Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές μοιάζει ότι έχει φτάσει (γι’ ακόμη μια φορά) σε αδιέξοδο. Παρότι η κυβέρνηση έχει αποσπαστεί σχεδόν ολοκληρωτικά από τις προγραμματικές της θέσεις (κείμενο 47 σελίδων), τα ιμπεριαλιστικά κέντρα – δανειστές κλιμακώνουν τους ωμούς εκβιασμούς.

Το εάν η καταληκτική ημερομηνία είναι η 18η ή η 30η Ιούνη ή κάποια άλλη, αφορά στην διακριτική ευχέρεια των δανειστών. Η επιλογή του οριστικού ναυαγίου της διαπραγμάτευσης από την πλευρά τους δεν μοιάζει ωστόσο πολύ πιθανή καθώς κάτι τέτοιο οδηγεί σε πολιτικές εξελίξεις με υψηλό ρίσκο για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Όλες οι μετρήσεις και οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι σε ενδεχόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα έλθει πρώτος και πιθανότατα αυτοδύναμος. Η επιλογή των εκλογών αποτελεί διέξοδο για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ , μόνο όμως ως απόρροια της εγκατάλειψης της τρέχουσας γραμμής και της απόφασης για σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές από την ριζοσπαστική θέση του συνεδριακού του προγράμματος (καμία θυσία για το ευρώ). Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή πολιτικών εξελίξεων αφορά στη κατεύθυνση της «εθνικής συνεννόησης» που αποτελεί, τούτη την ώρα, τον διακαή πόθο των αστικών κέντρων «εσωτερικού» - «εξωτερικού».

Τρία βασικά επιχειρήματα διακρίνονται πίσω από τις κυβερνητικές επιλογές. Αφορούν α) στην εκτίμηση πως το σημαντικότερο ζήτημα είναι η απόσπαση από τους δανειστές δέσμευσης για την ρύθμιση – αναδιάρθρωση του χρέους, χάρη της οποίας μπορούν να γίνουν ανεκτές ευρείες υποχωρήσεις, β) στην εκτίμηση πως η ρήξη δεν μπορεί να προκριθεί ως επιλογή γιατί ο λαός δεν διατίθεται γι’ αυτήν και γ) στην άποψη πως οι εκλογές (και το δημοψήφισμα) δεν αποτελούν επιλογή καθώς θα σήμαινε εγκατάλειψη της κυβερνητικής ευθύνης και των δύσκολων αποφάσεων.

Τα τρία αυτά επιχειρήματα, πέρα από τις προθέσεις, οδηγούν στην πραγματικότητα στην χειρότερη παγίδα. Στον εγκλωβισμό της Αριστεράς στις αστικές αφηγήσεις και πιο συγκεκριμένα την υπαγωγή των ταξικών συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της εγχώριας άρχουσας τάξης.

Εάν η ρύθμιση – αναδιάρθρωση του χρέους επιτευχθεί στην βάση της αποδοχής του ταξικού συσχετισμού που διαμόρφωσαν τα μνημόνια και ακόμη χειρότερα με την λήψη πρόσθετων μέτρων ταξικής λιτότητας, τότε αποθεώνεται η αντίληψη της ανάκαμψης και της ανάπτυξης ως απόρροια της υποτίμησης της εργασίας. Δηλαδή της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Αυτή η στρατηγική – η ρύθμιση του χρέους στην βάση των αποτελεσμάτων της βαθιάς ταξικής λιτότητας – ήταν και είναι η στρατηγική της ολιγαρχίας του πλούτου και των μνημονιακών κομμάτων και κυβερνήσεων. Η συνεδριακή θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την διεκδίκηση της δραστικής διαγραφής χρέους, ως αντίληψη και στρατηγική, βρίσκεται στον αντίποδα και μπορεί σήμερα να ενισχυθεί από την εργασία που έχει κάνει η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους.

