη του 1971. Στην «Διαμαρτυρία της Κατσαρόλας» τον Δεκέμβριο αστοί και γυναίκες της μεσαίας τάξης, πολλές από τις οποίες κουβάλησαν και τους υπηρέτες τους για να μεταφέρουν τα κουζινικά, γέμισαν τους δρόμους.
Αλλά πίσω από τις διαδηλώσεις για τις ελλείψεις αγαθών υπήρχε ένας άλλος, πολύ πιο μακροπρόθεσμος στόχος: η κινητοποίηση της μεσαίας τάξης για να προειδοποιήσει τους αστούς παγκόσμια για τη μάχη που έρχεται, και για να εκφραστεί ο σκεπτικισμός των αστών απέναντι στην ικανότητα της Λαϊκής Ενότητας να ελέγξει την εργατική τάξη. Και είναι αληθές ότι παρά τις εκκλήσεις της Λαϊκής Ενότητας και τις καλυμμένες επιθέσεις σε απεργούς και καταληψίες, ο Αλιέντε δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το εργατικό κίνημα πλήρως. Στο διάστημα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1971, ο αριθμός των απεργιών έφτασε τις 1.758 και οι καταλήψεις γης έφτασαν τις 1.278. (22)
Ο αμερικάνικος
ιμπεριαλισμός αντεπιτίθεται
Η αστική τάξη διεθνώς είχε ήδη πάρει το μήνυμα. Το διεθνές κεφάλαιο, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ επέβαλε έναν άτυπο οικονομικό αποκλεισμό στην Χιλή ξεκινώντας την ημέρα μετά την εκλογή του Αλιέντε. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Επενδύσεων σταμάτησαν τις χρηματοδοτήσεις και η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέκοψε το πρόγραμμα δανεισμού.
Αμερικάνικες πολυεθνικές όπως η Διεθνής Τηλεφωνική και Τηλεγραφική Εταιρεία (IT&T) και η Kennecott Copper Corporation επεδίωξαν πιο άμεσους τρόπους επίθεσης προκειμένου να ανατρέψουν την κυβέρνηση Αλιέντε. Τα εκπληκτικά «σημειώματα της ITT», τα οποία αποτελούν μια καταγραφή της εσωτερικής επικοινωνίας των μάνατζερ της ITT, δείχνουν ότι η ITT επεδίωκε ενεργά «τον στραγγαλισμό της Χιλιανής οικονομίας, την διασπορά πανικού, την υποκίνηση κοινωνικής αναταραχής προκειμένου να ενθαρρυνθεί και να δοθεί η δυνατότητα στις ένοπλες δυνάμεις να προχωρήσουν και να αντικαταστήσουν την Λαϊκή Ενότητα.»(23)
Πολλοί από τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων είχαν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά η ανάμειξη της CIA έφτασε πολύ πιο πέρα από αυτό το σημείο. Ένας πρώην διευθυντής της CIA αργότερα ενημέρωνε το Κογκρέσο ότι η CIA είχε δώσει 11 εκατομμύρια δολάρια σε Χιλιανούς πολιτικούς ανάμεσα στο 1962 και 1970, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η εκλογή του Αλιέντε. Όταν ο Αλιέντε εκλέχτηκε παρά τις προσπάθειες, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος υπήρξε υπουργός εξωτερικών κατά την προεδρία Νίξον ενέκρινε την εκταμίευση «8 εκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ 1970 και 1973, για την “αποσταθεροποίηση” της οικονομίας, παρέχοντας χρήματα για απεργίες οργανωμένες από την δεξιά προκειμένου να πέσει η κυβέρνηση του Αλιέντε»(24)
Η νίκη του Αλιέντε «εξόργισε τον Νίξον»27 Στις 15 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Νίξον διέταξε τον διευθυντή της CIA Richard Helms να αναλάβει δράση προκειμένου να εμποδίσει την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία και να προετοιμάσει πραξικόπημα στην Χιλή. Ο Νίξον ενέκρινε 10 εκατομμύρια δολάρια και παραπάνω αν χρειαζόταν για την δράση των μυστικών υπηρεσιών και διευκρίνισε ότι οι καλύτεροι άντρες της CIA έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στην αποστολή.28
Τρεις εβδομάδες μετά το επιτυχές στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, ένα σημείωμα του Αμερικάνικου Υπουργείου Άμυνας με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1973, αναφερόταν στις 11 Σεπτέμβρη σαν «την δικιά μας D-Day» και δήλωνε ότι «η κατάληψη του κράτους [sic] στην Χιλή ήταν άψογη»(27). Το ίδιο σημείωμα ανερυθρίαστα καυχιόταν ότι σε «λιγότερο από οχτώ ώρες από την έναρξη του πραξικοπήματος, ο Αλιέντε βρισκόταν νεκρός και το τριετές μαρξιστικό πείραμα τον συνόδευε στον τάφο. Σήμερα στην Χιλή μπορούν να βρεθούν ελάχιστοι που θα κλάψουν τον Αλιέντε ή τον Μαρξισμό» Και τι έκπληξη! Ένα σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών που στάλθηκε στις 16 Νοεμβρίου αναφέρει ότι ο αριθμός των ομαδικών εκτελέσεων κατά τη διάρκεια των 19 ημερών που ακολούθησαν το πραξικόπημα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από των επίσημα αναγνωρισμένο αριθμό.(28)
Τα χρόνια που ακολούθησαν το πραξικόπημα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της άποψης ότι οι ΗΠΑ και η CIA είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την καταστροφή του Χιλιανού δρόμου. Αυτή η θέση στοχεύει στο να δείξει ότι χωρίς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο ειρηνικός και συνταγματικός δρόμος της Χιλής προς τον σοσιαλισμό θα είχε επιτύχει. Σίγουρα υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία του βρώμικου ρόλου της αμερικάνικης κυβέρνησης στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας και στην στήριξη του Πινοσέτ στο πραξικόπημα της 11 Σεπτέμβρη. Αλλά σε αυτές τις προσπάθειες οι ΗΠΑ υποβοηθούσαν και ενίσχυαν μια προσπάθεια που ξεκίνησε και διατήρησε η ίδια την άρχουσα τάξη της Χιλής, η οποία είχε θορυβηθεί από την αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης.
