Επιστροφή στο ρεαλισμό του αγώνα: να αποσυρθεί η πρόταση των «47 σελίδων plus» - οριστική αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις - στάση πληρωμών στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ και διαγραφή του χρέους - εθνικοποίηση των τραπεζών και μέτρα περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων – «μνημόνιο» για το κεφάλαιο - σχέδιο ρήξης με το σύστημα. Να μην πληρώσουμε το κόστος μιας ρήξης χωρίς το κέρδος της λύτρωσης από το ζυγό του χρηματιστικού κεφαλαίου!
Η διακοπή των διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών είναι μια κρίσιμη στιγμή, που μπορεί να προετοιμάσει τις πιο διαφορετικές προοπτικές: είτε μια συμφωνία στον ενδιάμεσο τόπο μεταξύ της πρότασης της ελληνικής κυβέρνησης (κείμενο των 47 σελίδων plus) και του τελεσιγράφου των δανειστών αλλά μετατοπισμένη «λίγο ακόμη» προς την κατεύθυνση του δεύτερου, είτε μια σύντομη περίοδο «χωρίς συμφωνία» αλλά με εντεινόμενα στοιχεία οικονομικής και κοινωνικο-πολιτικής αστάθειας που θα λειτουργήσει σαν ευκαιρία για τον αντίπαλο, είτε το σταμάτημα του καθοδικού σπιράλ στο οποίο έχουμε εγκλωβιστεί και την υλοποίηση ενός συνειδητού σχεδίου ρήξης με το σύστημα.
Αριστερή πολιτική στη συγκεκριμένη στιγμή είναι να ενισχύσουμε όλους τους δυνατούς παράγοντες που θα κλείνουν το δρόμο στην πρώτη εκδοχή και θα προσπαθούν να αξιοποιήσουν το (προσωρινό;) ναυάγιο των συνομιλιών ενάντια στη δεύτερη εκδοχή και υπέρ της τρίτης!
2 + 1 ακριβοπληρωμένα διδάγματα
Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις πολύ σκληρές απαιτήσεις του που οδήγησαν στο ναυάγιο των συνομιλιών, το ΔΝΤ προέβη στη γνωστή δήλωση ότι είναι «τεχνικός και όχι πολιτικός οργανισμός». Ωστόσο, η παράλληλη δήλωση ότι θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί τη (χρεοκοπημένη) Ουκρανία ακόμη και αν αυτή δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της διαψεύδει πανηγυρικά την προηγούμενη δήλωση, αποδεικνύοντας ότι το ΔΝΤ λειτουργεί «τεχνικά» για την Ελλάδα και πολιτικά για την Ουκρανία για τους ίδιους λόγους, που είναι και στις δύο περιπτώσεις καθαρά πολιτικοί.
Η στάση των Ευρωπαίων (Γερμανία, Κομισιόν, Ντράγκι κ.λπ.) διέπεται επίσης από κατεξοχήν πολιτικά κριτήρια. Δεν θέλουν να υπάρξει «ευδιάκριτη» ρωγμή στο οικοδόμημα της πανευρωπαϊκής λιτότητας διότι το μήνυμα ότι η Αριστερά μπορεί να αμφισβητήσει τη λιτότητα θα είναι καταλυτικά διαβρωτικό γι’ αυτό το οικοδόμημα.
Τώρα, ήρθε η ώρα να εξαχθούν, με τη σκληρή επικύρωση μιας οδυνηρής τετράμηνης εμπειρίας, δύο συν ένα θεμελιώδη συμπεράσματα για τα οποία κάποιοι προειδοποιούσαμε εδώ και καιρό:
1. Η λεγόμενη «διαπραγμάτευση» είναι σύγκρουση δύο μερών που εκπροσωπούν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, κι όχι «πολιτισμένος διάλογος» με βάση την πληρότητα των διαπραγματευτικών φακέλων και των επιχειρημάτων. Το πρόβλημα δεν είναι οι «σκουριασμένες ιδέες» και η «νεοφιλελεύθερη τύφλωση», που με τα σωστά επιχειρήματα μπορούν να καμφθούν και παραμεριστούν, αλλά τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου τα οποία αυτές οι «σκουριασμένες ιδέες» και αυτά τα «σκουριασμένα μυαλά» υπηρετούν συνειδητά. Πρέπει λοιπόν να αφήσουμε τα κεϊνσιανά «ξόρκια» κατά των «εσφαλμένων ιδεών», τις αυταπάτες ότι αν τους πείσουμε πως αυτό που συμφέρει εμάς συμφέρει και αυτούς, πως η στήριξη των μισθών και η εγκατάλειψη της λιτότητας θα αυξήσει τη ζήτηση και άρα την παραγωγή και τα κέρδη, τότε θα πετύχουμε τον «έντιμο συμβιβασμό». Πρέπει να αφήσουμε τον Κέινς και τις αυταπάτες του «win-win» και να γυρίσουμε στον Μαρξ και την «ντεμοντέ» αλήθεια του ασυμβίβαστου των ταξικών αντιθέσεων!
