Είναι σημαντικό σε περιόδους ιστορικά κρίσιμες να αναγνωρίζεται το έδαφος επί του οποίου εκτυλίσσεται η ταξική και πολιτική πάλη και μάλιστα εν κινήσει.

Η στρατηγική και η τακτική από τις εγχώριες και διεθνείς δυνάμεις του κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό είχε μια διπλή στόχευση: α) «Να τελειώνουμε με την Αριστερά» και β) «Να τσακίσουμε τις διεκδικήσεις και τους αγώνες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων» βυθίζοντάς τες σε πολιτικό αδιέξοδο, στην απόγνωση και στην απογοήτευση. Πρόκειται για μια  επιδίωξη με σαφή πολιτική στόχευση περιόδου, στον πυρήνα της ίδιας της κρίσης, όπου οι αντιθέσεις είναι εκρηκτικές και το ζήτημα της ηγεμονίας αποτελεί διακύβευμα. Μάλιστα η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στη χώρα «αδύναμο κρίκο» της ευρωπαϊκής κρίσης έχει αναπόδραστα σοβαρές συνέπειες σε διεθνές επίπεδο. Η πολιτική και ταξική ευθυκρισία των κυρίαρχων τάξεων και του πολιτικού τους προσωπικού είναι εμφανής.

Κεντρικός πολιτικός στόχος είναι να επιβληθεί και να εμπεδωθεί ως μοναδική διέξοδος από τη διεθνή καπιταλιστική κρίση, ο μονόδρομος του νεοφιλελεύθερου T.I.N.A. Η παράδοση της ηγετικής κυβερνητικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ,  με την υπογραφή και την ψήφιση του 3ου , σωρευτικά, μνημονίου αποτελεί πρώτης κλίμακας απειλή επίτευξης των δύο παραπάνω στόχων. Πολύ δε περισσότερο που συνοδεύεται από τη χρήση του πολιτικά και κοινωνικά εγκληματικού επιχειρήματος της «μη ύπαρξης εναλλακτικής», προκειμένου να υποστηρίξει τις πολιτικές επιλογές της. Το πρόσφατο παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία, με την εξαφάνιση της Αριστεράς από το πεδίο της μαζικής πολιτικής υπενθυμίζει τον κίνδυνο.

Ως εκ τούτου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι/ες με μια ταχύτατη πολιτική καμπή, από την ήττα του μνημονιακού μπλοκ στις 25 Ιανουαρίου και κυρίως στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, στην «ολική επαναφορά» της μνημονιακής συναίνεσης που απειλεί να συντρίψει το πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα αμφισβήτησης της λιτότητας των προηγούμενων ετών. Η «ολική επαναφορά» στον συστημικό δημόσιο λόγο της ακραία νεοφιλελεύθερης ατζέντας - από τις ιδιωτικοποιήσεις, τη συρρίκνωση του δημοσίου (βλέπε κοινωνικό κράτος – απολύσεις) που ευθύνεται για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, το ασφαλιστικό και την ιδιωτικοποίηση της παιδείας, έως την απορρύθμιση –«απελευθέρωση» - αγορών, επαγγελμάτων και εργασιακών σχέσεων και την φορο-ελάφρυνση του κεφαλαίου για την προσέλκυση επενδύσεων - έχει επιστρέψει ενισχυμένη, μετά τις πρόσφατες ήττες της.

Στα παραπάνω προστίθενται ο εκλογικός τακτικισμός και η ακραία επικοινωνιακή διαχείριση, με κέντρο τον κυβερνητισμό, της ομάδας Τσίπρα, που ενώ έχει συντριβεί πολιτικά, οδηγεί de facto, μέσω εκλογών, σε μια κοινοβουλευτική πολιτική εκπροσώπηση που θα παραμορφώσει σε εκρηκτικό βαθμό τους πρόσφατους κοινωνικούς πολιτικούς συσχετισμούς, με μια πλειοψηφία «εθνικής μνημονιακής ενότητας» και τις αντίστοιχες κυβερνητικές εκδοχές.  Ενδεικτικές αυτής της στρέβλωσης της κοινοβουλευτικής πολιτικής εκπροσώπησης ήταν οι πρόσφατες ψηφοφορίες για τα προαπαιτούμενα και για την ίδια την ψήφιση του μνημονίου που έσπασαν όλα τα ρεκόρ… εθνικής συναίνεσης. Και σαν να μην έφθανε αυτό ο ίδιος ο Τσίπρας τονίζει σε κάθε ευκαιρία – π.χ. ομιλία στα Γιάννενα - ότι εκπροσωπεί τη μόνη δύναμη που μπορεί να «εγγυηθεί την… πολιτική σταθερότητα»[1]!!!