«Λαϊκή Εξουσία» και Cordones
Κοντά στα τέλη του 1971, η βρετανική εφημερίδα Socialist Worker ανέλυε την κατάσταση στην Χιλή σαν μια κατάσταση στην οποία τα γεγονότα έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής:
Ο Αλιέντε δεν μπορεί άλλο να ελπίζει ότι θα ικανοποιήσει ταυτόχρονα τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και την εργατική τάξη. Θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο. Αλλά η μία πλευρά είναι οπλισμένη και η άλλη όχι. Και ο Αλιέντε δεν δείχνει καμιά απολύτως διάθεση να σπάσει την υπόσχεσή που έδωσε ένα χρόνο πριν στην μεσαία τάξη να μην «παρέμβει» στον κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα θα χρησιμοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα την επιρροή του, και εκείνη των γραφειοκρατών στα στηριζόμενα από εργάτες κόμματα και συνδικάτα, για να πείσει τους εργάτες να ζήσουν σε σκληρές συνθήκες και να διαβρώσει της μεταρρυθμίσεις του προηγούμενου χρόνου.
Ένα τέτοιο καθήκον τείνει να δημιουργεί σύγχυση και απώλεια κατεύθυνσης ανάμεσα σε πολλούς εργάτες. Αλλά δεν είναι πιθανό να οδηγήσει σε κάποια μεγάλη απώλεια στις αυθόρμητη μαχητικότητα στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Και για αυτό το λόγο δεν πρόκειται να ικανοποιήσει αυτούς που πραγματικά έχουν την εξουσία στη Χιλή. Στο παρελθόν έχουμε δει μια σειρά από παραδείγματα καθεστώτων παρόμοια κατά κάποιο τρόπο με του Αλιέντε. Μετά από μια περίοδο η μαζική υποστήριξη τους χάνεται και οι ίδιες οι κυβερνήσεις εύκολα ανατρέπονται από δεξιά στρατιωτικά πραξικοπήματα. (29)
Η πολιτική σύγχυση της περιόδου αντανακλάται στη διφορούμενη έννοια ενός από τα πιο σημαντικά συνθήματα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων: poder popular ή «Λαϊκή εξουσία». (30) Για πολλούς εργάτες αυτό το σύνθημα σήμαινε ότι άμεσος στόχος ήταν η δημιουργία του σοσιαλισμού- εδώ και τώρα. Για τους ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας και τους αξιωματούχους των συνδικάτων το σύνθημα καλούσε τους εργάτες να στηρίξουν την «δική τους» κυβέρνηση.
Αυτό το σημαντικό χάσμα που άρχισε να δημιουργείται μεταξύ της κυβέρνησης του Αλιέντε και των εργατών και αγροτών των οποίων τα συμφέροντα υποτίθεται ότι προάσπιζε γίνεται φανερό από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1972. Στην Melipilla στην αγροτική περιοχή του Maipú, το τοπικό δικαστήριο είχε επανελλειμένα σταματήσει απαλλοτριώσεις γης, παρά το ότι ήταν νόμιμες σύμφωνα με τον νέο νόμο. Μια διαδήλωση διαμαρτυρίας κατέληξε στην σύλληψη 44 ηγετικών μελών της ένωσης των αγρεργατών. Οι ίδιες οι συλλήψεις προκάλεσαν μια μαζική πορεία στο κέντρο του Σαντιάγκο, όπου οι διαδηλωτές απαίτησαν από τον κομμουνιστή Υπουργό Εσωτερικών την απελευθέρωση των 44 συλληφθέντων όπως επίσης και την απόλυση των δικαστικών. Αλλά η κυβέρνηση Αλιέντε δεν έκανε τίποτα. (31)
Μαθαίνοντας τα νέα για την μάχη στη Melipilla, εργάτες από την γειτονική βιομηχανική περιοχή του Cerrillos ψήφισαν την υποστήριξη τους στους εργάτες γης. Το Cerrillos είναι ένα προάστιο του Σαντιάγκο και εκείνο τον καιρό είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργοστασίων στην Χιλή: 46.000 εργάτες σε 250 εργοστάσια.(32) Οι βιομηχανικοί εργάτες πορεύτηκαν μαζί με τους εργάτες γης στην μαζική διαδήλωση απαιτώντας να δοθεί τέλος στην δικαιοσύνη των αστών στην Melipilla. Μαζί συγκρότησαν το Cordón Cerrillos-Maiptú. Τα cordones «ήταν οργανώσεις βάσης των εργατών σε βιομηχανικές περιοχές, συγκεντρώνοντας εργάτες από όλα τα εργοστάσια της περιοχής με σκοπό την οργάνωση της παραγωγής.» (33) Το cordon - κυριολεκτικά σημαίνει βιομηχανική ζώνη- ήταν το «παράδειγμα της Χιλής των οργάνων εξουσίας των εργατών που εμφανίζονται σε κάθε επαναστατική περίοδο» και «αντιπροσώπευαν την εργατική απάντηση στην αντικειμενική ανάγκη για αυτοοργάνωση.»(34) Τον Ιούλιο το Cordón Cerrillos-Maipú ανακοίνωσε το δικό του πολιτικό πρόγραμμα - ένα πρόγραμμα που ξεχώριζε σαν «μακράν πιο προωθημένο από οτιδήποτε πρότειναν οι Σοσιαλιστές και πολύ πιο συγκεκριμένο από οτιδήποτε πρότεινε το MIR.» Σε σημεία του προγράμματος διαβάζουμε:
1. Υποστήριξη της κυβέρνησης του προέδρου Αλιέντε μέχρι του σημείου που υπερασπίζεται τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις των εργατών
2. Απαλλοτρίωση όλων των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και εκείνων με κεφάλαιο μεγαλύτερο από 14 εκατομμύρια εσκούδα, όπως επίσης και όλων των επιχειρήσεων οι οποίες είναι με οποιονδήποτε τρόπο στρατηγικής σημασίας, όλων εκείνων που ανήκουν σε ξένα κεφάλαια και όλων εκείνων που μποϋκοτάρουν την παραγωγή ή δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους εργάτες τους.
