Αυτή τη στιγμή ο λόγος κερδών/μισθών στην Ελλάδα είναι μακρόθεν ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περιθώρια, λοιπόν, των επιχειρήσεων να αντέξουν τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού είναι πολύ μεγάλα. Ας μάθουν οι επιχειρήσεις να λειτουργούν με το μέσο κέρδος που επικρατεί στις άλλες αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και ας μην αγοράσουν τρίτο σκάφος οι ιδιοκτήτες τους.

Ο υπουργός Εργασίας Πάνος Σκουρλέτης ανέφερε το Σάββατο στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ ότι πρώτα θα αποκατασταθούν μια σειρά θεσμών της αγοράς εργασίας που υποβαθμίστηκαν ή καταργήθηκαν από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, και στη συνέχεια θα κληθούν οι κοινωνικοί εταίροι να εξετάσουν από κοινού με το υπουργείο Εργασίας με ποιο τρόπο θα εφαρμοστεί η αύξηση του κατώτατου μισθού. Ανέφερε, επίσης, ο υπουργός ότι η άνοδος του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα συνδυαστεί με δυνατότητα ρυθμίσεων των οφειλών των επιχειρήσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες.

Η διευθέτηση αυτή είναι προφανώς βασισμένη στην ιδέα ότι οι εργοδότες χρειάζονται προστασία έναντι ζημιών που θα υποστούν, υποτίθεται, εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού. Για ποιο λόγο άραγε να παρασχεθεί στους εργοδότες η δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες; Όπως είχε διευκρινιστεί προεκλογικά, αυτά τα ωφελήματα θα δοθούν στις επιχειρήσεις ως αντιστάθμισμα των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουν εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού. Για ποιο λόγο άραγε θα κληθούν οι εργοδότες σε διαβούλευση με τα εργατικά συνδικάτα και το υπουργείο Εργασίας για να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθεί η αύξηση του ελάχιστου μισθού; Προφανώς επειδή πιστεύει το υπουργείο ότι θα πληγούν οι επιχειρήσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού και πρέπει να προσέξουμε να μην προκαλέσουμε ζημιά που θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι κατά την αντίληψη του υπουργείου Εργασίας, οι εργοδότες θα χρειαστούν προστασία έναντι των ζημιών που θα υποστούν, υποτίθεται, από την αύξηση του ελάχιστου μισθού. Αυτή όμως η αντίληψη είναι λανθασμένη.

Γιατί δεν χρειάζονται προστασία οι εργοδότες

Αποτελεί κοινή πεποίθηση των εργοδοτών, των καθεστωτικών οικονομολόγων, των αστικών πολιτικών δυνάμεων, των δημοσιογράφων κ.λπ. ότι κάθε αύξηση των μισθών είναι επιζήμια για την οικονομία, ότι οδηγεί σε μείωση της παραγωγής, σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και σε αύξηση της ανεργίας.

Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, είναι εσφαλμένος. Ας δούμε γιατί:

Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης. Η παραγωγή, προκειμένου να ικανοποιήσει αυτήν την επιπλέον ζήτηση, θα ξεκινήσει να αυξάνεται από ένα χαμηλό σημείο και αυτό θα προκαλέσει παράλληλη αύξηση της απασχόλησης, μείωση της ανεργίας, εκ νέου αύξηση των μισθών (αφού όσο μικρότερη είναι η ανεργία τόσο βελτιώνεται η διαπραγματευτική θέση των μισθωτών στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας), νέα αύξηση της ζήτησης  και ούτω καθεξής. Αυτά θα συγκροτήσουν έναν "ενάρετο" κύκλο μισθών - ζήτησης - παραγωγής - απασχόλησης - μισθών.Το ερώτημα τώρα είναι εάν οι επιχειρήσεις θα βρεθούν σε δύσκολη θέση επειδή θα αυξάνεται το κόστος εργασίας.

Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, δεν θα βρεθούν σε δύσκολη θέση  για τους τρεις παρακάτω λόγους:

Πρώτον, διότι μαζί με τα άλλα μεγέθη (ζήτηση, παραγωγή, απασχόληση, μισθοί), θα αυξηθεί και η παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία συνηθίζει να προοδεύει μαζί με τον όγκο της παραγωγής: όσο αυξάνεται η κλίμακα της παραγωγής τόσο αυξάνεται και η παραγωγικότητα (έως ότου εξαντληθεί το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό). Έτσι, η άνοδος του κόστους εργασίας που θα προκύψει από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα αντισταθμιστεί πλήρως ή έστω εν μέρει από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας. Εάν π.χ. η αύξηση του ελάχιστου μισθού προκαλέσει σε μια επιχείρηση αύξηση του μέσου κόστους εργασίας κατά 2% και υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2%, η επιβάρυνση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα είναι μηδενική. Έως ότου φτάσει η παραγωγή στο σημείο της πλήρους εξάντλησης του αχρησιμοποίητου παραγωγικού δυναμικού (κάτι που θα απαιτήσει τέσσερα ή πέντε χρόνια) οι αυξήσεις της παραγωγικότητας θα αντισταθμίζουν πλήρως ή σε μεγάλο μέρος τις αυξήσεις των μισθών.

Δεύτερον, η υποχώρηση των μισθών κατά τα έτη 2010-2014 οδήγησε την απόσταση μεταξύ τιμών και κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε δυσθεώρητα ύψη, διότι οι μεν μισθοί καταβαραθρώθηκαν οι δε τιμές ελάχιστα μειώθηκαν. Σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν καταγράφηκε μια τόσο μεγάλη απόκλιση μεταξύ τιμών και κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ως αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή ο λόγος κερδών/μισθών στην Ελλάδα είναι μακρόθεν ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περιθώρια, λοιπόν, των επιχειρήσεων να αντέξουν τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού είναι πολύ μεγάλα. Ας μάθουν οι επιχειρήσεις να λειτουργούν με το μέσο κέρδος που επικρατεί στις άλλες αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και ας μην αγοράσουν τρίτο σκάφος οι ιδιοκτήτες τους.

Τρίτον, η αύξηση του ελάχιστου μισθού δεν θα περάσει στις τιμές, ούτε θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα, διότι ξεκινώντας από ένα σημείο βαθιάς ύφεσης, όπου υπάρχει άφθονο αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό, συμφέρει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τον όγκο παραγωγής για να αυξήσουν τα έσοδα χάρη στις υψηλότερες πωλήσεις, παρά να αυξήσουν τις τιμές που θα μείωναν τις παραγγελίες (οι οποίες θα πήγαιναν στους ανταγωνιστές).

Προστασία χρειάζονται οι εργαζόμενοι

Εάν κάποιος χρειάζεται προστασία, αυτός δεν είναι η εργοδοσία αλλά οι εργαζόμενοι. Διότι, εάν εμείς αδρανήσουμε, η αύξηση των μισθών μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη περισσότερη μαύρη και αδήλωτη εργασία ή σε εικονικές μισθολογικές καταστάσεις. Για αυτόν το λόγο, η επανίδρυση της Επιθεώρησης Εργασίας πρέπει να είναι ένα από τα πρώτα, άμεσα καθήκοντα μιας αριστερής κυβέρνησης, ακόμα και μιας κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας.

Εάν κάποιου τα χρέη πρέπει να ρυθμιστούν, αυτά δεν είναι των εργοδοτών αλλά των εργαζομένων. Διότι, εάν η κυβέρνηση αδρανήσει, ένα μέρος από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να κατευθυνθεί στην αποπληρωμή χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες, έτσι ώστε η ενίσχυση της ζήτησης, της παραγωγής και της απασχόλησης θα είναι μικρότερη και η ανάκαμψη ασθενέστερη. Αντιθέτως, η ρύθμιση των χρεών των επιχειρήσεων θα μεταφέρει πόρους από τους φορολογούμενους μισθωτούς προς τα κέρδη αφαιρώντας έτσι ζήτηση από την οικονομία και επιβραδύνοντας το ΑΕΠ.

Επειδή, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, δεν χρειάζεται να υπάρξει διαβούλευση με τις επιχειρήσεις για να εξεταστεί με ποιο τρόπο θα προστατευθούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ούτε χρειάζεται να περιμένουμε να αποκατασταθούν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που υποβαθμίστηκαν ή καταργήθηκαν από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Χρειάζεται η νομοθετική ρύθμιση για τα 751 ευρώ να πραγματοποιηθεί άμεσα, και μια Επιθεώρηση Εργασίας στελεχωμένη με αδιάφθορα στελέχη μεγάλου ηθικού σθένους.