Πολιτική σταθερότητα, δηλαδή, για την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, μιας πολιτικής που καμιά αστική δύναμη δεν μπορούσε να εφαρμόσει, λίγους μήνες πριν.

Αυτή η τακτική, πέρα από τις όποιες επικοινωνιακές αψιμαχίες, έχει προκαλέσει τον «ενθουσιασμό» τόσο των δανειστών, όσο και του εγχώριου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου για την ευκαιρία που τους δίνεται. Μια ευκαιρία ανασύνταξης του αστικού μπλοκ με πίστωση χρόνου, για την πλήρη επανάκτηση της ηγεμονίας του. Μια ευκαιρία που κάνει τον ΠτΔ Π. Παυλόπουλο να δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει τη διάλυση της βουλής και την προκήρυξη εκλογών πριν από το τέλος του 2016.

Το εκκρεμές της κρίσης συνεχίζει να κινείται

Όλα τα παραπάνω μπορούν να οδηγήσουν στο βεβιασμένο συμπέρασμα ότι οι αγώνες και το πολιτικό σχέδιο για την ακύρωση των μνημονίων, για την ανατροπή της λιτότητας και συνολικά του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος ηττήθηκε. Ότι η περίοδος έκλεισε και ότι η Αριστερά και το κίνημα πρέπει να κάνει απολογισμό ώστε να σχεδιάσει και να συγκροτηθεί από την αρχή.

Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη γιατί πέρα από συγκεκριμένα πολιτικά αδιέξοδα, από ματαιώσεις -  λόγω αυταπατών -, αλλά και από ένα δικαιολογημένο κλίμα απογοήτευσης και ηττοπάθειας, η περίοδος δεν έχει κλείσει.

Σε κανένα σημείο και επίπεδο δεν φαίνεται ότι η δομική καπιταλιστική κρίση έχει ξεπεραστεί. Νέα επεισόδια έρχονται από την Ασία (Κίνα) με ιδιαίτερη δυναμική μετάδοσης στη Δύση, ενώ οι προβλέψεις για την ΖτΕ και την Ε.Ε. δεν δείχνουν σε καμιά περίπτωση την εικόνα σταθεροποίησης και προοπτικών «εξόδου». Ταυτόχρονα, στη μέση Ανατολή η κατάσταση είναι εκρηκτική ενώ το ζήτημα των προσφύγων κάνει μαζικότατα εμφανή την πτυχή της «Ευρώπης φρούριο» βγάζοντας στην επιφάνεια πολλές ακρο-δεξιές έως φασιστικές πτυχές που επωάζονταν στη βάση της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε.

Στο εγχώριο επίπεδο βρισκόμαστε σε οξύτατη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Οι κοινωνικοί πολιτικοί συσχετισμοί δεν αντιστρέφονται με πολιτικούς και εκλογικούς τακτικισμούς, αλλά στρεβλώνονται δημιουργώντας πολιτικό κενό εκπροσώπησης. Το 62% του «ΟΧΙ» που εκφράζει το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας που έχει συντριβεί, από τα μνημόνια και τη λιτότητα, δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί ως «ΝΑΙ» στη συνέχιση της εφαρμογή τους. Η στρεβλωμένη αυτή κάλυψη του κενού είτε θα αρθεί, με ενδεχόμενα που διακυμαίνονται από την ευκαιρία έως τον κίνδυνο, είτε θα πάψει να υπάρχει προσαρμοζόμενο στην εξέλιξη.

Συνεπώς, με τα σημερινά δεδομένα, το τρίτο μνημόνιο με τον ορυμαγδό μέτρων και προαπαιτούμενων που προβλέπει, σωρευτικών στην πενταετή κοινωνική λεηλασία που έχει προηγηθεί, θα συναντήσει την αντίσταση της κοινωνικής πλειοψηφίας των υποτελών τάξεων, ακόμα και για την επιβίωσή της.