3. Εργατικός έλεγχος στην παραγωγή σε όλες τις επιχειρήσεις, τα αγροκτήματα, τα ορυχεία κ.ο.κ. μέσω συμβουλίων αντιπροσώπων, με αντιπροσώπους ανακλητούς από την βάση...
4. Δημιουργία Λαϊκής Συνέλευσης για να αντικαταστήσει το αστικό κοινοβούλιο.38
Το πρόγραμμα του cordon κινούνταν σε ξεκάθαρη επαναστατική κατεύθυνση, αλλά ακόμα έδινε την εμπιστοσύνη του στον Αλιέντε, πιέζοντας ώστε να γίνουν πράξη οι διεκδικήσεις του από την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και η δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος απέρριψαν άμεσα τα cordones. Διέταξαν τα μέλη τους να τα μποϋκοτάρουν, επιμένοντας ότι όλη η δραστηριότητα των εργατών έπρεπε να συντονίζεται μέσα από την CUT. Για αυτό το λόγο το πρώτο cordon του Cerrillos-Maipú υπήρξε βραχύβιο. Θα ξαναέκανε την εμφάνισή του παρόλα αυτά, μαζί με καινούργια cordones, στην απεργία των ιδιοκτητών στις συγκοινωνίες τον Οκτώβριο του 1972 και στις κρίσιμες διεργασίες του Μαΐου/Ιουνίου του 1973.
Σταθεροποίηση ή προχώρημα;
Οι επαναστάσεις πάντοτε φτάνουν σε ένα σημείο στο οποίο, αν η επαναστατική διαδικασία δεν προχωρήσει μπροστά, αναπόφευκτα υποχωρεί και αντιμετωπίζει την ήττα. Γεγονότα σαν αυτά στην Melipilla και το Cerrillos ανέδειξαν ακριβώς αυτή τη συζήτηση μέσα στην Λαϊκή Ενότητα: «consolidar o avanzar?» ( «σταθεροποίηση ή προχώρημα;»). Στην διάσκεψη στο Lo Curro τον Ιούνιο του 1972, η δεξιά πτέρυγα της Λαϊκής Ενότητας υποστήριζε ότι οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να παγώσουν μέχρι να δοθεί μια ευρύτερη εκλογική εντολή. Αυτό θα σήμαινε στην πράξη τον περιορισμό της via chilena, του Χιλιανού δρόμου μόνο σε ό, τι τα στρώματα της μεσαίας τάξης, τόσο εντός όσο και εκτός της Λαϊκής Ενότητας, θα δεχόταν. Η αριστερή πτέρυγα της Λαϊκής Ενότητας αντίθετα, υποστήριζε την επίσπευση των μεταρρυθμιστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου και του ρυθμού των κρατικοποιήσεων, και απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στους πραγματικούς αγώνες στον δρόμο. Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης, ωστόσο, δεν υποστηρίχθηκε από κανέναν «ότι κάποια οργάνωση θα πρέπει να δρα εκτός Λαϊκής Ενότητας. Πάντοτε η συζήτηση γινόταν γύρω από το τι θα πρέπει να κάνει η Λαϊκή Ενότητα από τη θέση της μέσα στα πλαίσια του κράτους. «(37)
Μια Λαϊκή Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972 στην πόλη Concepción συγκέντρωσε περίπου 3000 συνέδρους-μέλη συνδικάτων, λαϊκών κινημάτων και φοιτητικών οργανώσεων για να συζητήσουν το ίδιο φλέγον θέμα, το αν θα πρέπει να παγιωθεί ή να προχωρήσει η μεταρρυθμιστική διαδικασία. Στην Συνέλευση αυτή συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι των κομμάτων της Αριστεράς με την εξαίρεση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Χιλιανό Κομμουνιστικό Κόμμα περιέγραφε την Συνέλευση της Concepción ως «μια κίνηση της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού που χρησιμοποιεί στοιχεία της άκρας αριστεράς ως προκάλυψη.» (38) Ο Αλιέντε, επίσης, υποστήριξε αυτή την άποψη σε μια ομιλία του στις 31 Ιουλίου όπου ανέφερε τα εξής »δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Συνέλευση της Concepción είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εχθρών του επανάστασης.»(39)
Αυτό που προέκυψε με το Cordón του Cerrillos-Maipú , ήταν φυσικά η δυνατότητα δημιουργίας μία κατάστασης «διπλής εξουσίας», μέσα στην οποία τα cordones θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην «μαγιά» μιας λαϊκής συνέλευσης και λαϊκής πολιτοφυλακής σε ένα νέο εργατικό κράτος υποσκελίζοντας το κογκρέσο και τις ένοπλες δυνάμεις του καπιταλιστικού κράτους. Έτσι, ο Αλιέντε στην ίδια ομιλία του στις 31 Ιουλίου, δεν άφησε καμία αμφιβολία σχετικά με την πίστη του στην αστική δημοκρατία και την αντίθεσή του στην ανάπτυξη των cordones.
