Οι εκλογές τελείωσαν. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Τα κόμματα της συγκυ-βέρνησης έχασαν 11 μονάδες, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα, με ποσοστό σχεδόν ίδιο με πριν από δύο χρόνια. Κερδήθηκε μία μάχη, όχι ο πόλεμος.

Ο προεκλογικός πυρετός έχει πέσει. Το κόμμα επανέρχεται σε ρυθμούς ρουτίνας. Η αποτίμηση της Γραμματείας συνοψίζεται σε ένα «νικήσαμε και συνεχίζουμε». Για διάφορους λόγους θεωρείται ότι η κομματική γραμμή ήταν γενικά σωστή, το «τρεις κάλπες μια ψήφος» ήταν σωστό σύνθημα. Τα κακώς κείμενα δεν θίγονται.

      Όμως, λάθη υπάρχουν. Και τεκμηριώνονται πρώτα απ’όλα από το αποτέλεσμα: Ένα κόμμα που διεκδικεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση ανατροπής, η οποία θα βγάλει τη χώρα από την κρίση, με κύριο όπλο τη δυναμική του λαϊκού κινήματος (το οποίο του επέτρεψε να εκτιναχθεί από το 4% στο 27%), μπορεί να μένει στάσιμο; Το ποδήλατο που δεν κινείται πέφτει.

      Σε σύγκριση με τις εκλογές πριν από πέντε και δέκα χρόνια, το αποτέλεσμα φαντάζει ασύλληπτα υπερθετικό, φανταστικό. Όμως με τις σημερινές συνθήκες κρίσης, με την επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου και την αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι αρνητικό, είναι όμως τελείως ανεπαρκές για τις απαιτήσεις της ιστορικής στιγμής.

      Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι αδυναμίες του κόμματος με στόχο τη θεραπεία τους. Ανοίγουν το θέμα, δεν το εξαντλούν. Δεν αναφέρονται στα θετικά σημεία της πορείας μας. Όχι επειδή δεν υπάρχουν, αλλά γιατί είναι λάθος να κρυβόμαστε πίσω από αυτά. Όπως λένε και οι Γάλλοι, «όποιος κάθεται πάνω στις δάφνες του, τού τρυπάν τα οπίσθια».

Η πορεία προς τις εκλογές

      Η πολιτική αποτίμηση δεν είναι απλά σύγκριση αριθμών. Η υποχώρηση κατά 0,5% και κατά 200.000 ψήφους εξηγείται τόσο από την άνοδο της αποχής όσο και από την άνοδο των μικρών κομμάτων (των κάτω του 3%). Καθώς πρόκειται για εκλογές διαφορετικού τύπου, κάποιοι βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποίησε τους ψήφους του, τουλάχιστον σε πρώτη προσέγγιση (οι απώλειες σχεδόν αντισταθμίζονται από τις προσχωρήσεις). Αλλά τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει μήπως ότι οι ψηφοφόροι (ή έστω, ένα σημαντικό μέρος από αυτούς) συμμερίζονται το πρόγραμμα, την ανάλυση, την ιδεολογία του κόμματος; Σημαίνει ότι μετέχουν στις γραμμές του πιο ενεργά από πριν, ότι αναγνωρίζουν στην πολιτική του κόμματος την επίλυση των προβλημάτων τους; Σημαίνει ότι θα στηρίξουν ενεργά μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη συντονισμένη προσπάθεια αποσταθεροποίησής της;

      Η απάντηση είναι όχι. Τα αίτια έχουν επισημανθεί εδώ και καιρό. Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τις εκλογές του 2012, το κόμμα χαρακτηρίστηκε από την εσωστρέφεια. Ο αρχικός ενθουσιασμός και η αθρόα προσέλευση μελών των πρώτων μηνών μετά τις εκλογές δεν μετασχηματίστηκε σε ένα άνοιγμα προς την κοινωνία, αλλά στην εσωκομματική πάλη για την κατάληψη θέσεων απόφασης, με αποτέλεσμα την αποχώρηση πολλών δραστήριων νέων μελών και την αδρανοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών που παρέμειναν.