Καταθέσαμε ισοδύναμα και δεν τα δέχτηκαν, καταγγέλλουν έκπληκτα κάποια κυβερνητικά στελέχη. Μα, ακριβώς: δεν τους ενδιαφέρει απλώς να επιτευχθούν κάποιοι δημοσιονομικοί στόχοι, αλλά να επιτευχθούν με σκληρά μέτρα λιτότητας που θα εμπεδώνουν και δεν αμφισβητούν το πανευρωπαϊκό οικοδόμημα της λιτότητας. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, οι απαιτήσεις των δανειστών θα παραμείνουν τόσο ακραίες, ώστε να μην είναι δυνατόν να γλιτώσουν από μια γενναία περικοπή οι συντάξεις - και όχι μόνο αυτόν το χρόνο, αλλά σε όλη τη σειρά των επόμενων χρόνων. Κανένα απολύτως «λάθος» δεν υπάρχει σ’ αυτό, μόνο ωμός πολιτικός σχεδιασμός!
2. Στη συνέχεια αυτού και επιβεβαιωμένο πλέον από τις πρόσφατες εμπειρίες, προκύπτει και ένα δεύτερο συμπέρασμα: το πολιτικό πρόταγμα της υπεράσπισης του οικοδομήματος της πανευρωπαϊκής λιτότητας και του εξαναγκασμού της ελληνικής κυβέρνησης σε ταπεινωτικό συμβιβασμό είναι υπέρτερο των όποιων υπολογισμών για το κόστος που θα υποστεί το διεθνές και ιδιαίτερα το ευρυζωνικό σύστημα από μια κρίση εξαιτίας του ναυαγίου στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα.
Το αξίωμα «η Ευρώπη δεν θα πυροβολήσει τα πόδια της», στο οποίο όμνυαν μέχρι πρόσφατα τα κυβερνητικά στελέχη του «κύκλου» της διαπραγμάτευσης -και εξακολουθούν αρκετοί να ομνύουν- δεν ισχύει: οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι του χρηματιστικού κεφαλαίου θεωρούν ότι το κόστος από την πρόκληση ρωγμής στο οικοδόμημα της λιτότητας είναι στρατηγικά μεγαλύτερο και πιο επώδυνο συγκρινόμενο με το κόστος της κρίσης που θα επακολουθήσει ύστερα από μια κατάρρευση των διαπραγματεύσεων.
Επομένως, οι ελπίδες ότι η αποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης από τις διαπραγματεύσεις και η σαφής απειλή για οριστική στάση πληρωμών στις συγκεντρωμένες δόσεις προς το ΔΝΤ στο τέλος του μήνα θα οδηγήσουν τους δανειστές σε υποχώρηση, είναι φρούδες. Το να στηριχτούμε σε αυτές, είναι εγκληματική σπατάλη πολύτιμων οικονομικών και πολιτικών αποθεμάτων και πολύτιμου χρόνου.
Το τι θα γίνει από δω και πέρα θα κριθεί στην πάλη και με βάση τον πανάρχαιο κανόνα του συσχετισμού δύναμης, όχι από ψυχρούς και στατικούς υπολογισμούς για το κόστος μιας κρίσης. Το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων σημαίνει ότι «τα λόγια εξαντλήθηκαν» και τώρα θα αποφασίσουν τα «έργα».
Σε αυτά τα συμπεράσματα πρέπει να προσθέσουμε και ένα τρίτο:
3. Οι διαφορές στους κόλπους των δανειστών είναι υπαρκτές. Ωστόσο, αντί να λειτουργούν υπέρ της Ελλάδας, λειτουργούν αντίθετα σαν πολλαπλασιαστής των πιέσεων πάνω στην ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή στην κατεύθυνση της σκλήρυνσης της στάσης τους.
Παράδειγμα πρώτο: Το ΔΝΤ πιέζει για αποκατάσταση της «βιωσιμότητας» του προγράμματος προτείνοντας δύο μεθόδους: Είτε το «κούρεμα» του χρέους (οπότε το πρόγραμμα προσαρμογής θα είναι πιο «ήπιο») είτε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (οπότε το πρόγραμμα θα είναι πιο σκληρό, με επιμονή σε μέτρα μόνιμης απόδοσης – εξ ου και η επιμονή σε νέες περικοπές συντάξεων). Η ευρωπαϊκή πλευρά αποκλείει το «κούρεμα» του χρέους και φαίνεται διατεθειμένη για ένα πιο ήπιο πρόγραμμα, αλλά θέλει οπωσδήποτε την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα (για πολλούς λόγους, όχι μόνο οικονομικούς αλλά και γεωπολιτικούς). Το αποτέλεσμα είναι ότι η πρόταση των δανειστών περιλαμβάνει «αθροιστικά» τις απαιτήσεις όλων των πλευρών τους και άρα ο κοινός παρονομαστής είναι οι πιο σκληρές πλευρές των θέσεών τους.