Ο Αλιέντε ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη αυτών των οργάνων διπλής εξουσίας στη Χιλή, θα ήταν μια πράξη «τεράστιας ανευθυνότητας» - δεδομένου ότι η κυβέρνηση ήδη εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Οι «συνετοί» επαναστάτες, υποστήριξε, δεν μπορούν να «αγνοούν το θεσμικό καθεστώς που διέπει την κοινωνία μας και το οποίο αποτελεί μέρος της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας». (40)
Κατά την διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, ο Αλιέντε και οι ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας προσπαθούσαν να πείσουν τους εργαζομένους, για την αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων της Χιλής στο Σύνταγμα. Στις αρχές του 1971 ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Luis Corvalán, επέμενε ότι ο Χιλιανός «στρατός δεν μένει ανεπηρέαστος από τον καινούργιο άνεμο που πνέει στη Λατινική Αμερική και διαπερνά τα πάντα. Δεν είναι ένα σώμα ξένο προς το έθνος, δεν βρίσκεται στην υπηρεσία των αντεθνικών συμφερόντων. Θα πρέπει να κερδηθεί στον σκοπό της προόδου της Χιλής και να μην σπρωχτεί στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος.»(41) Το Σεπτέμβριο του 1972, ένα χρόνο σχεδόν πριν από τη μέρα του επιτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο ίδιος ο Αλιέντε κατήγγειλε την ιδέα της δημιουργίας εργατικής πολιτοφυλακής: «Δεν θα υπάρξουν άλλες ένοπλες δυνάμεις εδώ εκτός από εκείνες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, δηλαδή, το Στρατό, το Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία. Θα διαλύσω οτιδήποτε άλλο, εφόσον εμφανιστεί.’ (42) Η προθυμία του Αλιέντε να βασιστεί στο στρατό και η άρνησή του να στηρίξει τα cordones σήμαινε ότι είχε γίνει εκείνος που αφόπλιζε τους εργάτες στον ταξικό αγώνα την ίδια ώρα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την επιθετικότητα των αφεντικών σε πλήρη έκταση.
Το λοκάουτ των ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Μεταφοράς
Το πραξικόπημα της 11 Σεπτεμβρίου 1973, αποτέλεσε την τελική πράξη σε ένα δράμα το τέλος του οποίου καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την απροθυμία της Λαϊκής Ενότητας να εγκαταλείψει τον κοινοβουλευτισμό υπέρ του επαναστατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, σε τρία καθοριστικά σημεία κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς της κυβέρνησης Αλιέντε. Η αποτυχία άλλων οργανώσεων - και κυρίως του MIR και της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος -να αποσύρουν τη στήριξή τους από τη Λαϊκή Ενότητα και να δημιουργήσουν ένα επαναστατικό κόμμα με συνειδητό σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, σφράγισε οριστικά την τύχη του «Χιλιανού δρόμου».
Μέσα από το λοκάουτ των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς που άρχισε στις 11 Οκτωβρίου 1972, η αστική τάξη της χώρας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τον έλεγχο της διανομής και να βάλει τον Αλιέντε σε θέση άμυνας. Σε πολλές περιοχές οι εργάτες είχαν καταφέρει να ελέγχουν την παραγωγή σε αξιοσημείωτο επίπεδο, αλλά σε γενικές γραμμές δεν ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν πάνω στα μέσα διανομής. Οι επιπτώσεις του λοκάουτ θα μπορούσαν να είναι άμεσες και καταστροφικές, αφού η έλλειψη μέσων μεταφοράς θα μπορούσε να έχει σταματήσει όλες τις προμήθειες. Επιπλέον, οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε υποστήριξη των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς. Γιατροί, δικηγόροι, οδοντίατροι και άλλοι επαγγελματίες συνεισέφεραν στο κλίμα πανικού συμμετέχοντας επίσης στο λοκάουτ. (43)
Αλλά οι μάζες των εργατών πήραν τα πράγματα στα χέρια τους και εξασφάλισαν τη συνέχιση της κυκλοφορίας των προμηθειών, βγάζοντας στους δρόμους τα φορτηγά και οργανώνοντας τα δρομολόγια τους. Δημιούργησαν επιτροπές στα εργοστάσια για να οργανώσουν τη διανομή χωρίς αφεντικά και για να προστατεύσουν την παραγωγή από τα σαμποτάζ. Τεράστια πορείες και διαδηλώσεις οργανώθηκαν με τους εργάτες να φωνάζουν “crear, crear, poder popular” «χτίστε, χτίστε τη Λαϊκή εξουσία». Με μια λέξη, τα cordones επανεμφανίστηκαν και έστρεψαν επιτυχώς το ρεύμα ενάντια στην εργοδοσία. Όπως εξήγησε ένας εργάτης σε εργοστάσιο συσκευασίας στο Σαντιάγκο «Δεν θα μας πούνε τα αφεντικά τι να κάνουμε. Ανοίξαμε τα καταστήματα, πήραμε τις πρώτες ύλες και απλώς συνεχίσαμε την παραγωγή - η παραγωγή εδώ δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή. «(44)
Η εμπειρία της αντίστασης στους ιδιοκτήτες των μέσων μεταφοράς οδήγησε σε ένα δυναμικό ανέβασμα του επιπέδου της ταξικής συνείδησης ανάμεσα στους εργάτες. Η κριτική μιας νεαρή εργάτριας στο ρεφορμισμό του Αλιέντε αντικατοπτρίζει τη διάθεση πολλών εργατών: «Νομίζω ότι ο σύντροφος Αλιέντε ήταν πολύ μαλακός, Λέει ότι το κάνει γιατί θέλει να αποφύγει τη βία, αλλά νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε με μεγαλύτερη δύναμη , να τους τρομάξουμε μέχρι θανάτου. Αυτοί προσπαθούν να μας πάρουν πίσω ότι κερδίσαμε». (45)
Ο Αλιέντε έχασε για μια ακόμα φορά την ευκαιρία να διδαχτεί από αυτή την εμπειρία και να χτίσει μια πραγματική εργατική εξουσία. Ενώ οι εργάτες, μέσα από τη δική τους μαζική κινητοποίηση, είχαν νικήσει το λοκάουτ των ιδιοκτητών φορτηγών, ο Αλιέντε προσπάθησε αμέσως να κατευνάσει τους αστούς υποσχόμενος να τους επιστρέψει ορισμένα από τα εργοστάσια που κατασχέθηκαν από τους εργάτες και ζητώντας από το στρατό να «αποκαταστήσει την τάξη». Στη συνέχεια προχώρησε, φτάνοντας στο σημείο να διορίσει τρεις στρατηγούς σε υπουργικές θέσεις σε μια προσπάθεια να κατευνάζει τους Χριστιανοδημοκράτες. Τέλος ξεκίνησε μια εκστρατεία για την «κοινωνική ειρήνη», μαζί με τον αρχηγό του στρατού, στον οποίο δόθηκε ο έλεγχος της εσωτερικής ασφάλειας. Το τι σήμαινε »κοινωνική ειρήνη» έγινε σύντομα ξεκάθαρο τουλάχιστον για κάποιες ομάδες εργατών. Όπου είχαν καταλάβει τα εργοστάσια, όπως για παράδειγμα στην πόλη Arica, στη Βόρεια Χιλή, τους έγινε σύσταση να επιτρέψουν στα παλιά αφεντικά να αναλάβουν και πάλι τη διοίκηση. Όταν τα αφεντικά ανέλαβαν, πετάξανε έξω τους πιο μαχητικούς εργάτες. Αυτό ήταν στην πράξη ό, τι ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα ονόμαζαν «διάλογο» με τη μεσαία τάξη. (46)
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κυβέρνηση κάλεσε τους στρατιωτικούς να μην τσακίσουν το λοκάουτ της εργοδοσίας αλλά να επιβάλουν την ειρήνη των αφεντικών. Αντιμέτωποι με μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές εξουσίας -από τη μία την εξουσία των εργοδοτών, και από την άλλη τη δύναμη των εργαζομένων και των cordones - ο Αλιέντε και η κυβέρνησή του τάχθηκαν με τα αφεντικά της Χιλής.