Η περίοδος και η συγκυρία δεν έχει χαρακτηριστικά ομαλότητας και ειρηνικής επίλυσης των τεράστιων αντιθέσεων στην εποχής της κρίσης. Η μη κανονικότητα στο εγχώριο πεδίο καθορίζεται από το εκρηκτικό κοινωνικό-ταξικό πρόβλημα το οποίο μπορεί να σκιαγραφηθεί από δύο και μόνο παραμέτρους, τα επίπεδα ανεργίας και φτώχειας.  Η επίσημη ανεργία από το 7,3% το τρίτο τρίμηνο του 2008, ανήλθε στο 27,8% ή 1,342 εκατ. άνεργους/ες το πρώτο τρίμηνο του 2014. Εάν σε αυτό προσθέσουμε το στοιχείο ότι οι 909 χιλιάδες είναι μακροχρόνια άνεργοι/ες γίνεται απολύτως κατανοητό το δομικό πρόβλημα[2]. Ακόμα και με διαρκείς υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης του 4% του ΑΕΠ ετησίως προβλέπεται ότι θα χρειαστούν πάνω από 25 χρόνια για να απορροφηθούν το ένα εκατομμύριο ανέργων των προηγούμενων 5 ετών. Σε σχέση με τα επίπεδα φτώχειας, το 2014 το 48 % του πληθυσμού ήταν κάτω από το όριο φτώχειας του 2008[3]. Ταυτόχρονα, τα ποσοστά απόλυτης φτώχειας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης ανήλθαν από 7,6% το 2009 στο 19,7% το 2012, των μερικής απασχόλησης από 30,1% σε 51,7%, των ανέργων από 34,8% σε 65,5% και των συνταξιούχων από 18,6 σε 31,3%, αντίστοιχα.

Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του, ακραίας έντασης,  κοινωνικού-ταξικού ζητήματος το οποίο δεν τίθεται στο κυρίαρχο προεκλογικό διάλογο και βεβαίως δεν απαντάται από τα κόμματα της μνημονιακής συναίνεσης. Είναι ενδεικτικά της ταξικής σύγκρουσης στην εποχή της κρίσης και των αναγκών των υποτελών τάξεων που φυσικά δεν μπορούν επιλυθούν με την υπαγωγή τους σε κανένα σχέδιο εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης για την αποκατάσταση της κερδοφορίας και την επανεκκίνηση της συσσώρευσης.

Στο σχέδιο της «ανατροπής» επιχειρείται συνέχεια…

Στα παραπάνω στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περίοδο πρέπει να προσθέσουμε δύο ακόμα, ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Το υψηλότερο επίπεδο ταξικής πάλης πανευρωπαϊκά και ίσως και διεθνώς, τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και το εξίσου μεγάλο δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών της Αριστεράς, οργανωμένων ή ανένταχτων.

Το πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα ακύρωσης των μνημονίων, ανατροπής της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού που πήρε πλειοψηφικά χαρακτηριστικά - συσπειρώθηκε τα προηγούμενα χρόνια στη πλειοψηφία του στον ΣΥΡΙΖΑ - και έδωσε το ιστορικό αποτέλεσμα του «ΟΧΙ» της 5ης Ιουλίου, δεν προέκυψε ξαφνικά και εκ του μηδενός και φυσικά θα ισχυριστούμε ότι δεν μπορεί να εξαφανιστεί αλλά να ηττηθεί. Το τελευταίο δεν έχει ακόμα κριθεί.

Τα κεντρικά σημεία για αυτόν τον ισχυρισμό είναι τρία: α) το κοινωνικό και πολιτικό βάθος του ρεύματος ανατροπής της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, β) το ριζοσπαστικό δυναμικό που δεσμεύτηκε στο εγχείρημα των «πλατιών κομμάτων της Αριστεράς» άντεξε και δεν εγκαταλείπει  και γ) ότι επιχειρείται να δοθεί συνέχεια με μαζικούς όρους και με εναλλακτική πρόταση «ανατροπής».