      Ίσως μέχρι το συνέδριο αυτό να ήταν αναπόφευκτο. Καθώς όμως στο συνέδριο κυριάρχησαν θέματα που δίχασαν το σώμα (όπως π.χ. η διάλυση των συνιστωσών, θέμα κατεξοχήν τεχνητό, καθώς έχει γίνει πλέον σαφές ότι δεν είναι οι τέως συνιστώσες που φέρουν την ευθύνη για την πολυγλωσσία των εκπροσώπων του κόμματος), η εσωστρέφεια συνεχίστηκε και μετά το συνέδριο. Σ’ αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε ιδιαίτερα η αρχική θέση «Να κοκκινίσει ο χάρτης». Το οποίο μεταφράζεται «να κάνουμε το παν ώστε να εκλεγούν δήμαρχοι και περιφερειάρχες υποστηριζόμενοι από τον ΣΥΡΙΖΑ».

      Η θέση αυτή ήταν λάθος για μια σειρά από λόγους. Πρώτον διότι θεώρησε ότι η μεταστροφή της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι το αυτόματο και δεν παρεμβαίνουν σ’αυτήν οι τοπικές ιδιαιτερότητες. Αλλά η φθορά των μνημονιακών κομμάτων δεν αγγίζει με τον ίδιο τρόπο όλα τα αυτοδιοικητικά στελέχη τους, για πολλούς λόγους: Έχουν γνώση των τοπικών προβλημάτων, διαθέτουν πελατειακά δίκτυα υποστήριξης, κάποιοι χαίρουν εκτίμησης στον πληθυσμό, και πολλοί έχουν δείξει διαθέσεις ανυπακοής στην κεντρική κυβέρνηση ως προς τις επιπτώσεις των μνημονίων στη δική τους περιοχή. Υπήρξε μάλιστα μέχρι και μια τάση συλλογικής ανυπακοής στην ΚΕΔΕ το φθινόπωρο του 2013, η οποία δεν καρποφόρησε, εν μέρει εξαιτίας της άποψης περί «βλαχοδημάρχων» που ώθησε πίσω στις κυβερνητικές αγκάλες τους δημάρχους που αφιταλαντευόντουσαν.

      Τα εκλογικά αποτελέσματα πιστοποιούν αυτή τη διαφορετική ταχύτητα μεταστροφής. Στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πρώτο κόμμα στις 7 από τις 13 περιφέρειες και δεύτερο κόμμα στις υπόλοιπες 6. Αλλά στις περιφερειακές, εκτός από τις δύο που κέρδισε, ήταν δεύτερο κόμμα μόνο σε τρεις ακόμη (Ήπειρος, Στερεά, Πελοπόννησος) και σε οκτώ δεν μπήκε καν στο δεύτερο γύρο. Μάλιστα, σε 3 από αυτές (Θεσσαλία, Κρήτη, Δυτική Ελλάδα) είχε και την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές και προβεβλημένους υποψήφιους, βουλευτές της περιοχής. Ανάλογα αποτελέσματα μπορεί κανείς να δει και στους δήμους.

      Επομένως, η αρχική σύλληψη ήταν λάθος. Μόνο κάποιους μήνες μετά, το Φλεβάρη, η ηγεσία συνειδητοποίησε ότι το βασικό στοιχείο σύγκρισης, η «μητέρα των μαχών», η μόνη αναμέτρηση που μπορούσε να πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα εναντίον του μνημονίου, ήταν οι ευρωεκλογές. Αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.

