Οι οργανωτικές προτάσεις του προέδρου της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ για την άμεση αυτοδιάλυση των συνιστωσών και την κατάργηση του δικαιώματος συγκρότησης διακριτής λίστας από τις εσωκομματικές τάσεις για την εκλογή στα όργανα του κόμματος στρέφουν την συζήτηση στα «οργανωτικά ζητήματα» με κίνδυνο να υποτιμηθεί το πολιτικό τους περιεχόμενο και εν γένει η πολιτική συζήτηση.

Η γενική και πανθομολογημένη ρήση πως «το οργανωτικό είναι πολιτικό» αποκτά συγκεκριμένη διάσταση στις συγκεκριμένες συνθήκες.

Οι ρυθμίσεις που σήμερα συζητάμε στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και η γενικευμένη καταστατική πρόταση παρουσιάζονται ως ρυθμίσεις «παντός καιρού» που θα συνοδεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο αυτή προσέγγιση και επιχειρηματολογία είναι λανθασμένη. Οι οργανωτικές προτάσεις έχουν συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο που αναδύεται από τα χαρακτηριστικά της περιόδου και συγκεκριμένα από τα χαρακτηριστικά της κρίσης και όχι μιας κάποιας «κανονικότητας».

Ακριβώς στα χαρακτηριστικά της κρίσης οφείλεται το πρωτοφανές ιστορικά φαινόμενο της εκλογικής εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ (σε συνδυασμό ασφαλώς με τις επιλογές του) κάτι που δεν συνέβη σε «κανονικές» συνθήκες. Μέσα στην ταξική και κοινωνική πόλωση που προκάλεσε και προκαλεί η κρίση και η μνημονιακή αντιμετώπισή της από το αστικό μπλοκ, ο λαός ψήφισε με πρωτοφανή κριτήρια πέρα κι έξω από τα συνήθη «θεσμικά» και επικοινωνιακά κριτήρια. Επέλεξε σε μεγάλη κλίμακα την ρήξη, την προοπτική «εκτός πλαισίου», την «κυβέρνηση της Αριστεράς».

Εάν η περίοδος χάσει αυτά τα χαρακτηριστικά της και επιστρέψει σε μια νέα ισορροπία «κανονικότητας» που θα σημαίνει την αποδοχή της ταξικής επίθεσης ως μοιραίας και αναπόφευκτης, τότε η υπόθεση της «κυβέρνησης της αριστεράς» θα έχει χαθεί.

Στο υπόβαθρο αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η μάχη των ιδεών και της στρατηγικής. Ανοίγει σε όλη της την έκταση και το βάθος όσο κι αν το πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης δεν έχει τα «κλασσικά» χαρακτηριστικά σε τούτη τη «μεταμοντέρνα εποχή».

Για τον ταξικό και πολιτικό αντίπαλο η επιλογή της διεκδίκησης της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας είναι απολύτως ξεκάθαρη. Ο Σαμαράς επιτίθεται όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στις αριστερές ιδέες και αξίες συνολικά. Ας αναρωτηθούμε πόσο βοηθάει την υπόθεση της υπεράσπισης και διεκδίκησης των αριστερών ιδεών μια προσέγγιση του αριστερού κόμματος που αμφισβητεί την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας μέσα στο κόμμα ως μέτρο δημοκρατικής λειτουργίας και προβάλει ένα κόμμαπου μοιάζειμονολιθικόκαι προεδροκεντρικό.

Τουπόβαθρο των διαφορετικών απόψεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην αναγνώριση των όρων της ραγδαίας αύξησης της εκλογικής του επιρροής στις προηγούμενες εκλογές του Μάη και Ιούνη. Είναι προφανές ότι δεν βγάλαμε όλοι τα ίδια συμπεράσματα. Ωστόσο η δυνατότητα να συζητάμε γι αυτές τις διαφορές και μάλιστα χωρίς να φοβόμαστε τον δημόσιο χαρακτήρα αυτής της συζήτησης αλλά συνομολογώντας το μέτρο και τα όριά της είναι ο πλούτος και η δύναμη της αριστεράς. Η ίδια η αντιμετώπιση της ανάγκης γι αυτή την συζήτηση και οι όροι της διεξαγωγής της είναι στοιχείο ιδεολογίας και οράματος.

