Μέσα σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο στόχος αυτός αποσπαστεί από το πλαίσιό του, αφήνει περιθώρια επικίνδυνων αυταπατών για έναν κάποιο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος.
Η επτάμηνη εμπειρία της διακυβέρνησης Τσίπρα αποδεικνύει με τον πιο σταθερό τρόπο ότι αν μια πολιτική αντιλιτότητας, για λογαριασμό των υποτελών τάξεων, δεν είναι διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη με τις ευρωηγεσίες και το ευρώ, είναι καταδικασμένη να μετατραπεί στο αντίθετό της, σε μνημονιακή πολιτική. Η πρόβλεψη αυτή υπήρχε, με προδρομικό τρόπο, στο «ιδρυτικό» πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (καμιά θυσία για το ευρώ: αν υποχρεωθούμε να επιλέξουμε μεταξύ της αντοχής του ευρώ και της υπεράσπισης του λαού μας, θα επιλέξουμε την υπεράσπιση του λαού...). Μετά την εμπειρία της Κύπρου, τόσο η Αριστερή Πλατφόρμα συνολικά όσο και το Κόκκινο Δίκτυο ειδικότερα, ριζοσπαστικοποιήσαμε αυτήν τη θέση μέσα στις διαμάχες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: Το «καμιά θυσία για το ευρώ» δεν ήταν πλέον αρκετός εξοπλισμός, η προετοιμασία για την αναπόφευκτη σύγκρουση με τις ευρωηγεσίες και την έξοδο από το ευρώ προβλήθηκε ως «αναγκαία συνθήκη» για την επιμονή στην πολιτική αντιλιτότητας.
Είναι όμως και «ικανή συνθήκη»; Ένας αριθμός συντρόφων απαντά καταφατικά. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίζονται ότι διαθέτουν «τεχνικά τεκμηριωμένη» τη λύση, ότι διαθέτουν έναν «οδικό χάρτη» για την έξοδο από την κρίση προς όφελος των λαϊκών τάξεων μέσω της «μετάβασης σε εθνικό νόμισμα». Πρόσφατα ο Δημήτρης Μπελαντής ισχυρίστηκε ότι η εκλογική ήττα της Λαϊκής Ενότητας μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση του ότι «δεν δόθηκε τεχνικά τεκμηριωμένη λύση στα προβλήματα της επόμενης ημέρας μετά την έξοδο», συμπληρώνοντας μάλιστα ότι «κάποιες δυνάμεις (ΜΑΡΣ, Σχέδιο Β κ.ά.) είχαν αυτήν την τεχνογνωσία, αλλά η Αριστερή Πλατφόρμα και η ΛΑΕ δεν την αξιοποίησαν...».
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες σχετικές επεξεργασίες. Οι πιο προωθημένες είναι του Κ. Λαπαβίτσα και του Χάινερ Φλάσμπεκ («Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα»). Οι απαντήσεις τους διαθέτουν μια κάποια «τεχνική τεκμηρίωση». Όμως οι απαντήσεις αυτές δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αφορούν στο ερώτημα της νίκης μιας πολιτικής αντιλιτότητας, αλλά κυρίως στο ερώτημα μιας πιθανής, γρήγορης εξόδου της «εθνικής οικονομίας» από την κρίση, μέσω της μετάβασης από ένα «σκληρό» νόμισμα (το ευρώ) σε ένα «μαλακό» νόμισμα (τη δραχμή). Και η ιστορία του καπιταλισμού διδάσκει ότι αυτά τα δύο ερωτήματα δεν ταυτίζονται, τουλάχιστον δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά την άποψη του Κ. Λαπαβίτσα, για να δούμε αν θα μπορούσε να είναι οδηγός για δράση της ΛΑΕ ή και γενικότερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ποιος είναι ο σκοπός;
Ο Κ. Λαπαβίτσας ισχυρίζεται (βλ.: «Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα», costaslapavitsas.blogspot.com) ότι: (α) η «ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας» θέτει τις βάσεις για ένα (β) «σχέδιο ανάπτυξης που θα βασίζεται σε δημόσιες επενδύσεις, αλλά θα ευνοεί παράλληλα τις ιδιωτικές επενδύσεις», ένα σχέδιο που θα επιταχυνθεί από (γ) «την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς από τα εισαγόμενα προϊόντα, που θα αναβαθμίσει και θα αναζωογονήσει το ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων... και την τόνωση των εξαγωγών». Η πρόβλεψή του για αυτήν την έξοδο από την κρίση είναι μάλιστα χρονικά ιδιαίτερα αισιόδοξη, αφού μιλά για (δ) «δυνατότητα ταχύρυθμης ανάπτυξης, μετά τους πρώτους μήνες δυσκολιών...».
