Για το εργατικό και λαϊκό κίνημα είναι σαφές πως δεν υπάρχουν διλήμματα σχετικά με το αν είναι πολύ νωρίς για να απαιτηθεί η πτώση της κυβέρνησης. Τούτο εδώ είναι ένα καίριο συμπέρασμα με άμεσες συνέπειες για τις πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση που αφορά στο «είδος» και τον «τρόπο» της αντιπολίτευσης που πρέπει να ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σ’ αυτή την συγκυρία –συζήτηση που άνοιξε αμέσως μετά τις εκλογές και πήρε επίκαιρα χαρακτηριστικά μετά την ομιλία του προέδρου της ΚΟ Α.Τσίπρα στη ΔΕΘ, στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, στη Γραμματεία, στην ΚΟ και στην επιτροπή προγράμματος, αλλά και στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στις συνελεύσεις των τοπικών επιτροπών και ευρύτερα στην κοινωνία– αποκτά νέα διάσταση και νόημα με την κινηματική ανάταση που ξεκίνησε με τη Γενική Απεργία της 26ης Σεπτέμβρη και κλιμακώθηκε με τις συγκεντρώσεις της 9ης Οκτώβρη και τη μαζική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, ενάντια στον ερχομό της Α. Μέρκελ.  
Όλες αυτές τις μέρες δόθηκε μια απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα που αφορά στην κατάσταση του αγωνιστικού φρονήματος και της κινηματικής ετοιμότητας της κοινωνίας γενικότερα και του εργατικού κινήματος πολύ πιο συγκεκριμένα, μετά από πολλούς μήνες ύφεσης της κοινωνικής κινητικότητας, στα πλαίσια της πολύμηνης εκλογοκεντρικής διαδικασίας που προηγήθηκε.

Για το εργατικό και λαϊκό κίνημα είναι σαφές πως δεν υπάρχουν διλήμματα σχετικά με το αν είναι πολύ νωρίς για να απαιτηθεί η πτώση της κυβέρνησης. Τούτο εδώ είναι ένα καίριο συμπέρασμα με άμεσες συνέπειες για τις πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ.
Πολύ περισσότερο που αυτές οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ανάλογων σημαντικών εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, αλλά και στη Γαλλία. Η ορθή επιμονή στο κριτήριο ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ελληνικό, αλλά ευρωπαϊκό και συνακόλουθα και η λύση του, αποκτά πραγματικό και χρήσιμο νόημα, πρωτίστως όταν μπορεί να αναγνωρίσει τα κινηματικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας στην Ευρώπη. Η κοινωνική κινητικότητα στις χώρες του Νότου είναι το πλέον ευνοϊκό ευρωπαϊκό πλαίσιο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τις ριζοσπαστικές πολιτικές επιλογές, καθώς οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, και ιδιαίτερα ο ισπανικός, απαντούν και απορρίπτουν δυναμικά τις δήθεν περίτεχνες διαπραγματεύσεις των κυβερνήσεών τους (π.χ. Ραχόι, Μόντι).  

Στις ημέρες που προηγήθηκαν της μεγάλης εργατικής και λαϊκής κινητοποίησης ενάντια στη Μέρκελ, συνέβησαν κάποια, μικρότερης κλίμακας, αλλά ταυτόχρονα πολύ σημαντικά επεισόδια, μεταξύ των οποίων η εισβολή των εργατών των ναυπηγείων Σκαραμαγκά στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η κατάληψη του μηχανογραφικού της ΔΕΗ από συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ.

Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην αύξηση του αυταρχισμού της κυβέρνησης με ποιοτικά στοιχεία αναβάθμισης της καταστολής από το επίπεδο της αστυνομικής βίας ενάντια στις ίδιες τις μαζικές κινητοποιήσεις στο επίπεδο της στοχευμένης προσπάθειας εκφοβισμού και κατασυκοφάντησης των εργατικών αγώνων και των συνδικάτων συγκεκριμένα. Μπορεί ο τρόπος λειτουργίας και κίνησης των γραφειοκρατικών ηγεσιών και μιας κάποιας μειοψηφίας «συνδικαλιστικής αριστοκρατίας» τα προηγούμενα χρόνια να δίνουν λαβή στην κυβέρνηση και τα ΜΜΕ να σπεκουλάρουν ενάντια στο εργατικό κίνημα στο σύνολό του, ωστόσο η υπεράσπιση των οργανωμένων δομών του εργατικού κινήματος σήμερα (πρωτίστως των πρωτοβάθμιων) αποτελεί, μέσα στη φωτιά της πιο σκληρής πάλης όλων των τελευταίων δεκαετιών, ελάχιστη προϋπόθεση για τη νίκη των αγώνων.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ πιο συγκεκριμένα. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις κινηματικές εκφράσεις ήταν και είναι πάντα σαφώς πιο «ανοιχτή» και ενίοτε λυτρωτικά διαδραστική απ’ ό,τι ο ανεκδιήγητος σεχταρισμός του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ. Ωστόσο η αμηχανία αναφύεται συχνά, χωρίς να αποφεύγονται σοβαρά λάθη, όπως η τοποθέτηση του εκπροσώπου Τύπου σχετικά με την εισβολή των εργατών στο Πεντάγωνο.  
Τα συμπεράσματα δεν προκύπτουν αβίαστα στην Αριστερά και πρωτίστως στον ΣΥΡΙΖΑ – αξιωματική αντιπολίτευση. Το ζήτημα δεν αφορά στο ποιος είναι πιο ριζοσπαστικός, πιο κινηματικός, πιο «αριστερός», ούτε ασφαλώς στην –ανεπίκαιρη με το σχηματικό τρόπο που διεξάγεται– συζήτηση για τη σχέση του κόμματος (της Αριστεράς) με το κίνημα. Εάν δηλαδή πρέπει το κόμμα να επιχειρεί την πλέον αυστηρή καθοδήγηση του κινήματος, με τα γνωστά σεχταριστικά αποτελέσματα ή στον αντίποδα, εάν –ελέω ανεξαρτησίας του κινήματος–  το κόμμα δεν πρέπει ούτε να καλεί πρωταγωνιστικά, ούτε να μετέχει εμφανώς (π.χ. με τα κομματικά πανό) στις κινητοποιήσεις.

Το ζήτημα αφορά στην εκτίμηση για το πολιτικό πλαίσιο της ταξικής αντιπαράθεσης σήμερα στην Ελλάδα και τη λειτουργία της ως υπόδειγμα για τους λαούς και την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη.

Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά παραπαίει μέσα στις άλυτες αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της κρίσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Το ΔΝΤ αρνείται να πληρώσει και απαιτεί κούρεμα για να γίνει το χρέος βιώσιμο, η ΕΕ αρνείται για την ώρα μια τέτοια λύση, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, τα θανατηφόρα για την κοινωνία και την οικονομία μέτρα δεν αρκούν μονίμως και τα ταμειακά διαθέσιμα εξαντλούνται στο τέλος του Νοέμβρη. Ακόμη και το ταξίδι υποστήριξης της Μέρκελ επιβεβαιώνει την ανάγκη για «αγορά χρόνου». Σαν συνέπεια αυτών των αδιεξόδων η κυβέρνηση αυξάνει τον αυταρχισμό και την καταστολή, ολισθαίνοντας σταθερά σε ακροδεξιάς κοπής επιλογές που κινούνται οριακά στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, όπως η πρόσφατη ενεργοποίηση του χουντικού νόμου για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων.

Ο Σαμαράς επιδιώκει να καθορίσει το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, βάζοντας τα όρια του «ρεαλισμού», του «εθνικού συμφέροντος», των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και σε συνεργασία με τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ επιχειρεί να εγκλωβίσει όχι μόνο τους ηττημένους και θλιβερούς συμμάχους του (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), αλλά το σύνολο του πολιτικού φάσματος, πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και όλη την κοινωνία. Η πολιτική της πυγμής και του τρόμου αποκαλύπτει, εάν αυτή κυριαρχήσει, το ζοφερό μέλλον για τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας σε όλο το φάσμα των δικαιωμάτων, από το δικαίωμα στην εργασία και τη ζωή έως το περιεχόμενο της ίδιας της δημοκρατίας.