Ωστόσο δυστυχώς δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα αλλά το αντίθετο. Γι αυτό εμφανίζεται εδώ και πολλούς μήνες μεγάλη απόκλιση, αν όχι πλήρης αντίφαση σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και τα κείμενα και τις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση για τις εκτιμήσεις και την γραμμή έχει ανοίξει ήδη από την επομένη των εκλογών του Ιούνη και διεξάγεται με στρεβλό τρόπο. Έχει διατυπωθεί δημόσια η άποψη, απ’ τα πιο επίσημα χείλη, πως η επιλογή του συνθήματος «κυβέρνηση της Αριστεράς» ήταν σωστή για τον Μάη αλλά όχι για τον Ιούνη και ίσως κόστισε την απώλεια της κυβέρνησης τότε. Επίσης έχουν γίνει μια σειρά από επιλογές που αποσκοπούν στην οικοδόμηση της εντύπωσης της «θεσμικής αποδοχής» του ΣΥΡΙΖΑ (συγκεκριμένες επιλογέςταξιδιών στο εξωτερικό, ομιλίες στα ιδρύματα Καραμανλή, interpost, levy, στον ΣΕΒ κ.α)

Όλες αυτές οι επιλογές αλλά και οι δηλώσεις προβεβλημένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ που αλλοιώνουν ή και αλλάζουν εντελώς τις ριζοσπαστικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτές είναι διατυπωμένες στα κείμενα και στις αποφάσεις του, πρωτίστως δε για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της κυβέρνησης της Αριστεράς, συνηγορούν στην δημιουργία ενός κλίματος υποχώρησης από το ριζοσπαστικό και ρηξιακό περιεχόμενο της γραμμής του. Δυστυχώς ήδη σε πολλές μετρήσεις της κοινής γνώμης σημειώνεται μεγάλο ποσοστό και δει μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, πωςμια ενδεχόμενηκυβέρνησή του δεν πρόκειται καν να καταργήσει το μνημόνιο!

Ωστόσο στην ίδια αυτή συγκυρία συμβαίνουν πολύ σοβαρές ανακατατάξεις και γεγονότα εκ των οποίων δύο αποτελούν πραγματικό σταθμό για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την επιλογή διορθωτικών κινήσεων από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο γεγονός αφορά στην κυπριακή εμπειρία που ανέδειξε την δυσκολία, αν όχι την παντελή αδυναμία, να υπερασπιστεί κανείς πειστικά την δυνατότητα «αναίμακτης» διαπραγμάτευσης με την τρόικα και τους δανειστές χωρίς το ενδεχόμενο να αμφισβητήσει η κυβέρνηση που προτίθεται να ανατρέψει το μνημόνιο και την λιτότητα άμεσα, την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Εξάλλου στους μήνες που ακολούθησαν ακούστηκαν και ακούγονται φωνές που αμφισβητούν το όριο του ευρώ και την ίδια την δομή της ΟΝΕ και της ΕΕ, όπως του Λαφοντέν και του Μελανσό από την αριστερά της Γερμανίας και της Γαλλίας, δηλαδή των μεγαλύτερων και ισχυρότερωνχωρών που βρίσκονται στο κέντρο της ΟΝΕ και της ΕΕ.

