Σε πολλές συζητήσεις για το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας, όταν αυτό τίθεται από αριστερή σκοπιά, ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιείται συχνά από τους αντιπάλους του διαχωρισμού, είναι η άποψη ότι ο χριστιανισμός ως διδασκαλία και κοσμοθεωρία μοιράζεται κοινές βασικές αξίες με την Αριστερά, κυρίως την ισότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη, και κατά συνέπεια υποστηρίζεται ότι είναι το πρώτο αριστερό κίνημα στην παγκόσμια Ιστορία, αφού αυτά που τον ενώνουν με το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό είναι πολύ σημαντικότερα από όσα τον χωρίζουν. Αυτό το επιχείρημα είναι διάτρητο από άποψη ιστορική, φιλοσοφική-λογική και πολιτική, και καταρρίπτεται πολλαπλώς, για λόγους που θα αναλυθούν αμέσως παρακάτω.
Πρώτον, από ιστορική σκοπιά, η θεμελιακή παραδοχή της Αριστεράς, όπως αυτή προέκυψε στη νεωτερικότητα και διαμορφώθηκε σταδιακά από τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα, (κυρίως τη Γαλλική), και τεκμηριώθηκε θεωρητικά-επιστημονικά, στο 19ο και 20ο αιώνα, με βασικά ρεύματα τον επαναστατικό μαρξισμό, τη σοσιαλδημοκρατία και τον αναρχισμό, είναι η κομβική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, γύρω από την οποία αρθρώνονται οι σημαντικότεροι κοινωνικοπολιτικοί αγώνες. Αυτή η αντίθεση κατέστη δυνατό να ανακύψει μόνο στις καπιταλιστικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης σταδιακά μετά το 1789, με βασικές οικονομικές προϋποθέσεις την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, την κατοχύρωση του ελεύθερου εμπορίου και επιχειρηματικού ανταγωνισμού, την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (μέσων παραγωγής) στα χέρια των αστών και την εμφάνιση της μισθωτής εργασίας. Σε δουλοκτητικές ή φεουδαρχικές κοινωνίες, όπως αυτές στις οποίες εμφανίστηκε κι επικράτησε ο Χριστιανισμός, αυτές οι συνθήκες απουσίαζαν. Κατά συνέπεια, απουσίαζε κι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας με νεωτερικούς και σύγχρονους όρους, που θεμελίωσε και τον διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς.
Άρα, το να μιλά κανείς για αριστερό κίνημα την εποχή εκείνη, στηριζόμενος απλώς και μόνο σε κοινό λεξιλόγιο με τη σύγχρονη Αριστερά, χωρίς εξέταση του υποβάθρου και του περιεχομένου των εν λόγω εννοιών, συνιστά ιστορικό αναχρονισμό πρώτου μεγέθους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πρώτο κίνημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αριστερό με σύγχρονους όρους, οι Ιακωβίνοι, εμφανίστηκε ακριβώς στην πιο κρίσιμη φάση της Γαλλικής Επανάστασης, ως προϊόν των ορίων και των αντιφάσεων της αστικής κυριαρχίας που επιχειρείτο να εγκαθιδρυθεί, και το οποίο μάλιστα στράφηκε αποφασιστικά κατά της επικρατούσας θρησκείας και των προνομίων του κλήρου, γεγονός που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Δεύτερον, η συσχέτιση της «ισότητας» θρησκευτικού τύπου με την ισότητα για την οποία αγωνίζεται η Αριστερά, είναι λογικά άκυρη. Είναι κοινώς γνωστό πως η χριστιανική θεολογία θεωρεί τον άνθρωπο εγγενώς αδύναμο, κακό και πονηρό, επιβαρυμένο από την κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος. Γι αυτό κι η επίγεια ζωή χαρακτηρίζεται από πόνο και δυστυχία ως το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση. Στα πλαίσια αυτά, κάθε μορφή εκμετάλλευσης, αδικίας κι