Η αντίληψη του «λαού» ως το σύνολο του εκλογικού σώματος ή γενικότερα του «έθνους», που καταργεί τις ταξικές διακρίσεις καθώς και τις διακρίσεις με βάση την ταξική/ πολιτική συνείδηση, εξυπηρετεί και ενισχύει την υπαγωγή του κόσμου της εργασίας στην κυριαρχία του εγχώριου κεφαλαίου και της διαπλοκής του με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αγνοεί την σημασία που έχει το υψηλότατο ποσοστό (άνω του 50%, πάνω από ένα εκατομμύριο) που καταγράφεται να επιθυμεί την ανυποχώρητη στάση μέχρι την ρήξη με τους δανειστές, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά έχει σχέδιο και στρατηγική για «όλο το έθνος» με την κρίσιμη διαφορά από την κατεστημένη, κυρίαρχη αστική αντίληψη ότι απαιτεί και προϋποθέτει την ηγεμονία του κόσμου της εργασίας και των ιδεών της Αριστεράς. Οι τρέχουσες συνθήκες αποτελούν πρόκληση για την ικανότητα της Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ να παρέχει πολιτική εκπροσώπηση και ηγεμονικό σχέδιο– εργαλείο μάχης για όλον αυτόν τον κόσμο που επιθυμεί την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας και της υποτέλειας στα αστικά κέντρα, ντόπια και διεθνή, και διατίθεται αποφασιστικά, ως κοινωνική πρωτοπορία, σε μια τέτοια προοπτική.

Οι εξελίξεις προκαλούν πόλωση και προοπτική διαίρεσης στο κοινωνικό ακροατήριο καθώς σημαντικό κοινωνικό τμήμα (ανώτερα μεσαία στρώματα ή/και δεξιών πολιτικών αντιλήψεων) φαίνεται διατεθειμένο να ανεχτεί την παγίωση των μνημονιακών μέτρων των προηγούμενων κυβερνήσεων, ακόμη ίσως και κάποια εμβάθυνσή τους, μπροστά στην «χειροπιαστή» προοπτική της διευθέτησης του χρέους και της «αναπτυξιακής» προοπτικής. Τείνει δηλαδή να συρθεί πίσω από τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα της εγχώριας οικονομικής ελίτ (που ταυτίζονται με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική των ιμπεριαλιστών – δανειστών). Εντούτοις ένα ακόμη πιο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας (κόσμος της μισθωτής εργασίας, κατώτερα λαϊκά στρώματα, άνεργοι και αποκλεισμένοι ή/και ο «κόσμος της Αριστεράς» με την πιο ευρεία έννοια) δεν διαβλέπει καμιά ουσιαστική και άμεσα ορατή ελπίδα για τα δικά του συμφέροντα και ανάγκες σ’ αυτή την προοπτική. Απαιτεί την άμεση ανατροπή της λιτότητας και την σύγκρουση με τα αστικά κέντρα χωρίς να τρομοκρατείται από την ενδεχόμενη ρήξη.

Ανάκτηση της ηγεμονίας

Η κυοφορούμενη κοινωνική πόλωση αποτελεί φάση εμβάθυνσης της συνείδησης του πιο σημαντικού κοινωνικού τμήματος για την στρατηγική της (αντικαπιταλιστικής/ κομμουνιστικής/ σοσιαλιστικής) Αριστεράς και ταυτόχρονα δυνατότητα ανάκτησης της ηγεμονίας πάνω στα ταλαντευόμενα μεσοστρώματα και στο σύνολο της κοινωνίας μετά από τουλάχιστον τρία χρόνια. Οι «από κάτω» έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν ξανά τον ρόλο τους ως κοινωνική ατμομηχανή μετά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια των μεγάλων εργατικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων. Αυτή η δυνατότητα ωστόσο δεν θα μπορέσει να εκφραστεί χωρίς την αποφασιστική παροχή πολιτικού σχεδίου από την Αριστερά και πρώτ’ απ’ όλα απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, που στις σημερινές συνθήκες απαιτεί το ρίσκο της ενδεχόμενης ασυνέχειας στην χρήση των κυβερνητικών μέσων. Χωρίς την βαθιά σύνδεση της Αριστεράς με τα κατεξοχήν κοινωνικά της στηρίγματα και ακροατήρια και χωρίς την δρώσα αποφασιστικότητά τους η κυβερνητική θέση της είναι καταδικασμένη σε ήττα και μάλιστα ιστορικής διάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησε κυβέρνηση σε συνθήκες κινηματικής άμπωτης και εκλογικής ανάθεσης αλλά σήμερα, παρά την λανθασμένη κυβερνητική τακτική της 20ης Φλεβάρη, είναι σε θέση να βαθύνει την διαδικασία της ανατροπής. Εξάλλου το «ρίσκο» της αριστερής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ και των εκλογών περιλαμβάνει το, διόλου απίθανο, ενδεχόμενο μιας άμεσης και ισχυρότερης επανόδου σε κυβερνητική θέση (κυριολεκτικά της μεταβατικής «κυβέρνησης της Αριστεράς») απαλλαγμένης από δουλείες ετερόκλητων ταξικών και πολιτικών συμμαχιών.