Το δεύτερο γεγονός είναι ακόμη πιο σοβαρό και αφορά στην απεργία της ΟΛΜΕ. Στην πρόσφατη αυτή αντιπαράθεση του κλάδου των καθηγητών με την κυβέρνηση Σαμαρά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να εκτιμήσει το αντικειμενικό πλαίσιο της ταξικής και πολιτικής αντιπαράθεσης που συνιστούσε αυτή η απεργία και το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Πέρα από τα επιβεβλημένα καθήκοντα της ριζοσπαστικής αριστεράς απέναντι στα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί (τα οποία δυστυχώς κανείς χώρος της αριστεράς δεν δικαιούται να καυχιέται ότι προσπάθησε ως το τέλος να εκπληρώσει), η απεργία της ΟΛΜΕ στην τρέχουσα συγκυρία αυτόματα «ανέλαβε» τον ρόλο της πολιτικής απεργίας ενάντια στο μνημόνιο, μιας απεργίας με συνέπειες για όλον τον κόσμο της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αντίστοιχα αντικειμενικά και αυτόματα χρεώθηκε στο κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση με στόχο την ανατροπή του μνημονίου, δηλαδή στον ΣΥΡΙΖΑ.  Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει την, χωρίς δισταγμούς και προϋποθέσεις, στήριξη του αγώνα αυτού τον οδήγησε να βρίσκεται εκτεθειμένος στα μάτια όλης της κοινωνίας πως, στην καλύτερη περίπτωση, αποσυνδέει τις κυβερνητικές φιλοδοξίες και στόχους του από την κοινωνική κίνηση και αντίσταση, απέναντι μάλιστα στο πλέον αυταρχικό και αντιδημοκρατικό μέτρο της επιστράτευσης από την κυβέρνηση. Αν όμως δεν είναι η αποφασιστική και συγκρουσιακή διάθεση του εργατικού κινήματος, που με την πρωτοπορία κάποιου κλάδου – εν προκειμένω της ΟΛΜΕ - βάζει τις προϋποθέσεις για έναν ευρύτερο εργατικό και κοινωνικό ξεσηκωμό, το όχημα για την κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε ποιο είναι;

Οφείλουμε έστω και τώρα να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τις δυνατότητες και την προοπτική που κρύβεται στα υψηλά εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Διατυπώνεται η άποψη πως το πιο σημαντικό είναι να συζητήσουμε τι θα κάνουμε εάν μετά τις εκλογές βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Ο τρόπος με τον οποίο θα φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές είναι αυτός που θα καθορίσει και το ποσοστό του και κυρίως τις επιλογές του μετά απ’ αυτές. Και αυτός ο τρόπος πρέπει άμεσα να διορθωθεί στην κατεύθυνση μιας νέας ριζοσπαστικής αντεπίθεσης στην σκληρή, αυταρχική και ακροδεξιά ιδεολογικοπολιτική επίθεση της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά και της τρόικας.

Αυτό είναι και το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της συζήτησης για τις οργανωτικές ρυθμίσεις. Είναι σφάλμα να πιέζεται ο ΣΥΡΙΖΑ από την καθεστωτική προπαγάνδα του Σαμαρά για τις συνιστώσες και τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να αναλογιστούμε εάν αυτή είναι η ατζέντα του λαού. Εάν γι αυτούς τους λόγους, την ύπαρξη δηλαδή συνιστωσών και τάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν οργανώνονται μαζικά στο κόμμα οι εργατικές και λαϊκές στρατιές π.χ. των καθηγητών, των εργαζόμενων στις συγκοινωνίες, στο ΜΕΤΡΟ, στα πλοία και στα λιμάνια, στα εργοστάσια που κλείνουν, στα κινήματα για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος όπως στην Χαλκιδική, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, η νεολαία κ.λ.π.

Πρέπει να διαψεύσουμε δημοσιεύματα που μιλούν για την απαίτηση να ηττηθούν οι αριστερές, ριζοσπαστικές φωνές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ως κριτήριο κυβερνησιμότητας.

Αυτές είναι οι διακυβεύσεις του επερχόμενου συνεδρίου. Η Αριστερή Πλατφόρμα θα δώσει την μάχη ως το τέλος για να πείσει το κόμμα, την βάση και τα στελέχη του, πως ο δρόμος της πλατιάς εσωτερικής δημοκρατίας είναι αυτός που συνάδει και συνδυάζεται με την  γραμμή μιας νέας τολμηρής και ανατρεπτικής ριζοσπαστικοποίησης των θέσεων και της πολιτικής πρακτικής, είναι ο δρόμος της Αριστεράς και της ελπίδας για μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα που θα προκαλέσει ανατρεπτικές εξελίξειςμε σοσιαλιστική κατεύθυνση σε όλη την Ευρώπη.

Ετικέτες