Μια συμβολή στις προγραμματικές κατευθύνσεις της Λαϊκής Ενότητας.
Η απόρριψη και η αντιπαλότητα στη μνημονιακή πολιτική, και στην προκειμένη περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με το 3ο Μνημόνιο, οδηγεί στην υιοθέτηση μιας εναλλακτικής αριστερής πολιτικής που, μεταξύ των άλλων, από τη μια πλευρά οδηγεί στην απεμπλοκή από τις οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις της ζώνης του ευρώ και εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί με τους ώμους των λαϊκών τάξεων (εφόσον η ένταξη σ’ αυτές συνεπιφέρει την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών), και από την άλλη πλευρά εγκαινιάζει ένα σύνολο ριζοσπαστικών αλλαγών στο οικονομικό τοπίο της χώρας, που φέρει χαρακτηριστικά ευρείας καταστροφής. Αναφορικά μ’ αυτή τη δεύτερη διάσταση της πολιτικής που αναδεικνύεται από τις δυνάμεις του «όχι» (στις μνημονιακές πολιτικές), θεμελιώδης είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι εθνικοποιήσεις – κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων, η οικονομική πολιτική έναντι του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας, και η ανασυγκρότηση σε καινούριες βάσεις των επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί από την καπιταλιστική κρίση.
Ο κοινωνικός αναπτυξιακός ρόλος της αναδιανομής εισοδήματος
Πρώτα απ’ όλα λοιπόν πώς διαμορφώνονται οι όροι άσκησης οικονομικής πολιτικής απέναντι στον εταιρικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή τις 22.500 επιχειρήσεις, μεγάλες και μεσαίες, που συντάσσουν ισολογισμούς, πέρα από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν πεδίο δραστηριοποίησης των μικροαστικών τάξεων. Το επιχειρηματικό αυτό κεφάλαιο είχε περιέλθει σε βαθύτατη κρίση υπερσυσσώρευσης (2008 – 13), με κατακόρυφη πτώση της κερδοφορίας του και των υπολοίπων οικονομικών μεγεθών του. Το 1ο Μνημόνιο του ΠΑΣΟΚ και το 2ο Μνημόνιο της ΝΔ που εφαρμόστηκαν (2010 – 14), πέραν των μέτρων φορολογικής επιβάρυνσης των λαϊκών τάξεων για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του εθνικού χρέους, περιείχαν κυρίως μέτρα που μετέτρεπαν την εργατική δύναμη σε «φθηνή – πειθήνια – ελαστικοποιημένη», προκειμένου να διαμορφώσουν τους όρους εκ νέου σημαντικής ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το 2013, που συνεχίστηκε και το 2014. Ταυτόχρονα η μαζική εκκαθάριση επιχειρήσεων λόγω της αρνητικής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δημιουργούσε το τεράστιο ρεύμα της ανεργίας του 26%, που επιδρά παραλυτικά στην ενεργό εργατική τάξη.
Προκύπτει άρα ότι μια πολιτική αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, μετά από μια ολόκληρη πενταετία συνεχούς λιτότητας, περικοπών και απορρυθμίσεων, απαιτεί άμεσα την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή άμεσης ριζικής φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν έσοδα επαρκή για την χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας, τα οποία στερείται η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων, καθώς και επενδυτικών δράσεων για την δημιουργία προσωρινών τουλάχιστον θέσεων απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, με την δραστική παρέμβαση και έλεγχο των Επιθεωρήσεων Εργασίας σ’ όλους τους χώρους κοινωνικής παραγωγής, είναι αναγκαία η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, η εφαρμογή των αμοιβών των συλλογικών συμβάσεων, η επαναφορά της 8ωρης και πενθήμερης εργασίας κλπ.
Αυτή η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο επίπεδο των λαϊκών εισοδημάτων, της οποίας ο βαθμός θα είναι συνάρτηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, λειτουργεί ταυτόχρονα ως κινητήρια δύναμη μιας σημαντικής οικονομικής ανάκαμψης. Η χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας, η αύξηση των εργατικών μισθών και η προάσπιση του επιπέδου των συντάξεων, επόμενο είναι ότι θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη των εργατικών νοικοκυριών, προκαλώντας ένα ισχυρό κύμα ανόδου της λαϊκής κατανάλωσης. Αυτή με τη σειρά της θα ωθήσει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε μια αύξηση της παραγωγής, που θα χρησιμοποιεί τα αδρανοποιημένα κεφάλαια, αλλά και θα οδηγείται στην πρόσληψη νέου εργατικού δυναμικού, παράγοντες που θα ενισχύουν τα μέγιστα την διαδικασία της οικονομικής ανάταξης.