ανισότητας γίνεται αποδεκτή και πρέπει ο άνθρωπος να την υπομείνει, ενώ η υπέρβασή της κι η επίτευξη της ιδανικής απόλυτης ευτυχίας παραπέμπεται στην επουράνια μεταθανάτια ζωή, με τη μεσολάβηση βέβαια της θείας πρόνοιας και την τήρηση των αυστηρών ηθικών κανόνων που υπαγορεύονται στους πιστούς από το θεό μέσω του κλήρου. Η «ισότητα» που ευαγγελίζεται λοιπόν η θρησκεία υπάρχει μόνο στο «βασίλειο του Ουρανού». Στην πραγματική ζωή δικαιολογείται πλήρως η κοινωνική ανισότητα, ενώ η όποια αναφορά στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων μένει ευχολόγιο κι ακυρώνεται από την πανίσχυρη και πανταχού παρούσα πληρότητα του θεού-αφέντη, συμπληρωμένη από την ελπίδα του παραδείσου και το φόβητρο της κόλασης. Είναι καταφανές πως αυτή η ψευδεπίγραφη ισότητα απέχει παρασάγγας από την πραγματική ισότητα του εδώ και τώρα, τη συνεχή διεύρυνση των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας(πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής κτλ), για την οποία παλεύει η Αριστερά πρωτοστατώντας στους κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων δύο αιώνων. Πέρα από το γεγονός ότι η ισότητα αυτή είναι η μόνη που απαντάει άμεσα στα προβλήματα αναδιανομής, επιβίωσης κι ευημερίας που ταλανίζουν το σύγχρονο κόσμο, έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι καθιστά τον ίδιο τον άνθρωπο συμμέτοχο κι υπεύθυνο για τη ζωή και τις προοπτικές του, χωρίς κριτές, μεσάζοντες, τιμωρούς και σωτήρες.
Τρίτον, ως επιστέγασμα και συνέχεια των προηγούμενων, στο πολιτικό επίπεδο, η εκκλησία, ως συστηματοποιημένος θεσμός πειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου, ως φορέας δηλαδή «κοινωνικοποίησης» των ατόμων στις αρχές και τις αξίες της εκάστοτε άρχουσας τάξης, αποτελεί έναν από τους κυρίαρχους, κατά Αλτουσέρ, ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, φεουδαρχικού παλαιότερα και αστικού σήμερα, και ως εκ τούτου βρίσκεται απέναντι στην Αριστερά, ως δύναμη ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να επισημανθεί η σφοδρή και βίαιη σύγκρουση των Ιακωβίνων με τον αντεπαναστατικό κλήρο το 1793-4, που προαναφέρθηκε, όπως και η σθεναρή υποστήριξη της Εκκλησίας στον τσάρο κατά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ποιο πρόσφατα, ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Ελλάδα, όπου η επίσημη Εκκλησία έχει συμπαραταχθεί με τις πλέον αντιδραστικές και αυταρχικές επιλογές της άρχουσας τάξης, από την υποστήριξη των δοσιλογικών κυβερνήσεων στην Κατοχή, της Δεξιάς στον Εμφύλιο, και της χούντας του 1967-74, μέχρι και την εμπλοκή της στην ανάδειξη του λεγόμενου «Μακεδονικού» ψευδοπροβλήματος με τη FYROM, και την ανοχή ή κατά περίπτωση υποστήριξη των νεοναζί της ΧΑ. Οι όποιες εξαιρέσεις, που σαφέστατα υπήρξαν κι υπάρχουν, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Εν κατακλείδι, στον αντίποδα της ευρέως διαδεδομένης στερεοτυπικής άποψης, ο χριστιανισμός, σε θεωρητικό αλλά και θεσμικό επίπεδο, είναι εγγενώς ασύμβατος και αξιολογικά αντίθετος με τις αρχές και τους αγώνες της νεωτερικής κοσμικής Αριστεράς για την ελευθερία, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς αντιστρατεύεται τις βασικές τους προϋποθέσεις, τον ανθρωποκεντρισμό, τον ορθολογισμό, την ανθρωπολογική αισιοδοξία, την ηθική αυτονομία του ατόμου, και την ανοχή στη διαφορετικότητα, πολιτισμική και κοινωνική.