Η απεργία στα ορυχεία χαλκού του El Teniente
Η απεργία στα ορυχεία χαλκού στο El Teniente αντιπροσώπευε το δεύτερο σημείο καμπής και μια μεγάλη ήττα για το εργατικό κίνημα. Η απεργία διήρκησε 74 ημέρες κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του 1973. Οι εργάτες απέργησαν ενάντια στο καθεστώς του Αλιέντε, επειδή αρνήθηκε να τους δώσει τις αυξήσεις μισθών που προέβλεπε η σύμβασή τους. Αντίθετα, ο Αλιέντε ζήτησε από τους εργάτες να αποδεχθούν μια θυσία «για το γενικό καλό». Όταν αυτοί αρνήθηκαν, η κυβέρνησή τους χαρακτήρισε «φασίστες» και «προδότες».(47) Όλες οι αριστερές οργανώσεις στη Χιλή αποδέχτηκαν την κυβερνητική συκοφαντία ότι αυτή η απεργία ήταν μέρος μιας δεξιάς συνωμοσίας.
Ωστόσο, η απεργία των εργατών στα ορυχεία πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες καλπάζοντος πληθωρισμού κάτι που σήμαινε μείωση των πραγματικών μισθών μέχρι και 50 τοις εκατό. Οι ανθρακωρύχοι στην πραγματικότητα αντιστεκόταν σε μια διετή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Παρόλο που οι μισθοί των εργατών στα ορυχεία χαλκού ήταν σίγουρα υψηλότεροι από τον εθνικό μέσο όρο, αυτό δεν συνέβαινε επειδή αποτελούσαν την «εργατική αριστοκρατία» ξεπουλημένη στα αφεντικά, όπως υποστήριζαν η Λαϊκή Ενότητα, και ιδιαίτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα. «Η απλή αλήθεια είναι ότι ο εργάτης στα ορυχεία εξαντλεί την εργατική του δύναμη σε 15 με 20 χρόνια δουλειάς. Ως ομάδα, αυτοί οι εργάτες είχαν το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής [40 έως 50 ετών] και, επιπλέον, κατά μέσο όρο 300 θανατηφόρα ατυχήματα κάθε χρόνο. «50 Επίσης, ούτε η κριτική ότι οι εργάτες αυτοί ήταν υπηρέτες της αστικής τάξης αντέχει σε οποιοδήποτε σοβαρό έλεγχο. Η δεξιά όντως προσπάθησε να χρησιμοποιήσει προς όφελος της την απεργία, αλλά μόνο «30 ημέρες μετά την έναρξη της απεργίας και αφού έγινε ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας θα προστάτευε τα συμφερόντων των αστών. [Μετά από αυτό] η αστική τάξη άρχισαν να εκμεταλλεύεται δημαγωγικά αυτή τη σύγκρουση». (49)
Ιστορικά, οι εργάτες στα ορυχεία χαλκού ήταν οι πιο μαχητικοί εργάτες στη Χιλή μέχρι τη δεκαετία του 1970. Το αποτέλεσμα της αποτυχίας της Λαϊκής Ενότητας να στηρίξει το πιο συνειδητοποιημένο τμήμα της Χιλιανής εργατικής τάξης -που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ισχυρό σύμμαχο της αριστεράς- ήταν η πλήρης αποξένωση από το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Οργανώσεις στα αριστερά του Αλιέντε δεν έδειξαν καλύτερη στάση απέναντι στους εργάτες των ορυχείων: «Το MIR επέκρινε τη χρήση βίας, αλλά επιτέθηκε τους εργάτες κατηγορώντας τους για «οικονομισμό» παρότι αγωνίζονταν για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο σε μια οικονομία που παρέμενε καπιταλιστική». (50)
Η γενική πρόβα του Souper
Το τελικό σημείο καμπής ήταν η 29η Ιουνίου 1973, όταν ο στρατηγός Roert Souper, επιχείρησε πραξικόπημα και έβγαλε τα τανκς του στους δρόμους του Σαντιάγο. Οι ανώτεροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θεώρησαν πρώιμες τις ενέργειες του Souper και δεν παρείχαν την υποστήριξή τους. Όμως, κανένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, δεν επέκρινε την απόπειρα πραξικοπήματος. Ήταν ένας ξεκάθαρος οιωνός μιας πολύ πιο ανησυχητικής στρατιωτικής απειλής.