                  Πράγματι, το κοκκίνισμα του χάρτη δεν ήταν απλώς ένας ανέφικτος στόχος, ένας πήχης τόσο ψηλά ώστε να περάσουμε από κάτω χωρίς καν να τον ακουμπήσουμε. Αλλά επιπλέον πυροδότησε συμπεριφορές οι οποίες όχι μόνο στραπατσάρισαν τις δημοκρατικές διαδικασίες αντικαθιστώντας τις με διαμάχες προσώπων και κυκλωμάτων, αλλά σε αρκετά σημεία υπονόμευσαν την ίδια τη λειτουργία των κομματικών οργανώσεων. Ο στόχος να εκλέξουμε οπωσδήποτε δήμαρχο (ή περιφερειάρχη), οδήγησε αφενός σε διαγκωνισμούς μεταξύ στελεχών και τη δημιουργία φατριών μέσα στις Οργανώσεις Μελών, αφετέρου (και παράλληλα) σε προσπάθειες συμμαχιών με παλαιοκομματικούς παράγοντες που ανακάλυψαν όψιμα τα κακά των μνημονίων. Και η δράση του κομματικού μηχανισμού σ’ αυτή τη διαδικασία ήταν αρνητική σε πολλές περιπτώσεις: Δεν επιδίωκε τη σύνθεση στην κατεύθυνση της κομματικής πολιτικής, όπως αυτή είχε εκφραστεί στο συνέδριο, αλλά προωθούσε άτομα της αρεσκείας του, μερικές φορές κόντρα στην εκφρασμένη θέληση των ΟΜ, αλλού αλεξιπτωτιστές άσχετους με την τοπική κοινωνία, αλλού παλαιοκομματικά στελέχη με βεβαρημένο πολιτικό παρελθόν και παρόν. Σε οριακές περιπτώσεις, οργανώσεις διαλύθηκαν, μέλη αναγκάστηκαν σε αποχώρηση, ή, σε μέρη που η τελική απόφαση δεν ήταν «αρεστή», κομματικοί παράγοντες στήριξαν υπογείως ή ανοιχτά άλλα ψηφοδέλτια.

      Βεβαίως δεν έγινε παντού έτσι. Στο δήμο Αριστοτέλη, για παράδειγμα, με συμμετοχικές διαδικασίες συγκροτήθηκε ένα ψηφοδέλτιο που έκφραζε όσους είχαν αντιταχθεί στο Ελντοράντο και κέρδισε από τον πρώτο γύρο. Αλλά αυτό αποτελεί μάλλον εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

      Ήταν δυνατή μια άλλη πολιτική; Θεωρητικά ναι. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις ιδρυτικές μας διακηρύξεις, ότι οι κοινωνικές συμμαχίες προηγούνται και οι πολιτικές έπονται. Αυτό σημαίνει δημιουργία αυτοδιοικητικών κινήσεων, όχι τόσο με στόχο να κατακτήσουν τις καρέκλες, αλλά να οικοδομήσουν τις ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης, με άτομα που έχουν κοινωνικές ευαισθησίες και δεν είναι φορείς διαπλοκής. Σημαίνει γείωση της Αριστεράς στην κοινωνία μέσα από την αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων, χωρίς την υπεροψία του ξερόλα, με άλλο ήθος και άλλες αξίες, με προώθηση της συλλογικής δράσης και χωρίς ιδιοτέλεια. Δομές με μόνιμη παρουσία είτε κερδίσουν είτε χάσουν τις εκλογές. Κι αν κερδίσουν, ακόμη καλύτερα, είναι μπόνους, αν χάσουν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να δρουν, θεσμικά και κινηματικά.

      Η γείωση έπρεπε να μπει σαν στόχος στις αυτοδιοικητικές εκλογές και ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας στις ευρωεκλογές. Και η ψήφος σ’ αυτές θα ήταν τότε πολύ πιο συνειδητή.