Ένα μήνα πριν μπούμε στον  21ο αι. η κινητοποίηση στο Σιάτλ εγκαινιάζει έναν ένα νέο κύκλο, μετά από πάνω από μια δεκαετία βαθιάς ήττας. Το κίνημα ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σπάει τη σιωπή – προηγήθηκε η «κραυγή» των Ζαπατίστας - απέναντι στην απόλυτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και του «τέλους της ιστορίας». Ακολουθούν κινήματα ενάντια στον πόλεμο, στον εθνικισμό, ριζοσπαστικά κινήματα απέναντι στην οικολογική κρίση, ενάντια στον ρατσισμό, στον εθνικισμό κ.α. αλλά και αγώνες κατά της λιτότητας, των περικοπών, των ιδιωτικοποιήσεων και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Στην Ελλάδα σταθμούς αποτέλεσαν το κίνημα για το άρθρο 16, η νεολαιίστικη εξέγερση του 2008, οι απεργιακοί αγώνες, ιδιαίτερα της περιόδου 2010-2013, με 24 ημέρες γενικής απεργίας[4] και βέβαια το κίνημα των πλατιών 2010-2012. Σε αυτά προστίθεται και μια πληθώρα άλλων κινημάτων που έδωσαν νέα  περιεχόμενα αλλά και διαστάσεις γείωσης, αυτοοργάνωσης και αποκέντρωσης των αγώνων των «από κάτω».

Στο έδαφος αυτό της πολιτικής και κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης σε ολόκληρη την Ευρώπη - όχι μόνο και στη Λατινική Αμερική με άλλες μορφές και σε άλλο κοινωνικο-πολιτικό έδαφος και συνθήκες -, ξεκίνησε μια διαδικασία συγκρότησης  «πλατιών – ευρέων κομμάτων της Αριστεράς» που εξελίχθηκε με ποικίλες μορφές και χαρακτηριστικά. Μια ενωτική διαδικασία συσπείρωσης διαφορετικών τάσεων και ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς, σε διάδραση και επαφή με το κίνημα, με κύριους στόχους της συγκέντρωση δύναμης για την μαζική πολιτική απάντηση στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και την ανατροπή της λιτότητας. Τα παραδείγματα πολλά, όπως και οι εμπειρίες, θετικές και αρνητικές. Στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή αφορούσε στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Στα χρόνια της κρίσης επιτεύχθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση δύναμης και επιχειρήθηκε η απάντηση της «Κυβέρνησης της Αριστεράς» (που βεβαίως είχε όρους και προϋποθέσεις που έγιναν αντικείμενο οξείας εσωκομματικής πάλης και δεν αφορούσε φυσικά στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ) στο άμεσο πολιτικό ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας.

Οι πρόσφατες εξελίξεις που φυσικά χρήζουν απολογισμού και συμπερασμάτων, δεν μπορούν και δεν πρέπει να ακυρώσουν όλη αυτή την πορεία και ιδιαίτερα δεν μπορούν να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη του πεδίου της μαζικής πολιτικής για την ανατροπή της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού στην εποχή της κρίσης, με επιστροφή στην πολυδιάσπαση και στον πολυκερματισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο δρόμος αυτός φέρνει πιο κοντά την ήττα. 

Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο μεγαλύτερος όγκος της πολιτικής και κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης συσπειρώθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, η πρόσφατη πολιτική και οργανωτική του διάλυση, όπως συγκροτήθηκε και λειτούργησε τα προηγούμενα 12 χρόνια, με την μετατροπή του σε ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα για την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, δεν έμεινε αναπάντητη. Πέρα από τις αναμενόμενες τάσεις αποστράτευσης, απογοήτευσης και το κλίμα ηττοπάθειας, σημαντικό ριζοσπαστικό δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών που προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ άντεξε, αντιστάθηκε και επιχειρεί να δώσει συνέχεια στην Αριστερή ριζοσπαστική γραμμή. Ένα, όχι ευκαταφρόνητο, τμήμα του σήκωσε και το γάντι του εκλογικού αγώνα σε λιγότερο από ένα μήνα. Αυτό δεν ήταν δεδομένο, χρειάστηκαν πρωτοβουλίες στην σκληρή εσωκομματική πάλη που διαρκούσε στον ΣΥΡΙΖΑ, χρειάστηκε να αξιοποιηθεί η εμπειρία τόσο της Ιταλίας, όσο και άλλες (π.χ. Βραζιλίας), , αλλά επιπλέον αποτέλεσε και ένα ενδεικτικό crass test για τα χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικοποίησης της προηγούμενης περιόδου.

Ως εκ τούτου, η συγκρότηση της «Λαϊκής Ενότητας», άμεσα σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και στη συνέχεια,  σε ασφυκτικές χρονικά και πολιτικά συνθήκες, σε ενωτικό μετωπικό εκλογικό σχήμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα συνέχειας του εγχειρήματος της «ανατροπής». Ενός εγχειρήματος που έχει στον πυρήνα του τη ανατροπή της λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου από την πλευρά των δυνάμεων στης εργασίας και της κοινωνικής συμμαχίας που συγκροτείται γύρω από αυτές.

Η συνέχεια… ένα ανοικτό στοίχημα

Η εκλογική μάχη και η αποτελεσματικότητα σε αυτή, από την πλευρά της «Λαϊκής Ενότητας», αφορά στην εξασφάλιση ενός μαζικού κοινωνικού και πολιτικού εδάφους που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των όρων του εγχειρήματος για τη συνέχεια, τόσο για την συγκρότηση ενός πολιτικού φορέα - μετώπου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς - και την παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο, όσο και για τη μαζική έκφραση εναλλακτικής πολιτικής πρότασης ανατροπής.

Εάν όμως ο εκλογικός αγώνας για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα αποτελεί την αναγκαία συνθήκη, απαιτούνται και ορισμένες κρίσιμες προϋποθέσεις για τη συνέχεια μετά τις εκλογές.

Κριτικό στοιχείο πολιτικής αποτελεσματικότητας αποτελεί η απόλυτη επικέντρωση στο ταξικό διακύβευμα της κρίσης και άρα και της διεξόδου, απέναντι σε κάθε εκδοχή εθνικής-κοινωνικής σωτηρίας και ανάπτυξης της χώρας –γενικά - που επικαλούνταν τα δύο προηγούμενα χρόνια η ηγετική ομάδα Τσίπρα, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Αυτό συνεπάγεται δύο κεντρικά σημεία. Το πρώτο αφορά στην προσήλωση στην κοινωνική απεύθυνση και εκπροσώπηση αποκλειστικά των δυνάμεων της εργασίας και της κοινωνικής συμμαχίας που συγκροτείται γύρω από αυτή, με ιδιαίτερη έμφαση στη νεολαία. Η ολοκλήρωση αυτού του σημείου απαιτεί τη σαφή τοποθέτηση ενάντια στο αντίπαλο αστικό μπλοκ όπως αδρά εκφράστηκε στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Το σημείο αυτό καθορίζει και το δεύτερο που αφορά στο ερώτημα ποιος/οι θα πληρώσουν την κρίση και υπό την ηγεμονία ποιου κοινωνικού μπλοκ και άρα ποιων κοινωνικών αναγκών και συμφερόντων θα διαμορφωθεί το πολιτικό-προγραμματικό σχέδιο διεξόδου. Επομένως, το «μνημόνιο για το κεφάλαιο», η  βαθιά αναδιανομή και η αλλαγή των υλικών ταξικών συσχετισμών σε ρήξη με την εγχώρια αστική τάξη, με άμεσο πρόγραμμα μέτρων ταξικής μονομέρειας, αποτελεί όρο και προϋπόθεση για τη συνέχεια.

Στο πλαίσιο αυτό και στην εποχή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της συμμετοχής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην Ε.Ε. και την Ο.Ν.Ε. η ρήξη με την εγχώρια αστική τάξη, για τον άμεσο στόχο της ανατροπής της λιτότητας και την εφαρμογή ενός άμεσου προγράμματος μέτρων για την εξυπηρέτηση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών, επιβάλλει τη ρήξη με τους διεθνείς συμμάχους της και το ακραία νεοφιλελεύθερο πλαίσιο το οποίο έχει επιβληθεί. Ως εκ τούτου, η αναγκαία και με βάση την πρόσφατη εμπειρία, ρήξη με την ΟΝΕ και το ευρώ και η σύγκρουση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε. ανακύπτει ως μια πολιτική επιλογή στο έδαφος της ταξικής σύγκρουσης. Μια επιλογή με το βλέμμα στραμμένο και στη διεθνιστική διάσταση του ντόμινο με το σπάσιμο του «αδύναμου κρίκου» της χώρας «πειραματόζωο».

Η εμπειρία και η πραγματικότητα έχουν θέσει ακόμα μια σειρά κομβικών όρων που θα παίξουν κεντρικό ρόλο την αμέσως επόμενη ημέρα: α) η εμπιστοσύνη στην ίδια την κίνηση του  κόσμου, με την ενεργό συμμετοχή του σε όλα τα επίπεδα, β) η μεταβατική αντίληψη για το πρόγραμμα, σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, που συνδέει τον άμεσο στόχο για την ανατροπή λιτότητας με την προοπτική του σοσιαλισμού γ) το ζήτημα της συλλογικότητας, της δημοκρατίας, της οργάνωσης και του συλλογικού σχεδιασμού, ελέγχου και λήψης αποφάσεων τόσο στο επίπεδο του πολιτικού φορέα, όσο και στον πυρήνα της φυσιογνωμίας του ίδιους του προγράμματος, δηλαδή των αναγκαίων ρήξεων και τομών στην κοινωνική – οικονομική οργάνωση και δ) το ζήτημα της ενωτικής και πλουραλιστικής συσπείρωσης και εκπροσώπησης διαφορετικών τάσεων και ρευμάτων της Αριστεράς αλλά και αγωνιστών και αγωνιστριών των κινημάτων.