Για μια ακόμη φορά, εργατική τάξη κινητοποιήθηκε για να ματαιώσει την απόπειρα πραξικοπήματος. Η αντίδραση των εργατών ήταν και πάλι εκπληκτική. Εκατοντάδες εργοστάσια και γραφεία στο Σαντιάγο καταλήφθηκαν. Στις 30 Ιουνίου μια γιγαντιαία διαδήλωση ξεχύθηκε στους δρόμους. Στις επαρχιακές πόλεις, οι οποίες μέχρι τότε κινητοποιούνταν πολύ πιο αργά από ότι η πρωτεύουσα, ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια cordones...και τοπικά λαϊκά κέντρα αποφάσεων. Το Cordon του Cerillos άρχισε να παίρνει αποφάσεις λειτουργώντας ως εργατικό συμβούλιο...Ξαφνικά όλα ήταν πιθανά. Ο εχθρός άρχισε να ταλαντεύεται συγχυσμένος.
Στις μέρες που ακολούθησαν, τα αριστερά κόμματα από το MIR μέχρι τους Σοσιαλιστές, απεύθυναν καλέσματα στους εργαζόμενους να προετοιμαστούν για να υπερασπιστούν τη κυβέρνηση με τα όπλα. Την ίδια στιγμή, εξακολουθούσαν να διακυρήσσουν την αφοσίωσή τους στην ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας.
Η ανάγκη για τους επαναστάτες να διαχωριστούν από τη Λαϊκή Ενότητα και να αξιώσουν μια ανεξάρτητη γραμμή -για να ενοποιήσουν και να εδραιώσουν τα cordones, να οπλίσουν την εργατική τάξη και να αποκρούσουν τους συμβιβασμούς του Αλιέντε με την αστική τάξη- ήταν τώρα πιο καθαρή από ποτέ. Ο Αλιέντε δεν άξιζε την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των εργατών. Στις αρχές του 1971 είχε ερωτηθεί δίχως περιστροφές για το πως θα αντιμετώπιζε μια πιθανή εξέγερση της δεξιάς και μια «αποφασιστικής σημασίας αντιπαράθεση, ένα βίαιο τέλος στην τρέχουσα κατάσταση της συνύπαρξης. Μια στρατιωτική εξέγερση για παράδειγμα...». Ο Αλιέντε είχε απαντήσει: « Αν αυτοί το ξεκινήσουν, θα απαντήσουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση θα περιμένουμε μέχρι να συμβεί. Είμαστε σε εγρήγορση... Θα απαντήσουμε στην βία της αντίδρασης με επαναστατική βία, επειδή γνωρίζουμε ότι πρόκειται να σπάσουν τις συμφωνίες.»(52) Αλλά αντί να κινηθεί βασισμένος σε αυτά τα σκληρά λόγια, στον απόηχο του πραξικοπήματος του Souper, ο Αλιέντε για μια ακόμη φορά στράφηκε στον στρατό.
Σε όλη τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου ο Αλιέντε επέτρεψε στον στρατό να χρησιμοποιήσει ένα νόμο ελέγχου της οπλοκατοχής του 1972 (ένα νόμο που ο ίδιος είχε υπογράψει) για να πραγματοποιήσει προληπτικές επιθέσεις σε λαϊκές οργανώσεις, cordones και συνδικάτα. Αναζητώντας να κατασχέσουν όπλα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν και να αποθηκεύουν τις εβδομάδες μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου, σχεδίαζε επίσης τις επιδρομές του με σκοπό να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό και να εκριζώσει τους επαναστάτες. Τον Αύγουστο ο Αλιέντε για μια ακόμη φορά προσκάλεσε τον στρατό στην κυβέρνηση του. Ένας από τους αξιωματικούς που πήρε αξίωμα αυτή τη φορά δεν ήταν άλλος από τον στρατηγό Augusto Pinochet. Σε όλα αυτά ο Αλιέντε απολάμβανε της συνεχούς υποστήριξης και ενθάρρυνσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. Πράγματι, ο γενικός γραμματέας Corvalán σε ομιλία του μόλις 10 μέρες μετά το πραξικόπημα του Souper δήλωνε : «Εμείς συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τον απόλυτα επαγγελματικό χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων. Οι εχθροί τους δεν βρίσκονται στις τάξεις του λαού αλλά στο στρατόπεδο της αντίδρασης» (53).
Με τις πράξεις τους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεσματικά προετοίμαζαν τους εργάτες της Χιλής όχι για τη νίκη, αλλά για σφαγή. Καμιά αριστερή οργάνωση παρόλα αυτά δεν ανέλαβε την πρόκληση να σπάσει πολιτικά με την Λαϊκή Ενότητα. Με τους εργάτες σε εγρήγορση μετά το πραξικόπημα του Souper, θα ήταν δυνατόν να πετάξουν τον στρατό και την δεξιά στην άμυνα, να οπλίσουν την εργατική τάξη και να αφήσουν στην άκρη μια κυβέρνηση που είχε αποδείξει μέρα με τη μέρα ότι ήταν δεσμευμένη σε επικίνδυνους συμβιβασμούς. Ένα κόμμα πρόθυμο να δείξει μια ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική δεν εμφανίστηκε. Αντιθέτως το κύμα γύρισε στην ανάποδη κατεύθυνση.