Απεναντίας τα μέτρα εφαρμογής του 3ου Μνημονίου, που δεν αποκαθιστούν τα επίπεδα των μισθών, που προκαλούν μια σοβαρή αποψίλωση των συντάξεων, που αυξάνουν την άμεση και έμμεση φορολογική επιβάρυνση των εργαζομένων, που δεν αποκαθιστούν την λειτουργία των δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών κ.ά. έχουν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της λαϊκής αγοραστικής δύναμης και άρα την συνεχή πτώση της κατανάλωσης. Αυτή με τη σειρά της διατηρεί ένα σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού κεφαλαίου σε ύφεση, πράγμα που αναπαράγει μια συστηματική κατάσταση στασιμότητας, αν όχι επιδείνωσης της κοινωνικής παραγωγής. Τα μνημονιακά αυτά μέτρα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που παίρνονται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και για την δημοσιονομική προσαρμογή στους νομισματικούς κανόνες της ευρωζώνης, αντί να διαμορφώσουν οδούς υπέρβασης της κρίσης, βυθίζουν ακόμη περισσότερο την ελληνική οικονομία στην ύφεση.
Ανάταξη του κατεστραμμένου παραγωγικού ιστού της χώρας
Πέρα από αυτή την πρώτη παρέμβαση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που θα επιφέρει μια ορισμένη ανάταξη, χωρίς να επιλύει το συνολικό ζήτημα, η παραγωγική καταστροφή που έχει επέλθει και συνεχίζεται, απαιτεί μια ριζική αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει εξ αιτίας της κρίσης. Πρόκειται για ένα σύνολο εκατοντάδων εργοστασίων που αφορούν πολλούς παραγωγικούς κλάδους : Χαλυβουργεία, τρόφιμα και ποτά όπως η Κόκα Κόλα και η Αλλατίνη, συνεταιριστικές επιχειρήσεις όπως η γαλακτοβιομηχανία Αγνό, τσιμεντοβιομηχανίες όπως αυτές της Χαλκίδας, επιχειρήσεις ξύλου όπως η Σάτο, κλωστοϋφαντουργίες. Αρκετές από αυτές διαθέτουν έναν σημαντικό μηχανολογικό εξοπλισμό, γήπεδα κλπ. και μπορεί να εξεταστεί το εγχείρημα επαναλειτουργίας τους με την επαναπρόσληψη του απολυμένου και εξειδικευμένου προσωπικού, κάτω από ορισμένους όρους.
Σε κάθε περίπτωση προκειμένου να πραγματοποιηθούν δημόσιες επενδύσεις σε τομείς έργων υποδομής όπως συνήθως γίνεται (έργα τα οποία είναι αναγκαία αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν έχουν άμεσα παραγωγικά αποτελέσματα), είναι προτιμότερο να πριμοδοτηθούν δημόσιες επενδύσεις για την επαναλειτουργία των περισσοτέρων από αυτές τις επιχειρήσεις που έχουν κλείσει. Για να γίνει αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κήρυξη αυτών των παραγωγικών μονάδων σε δημόσια και κοινωνική κυριότητα για λόγους εκτάκτου οικονομικής ανάγκης. Εφόσον πραγματοποιηθεί αυτή η συνθήκη ακολουθεί η επενδυτική τους στήριξη για τους όποιους αναγκαίους τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς, και η στελέχωσή τους με το εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό που απασχολούνταν σ’ αυτές και έχει απολυθεί.
Βέβαια για να λειτουργούν κίνητρα για το εργατικό δυναμικό, χρειάζεται, παράλληλα με την παρουσία του δημοσίου σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, να διαμορφωθούν συνεταιριστικές δομές έτσι ώστε να είναι ενεργός μια ώθηση για μια ζωτική παραγωγική στήριξη αυτών των παραγωγικών μονάδων. Η διοίκηση αυτών των επιχειρήσεων θα ασκείται προφανώς από εκπροσώπους του δημοσίου, παράλληλα όμως με την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να επιφέρουν εκφυλισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες αυτού του δημόσιου συνεταιριστικού τομέα της οικονομίας, μπορούν να διατίθενται είτε στην ελεύθερη αγορά και στον ανταγωνισμό, είτε σε δίκτυα κοινωνικής διανομής με τις κατάλληλες διευθετήσεις, πέραν του εμπορικού ανταγωνισμού, προκειμένου να καλύπτουν ζωτικές λαϊκές ανάγκες (σε διατροφή, οικιακό εξοπλισμό, ποτά κλπ.).
Η αντίληψη ότι αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν πλέον εκκαθαριστεί και ότι η επιχειρηματική τους δραστηριότητα έχει τελεσίδικα τερματιστεί, είναι αβάσιμη γιατί αυτές οι επιχειρήσεις έχουν κλείσει εξ αιτίας της καπιταλιστικής κρίσης, είτε γιατί ο τζίρος τους μειώθηκε λόγω της ραγδαίας μείωσης της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών νοικοκυριών, είτε γιατί η αποδοτικότητα των κεφαλαίων τους έπεσε σε αρνητικά επίπεδα εμφανίζοντας ζημιογόνα αποτελέσματα. Μ’ αυτή την έννοια «περίσσευαν» από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής, εφόσον η κρίση εκκαθάριζε τα μη επαρκώς αξιοποιούμενα κεφάλαια, εντούτοις είναι κοινωνικά αναγκαίες ως παραγωγικές μονάδες προσφοράς προϊόντων απαραίτητων για τη λαϊκή κατανάλωση. Εφόσον τώρα ο παραγωγικός εξοπλισμός σε πάγια κεφάλαια παραμένει στις επιχειρήσεις, και είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμος, μετά προφανώς την αναγκαία συντήρηση και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, μπορούν να λειτουργούν ως κοινωνικοποιημένες μονάδες που να καλύπτουν τις ανάγκες των εργατικών νοικοκυριών.