Ποιος θα είναι ο «κινητήρας» αυτής της δυναμικής επανεκκίνησης της «εθνικής οικονομίας»; Ο Κ. Λαπαβίτσας απαντά ευθέως: η υποτίμηση του νέου νομίσματος. («Η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα συμβάλει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, τονώνοντας την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές. Με τις εγκυρότερες εκτιμήσεις (σ.σ.: ;;), οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό θα κυμανθούν κοντά στο 10% για τον πρώτο χρόνο και πτωτικά κατόπι».)
Είναι καθαρό ότι ο Κ. Λαπαβίτσας μιλά για ένα φιλόδοξο «σχέδιο» εξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, την κρίση που συγκλονίζει τον διεθνή καπιταλισμό από το 2007-08. Θα μπορούσαμε απέναντι σε αυτόν τον ισχυρισμό να επικαλεστούμε όλη τη συζήτηση μεταξύ των μαρξιστών διεθνώς (συζήτηση που επιμένει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τέτοια ειρηνική ή «εύκολη» διέξοδος). Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την εκτίμηση μιας μεγάλης πλειοψηφίας οικονομολόγων που προβλέπουν ότι αν οι εγκατεστημένες (κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού) σχέσεις δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν ανατραπούν από μεγάλους κοινωνικοπολιτικούς ξεσηκωμούς, τότε η έξοδος από την κρίση (όταν έρθει...) θα έχει πολύ πιο αιματηρά και πικρά για την τάξη μας χαρακτηριστικά. Δεν θέλουμε όμως να βυζαντινολογήσουμε. Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα δημιουργεί ένα απλό ερώτημα: αν υπάρχει μια τόσο εύκολη και γρήγορη διέξοδος από την κρίση, τότε γιατί δεν προσανατολίζεται προς αυτήν τη λύση ούτε ένα μειοψηφικό τμήμα της κυρίαρχης τάξης; Οι καπιταλιστές –που κατά τεκμήριο γνωρίζουν τα συμφέροντά τους καλύτερα από τον καθένα από εμάς– γιατί επιμένουν πλειοψηφικά στη γραμμή «πάση θυσία στο ευρώ»;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν να μείνουμε στην εκτίμηση ότι το κάνουν γιατί είναι «πουλημένοι», αναπαράγοντας με πρωτόγονο τρόπο τις θεωρίες της εξάρτησης. Μια διαφορετική απάντηση είναι να θυμηθούμε ότι οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι ο προστατευτισμός και η υποτίμηση του νομίσματος ως όπλα στον ανταγωνισμό, είναι μεν μέθοδοι, αλλά μέθοδοι περιορισμένης αποτελεσματικότητας και διάρκειας. Γιατί γρήγορα ακολουθούνται και από (πολλές) άλλες «εθνικές οικονομίες», με αποτέλεσμα η κρίση να γίνεται βαθύτερη και πιο επικίνδυνη για το σύστημα συνολικά.
Ποια είναι τα μέσα;
Ο σκοπός για τον οποίο παλεύει κανείς φωτίζεται σαφέστερα από τα μέσα στα οποία στηρίζεται για να τον επιτύχει.
Ο Κ.Λ. υπογραμμίζει: «Ο σημαντικότερος παράγοντας για επιτυχημένη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα είναι η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, που θα αντλεί δύναμη από τη λαϊκή στήριξη και συμμετοχή...». Βλέπουμε εδώ να αναπαράγεται μια θεμελιώδης εκτίμηση της ηγετικής ομάδας... Τσίπρα: η αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης (που μάλιστα δεν προσδιορίζεται ως κυβέρνηση της Αριστεράς, ή ως εργατική κυβέρνηση, ή κάπως...) ως ο κινητήρας μιας ιστορικής ανατροπής.
Για να μην αδικήσουμε όμως την άποψη, ας δούμε τα περιθώρια που διαθέτει για να συνδυάζει την «αποφασιστικότητα της κυβέρνησης» με την αναγκαία «λαϊκή στήριξη και συμμετοχή»:
Είναι γνωστό ότι η εργατική τάξη και οι λαϊκές δυνάμεις κινητοποιούνται ή κατανοούν τα διάφορα «σχέδια» στηριζόμενες σε υλικούς όρους. Η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ σήμαινε: α) τη δέσμευση για σχετικά άμεση αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν οι εργαζόμενοι κατά τη μνημονιακή περίοδο, και β) τον γενικότερο ταξικό προσανατολισμό του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό, άλλωστε, η εγκατάλειψη αυτού του στόχου ήταν η πιο φανερή προειδοποίηση για την επερχόμενη «προδοσία» της 13ης Ιουλίου.