«Υπήρχαν επαναστάτες αγωνιστές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική καθοδήγηση των εργατών σε αντιπαράθεση με τις πολιτικές του Αλιέντε και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όμως πολλοί ήταν ανενεργοί στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και η «αριστερίζουσα» ηγεσία τους συνέχιζε να ανέχεται τον Αλιέντε σαν μέλος της και προωθούσε τη γραμμή ότι μορφές Λαϊκής εξουσίας μπορούσαν να συνυπάρχουν με την υπάρχουσα κατάσταση. Η πιο σημαντική ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση ήταν το MIR και κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου προσέλκυσε... πολλούς αγωνιστές εργάτες από το εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος... Αλλά δεν ήταν παρά το 1972 όταν έδωσε πραγματική σημασία στην δουλειά στους βιομηχανικούς εργάτες που κρατούσαν το κλειδί για το μέλλον της Χιλής, και ακόμα και τότε φαίνεται ότι υπήρξε μια οργάνωση για τους εργάτες, παρά μια οργάνωση των εργατών». (54)
Τα δύο μεγαλύτερα cordones, το Cordón του Cerrillos και αυτό της Vicuna Mackenna, είχαν αρνηθεί τις εντολές από την επίσημη Συνομοσπονδία Εργατών (CUT), να παραδώσουν τα εργοστάσια που είχαν καταλάβει στα τέλη Ιουνίου. Η διαδήλωση των εργατών του Cordón Vicuna Mackenna στις 19 Ιούλη είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο ενός μέλους του MIR. Ήταν γύρω από αυτό το περιστατικό όταν «η διαμάχη για τον ρόλο των cordones ήρθε στην επιφάνεια. Η δεξιά απαίτησε δράση εναντίων τους. Η CUT δήλωνε ότι τέτοια σώματα θα έπρεπε να λειτουργούν κάτω από την δικαιοδοσία της. Η αριστερά δίσταζε.» (55) Την κρίσιμη στιγμή το MIR αποδείχτηκε ανίκανο να αναγνωρίσει την επαναστατική σημασία των cordones ή να κατανοήσει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γινόταν δυνατή μόνο στην βάση της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης της Χιλής.
Αντιθέτως άσκησε κριτική στα cordones σαν «παράλληλες οργανώσεις» οι οποίες θα έπρεπε να απορροφηθούν από την CUT. Το κόστος της σύγχυσης του MIR υπήρξε καταστροφικό. Τις κρίσιμες μέρες του Ιουλίου, η πολιτική στρατηγική του MIR γινόταν ολοένα και περισσότερο σκέτη ρητορεία. Μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε ανυπαρξία από τον Ιούλιο μέχρι το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Από τις αρχές Σεπτέμβρη, ο αμερικάνικος στρατός πραγματοποιούσε κοινές ασκήσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της Χιλής. Η CIA είχε πάγια εντολή να ρίξει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Μόλις σε λίγες μέρες οι Αμερικανοί κατάσκοποι θα δούλευαν χέρι χέρι με τους σφαγείς του Χιλιανού στρατού, για να εξολοθρέψουν την αντίσταση στο πραξικόπημα του Πινοσέτ. Όμως κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την μαζική κινητοποίηση των Χιλιανών εργατών - αν είχε υπάρξει ένα επαναστατικό κόμμα το οποίο θα ήταν ξεκάθαρο για την ανάγκη της συντριβής του παλιού κράτους και του περάσματος της εξουσίας στα χέρια τους. Αντίθετα μπροστά στις προσπάθειες του Αλιέντε να σταματήσει την εργατική τάξη και να δώσει το πράσινο φως στον στρατό να αφοπλίσει το κίνημα, οι εργάτες βρίσκονταν σε σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό. Την ώρα του πραξικοπήματος του Πινοσέτ στις 11 Σεπτέμβρη ήταν ήδη πολύ αργά. Οι Χιλιανοί εργάτες ήξεραν ότι η Λαϊκή Ενότητα είχε προδώσει τις ελπίδες τους, αλλά δεν είχαν άλλη εναλλακτική.
Επίλογος
Το αιματηρό πραξικόπημα στην Χιλή έγινε ζήτημα της αριστεράς παγκόσμια. Εκατομμύρια ανθρώπων που είχαν εμπνευστεί από τον «ειρηνικό» δρόμο προς τον Σοσιαλισμό του Αλιέντε, θεώρησαν αναγκαίο να συζητήσουν τα διδάγματα. Tο Κ.Κ. Χιλής, το οποίο σε όλη την περίοδο πριν το πραξικόπημα είχε σταθερά χαρακτηρίσει σαν «αντεπαναστατική» κάθε έκφραση μαζικής δράσης της εργατικής τάξης, συμπέρανε ότι το κίνημα είχε προχωρήσει «πάρα πολύ» και προκάλεσε τα αφεντικά. Το ακριβώς αντίθετο είναι αλήθεια. Οι Χιλιανοί εργάτες δεν πήγαν όσο μακριά θα έπρεπε.
Οι Χιλιανοί εργάτες έδειξαν ότι είχαν την δύναμη να τσακίσουν τα αφεντικά. Δημιούργησαν οργανώσεις με την δυνατότητα να χτίσουν μια πολύ πιο αυθεντικά δημοκρατική κοινωνία από αυτή που οι σημερινοί καταπιεστές μας μπορούν να φανταστούν. Αλλά ο μόνος τρόπος να γίνει πλήρως κατανοητή αυτή η δύναμη ήταν μέσα από μια επανάσταση που θα διέλυε την εξουσία της άρχουσας τάξης. Μια τέτοια επανάσταση προϋπέθετε πολιτική οργάνωση - ένα κόμμα των εργατών που θα υπερασπιζόταν την εναλλακτική απέναντι στον ρεφορμισμό και θα κέρδιζε και άλλους στην επαναστατική προοπτική.
