Στις 14 Νοεμβρίου το Eurogroup έδωσε τα εύσημα του στην Ιρλανδία για την έξοδο από το μνημόνιο και μάλιστα χωρίς καμιά προληπτική γραμμή πιστώσεων.
Μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Eurogroup Jeroen Dissenbloem αναφέρθηκε και στη δραματική μείωση των επιτοκίων δανεισμού καθώς και στις σαφείς -κατ’ αυτόν- ενδείξεις για επιστροφή της Ιρλανδίας σε βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ υποστηρίζεται η απόφαση της ιρλανδικής κυβέρνησης για έξοδο χωρίς καμία προληπτική στήριξη. Ο Dissenbloem ολοκλήρωσε λέγοντας πως η Ιρλανδία είναι «ζωντανό παράδειγμα ότι τα προγράμματα προσαρμογής της ΕΕ και ΔΝΤ είναι επιτυχή αρκεί να υπάρξει ισχυρή πίστη σε αυτά και γνήσια δέσμευση στις μεταρρυθμίσεις».
Άλλη χώρα που επιστρέφει στις αγορές είναι η Ισπανία αλλά στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε στην Ιρλανδία διότι παρουσιαζόταν εδώ και καιρό ως «ο καλύτερος μαθητής» ενώ στην Ισπανία τα μέτρα -παρ’ όλο που ήταν σκληρά- δεν ήταν τόσο σκληρά όσο στην Ιρλανδία. Επίσης, αγορές ιρλανδικών ομολόγων έχουν προηγηθεί κατά πολύ των ισπανικών. Γι αυτούς τους λόγους αξίζει να μελετηθεί πρώτα η περίπτωση της Ιρλανδίας χωρίς φυσικά να αποκλείεται μια πιο εκτενής ανάλυση της ισπανικής περίπτωσης.
Ανεξαρτήτως του τι λέγεται, η Ιρλανδία δεν διασώθηκε ποτέ δεδομένου ότι το τραπεζικό της σύστημα είναι ακόμα χρεωκοπημένο όπως και των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης. Όταν έσπασε η φούσκα στην ιρλανδική αγορά ακινήτων, αμέσως μετά το κραχ του 2008, η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα απαίτησε από την ιρλανδική κυβέρνηση να αναλάβει τα χρέη των τραπεζών (ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ!) ο ιρλανδικός λαός. Και αυτό για να προστατευθούν οι, επίσης καταχρεωμένες, γερμανικές τράπεζες από το να υποστούν περαιτέρω ζημιές. Οι Ιρλανδοί αντέδρασαν με το να εκλέξουν μια κυβέρνηση συμμαχίας που συμπεριλάμβανε και τους Ιρλανδούς σοσιαλδημοκράτες. Η νέα κυβέρνηση, όπως αναμενόταν, συνέχισε να επιβάλλει βάρβαρα μέτρα λιτότητας με το επιχείρημα ότι αποτελούν προϋπόθεση μιας οποιασδήποτε δανειακής σύμβασης.
Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για την ιρλανδική κοινωνία, η οποία δοκιμάστηκε από τη φτώχεια, την ανεργία και την αναγκαστική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Την ίδια ώρα το ιρλανδικό χρέος αυξήθηκε αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι τα προγράμματα αυτά δεν πετυχαίνουν τους υποτιθέμενους στόχους τους, καταφέρνουν όμως να διαλύσουν τις κοινωνίες όπου εφαρμόζονται. Συγκεκριμένα για την Ιρλανδία,τα στοιχεία έχουν ως εξής: Αύξηση ανεργίας από 107.000 ανθρώπους το Γενάρη του 2008 σε 416.000 σήμερα, μείωση εργοδότησης κατά 12.8%, ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης –0.8%. Επιπλέον, 33.000 Ιρλανδοί μεταναστεύουν ετησίως (άλλες στατιστικές μιλάνε για τη μετανάστευση ενός Ιρλανδού κάθε έξι λεπτά). Το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευτεί στο 123% του ΑΕΠ το 2013 ( από 91% το 2010), ενώ το χρέος των νοικοκυριών ανέρχεται στα 200% του ΑΕΠ. Η αγορά ακινήτων καταρρέει (μείωση στις τιμές των ακινήτων κατά 60%) και τα στεγαστικά δάνεια με καθυστέρηση αποπληρωμής άνω των έξι μηνών ανέρχονται στο 20% των υποθηκών.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω είναι να αναρωτιέται κανείς που οφείλεται ο ενθουσιασμός της Ε.Ε. Τα επιχειρήματα των “εταίρων μας” είναι δύο. Οι εξαγωγές και η δραματική πτώση στις αποδόσεις των ιρλανδικών ομολόγων (το επιτόκιο, δηλαδή, που ζητά ένας επενδυτής ως αντάλλαγμα για την αγορά των κυβερνητικών ομολόγων) χάρη στην αύξηση της ζήτησης για ιρλανδικά ομόλογα κάτι που καθιστά εύκολη την επιστροφή της χώρας στις αγορές. Η αλήθεια είναι ότι -λογιστικά τουλάχιστον- υπήρξε αύξηση στις εξαγωγές ενώ από το Γενάρη του 2013 παρατηρήθηκε μια δραματική άνοδος της ζήτησης για ιρλανδικά ομόλογα. Υπάρχουν όμως δύο εύλογα ερωτήματα. Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό τι κρύβεται πίσω από τα νούμερα; Ενώ για το δεύτερο, γιατί επενδυτές όπως μεγάλες Αμερικανικές τράπεζες αποφάσισαν ξαφνικά να επενδύσουν στα ομόλογα ενός πτωχευμένου κράτους;
Αρχίζοντας από το πρώτο ερώτημα μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά αναλύοντας τα δεδομένα που προσφέρει η ίδια η στατιστική υπηρεσία την ιρλανδικής κυβέρνησης. Από το 2007 ως το 2012 υπήρξε μια πτώση 18% στις εισαγωγές λόγω της μείωσης μισθών με τις εξαγωγές να παραμένουν σε σχετικά σταθερά επίπεδα. Αριθμητικά αυτό μεταφράζεται σε ένα βελτιωμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τη διαφορά δηλαδή μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών. Παρόλα αυτά όμως, ως το 2010 η Ιρλανδία δεν είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο, οι εξαγωγές, δηλαδή, δεν ήταν περισσότερες από τις εισαγωγές. Από το 2010 και μετά αυξήθηκαν οι εξαγωγές και παρατηρήθηκε πλεόνασμα στο ισοζύγιο αλλά με το 95%της αύξησης να προέρχεται από ένα συγκεκριμένο τομέα της ιρλανδικής οικονομίας, τις αποκαλούμενες “τεχνολογικές υπηρεσίες’’.
Συγκεκριμένα,όπως αναφέρει ο οικονομικός αναλυτής Philip Pilkington, η Ιρλανδία, αποτελεί τον μεγαλύτερο φορολογικό παράδεισο του πλανήτη με τεχνολογικές εταιρίες όπως η Google, Microsoft, Facebook, Intel, κ.λ.π να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε θυγατρικές εταιρίες στη χώρα όπου τα κέρδη δεν φορολογούνται. Η μεταφορά των κερδών στην Ιρλανδία καταγράφεται σαν αύξηση των εξαγωγών και συνάμα του ιρλανδικού ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2003 η ιρλανδική θυγατρική της Google κατέγραψε έσοδα 10 δις ευρώ με την τεράστια πλειοψηφία αυτών των εσόδων να προέρχονται από διαφημίσεις που εισπράχθηκαν έκτος Ιρλανδίας. Όταν αυτά τα κέρδη μεταφέρθηκαν στην Ιρλανδία καταγράφτηκαν λογιστικά σαν “εξαγωγές”.
Αυτά για τις “εξαγωγές”. Υπάρχει ακόμη όμως το ερώτημα του γιατί οι “επενδυτές” αποφάσισαν να επενδύσουν στα ομόλογα μιας πτωχευμένης χώρας. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι περισσότεροι αναλυτές όπως αυτοί της Financial Times είναι οι έξης: Θεωρούν ότι η Ε.Ε, για πολιτικούς λόγους, δε θα αφήσει την Ιρλανδία να πτωχεύσει, στη προσπάθεια της να καταδείξει ένα “τεκμήριο” για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.
Η παραπάνω εξήγηση όμως δεν είναι επαρκής, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να επενδύσουν στα ομόλογα μιας οποιασδήποτε υπερχρεωμένης χώρας, κάτι που θα επέτρεπε την επιστροφή της στις αγορές και άρα θα έδινε και ένα “παράδειγμα προς μίμηση” για την Ε.Ε. Άρα γιατί να επενδύσουν σε Ιρλανδικά ομόλογα και όχι σε ομόλογα άλλων χωρών;
Η μόνη εξήγηση είναι ότι η Ιρλανδία έχει την πολιτική σταθερότητα για να μπορεί να εφαρμόσει τα προγράμματα λιτότητας. Φυσικά εδώ πρέπει να εξηγήσουμε ότι «πολιτική σταθερότητα» για τις αγορές σημαίνει δικτατορικό καθεστώς για εμάς. Αφού τα σκληρότερα μέτρα λιτότητας που προαπαιτούνται θα επιβληθούν στο λαό μέσω προεδρικών διαταγμάτων, αλλαγή συντάγματος προς το αυταρχικότερο, στέρηση ελευθεριών και δικαιωμάτων για αποφυγή ή καταστολή αντιδράσεων.
Για παράδειγμα η Ελλάδα έχει ένα ιστορικό πολιτικής αστάθειας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν γίνει περισσότερες από 30 πανεργατικές απεργίες με αποτέλεσμα την πτώση «δυομισι» κυβερνήσεων. Είχαμε την άδοξη πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 2011, αμέσως μετά την πραξικοπηματική επιβολή και γρήγορη πτώση μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Παπαδήμο, και πριν λίγους μήνες την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τη σημερινή κυβέρνηση (μετά την κατακραυγή για την εισβολή στην ΕΡΤ-Ιούνιος 2013) με αποτέλεσμα τη σημερινή ισχνή πλειοψηφία των 153 σε σύνολο 300 βουλευτών.
Η Ιταλία έχει ένα παρόμοιο ιστορικό κυβερνητικών εναλλαγών με την πτώση της κυβέρνησης Berlusconi το 2011 και την επιβολή τεχνοκρατικής κυβέρνησης υπό το Mario Monti μεταξύ 2011-2013 καθώς και την πιο πρόσφατη αποχώρηση του Μπερλουσκόνι από τη κυβέρνηση του Enrico Letta που κινδύνεψε να ρίξει τη κυβέρνηση, η οποία σώθηκε λόγω της ρήξης μέσα στο κόμμα του Μπερλουσκόνι πάνω στο θέμα της αποχώρησης, ενώ στη Πορτογαλία και την Ισπανία υπάρχει δυσκολία στην εφαρμογή ενός μεγάλου μέρους των προγραμμάτων λόγω των εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων.
Αν λάβει κανείς υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι εξαγωγές και οι αγορές Ιρλανδικών ομολόγων αποτελούν τη βάση ενός πολύ ιδιότυπου“success story’’. Η αισιοδοξία των αγορών και της Ε.Ε στηρίζεται στη καμμένη γη των μνημονιακών πολιτικών, πάνω στην οποία κάθε ψίχουλο «ανάπτυξης» είναι ορατό, στα λογιστικά κόλπα και σε συγκυριακούς πολιτικούς παράγοντες, των οποίων η σταθερότητα κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι, ειδικά όταν κανείς την δει μέσα στη μεγαλύτερη εικόνα κρίσης της Ε.Ε.
Η κατ’ όνομα μεταμνημονιακή πραγματικότητα της Iρλανδίας δεν σημαίνει τίποτα διαφορετικό για το λαό της, τους εργαζόμενους και τους νέους. Για τους ίδιους αλλά και για κάθε εργαζόμενο/εργαζόμενη είτε βρίσκεται στην Κύπρο, ή στην Ελλάδα είτε οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, είναι προφανές ότι η λύση δεν μπορεί να βρεθεί μέσα στις μνημονιακές ή ανάλογες πολιτικές, που στηρίζονται στη λιτότητα και τη διάλυση της κοινωνίας. Η μόνη πραγματική μεταμνημονιακή λύση για όλους εμάς που φορτώθηκαμε μια κρίση που δεν προκαλέσαμε στις πλάτες μας, απαιτεί ριζοσπαστικές επιλογές που θα ανατρέπουν την ομηρία της κοινωνίας από τους δανειστές, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις που τις υπηρετούν, στη βάση στρατηγικών που θα θέτουν τους εργαζόμενους και τις ανάγκες του στο επίκεντρο των πολιτικών διεργασιών και των οικονομικών σχεδιασμών.