Το σημείο κλειδί αφορά στην απαλλαγή του (και της Αριστεράς συνολικότερα) από το σύνδρομο της ήττας και την επίμονη επιστροφή στην αυτοκτονική για την Αριστερά και τα κοινωνικά τμήματα που εκπροσωπεί, επιλογή του «λαϊκομετωπισμού», παρά τα πλείστα τραγικά ιστορικά παραδείγματα. Δηλαδή στην αναζήτηση στηριγμάτων και συμμαχιών στο στρατόπεδο της εγχώριας άρχουσας τάξης, στη ντόπια οικονομική ολιγαρχία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους.

Αυτή η προσέγγιση συγκροτεί γραμμή για τον «όλο ΣΥΡΙΖΑ» αλλά δεν περιορίζεται απ’ αυτή την στόχευση. Ο συνδυασμός της έκτασης και της δυναμικής της «αριστερής πτέρυγας» (που εμφανίζεται στις τελευταίες συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής αλλά και στις ανοιχτές εκδηλώσεις του «κόκκινου δικτύου», της «αριστερής πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερων αριστερών εκφράσεων και στελεχών) με την πλατιά ανταπόκριση ισχυρού κοινωνικού τμήματος και μάλιστα των πιο οργανωμένων τμημάτων της εργατικής τάξης και των κινημάτων (ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και όχι μόνο), υποδεικνύει την αποφασιστικότητα που πρέπει να επιδείξει η «αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ» ενάντια στην ενδεχόμενη συμφωνία. Μια συμφωνία που, ανεξάρτητα πλέον από το ακριβές περιεχόμενό της, απειλεί όχι μόνο να ρίξει την κυβέρνηση αλλά να καταστρέψει την «διαδικασία ΣΥΡΙΖΑ». Μια διαδικασία που δεν αφορά μόνο το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» αλλά ευρύτερα την Αριστερά.

Τα τελευταία 15 χρόνια, μέσα στα οποία αναπτύχθηκε η αντισεχταριστική διαδικασία των «ευρέων κομμάτων» της Αριστεράς, οδήγησε στην Ελλάδα (υπό τις συγκριμένες συνθήκες αλλά και τις υποκειμενικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ) στην συνέχιση και κλιμάκωση της διαδικασίας αναγέννησης της μαζικής Αριστεράς - που ορίζεται από την αδιάλλακτη σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, την αναφορά στον στρατηγικό στόχο του Σοσιαλισμού και την αντίθεση με την κεντροαριστερά και τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα έχει φτάσει στο κατώφλι ενός νέου, ανώτερου ποιοτικά επιπέδου, με σημασία και συνέπειες πανευρωπαϊκές και διεθνείς. Το «ιστορικό παράθυρο» της ρήξης του αδύναμου κρίκου στην Ελλάδα παραμένει ανοιχτό, μόνο όμως υπό αυστηρές πολιτικές προϋποθέσεις. Πριν λοιπόν φτάσουμε να σκεφτόμαστε σενάρια και μάχες οπισθοφυλακής υπάρχει ακόμη χρόνος για επιλογές κρίσιμες που θα αφήσουν ανοιχτή και θα ενισχύσουν την διαδικασία εμβάθυνσης της σχέσης της Αριστεράς με την κοινωνία σε ιστορικές συνθήκες που προοιωνίζουν πολύ σημαντικότερες προκλήσεις από την διακοπή των διαπραγματεύσεων και την αθέτηση των πληρωμών προς τους δανειστές. Αυτό που χρειάζεται τούτες τις ώρες να αποδειχτεί η πραγματική δυνατότητα ανάληψης αυτής της ευθύνης.

Ετικέτες