Η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις με «συμπτωματικό» τρόπο. Τη μια να καλεί τον κόσμο σε μαζική διαμαρτυρία για τη Μέρκελ και την άλλη να παίρνει αποστάσεις από τις κινηματικές εκφράσεις οργής, αν όχι κατά περίπτωση κεντρικά στελέχη του να τις καταδικάζουν. Τη μια να μιλά για ανατροπή μνημονίων και διεκδίκηση διαγραφής του χρέους, την άλλη να απορρίπτει κάθε μονομερή ενέργεια και να δηλώνει πως «δεν είμαστε μπαταχτζήδες». Τη μια να λέει ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ και δεν δεχόμαστε καμιά θυσία για το ευρώ και την άλλη να δηλώνει ότι δεν θα το αμφισβητήσει ποτέ.

Η κριτική αυτή δεν αφορά σε ζητήματα στρατηγικής και ιδεολογίας. Αφορά πρωτίστως στο ρεαλισμό! Δεν υπάρχει διαχειριστικό σχέδιο της σημερινής κρίσης και ιδιαίτερα στην Ελλάδα χωρίς απόλυτη ταξική μονομέρεια. Για τον Σαμαρά και την τάξη που εκπροσωπεί αυτό είναι ξεκάθαρο. Δεν μπορεί η Αριστερά να επιτύχει κοινωνικές συναινέσεις που η ίδια η κρίση διέρρηξε και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κανένα σχέδιο αστικού εξορθολογισμού. Όταν λέμε πως πρέπει να φορολογηθεί το μεγάλο ντόπιο κεφάλαιο, για να ζήσει η υπόλοιπη κοινωνία, αυτό δεν αφορά μόνο στο «τρίγωνο της αμαρτίας». Όταν λέμε πως το χρέος δεν είναι του λαού και δεν είναι βιώσιμο, σημαίνει πως αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να διαγραφεί.
Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για μια διαχείριση «μείγματος» πολιτικής και επικοινωνιακής τακτικής. Τα «στοιχήματα» που παίζονται σήμερα είναι ιστορικής κλίμακας. Αφορούν στην ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού και όχι απλά στην αλλαγή της κυβέρνησης. Το κυρίαρχο κριτήριο σ’ αυτή την αντιπαράθεση αφορά στην πρωτοβουλία των κινήσεων και στη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη σε ολοένα και μεγαλύτερο κοινωνικό κομμάτι στο πλαίσιο της ανατροπής και της ξεκάθαρα εναλλακτικής πρότασης της Αριστεράς.

Η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρει την ευθύνη! Να βάλει τη δική του ατζέντα και να μη διολισθαίνει ούτε στιγμή μέσα στο πλαίσιο και την ατζέντα του αντιπάλου. Τα χρονικά περιθώρια είναι απροσδιόριστα και ως εκ τούτου πρέπει να μπει οριστικό τέλος στην αμφιθυμία και τις επαμφοτερίζουσες συμπεριφορές και εκφωνήσεις. Πρέπει να γίνει απολύτως ξεκάθαρο πως άλλη δύναμη εκτός από τον κόσμο της εργασίας και τη λαϊκή πλειοψηφία, που συντρίβεται από την κρίση, αλλά συνάμα δρα και αντιστέκεται, δεν υπάρχει για να στηρίξει την εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς. Την «κυβέρνηση της Αριστεράς»! Και κάτι τέτοιο σημαίνει την ανάληψη της ευθύνης και όλων των συνακόλουθων συγκεκριμένων καθηκόντων που αντιστοιχούν στην οργάνωση του κινήματος και των αντιστάσεων. Σημαίνει σαφή επιλογή ταξικής και κοινωνικής απεύθυνσης, ξεκάθαρη πολιτική γραμμή και στόχους στη βάση των προγραμματικών αιχμών που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση και το ρόλο που έχει σήμερα:

Κυβέρνηση της Αριστεράς – Επιμονή στην ενότητα της Αριστεράς.
Καμιά θυσία για το ευρώ – Το ευρώ δεν είναι φετίχ.
Μονομερής, άμεση ανατροπή του μνημονίου και διαγραφή χρέους.
Προστασία των μισθών και των συντάξεων, εγγύηση της λειτουργίας των δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων, απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων και εθνικοποίηση των τραπεζών και των ΔΕΚΟ, βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου και παύση πληρωμών προς τους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους.

*μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ

Ετικέτες