Ο δημόσιος κοινωνικοποιημένος τομέας της οικονομίας
Τέλος, νευραλγικής σημασίας αναδεικνύεται η λειτουργία του πλέγματος των δημοσίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, οι περισσότερες όμως των οποίων έχουν περιέλθει στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου μέσα από τις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων όλης της προηγούμενης εικοσαετίας, και που ολοκληρώνονται σήμερα από την μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, το πρώτο και σημαντικότερο είναι η θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας επανάκτησης των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί, από τον ΟΛΘ μέχρι την Αγροτική Τράπεζα, από τα μεγάλα έργα υποδομών μέχρι τα αεροδρόμια κλπ. Σ’ αυτή την περίπτωση η εθνικοποίησή τους προβάλλει ως η μοναδική λύση, χωρίς προφανώς αποζημίωση του επιχειρηματικού κεφαλαίου που ωφελήθηκε από την ιδιωτικοποίηση, πράγμα προφανώς που απαιτεί κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Βεβαίως με αφορμή μια τέτοια πρωτοβουλία μιας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης θα προκληθεί μια οξύτατη αντιπαράθεση με τα εγχώρια και διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, και σ’ αυτή την περίπτωση η στάση μιας τέτοιας κυβέρνησης χρειάζεται να είναι κατηγορηματική : Δεν μπορεί στον σύγχρονο κόσμο να υπάρχει χώρα από την οποία το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και οι θεσμοί εκπροσώπησής του να έχουν αφαιρέσει τους δημόσιους οργανισμούς του και την δημόσια περιουσία του και να μπορεί να σταθεί ως αυτοτελής οικονομική υπόσταση. Για να συμβεί αυτό ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών απαιτείται να περιέλθει στην διαχείριση της αντίστοιχης διακυβέρνησης, προκειμένου να διασφαλίζεται η δημόσια ικανοποίηση θεμελιωδών κοινωνικών λαϊκών αναγκών : ρεύματος, ύδρευσης και αποχέτευσης, τραπεζικής πίστης, οδικών, σιδηροδρομικών και αεροπορικών μεταφορών, γαλακτοκομικών προϊόντων, δημιουργίας κοινωνικών τουριστικών εγκαταστάσεων (λ.χ. Χρυσή Άμμος Θάσου, Κριαρίτσι Χαλκιδικής, Αμμούδες Καβάλας κλπ.), διατήρησης ελεύθερων χώρων πρασίνου όπως των στρατοπέδων κ.ά.
Όλες αυτές οι μορφές δημόσιων παραγωγικών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών δεν μπορούν παρά να λειτουργούν πέρα από οποιαδήποτε μορφή ΣΔΙΤ του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά ως αμιγώς κοινωνικές δημόσιες δραστηριότητες στην υπηρεσία διασφάλισης των κοινών αγαθών. Προφανώς δεν μπορούν από την άλλη πλευρά να λειτουργούν ως μορφές κρατικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, σε ένα σύμπλεγμα με τον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα, όπως συμβαίνει στις μεγάλες χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις του παρελθόντος αναδεικνύονταν μια τέτοια τάση που συνδυάζονταν με την ανάπτυξη μιας γραφειοκρατικής τεχνοκρατικής εξουσίας, σε πολλές περιπτώσεις με αυτονομημένα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στις περιπτώσεις αυτών των επιχειρήσεων χρειάζεται η ανάδειξη του δημόσιου χαρακτήρα τους από την άποψη της ιδιοκτησίας και της λειτουργίας τους, και ταυτόχρονα η εισαγωγή παραμέτρων δραστικού εργατικού τους ελέγχου σε όλεςτις πλευρές της δραστηριότητάς τους.
Η λειτουργία όλου του φάσματος των δημόσιων επιχειρήσεων μ’ αυτά τα δεδομένα (δημόσια ιδιοκτησία και διαχείριση, εργατικός κοινωνικός έλεγχος) είναι σε θέση να εξασφαλίζει ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών αναγκών με χαμηλό κόστος τιμολογίων και αρτιότητα υπηρεσιών, συμβάλλοντας σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Άλλωστε οι όποιες δημόσιες επενδύσεις προβλέπονται στην περίπτωση της αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης δεν μπορούν παρά να κατευθύνονται πρωτίστως στην αναγκαία ανάπτυξη και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό αυτών των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στον κοινωνικό τους ρόλο. Μ’ αυτό τον τρόπο η δημόσια κοινωνικοποιημένη παραγωγή μετατρέπεται σε μοντέλο και για τον μετασχηματισμό της λειτουργίας των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων.