Την ώρα που στην Κύπρο ο υποψήφιος του ΑΚΕΛ Σταύρος Μαλάς πάσχιζε να περάσει στο δεύτερο γύρο και ο εκλογικός μηχανισμός του κόμματος δούλευε συστηματικά για να πετύχει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση του κόμματος, στον μακρινό Ισημερινό ο Ραφαέλ Κορέα συνέτριβε με άνεση τους συνυποψηφίους του. Στην περίπτωση του Κορέα η σύγκρουση με τους τοκογλύφους του ΔΝΤ ήταν μονόδρομος, ενώ για την κυπριακή «κυβερνώσα Αριστερά» το μνημόνιο αντιμετωπίστηκε σαν αναγκαίο κακό, απαραίτητο για την οικονομική επιβίωση της χώρας.
Δεξιά
Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής στην Κύπρο αποτυπώνει τα αδιέξοδα (ακόμα και εκλογικά) που προκύπτουν, όταν η Αριστερά επιλέγει να διαχειριστεί τον καπιταλισμό και μάλιστα σε περίοδο βαθιάς κρίσης.
Ο πρώτος γύρος των εκλογών για την κυπριακή προεδρία έληξε με ιστορικά υψηλό ποσοστό υπέρ του βασικού υποψήφιου της Δεξιάς, Νίκου Αναστασιάδη. Ο Αναστασιάδης (ΔΗΣΥ), που υποστηρίχτηκε και από το μακαριακό ΔΗΚΟ, συγκέντρωσε το 45,46% των ψήφων και πέρασε στο δεύτερο γύρο με αντίπαλο το Σταύρο Μαλά, ο οποίος συνέλεξε το 26,91%. Σε απόσταση αναπνοής από τον υποψήφιο του ΑΚΕΛ και εκτός δεύτερου γύρου βρέθηκε ο «ανεξάρτητος» Γιώργος Λιλλήκας, ο οποίος υποστηρίχθηκε από την ΕΔΕΚ και κατέγραψε ποσοστό 24,93 %.
Τα συμπεράσματα από μια πρώτη ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι αρνητικά για την Αριστερά. Η Δεξιά κατέγραψε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά και στις δύο εκδοχές της. Τόσο ο Αναστασιάδης, που εκφράζει την ακραία νεοφιλελεύθερη πτέρυγα, όσο και ο εθνικιστής Λιλλήκας βγήκαν ισχυροποιημένοι από αυτή την εκλογική διαδικασία.
ΑΚΕΛ
Παράλληλα, η εκλογική επιρροή του ΑΚΕΛ υποχώρησε κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, αποδεικνύοντας πως η πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνθήκες κρίσης, που ακολούθησε η κυβέρνηση Χριστόφια, οδήγησε σε ήττες και στο πεδίο των εκλογών.
Το γεγονός ότι απέφυγε τη ρήξη με τις επιλογές του κεφαλαίου (με αποκορύφωμα την αποδοχή του μνημονίου), άνοιξε το δρόμο για την πρώτη θέση στον Αναστασιάδη, το γνησιότερο εκφραστή των συμφερόντων του κεφαλαίου στην Κύπρο. Η αστική τάξη, παρά τις συνεχείς υποχωρήσεις της κυβέρνησης Χριστόφια, προτίμησε σαφέστατα το δικό της πολιτικό προσωπικό, το δικό της άνθρωπο.
Παράλληλα, η απουσία ουσιαστικής αριστερής εναλλακτικής πρότασης και οι υποχωρήσεις του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό έδωσαν τη δυνατότητα στο λαϊκιστή και εθνικιστή Λιλλήκα να συγκεντρώσει το 1/4 των ψήφων.
Δυστυχώς, μετά τα πέντε χρόνια διακυβέρνησης του ΑΚΕΛ, το ζητούμενο των φετινών εκλογών δεν ήταν η πρόταση επανεκλογής της Αριστεράς για να οργανώσει την αντίσταση και να κόψει την όρεξη των ντόπιων και ξένων αφεντικών. Δυστυχώς, στη χειρότερη οικονομική συγκυρία για τον τόπο, στην εποχή της πιο έντονης επίθεσης ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων (ντόπιων και μεταναστών) και της νεολαίας, η Αριστερά σήκωσε λευκή σημαία και παρόπλισε τον κόσμο της.
Για το ΑΚΕΛ, το ζητούμενο των εκλογών ήταν η επίτευξη μιας αξιοπρεπούς ήττας. Το βράδυ της Κυριακής δεν θύμιζε σε τίποτα το κλίμα αισιοδοξίας που είχε ο κόσμος της Αριστεράς το 2008.
Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο, πέντε χρόνια μετά την πανηγυρική εκλογή του Χριστόφια, το ΑΚΕΛ να εμφανίζεται «ανακουφισμένο» με τα αποτελέσματα των εκλογών και να τα θεωρεί «ικανοποιητικά υπό τις περιστάσεις»;
H συνομολόγηση του μνημονίου από την κυβέρνηση Χριστόφια και η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε για την απουσία οποιασδήποτε εναλλακτικής προοπτικής –πλην της διαπραγμάτευσης για ένα ήπιο μνημόνιο– άφησε ακάλυπτη τη βάση του ΑΚΕΛ και όλη την Αριστερά. Η επιλογή ενός μη κομματικού, «τεχνοκράτη» υποψήφιου, όπως είναι ο Μαλάς, στην ουσία κεφαλαιοποίησε τη δεξιόστροφη μετατόπιση της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Έτσι, η εκλογική βάση του κόμματος δεν συσπειρώθηκε σε μια μαχητική, αριστερή πολιτική πρόταση. Συσπειρώθηκε αμυντικά στη βάση των αντιδεξιών αντανακλαστικών και λόγω της συνείδησης του τι σημαίνει μια ισχυρή δεξιά κυβέρνηση.
Αποχή
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη σημαντική αύξηση του ποσοστού της αποχής (17% από 10% στις προεδρικές εκλογές του 2008). Πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι αναγκάστηκαν να απέχουν από τον πρώτο γύρο των εκλογών λόγω των επιλογών της ηγεσίας του ΑΚΕΛ και λόγω απουσίας άλλης, πραγματικά αριστερής, υποψηφιότητας.
Το πιο θετικό αποτέλεσμα από την εκλογική αναμέτρηση ήταν το χαμηλό ποσοστό που κατέγραψε ο υποψήφιος του ΕΛΑΜ, της νεοναζιστικής οργάνωσης που αυτοπροσδιορίζεται ως Χρυσή Αυγή Κύπρου. Το ΕΛΑΜ πήρε το 0.88% των ψήφων, σημειώνοντας πτώση από τα ποσοστά του (1.1% στις βουλευτικές εκλογές του 2011). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση εφησυχασμό, αφού, αν η Δεξιά καταλάβει την κυβέρνηση, είναι σίγουρο ότι θα αξιοποιήσει στο μέγιστο το ακροδεξιό της δεκανίκι.
Είναι, επίσης, ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι ο διακαής πόθος του Αναστασιάδη να εκλεγεί απευθείας από τον πρώτο γύρο δεν έγινε πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Αναστασιάδης και τα στελέχη του κόμματός του, πιστεύοντας ότι θα κυριαρχήσουν από τον πρώτο γύρο, δεν έκρυψαν τις προθέσεις τους. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους αμφισβήτησαν ανοιχτά όλα τα εργασιακά δικαιώματα, ακόμα και το δικαίωμα στην απεργία.
Για να εκμεταλλευτεί όμως η κυπριακή Αριστερά το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε το όνειρο του Αναστασιάδη και των ΜΜΕ, που στηρίζουν τον εκλεκτό της αστικής τάξης, χρειάζεται να δράσει άμεσα και προς την κατεύθυνση της ρήξης.
Αγώνες
Η κυπριακή Αριστερά οφείλει και μπορεί να ανασυνταχτεί για να δώσει τη μάχη στο πραγματικό πεδίο της ταξικής πάλης, στην οργάνωση των αγώνων, για να μην πληρώσουμε εμείς την κρίση των καπιταλιστών. Είναι κατανοητό πως πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι στην Κύπρο δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική πλην του Μαλά που στηρίζεται από το ΑΚΕΛ και θα τον ψηφίσουν στο δεύτερο γύρο των εκλογών, που διεξάγεται την ερχόμενη Κυριακή.
Παρ’ όλα αυτά το βασικό ζήτημα της περιόδου είναι να κερδίσουν οι εργατικοί αγώνες που έχουν ήδη ξεσπάσει, όπως ο απεργιακός αγώνας των οικοδόμων που κράτησε για περισσότερες από δύο εβδομάδες. Σε αυτή την κατεύθυνση σημαντικό ρόλο έχουν και οι δυνάμεις της κυπριακής ριζοσπαστικής Αριστεράς που συσπειρώνονται στην ΕΡΑΣ (Επιτροπή για μια Ριζοσπαστική Αριστερή Συσπείρωση). Τώρα, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει η ανάγκη, αλλά και η δυνατότητα για τη συγκρότηση ενός εργατικού αντιμνημονιακού-αντιφασιστικού μετώπου.
Η Αριστερά οφείλει να παλέψει με όλες τις δυνάμεις για την οργάνωση των αντιστάσεων απέναντι στο μνημόνιο και όλοι μας θα κριθούμε σε αυτή τη βάση: στο να τολμήσουμε αυτό που κανένας «διαχειριστής» της κρίσης δεν τολμά. Να οργανώσουμε τη δράση μας απέναντι στην πιο βάρβαρη επίθεση του κεφαλαίου, ξαναφέρνοντας τις ιδέες της επαναστατικής Αριστεράς στο προσκήνιο. Το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής προοπτικής μέσα από την καθημερινή οργάνωση των αγώνων χρειάζεται να ξαναμπεί στην ημερήσια διάταξη.