Στο Σχέδιο Νόμου για την Παιδεία εμπεριέχονται άρθρα που θα θεσπίσουν, εκτός των άλλων, και κάποια βασικά εργασιακά δικαιώματα και για τους καθηγητές που εργάζονται σε Κέντρα Ξένων Γλωσσών και Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης, μ’ άλλα λόγια, θα θέσουν ένα φραγμό στην ασυδοσία των εργοδοτών της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική εκπαίδευση είχαν αρχίσει να πλήττονται πολύ πριν την κρίση και να χάνουν σταδιακά τις ελάχιστες κατακτήσεις, που με σκληρούς αγώνες είχαν πετύχει τα εργατικά τους σωματεία. Ο κλάδος της ιδιωτικής εκπαίδευσης επελέγη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ως ιδανικός χώρος πειραματισμού για ό,τι θα συνέβαινε στο σύνολο των εργαζομένων στη συνέχεια. Οι εργοδοτικές ενώσεις των ιδιοκτητών φροντιστηρίων/Κ.Ξ.Γ. καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα αποθρασύνθηκαν, συνεπικουρούμενοι από τις αντιδραστικές αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, που ψήφισαν οι καθεστωτικές κυβερνήσεις με το ξέσπασμα της κρίσης. Το «κίτρινο» σωματείο εργαζομένων στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών του νομού Αττικής, που οι εργοδότες είχαν ιδρύσει το 2004, χρησιμοποιήθηκε και λειτούργησε ως πολιορκητικός κριός για όλα τα σωματεία εργαζομένων στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έτσι, όχι μόνο πέτυχαν να υπογράφουν συμβάσεις δουλοπαροικίας με τους ίδιους τους εαυτούς τους συρρικνώνοντας τις αποδοχές των εργαζομένων ακόμη και σε ωρομίσθια 2,92€, αλλά και να κατοχυρώσουν τη νομική αναγνώριση του ψευδοσωματείου ως αντιπροσωπευτικού του κλάδου.
Σε όλη αυτή τη λαίλαπα οι ταξικά συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι, λίγοι αριθμητικά, αντιστάθηκαν σθεναρά σε έναν αγώνα άνισο απέναντι σε τρομοκρατικές πρακτικές, δικαστικές διώξεις, απολύσεις και κάθε λογής αυθαιρεσίες των εργοδοτών. Η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων, μέχρι πρότινος, είχε δυστυχώς ενσωματώσει τη στρεβλή πεποίθηση πως η εργασία τους στα φροντιστήρια ήταν προσωρινή, πως ήταν ένα μεταβατικό σκαλί μέχρι τον πολυπόθητο διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση. Κατ’ επέκταση, απαξίωναν την οργάνωσή τους στη συλλογική πάλη. Παράλληλα καλλιεργήθηκαν επί χρόνια η συκοφάντηση της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής δράσης, οι πελατειακές σχέσεις κι ο κυβερνητικός συνδικαλισμός από τα κόμματα που ασκούσαν εξουσία.
Η εξέλιξη και εφαρμογή του σεναρίου που απεργάστηκαν τα αρπακτικά του χώρου ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ακόρεστη βουλιμία τους για κέρδος ξεπέρασε κάθε όριο. Στήθηκε ένα πάρτι εκατομμυρίων σε βάρος των χιλιάδων μαθητών και καθηγητών. Σε αυτό ασφαλώς συνηγόρησε τα μέγιστα η συνεχής υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου με τις διαβόητες «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» και τους αντιεκπαιδευτικούς νόμους που βάθαιναν ολοένα και πιο πολύ τους ταξικούς φραγμούς για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Το μεφιστοφελικό αυτό σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων και των εκπροσώπων της απέδωσε!
Οι επιχειρηματίες της ιδιωτικής εκπαίδευσης μπορούσαν πλέον ανενόχλητοι να επιχαίρουν και να συνεχίζουν να νέμονται την εργασία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και τα δίδακτρα των μαθητών. Ενδεικτικές για το μέγεθος των κερδών τους είναι οι δυο έρευνες: του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του ΠΑ.ΜΑΚ. (2012), σύμφωνα με την οποία το 48% των οικογενειών πληρώνει από 700 έως 1.500 ευρώ το χρόνο για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και του Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (2011), η οποία κατέδειξε ότι μόνο κατά το έτος 2008 οι δαπάνες στη χώρα για ξένες γλώσσες ανέρχονταν στα 858,4 εκατομμύρια ευρώ! Κι εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η φοίτηση στα φροντιστήρια και τα Κ.Ξ.Γ., ακριβώς εξ αιτίας της παθογόνου δημόσιας εκπαίδευσης και της πιστοποιητικολαγνείας της ελληνικής κοινωνίας, είναι σχεδόν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη για όσους μαθητές επιθυμούν να μάθουν ξένες γλώσσες ή να προετοιμαστούν για ενδοσχολικές και πανελλαδικές εξετάσεις. Οι ίδιες αιτίες αποτελούν συνάμα το «εμπορικό προϊόν» των ιδιωτικών σχολείων και λειτουργούν ως διαφημιστικό δέλεαρ για τις λίγο πιο εύπορες μικροαστικές οικογένειες. Όλο αυτό επιτείνει και ενισχύει την ανισότητα των μαθητών στη μόρφωση. Έως ότου, λοιπόν, εμπεδωθεί και δομηθεί το Ενιαίο Σχολείο Θεωρίας και Πράξης με την απαραίτητη αποσύνδεση των εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το Σ/Ν συνολικά είναι ένα στέρεο θεμέλιο για τις μελλοντικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα όπως τις οραματίζεται η αριστερά.
Η απώλεια των κερδών είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι εργοδοτικές ενώσεις κατά το τελευταίο διάστημα έχουν επιδοθεί σε μια επικοινωνιακή προσπάθεια αποδόμησης όλων των θετικών ρυθμίσεων που περιέχει το Σ/Ν του Υπουργείου Παιδείας, ο τρόμος τους δε είναι πασίδηλος στις δημοσιεύσεις τους σε έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Εξανίστανται, σκούζουν κι αλαλάζουν ως σύγχρονες ΄Αρπυιες. Μέσα στον παραληρηματικό τους πανικό υποστηρίζουν, μεταξύ των άλλων στρεβλώσεων που διατυπώνουν, ότι ο υπουργός ευνοεί τη διόγκωση του φαινομένου των ιδιαίτερων μαθημάτων, τη γραφειοκρατία και ότι το Σ/Ν «γράφτηκε σε κομματικά γραφεία»! Γνωρίζουν ότι τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων όλης της ιδιωτικής εκπαίδευσης για ωράριο εργασίας, μισθό, ξεκούραση, ασφάλιση, καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, καθώς και για έλεγχο των προγραμμάτων σπουδών, το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών και της ασφάλειας των μαθητών εφόσον θεσμοθετηθούν, θα επιβληθούν από το κίνημα και τα εργασιακά σωματεία στους χώρους δουλειάς. Το Σ/Ν της κυβέρνησης σηματοδοτεί την αρχή, η κοινωνία πρέπει να συνεχίσει να παλεύει για καθολική δημόσια και υψηλού επιπέδου παιδεία ώστε η ιδιωτική εκπαίδευση να μην έχει λόγο ύπαρξης. Η μόρφωση ως κοινωνικό αγαθό πρέπει να παρέχεται δωρεάν και χωρίς διακρίσεις και ταξικούς αποκλεισμούς.
*ιδιωτικός εκπαιδευτικός