Προοπτικές

      Παραμένει ως πολιτικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ η απεμπλοκή της χώρας από τη μνημονιακή πολιτική και η έξοδος από την ανθρωπιστική κρίση; Εάν ναι, πρέπει να εξαχθούν και τα κατάλληλα συμπεράσματα. Επισημαίνουμε ότι αυτός ο στόχος δεν ταυτίζεται με την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ή με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ή όπως αλλιώς λέγεται) είναι ένα μέσο για την επίτευξη του στόχου, όχι ο στόχος ο ίδιος. Αυτοί που εστιάζουν μόνο στη δυνατότητα κυβέρνησης συνήθως βάζουν ως προτεραιότητα το θέμα των συμμαχιών, και μάλιστα με λάθος τρόπο. Καθώς το κυβερνητικό στρατόπεδο και τα μαξιλαράκια του βρίσκονται σε δύσκολη θέση (και για κάποιους σχηματισμούς όπως η ΔΗΜΑΡ στα όρια της αποσύνθεσης), προσπαθούν να βρουν πιθανούς συμμάχους μέσα στο φθαρμένο πολιτικό προσωπικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κομματικός τύπος υπερασχολείται με τις αναταράξεις της λεγόμενης Κεντροαριστεράς και με τις διαμάχες εντός της Νέας Δημοκρατίας, αναδεικνύοντας όσα στελέχη ρίχνουν κάποια βλέμματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

      Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολυκομματικές κυβερνήσεις, όταν μάλιστα αποτελούνται από κόμματα με ριζικά διαφορετικούς στόχους, καταλήγουν σε συμβιβασμούς συχνά απαράδεκτους, καθώς είναι προϊόν εκβιασμών, ιδίως από τη μεριά αυτών που βλέπουν την εξουσία σα μια αγελάδα για άρμεγμα. Όταν μάλιστα πρόκειται για άτομα και σχηματισμούς των οποίων το πολιτικό στίγμα είναι ασαφές και η επιρροή τους υπό συνεχή μείωση εξαιτίας της συμπόρευσης με την πολιτική της λιτότητας, για στρατηγούς που έχουν χάσει το στρατό τους, η οποιαδήποτε προεκλογική προσέγγιση μάλλον βλάπτει την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ παρά την ωφελεί.

      Η προοπτική νίκης της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν ωφελείται από την αγωνιώδη αναζήτηση πολιτικών συμμάχων στρογγυλεύοντας τις γωνίες. Αντίθετα, χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή διασαφήνιση του πολιτικού στίγματος του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, η αύξηση της πίεσης προς το κυβερνητικό στρατόπεδο. Πίεση και θεσμική και κινηματική, ώστε να ενισχυθούν οι διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό του εξαιτίας της λαϊκής κατακραυγής. Πίεση η οποία θα αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό πόλο έλξης, και θα αναδείξει νέα στελέχη.

      Πόλος έλξης σε προγραμματικό επίπεδο: Χρειάζεται μια διασαφήνιση του πολιτικού στίγματος, ώστε να μην υπάρχει η πολυγλωσσία η οποία παρατηρείται και μάλιστα καλλιεργείται από κύκλους προσκείμενους στην ηγεσία. Το θέμα αυτό δεν λύνεται τόσο με διοικητικά μέτρα (π.χ. ποιοι θα μιλάνε στα κανάλια – παρόλο που και αυτό θα πρέπει κάποτε να αντιμετωπιστεί), όσο με τη σαφήνεια του προγράμματος. Μεταξύ άλλων αυτό σημαίνει:

α)   Επεξεργασία των μεταβατικών νομοθετικών ρυθμίσεων μιας κυβέρνησης ανατροπής. Με τα μνημόνια δεν ξεμπερδεύει κανείς με τρεις ψηφοφορίες: Υπάρχουν χιλιάδες εφαρμοστικοί νόμοι, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές εγκύκλιοι που πρέπει να καταργηθούν ή να αντικατασταθούν. Καταργήσεις οργανικών θέσεων, συγχωνεύσεις φορέων, ιδρύσεις μνημονικών φορέων και αντίστοιχοι διορισμοί, κτλ. Για παράδειγμα, τι θα γίνει με το ΤΑΙΠΕΔ, τη στελέχωσή του, την ανάκτηση όσων έχει ξεπουλήσει. Έργο τιτάνειο, που και σαφές πολιτικό πρόσημο πρέπει να έχει (ποιος ωφελείται; Ο λαός ή η ολιγαρχία;) και φροντισμένο στη λεπτομέρειά του να είναι, και να παίρνει υπόψη τα διάφορα σενάρια αντίδρασης των αντιπάλων, και να έχει και τη συναίνεση του λαού.

