Η  μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ της 20ής Σεπτεμβρίου άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί εργατική (με την έννοια ότι αναφέρεται στις εργαζόμενες τάξεις). Όπως σωστά παρατηρεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης: «η ταξικότητα της ψήφου που καταγράφηκε τόσο δυναμικά στα εκλογικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου –και επιβεβαιώθηκε με τη γεωγραφία του Δημοψηφίσματος– σταθεροποιήθηκε και έδειξε και σημάδια εμβάθυνσης. Ορισμένες πρώτες αναφορές σχετικά: Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις κατεξοχήν εργατικές-λαϊκές περιοχές του Λεκανοπεδίου ήταν 42,8% τον Ιανουάριο και 42,7% τον Σεπτέμβριο. Αντίστροφα, το ποσοστό της ΝΔ στις ίδιες περιοχές πήγε από 18,8% τον Ιανουάριο στο 18,2% το Σεπτέμβριο».

Αυτή η σωστή παρατήρηση, ωστόσο, χρήζει ερμηνείας. Άλλη ερμηνεία θα δώσει ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ και άλλη θα δώσουν οι ηττημένες δυνάμεις της αντιμνημονιακής Αριστεράς.

Γιατί οι εργαζόμενες τάξεις ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ;

Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι προβλέψιμο ότι θα γίνει μια απλή ιδεολογική προέκταση της σωστής διαπίστωσης ότι οι εργαζόμενες τάξεις ψήφισαν στις 20 Σεπτεμβρίου τον ΣΥΡΙΖΑ: οι σοσιαλφιλελεύθεροι Συριζαίοι ιδεολόγοι (μια νέα κοινωνική ομάδα που συγκροτείται ταχύτατα υπό την πίεση των αναγκών της ιστορικής στιγμής) θα ισχυρισθούν ότι ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εκφραστής των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων –διότι, εάν δεν ισχύει αυτό, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τη μαζική τους υποστήριξη στον Αλέξη Τσίπρα;
Αλλά και από τη δική μας πλευρά, της ηττημένης Αριστεράς, αρχίζουν ήδη και αναδύονται στα κοινωνικά δίκτυα, μία μόλις ημέρα μετά τις εκλογές, ορισμένες ερμηνείες του φαινομένου. 

Μία ερμηνεία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εκτρέψει ένα μεγάλο ρεύμα άρνησης και διαμαρτυρίας σε ένα μεγάλο ρεύμα κοινωνικής συναίνεσης και υποταγής. Μια τέτοια ερμηνεία, ωστόσο, έχει το μειονέκτημα ότι θεωρεί τις διαδικασίες στους κόλπους της κοινωνίας ως ταχύτατες, όταν ως γνωστόν είναι αργόσυρτες, ότι θεωρεί τις κοινωνικές ισορροπίες ασταθείς, ενώ είναι δυσκατάπαυστες, χώρια που αποδίδει στις εργαζόμενες τάξεις την επιπολαιότητα μικρού παιδιού που μπορεί να περάσει από την αυτονομία στην υποταγή εντός 24ώρου.

Μια άλλη παραλλαγή της ίδιας ερμηνείας, με μεγαλύτερες θεωρητικές αξιώσεις, είναι ότι υπάρχει πλέον εξοικείωση σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας με την κανονικότητα των μνημονίων. Εδώ όμως τίθεται και πάλι το ερώτημα πώς προέκυψε αυτή η υποτιθέμενη εξοικείωση μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο; Η εξοικείωση με την κανονικότητα ενός νέου, αναδυόμενου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου, δηλαδή ενός νέου καθεστώτος εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, ανήκει στην αργόσυρτη διάρκεια της ιστορίας, δεν συμβαίνει ως αιφνίδιο γεγονός σαν και αυτά που ανήκουν στον ταχύ χρόνο της πολιτικής. Εκτός αυτού, μόνον όταν θα έχουμε σαφή και απτά δείγματα μιας τέτοιας εξοικείωσης (όπως π.χ. όταν θα δούμε τους μισθούς να μην αυξάνονται, ενώ θα μειώνεται το ποσοστό ανεργίας) θα μπορούμε να αποδεχθούμε την ύπαρξή της. 

Από το 62% ΟΧΙ στο 35,5% ΣΥΡΙΖΑ

Τέτοιες ερμηνείες, που βρίσκονται σε μεγάλο αριθμό διάσπαρτες και με διάφορες παραλλαγές στα κοινωνικά δίκτυα, συνοψίζονται στην ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ του 62% του Ιουλίου και του χθεσινού 37% του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει, όμως πράγματι μια τέτοια αντίθεση; 
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις εξέφρασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποστροφή τους προς τη μνημονιακή πολιτική, τη βαθιά επιθυμία τους να μην υποστούν τις συνέπειες ενός τρίτου μνημονίου. 

Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, ψηφίζοντας ΟΧΙ δήλωσαν ότι αποστρέφονται τη μνημονιακή πολιτική και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε είναι έτοιμοι να αναλάβουν και κάποια ρίσκα γι’ αυτό (με δεδομένες τις κλειστές τράπεζες, την επιθετικότητα του ταξικού μπλοκ εξουσίας και των λοιπών συνθηκών των ημερών εκείνων). Στη δε περίπτωση των χθεσινών εκλογών, ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσαν ότι επιθυμούν να αποφύγουν πάση θυσία τις συνέπειες του Μνημονίου 3, «δίνοντας εντολή» στον Αλέξη Τσίπρα να είναι επιεικής στην εφαρμογή του μνημονίου, με τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο που εκείνος υπόσχεται, δηλαδή αναπτύσσοντας το περίφημο «παράλληλο πρόγραμμά» του για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Μνημονίου 3.

Οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις δεν έδωσαν «καθαρή λαϊκή εντολή» στον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το αντικοινωνικό περιεχόμενο του μνημονίου Τσίπρα, αλλά να εφαρμόσει «παράλληλο πρόγραμμα» αντισταθμιστικό προς το μνημόνιο. Το κίνητρο γι’ αυτή τη στάση των εργαζόμενων τάξεων είναι η αποστροφή προς τη μνημονιακή πολιτική και τα δεινά που ρημάζουν την καθημερινή τους ζωή. Είναι η ίδια αποστροφή που εκφράστηκε με δύο διαφορετικούς τρόπους απέναντι σε δύο διαφορετικά διλήμματα: Άλλη απάντηση έδωσαν οι εργαζόμενες τάξεις στο δημοψήφισμα, όταν θέλησαν να αποφύγουν να μπει ξανά το μαχαίρι στο λαιμό, και άλλη έδωσαν χθες, όταν το μαχαίρι είχε ήδη αρχίσει να πληγώνει, πλην όμως και στις δύο περιπτώσεις το κίνητρο ήταν το ίδιο. Η απαλλαγή από το μνημόνιο ή έστω η απάλυνση των δεινών που επιφέρει.

Αυτά βεβαίως δεν αφορούν το σκληρό πυρήνα ανεγκέφαλων οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το νέο είδος μετα-πασοκικού ανθρώπου που αναδύθηκε από τη στιγμή που άρχισε η μνημονιακή μετάλλαξη του Αλέξη Τσίπρα, ούτε τη γραφειοκρατία του κόμματος, τους καρεκλοκένταυρους, ούτε τους σοσιαλφιλελεύθερους ιδεολόγους του κόμματος και τα δορυφορικά τους παπαγαλάκια, αφορούν όμως τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων τάξεων που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υποταγή του «αντιμνημονιακού λαού»;

Δεν υπάρχει, λοιπόν, συναίνεση και υποταγή του αντιμνημονιακού λαού που εκφράστηκε τον Ιούλιο με το δημοψήφισμα, ούτε υπάρχει εξοικείωσή του, εν μια νυκτί, με τη μνημονιακή κανονικότητα –και γι’ αυτό το λόγο η ήττα της 20ής Σεπτεμβρίου ήταν μόνο πολιτική, δεν ήταν κοινωνική. Μπορεί η ήττα να βύθισε τους πολιτικούς αντιμνημονιακούς σχηματισμούς στα όρια της ανυπαρξίας, αλλά δεν αποδιάρθρωσε την κοινωνική βάση τους που είναι το συγκρότημα κοινωνικών τάξεων, μερίδων τάξεων και κοινωνικών ομάδων που αναδύθηκε στην επιφάνεια του πολιτικού με το δημοψήφισμα του Ιουλίου απέναντι και ενάντια στο κυρίαρχο αστικό κοινωνικό μπλοκ. 

Σε αυτό το σημείο ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα, γιατί οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις θεώρησαν ότι η λιγότερο κακή επιλογή τους ήταν να ψηφίσουν τον επιεικέστερο (ίσως) των υποψήφιων βασανιστών τους, τη στιγμή που υπήρχε και η επιλογή της αντιμνημονιακής Λαϊκής Ενότητας; Η σκληρή αλήθεια είναι ότι οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις θεώρησαν ως ανύπαρκτη εναλλακτική λύση τη Λαϊκή Ενότητα –αλλιώς δεν εξηγείται το εκλογικό ποσοστό της. Είναι προφανές, λοιπόν, τώρα ότι πρέπει να ανοίξει αμέσως μια μεγάλη συζήτηση για τη νέα πολιτική οργάνωση που πρέπει να χτίσουμε από μηδενική βάση, με όλα τα ζητήματα ανοιχτά, από το πολιτικό μας σχέδιο και τις λεπτομέρειες του προγράμματος έως τη μορφή της οργάνωσης και την εσωκομματική δημοκρατία, το ιδεολογικό μας πρόσημο και όλα τα άλλα, εκτιμώντας ορθά τα επίδικα αντικείμενα της ιστορικής στιγμής και αξιοποιώντας τα διδάγματα από την συντριπτική ήττα της Λαϊκής Ενότητας.  

Ετικέτες