Είναι δεδομένο ότι ιδιαίτερα μετά τις  τραυματικές πρόσφατες εμπειρίες αργηγοκεντρισμού, παραγοντισμού, ηγεμονισμών, αποκλειστικών αληθειών και πλήρους απαξίωσης της συλλογικής λειτουργίας και αποφάσεων, η ουσιαστικά συλλογική λειτουργία του πολιτικού φορέα σε όλα τα επίπεδα, με συλλογικά αποφασιστικά όργανα, με μέλη με «δικαιώματα και υποχρεώσεις», με κριτική και αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα, σε σύνδεση με τους κοινωνικούς αγώνες, αποτελεί όρο και προϋπόθεση συμμετοχής για τον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων.

Από την άλλη, ενάντια στην ανάθεση, στα κοστολογημένα «ρεαλιστικά» προγράμματα και στις έτοιμες τεχνικές λύσεις τελικού σκοπού «από τα πάνω», απαιτείται η επικέντρωση σε ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα στοχεύει στην κινητοποίηση και συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, της νεολαίας, των ανέργων και της λαϊκής πλειοψηφίας. Από εκεί εκπορεύεται η πολιτική ισχύς και η κοινωνική δυναμική για την Αριστερά. Συνεπώς, η επέκταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας στο κοινωνικό, οικονομικό και θεσμικό επίπεδο, η καθιέρωση μορφών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, η αυτοδιεύθυνση, η αυτοδιαχείριση, η προώθηση μορφών συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας πρέπει να αποτελούν θεμέλιο στοιχείο μιας πολιτικής πρότασης που θα επιχειρεί να φέρει την ίδια την κοινωνική πλειοψηφία των «από κάτω» στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό προσκήνιο.

Τέλος, στην ήδη υπαρκτή συμμετοχή δυνάμεων προερχόμενων από τον ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την ευρύτερη Αριστερά και τα κινήματα, είναι απαραίτητο η προσπάθεια αυτή να ενισχυθεί και να διευρυνθεί. Εξασφαλίζοντας όρους πλουραλισμού και συλλογικών δημοκρατικών διαδικασιών στη λειτουργία και στην εκπροσώπηση είναι απαραίτητο να διεκδικηθεί, την επόμενη ημέρα, η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων της Αριστεράς, ανένταχτων αγωνιστών/στριων της Αριστεράς και των κινημάτων. Το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο τόσο για την ενίσχυση και την ισχυροποίηση της πολιτικής πρότασης και του εκπεμπόμενου πολιτικού στίγματος, όσο και για τη συγκέντρωση πολιτικής και κοινωνικής δύναμης.

Σήμερα δίνουμε τη μάχη των εκλογών για να υπάρξει το μαζικό κοινωνικό και πολιτικό έδαφος για την επόμενη ημέρα. Για να παραμείνει ανοικτό το κοινωνικά αναγκαίο πρόταγμα της «ανατροπής», σήμερα. Για να παραμείνει, στον παρόντα χρόνο, ανοικτή η συνέχεια μιας ολόκληρης περιόδου, μέσα από τις τομές της και την αξιοποίηση των θετικών και αρνητικών εμπειριών, μέσα από την προωθητική υπέρβασή της και την πολιτική και κοινωνική εμβάθυνση του ριζοσπαστισμού της.

[1] http://www.syriza.gr/article/id/62444/.html#.VfRAkZdDRc8

[2] ΙΝΕ – ΓΣΕΕ (2015), Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, σελ. 73, 74, 78

[3] ΕΛΣΤΑΤ (2015), Κίνδυνος φτώχειας. Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2014. σελ. 7

http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0802/PressReleases/A0802_SFA10_DT_AN_00_2014_01_F_GR.pdf

[4] http://www.gsee.gr/wp-content/uploads/2014/07/2013_XRONOLOGIO.pdf

Ετικέτες