Στο «Σχέδιο Μετάβασης στο Εθνικό Νόμισμα» υπάρχει μια αναφορά για μια κάποια «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού», με απροσδιόριστο το ρυθμό και τα κριτήρια της σταδιακότητας. Η συμπλήρωση, μάλιστα, ότι «είναι σημαντικό να αυξηθούν οι κατώτατοι μισθοί, αλλά πρέπει επίσης το οργανωμένο εργατικό κίνημα να στηρίξει την προσπάθεια μετάβασης της χώρας σε υγιέστερη βάση» δημιουργεί τη βάσιμη υπόνοια ότι οι ανάγκες των εργαζομένων θεωρούνται υποδεέστερες των προτεραιοτήτων εξυγίανσης της εθνικής οικονομίας.
Οι εμπειρογνώμονες των συνδικάτων (και πρόσφατα με μεγάλη σαφήνεια ο Ηλίας Ιωακείμογλου) έχουν αποδείξει ότι η ουσιαστική αύξηση των μισθών είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για την ουσιαστική μείωση της ανεργίας, σε αντίθεση με όσους εναποθέτουν τη λύση του προβλήματος των ανέργων στους αυτοματισμούς της ανάπτυξης.
Δεν γνωρίζω από πού προκύπτει η βεβαιότητα του Κ.Λ. στην εκτίμηση ότι η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα περιοριστεί στο 10%. Όμως, όποιος κάνει τέτοιες προτάσεις οφείλει να προτείνει παράλληλα και ταυτόχρονα, τουλάχιστον, ισόποση αύξηση των μισθών (κάτι που σε περίοδο γρήγορου πληθωρισμού είναι αμφίβολο αν επιτυγχάνεται ακόμα και με αναβίωση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, της αξέχαστης ΑΤΑ). Αλλιώς, προτείνει μεταφορά πόρων από το εργατικό εισόδημα στη χρηματοδότηση της... «εθνικής οικονομίας».
Αυτό το «Σχέδιο», προβλέποντας απογείωση του τουρισμού, των εξαγωγών κ.ο.κ., στηρίζεται στην αυταπάτη μιας «συμπεφωνημένης» με τις ντόπιες ελίτ εξόδου από το ευρώ. Προβλέποντας ότι υπάρχει «δυνατότητα παραμονής στην ΕΕ... Η Ελλάδα δεν θα απομονωθεί, αλλά θα ακολουθήσει μια διαφορετική προσέγγιση από τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ», στηρίζεται στην αυταπάτη μιας «συμπεφωνημένης» με τις ευρωηγεσίες εξόδου από το ευρώ.
Πρόσφατα, ο σύντροφος Δ. Μπελαντής ανέπτυξε κριτική στο Κόκκινο Δίκτυο σχετικά με μια κάποια δήθεν υποτίμηση της αναγκαίας σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό. Η «συμπεφωνημένη» έξοδος δεν αποτελεί, νομίζουμε, καμιά σύγκρουση. Αντίθετα αποτελεί μια παράλληλη αυταπάτη, διαφορετική αλλά ανάλογη με εκείνη που ανέπτυξε το επιτελείο Τσίπρα, όταν ήλπιζε σε «έντιμο συμβιβασμό» με τις ευρωηγεσίες.
Η αξία των εργασιών του Κ. Λαπαβίτσα βρίσκεται στην απόδειξη της αναγκαιότητας της διαγραφής του χρέους, στην απόδειξη της αναγκαιότητας εθνικοποίησης των τραπεζών, στην ανάδειξη της απόλυτης προτεραιότητας του ζητήματος της ανεργίας, στην ίδια την προσπάθεια όλα αυτά να συνταιριαστούν σε ένα συνεκτικό κοινωνικοπολιτικό σχέδιο. Αυτά τα πολύτιμα στοιχεία της προσφοράς του πρέπει να ενταχθούν σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα: με αρχή τη σύγκρουση με τα μνημόνια και τη λιτότητα, αλλά και προοπτική τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο στόχος αυτός αποσπαστεί από το πλαίσιό του, αφήνει περιθώρια επικίνδυνων αυταπατών για έναν κάποιο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος.
Υ.Γ.: Δυστυχώς, μέσα στη σύγχυση της Αριστεράς στην Ευρώπη, ένα τμήμα της «αντι-Ευρώ» διανόησης έχει στραφεί ανοιχτά (πχ στη Γαλλία) στον προστατευτισμό και στον οικονομικό εθνικισμό. Με αποτέλεσμα στο πολιτικό πεδίο κάποιοι να νοσταλγούν μιαν ισχυρή «γαλλική κυβέρνηση» τύπου Ντε Γκολ και να κάνουν λόγο ακόμα και για συμμαχίες με το κόμμα της Λεπέν σε «αντι-ΕΕ» βάση. Ασφαλώς αυτό το «μικρόβιο» δεν έχει φτάσει στην Αριστερά στην Ελλάδα, όμως η κατρακύλα των προτεξιονιστών πρέπει να ηχεί ως προειδοποίηση...