β)   Το πρόγραμμα πρέπει να είναι προϊόν και κτήμα όλου του κόμματος και όχι απλώς κάποιων ομάδων ειδικών. Αυτό σημαίνει ενεργοποίηση των μελών του κόμματος και οργάνωση σεμιναρίων πάνω σε όσο το δυνατόν περισσότερα επιμέρους θέματα: υγεία, παιδεία, οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης, καταπολέμηση της ανεργίας, εργασιακές σχέσεις, κοινωνικά αγαθά, πολιτιστική κληρονομιά, εθνικά θέματα, μειονότητες, σχέσεις κράτους και εκκλησίας, φορολογικό σύστημα, κτλ. Τα σεμινάρια αυτά αφενός θα εμπλουτίζουν τις κομματικές θέσεις και θα αποσαφηνίζουν τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν μέσα στο κόμμα, αφετέρου θα εξοπλίζουν τις ΟΜ για τη διάδοση των κομματικών απόψεων στον πληθυσμό.

γ)   Τα κομματικά μέλη θα πρέπει να ενεργοποιηθούν στην κατεύθυνση της συζήτησης με τον κόσμο, κατεβάζοντας τις προτάσεις του κόμματος ως προτάσεις προς συζήτηση και όχι ως θεόπεμπτη αλήθεια, συνομιλώντας και όχι απλά μοιράζοντας προκηρύξεις και κολλώντας αφίσες. Να παίρνουν υπόψη τις απόψεις και ενστάσεις, ιδίως των άμεσα ενδιαφερομένων, να βοηθούν στη διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων από τα κάτω και αποδεκτών συμβιβασμών όταν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα στα πλαίσια του λαού, και να τα μεταφέρουν στο κόμμα.

      Δράση σε κινηματικό επίπεδο: Η παλιότερη και η πιο πρόσφατη εμπειρία έχει δείξει ότι το μαζικό κίνημα δεν συγκροτείται με τεχνητά μέσα, δηλαδή με το κάλεσμα κεντρικών πολιτικών εκδηλώσεων. Σε άλλες εποχές ένα μαζικό συλλαλητήριο (ή πολλά επαναλαμβανόμενα), μπορούσαν να ανατρέψουν πολιτικές αποφάσεις, εφόσον συνέτρεχαν και άλλες διεργασίες (βλέπε αναθεώρηση άρθρου 16 του συντάγματος ή ασφαλιστικό επί Γιαννίτση). Σήμερα, όπου ο αντίπαλος είναι αποφασισμένος και καταφεύγει στην πολιτική του «σοκ και δέος», τέτοιου τύπου αντιδράσεις έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικές και κάθε φορά που επιχειρήθηκαν ήταν άμαζες (ο άλλος δύσκολα θα χάσει ένα μεροκάματο και θα αναπνεύσει χημικά χωρίς ορατό αποτέλεσμα). Τα κομματικά καλέσματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το μαζικό κίνημα.

      Αντίθετα, οι κινηματικές διαδικασίες πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν συγκεκριμένους στόχους και να συσπειρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο γύρω από το συγκεκριμένο πρόβλημα, χωρίς να διατυπώνουν μαξιμαλιστικά αιτήματα (του τύπου να πέσει η κυβέρνηση, να φύγουμε από το ΝΑΤΟ ή την ΕΕ). Τέτοια κινήματα, ανεξάρτητα από το αν νικούν ή απλώς κερδίζουν χρόνο, βοηθούν στη συγκρότηση της συλλογικής συνείδησης και έχουν σαν παράπλευρο κέρδος την κυβερνητική φθορά, καθώς αναδεικνύουν την ανεπάρκεια ή την εχθρότητα των κυβερνώντων. Η ενίσχυση κάθε μορφής συλλογικής δράσης πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημα, χωρίς κομματικά καπελώματα που διώχνουν κόσμο. Από τις δομές αλληλεγγύης (που πολλές χειραγωγήθηκαν ώστε να είναι απλώς εργαλεία ψηφοθηρίας) ως την ανυπακοή στα διόδια, από το καθάρισμα των ακτών ή την εθελοντική δασοπυρόσβεση ως τη ματαίωση πλειστηριασμών και εξώσεων, όλες οι μορφές, συγκρουσιακές ή όχι, είναι κατάλληλες, αρκεί να συσπειρώνουν κόσμο, όσο το δυνατόν πέρα από τα κομματικά όρια.

      Προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να στραφούν οι δημοτικές κινήσεις ή/και οι Οργανώσεις Μελών (ή πρωτοβουλίες που  ξεκινούν από μερίδες μελών, φτάνει να είναι ανοιχτές και όχι μαγαζάκια). Και τέτοιες πρωτοβουλίες οι κομματικοί μηχανισμοί πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να τις καπελώσουν (ή να τις χτυπήσουν εάν κινούνται από μέλη που δεν ανήκουν σε αρεστή φατρία), αλλά το κόμμα να τις ενισχύει και να τις προβάλλει επικοινωνιακά.

      Οργανωτική ανασυγκρότηση του κόμματος: Είναι πλέον κοινός τόπος ότι τα ενεργά μέλη του κόμματος είναι μια μικρή μειοψηφία και ότι πολλές αποφάσεις δεν παίρνονται από τα κομματικά όργανα αλλά από διάφορες ομάδες πίεσης που λειτουργούν στο παρασκήνιο, καθιστώντας μερικές φορές τα κομματικά όργανα απλά διακοσμητικά στοιχεία. Η όλη κατάρτιση των ψηφοδελτίων χαρακτηρίστηκε από τέτοια φαινόμενα και δε χρειάζεται να ξανααναφερθούμε σ’ αυτά. Πολλές φορές η δημοκρατία και η διαφάνεια παραβιάστηκαν και αντικαταστάθηκαν από γραφειοκρατικές μεθόδους και διοικητικά μέτρα, μέχρι και αντισυντροφικές συμπεριφορές. Σε αρκετές περιπτώσεις το καταστατικό που ψηφίστηκε από το συνέδριο παραβιάστηκε ή απλά ξεχάστηκε. Ένα χρόνο μετά το συνέδριο, η επιτροπή που είχε οριστεί για την εμβάθυνση του καταστατικού δεν έχει παράγει τίποτα. Και δεν έχει γίνει καμία διεργασία για τις σχέσεις κυβέρνησης και κόμματος σε περίπτωση που το κόμμα θα κληθεί να κυβερνήσει.

      Αυτά τα φαινόμενα πρέπει να καταπολεμηθούν. Και προφανώς πρέπει να υπάρξει και κάποια αυτοκριτική, ενδεχομένως με αλλαγές προσώπων, και όχι μια αυτάρεσκη επανάπαυση όπως ο παπάς που ευλογάει τα γένια του.

... ... ...

      Εάν το κόμμα δεν προχωρήσει προς τις κατευθύνσεις που διαγράφονται παραπάνω και αν δεν δώσει διαφορετικό δείγμα γραφής στις περιφέρειες και τους δήμους που ελέγχει, τότε η κυβέρνηση της Αριστεράς είτε θα έχει σύντομο βίο και κακό τέλος, είτε θα αποδειχτεί ένα όνειρο θερινής νυκτός. Και για την Αριστερά δεν πειράζει, μια ζωή εκτός κυβέρνησης ήταν. Για την κοινωνία όμως πειράζει, γιατί η πολιτική απεχθάνεται το κενό: Αν όχι εμείς τότε αυτοί, και αυτοί είναι ότι πιο μαύρο και σκοτεινό μπορούμε να φανταστούμε.

5 Ιουνίου 2014