Τραγική και συγκινητική ταυτόχρονα, η παράδοση της Χιλής του 1973 δεν είναι μοναδική. Τα πρώτα διδάγματα είχαν αντληθεί από τον Μαρξ, την εποχή της Παρισινής Κομμούνας περισσότερα από 100 χρόνια πριν και επαναδιατυπώθηκαν από τον Λένιν στο βιβλίο του Κράτος και Επανάσταση τις παραμονές του Οκτώβρη: δεν υπάρχει τρόπος να επιτευχθεί σοσιαλιστικός μετασχηματισμός χωρίς πρώτα να καταστραφεί η παλιά κρατική μηχανή με τον στρατό της, την Αστυνομία της, τα δικαστήριά της και της γραφειοκρατική της ιεραρχία. Σε αυτό το έδαφος έχει να εγκαθυδριθεί η εξουσία των άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων των εργατών, με την υποστήριξη της εργατικής πολιτοφυλακής. (56)
Τα μαθήματα της Χιλής του 1973 παραμένουν και σήμερα σημαντικά, όπως έχουν υπάρξει και στο παρελθόν: «Η κρατική μηχανή, ακόμα και στο πιο δημοκρατικό αστικό κράτος είναι χτισμένη πάνω σε αυστηρές ιεραρχικές αρχές, με τον έλεγχο στις δραστηριότητες του στρατού, της αστυνομίας και οι δημόσιες υπηρεσίες να είναι στα χέρια συγγενών και φίλων αυτών που κρατούν την οικονομική εξουσία. Και η άρχουσα τάξη θα χρησιμοποιήσει αυτή την κρατική μηχανή για να επανεδραιώσει την δική της, απεριόριστη κυριαρχία [τη στιγμή] που θα αισθανθεί ότι η ισορροπία των δυνάμεων είναι ευνοϊκή για αυτήν.» (57)
Σημειώσεις:
1 Mike González, “Chile 1972-73: The Workers United,” in Revolutionary Rehearsals, ed. Colin Barker (London: Bookmarks, 1987), σελ. 81.
2 David Beecham, “Chile: The End of the Parliamentary Road to Socialism” Socialist Review 57, Σεπτέμβρης 1983, σελ. 7.
3 Ian Roxborough, Philip O’Brien, και Jackie Roddick, Chile: The State and Revolution (New York: Holmes & Meier, 1977), σελ. 63
4 Pete r Winn , Weavers of Revolution: The Yarur Workers and Chile s Road to Socialism (Oxford: Oxford University Press, 1986), σελ. 64.
5 Winn, σελ.65.
6 González, “Chile: 1972-73” σελ. 45.
7 Ian Birchall και Chris Harman, “Chile: End of the Parliamentary Road, International Socialism 62, Σεπτέμβριος 1973, σελ. 10.
8 Ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης ήθελαν πραξικόπημα. Κάποια άλλα καθώς και τα μεσσαία στρώματα δεν ήθελαν την αντροπή της συνταγματικής τάξης πριν χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων της κυβέρνησης. Με αυτό τον τρόπο θεωρούσαν ότι η «Λαϊκή Ενότητα» θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί με τον κλασσικό τρόπο που ελέγχονται όλες οι σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις. (Roxborough ο.π., σελ. 104).
9 Roxborough ο.π., σελ. 104.
10 Roxborough ο.π., σελ. 73.
11 González, “Chile: 1972-73” σελ. 44.
12 González, “Chile: 1972-73” σελ. 44,
13 Roxborough ο.π., σελ. 61.
14 Régis Debray, The Chilean Revolution: Conversations with Allende (New York: Vintage, 1971), σελ. 97.
15 Salvador Allende “La vía chilena al socialismo,” rpt. Punto Final, 9 Σεπτέμβρη 1998, ηλεκτρονική έκδοση.
16 Allende, “La via chilena al socialismo.”
17 González, “Chile: 1972-73” σελ. 45.
18 Για μια πλήρη εικόνα του αυτού του επεισοδίου βλ. Winn.
19 Βλ. Mike González, “A People’s Tragedy,” Socialist Review, No. 222 (Σεπτέμβρης 1998), σελ. 19.
20 Helios Prieto, Chile.- The Gorillas Are Amongst Us (Λονδίνο: Pluto Press, 1974).
21 González, “A People’s Tragedy” σελ. 19.
22 González, “Chile: 1972-73” σελ. 47-48.
23 Roxborough ο.π., σελ. 152.
24 Roxborough ο.π., σελ. 152.
25 Peter Kornbluh, “The Chile Coup: the U.S. Hand,” iF Magazine, 25 Οκτώβρη 1998.
26 Central Intelligence Agency, “Notes on the Meeting with the President on Chile”, 15 Σεπτέμβρη 1970. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8.
27 Department of Defense, “U.S. Milgroup, Situation Report #2,” 1 Οκτώβρης 1973. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8.
28 Department of State, “Chilean Executions,” November 16, 1973. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8.
29 Socialist Worker (GB), 20 Νοέμβρης 1971.
30 González, “A People’s Tragedy,” σελ. 19.
31 González, “Chile: 1972-73” σελ. 50-5 1.
32 Roxborough ο.π., σελ. 169.
33 Prieto, σελ. 25.
34 González, “Chile and the Struggle for Workers’ Power” σελ. 142.
35 Roxborough ο.π., σελ. 17 1.
36Qouted in Roxborough ο.π., σελ. 171.
37 González, “Chile: 1972-73” σελ. 49.
38 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53.
39 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53.
40 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53.
41 Συνέντευξη στη Βέλγικη κομμουνιστική εφημερίδα Drapeau Rouge, I Γενάρη 1971. Αναφέρεται από Birchall και Harman, σελ. 11.
42 Λόγος στις 10 Σεπτέμβρη 1972, αναφέρεται στους Financial Times, 12 Σεπτέμβρη 1972. Επίσης στους Birchall και Harman, σελ. 11.
43 González, “Chile: 1972-73” σελ. 55.
44 González, “Chile: 1972-73” σελ. 58.
45 González, “Chile: 1972-73” σελ. 58.
46 Birchall και Harman, σελ. 12.
47 Birchall και Harman, σελ. 12.
48 Prieto, σελ. 34.
49 Prieto, σελ. 35.
50 Birchall και Harman, σελ. 12.
51 Beecham, σελ. 13
52 Debray, σελ. 100, 97.
53 Birchall και Harman, σελ. 13.
54 Birchall και Harman, σελ. 13.
55 Beecham, σελ. 14.
56 Birchall και Harman, σελ. 14.
57 Birchall και Harman, σελ. 14.
58 Alan Angell, “Unions and Workers in Chile during the 1980s,” The Struggle for Democracy in Chile 1982-1990, eds. Paul W Drake and Iván Jaksic (Lincoln: Univ. of Nebraska Press, 1991), σελ. 189.