Παράδειγμα δεύτερο: Ο Ντράγκι, που στο πρόσφατο διάστημα αποφεύγει τις κινήσεις χρηματοδοτικής «ασφυξίας», πριν την 20ή Φλεβάρη ήταν ο πιο σκληρός της παρέας των δανειστών, διότι είχε να υπερασπιστεί το «θέσφατο» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να έχουν ομαλή πρόσβαση στην παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ αν η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα. Παρότι αυτή τη στιγμή δεν είναι στη front-line των πιέσεων προς την ελληνική κυβέρνηση, στο τέλος Ιουνίου, όταν θα λήγει η παράταση του προγράμματος, είναι βέβαιο ότι θα απειλήσει ξανά με κλείσιμο της «στρόφιγγας» χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών.
Η αυταπάτη ότι θα αξιοποιηθούν οι «ρωγμές» στους κόλπους των δανειστών έχει καταρρεύσει με πάταγο. Καλό λοιπόν είναι να μη συντηρείται.
Διακοπή των διαπραγματεύσεων, απόσυρση της πρότασης των 47 σελίδων!
Μπορούμε όμως να μιλάμε για οριστικό ναυάγιο στις διαπραγματεύσεις; Επί της ουσίας ναι, αν η ελληνική κυβέρνηση εννοεί αυτό που λέει, ότι δηλαδή δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει ούτε βήμα πέρα από τις προτάσεις που ήδη έχει καταθέσει (47 σελίδες συν οι συμπληρωματικές προτάσεις για τα ισοδύναμα κ.λπ.). Αν όμως η αποχώρηση της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας από τις διαπραγματεύσεις εμπνέεται από την ελπίδα ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν με αντικείμενο να «τα βρούμε στον ενδιάμεσο τόπο μεταξύ των έως σήμερα ελληνικών προτάσεων και της πρότασης των δανειστών», τότε τα πράγματα αλλάζουν και μάλιστα πολύ. Για να μιλήσουμε λίγο σχηματικά, η ελληνική κυβέρνηση έχοντας ήδη με τις συμπληρωματικές της προτάσσεις μοιράσει την απόσταση μεταξύ της πρότασης των 47 σελίδων και του τελεσιγράφου των δανειστών, αν προχωρήσει για να τα «βρει» μαζί τους στο μισό της απόστασης που απομένει, θα φτάσει να απέχει από το τελεσίγραφο των δανειστών μόλις κατά το 1/4 της διαδρομής…
Όχι μόνο μια συμφωνία μετατοπισμένη κατά το 1/2 ή τα 3/4 της διαδρομής προς την κατεύθυνση του τελεσιγράφου των δανειστών, αλλά και μια συμφωνία στη βάση της πρότασης των 47 σελίδων, είναι μια συμφωνία απαράδεκτη. Θα αποτελέσει στρατηγική ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ελληνική Αριστερά συνολικότερα – σε αντίθεση με την επίσης μνημονιακού χαρακτήρα συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, που επειδή δεν περιλάμβανε μέτρα και είχε κάπως «θεωρητικό» χαρακτήρα, συνιστούσε μια σημαντική αρνητική στροφή, αλλά όχι μια στρατηγική ήττα. Ο λόγος που μια τέτοια συμφωνία θα είναι στρατηγική ήττα - στρατηγικού χαρακτήρα υποταγή στο μνημονιακό πλαίσιο είναι απλός: διότι όχι μόνο θα συντηρεί άθικτο το μνημονιακό «καθεστώς» εκμετάλλευσης που έχει οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά επιπλέον θα το επιδεινώνει σε δύο σημαντικούς τομείς (ιδιωτικοποιήσεις, φόροι - ΦΠΑ και ακίνητα), αποφεύγοντας μόνο μια περαιτέρω επιδείνωση σε μισθούς -εργασιακές σχέσεις και «επιτυγχάνοντας» μια περιορισμένη επιδείνωση στον τομέα των συντάξεων. Η εμπέδωση και περαιτέρω επιδείνωση του μνημονιακού «καθεστώτος» εκμετάλλευσης, απλώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Αριστερά!
Το -προσωρινό έστω ή σχετικό- ναυάγιο των διαπραγματεύσεων πρέπει λοιπόν να αξιοποιηθεί για απεγκλωβισμό από τη μνημονιακή παγίδα, από το καθοδικό σπιράλ προς έναν επώδυνο μνημονιακό συμβιβασμό όπου είχαμε εγκλωβιστεί ύστερα από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποσυρθεί από τις συνομιλίες αποσύροντας και την πρόταση των 47 σελίδων, και να προχωρήσει σε «ολική επαναφορά» των προγραμματικών της δεσμεύσεων και άμεση - ταχύρρυθμη υλοποίηση του προγράμματος της ΔΕΘ.
Κρίση χωρίς ρήξη; Κόστος ρήξης χωρίς τα οφέλη της ρήξης;
Αν, αντί να εξαγάγει αυτά τα οριστικά συμπεράσματα και να πάρει αυτές τις θεμελιακές αποφάσεις αλλαγής πορείας, η κυβέρνηση αναμένει επί ματαίω να συνετιστούν οι δανειστές υπό την απειλή των συνεπειών από ενδεχόμενη στάση πληρωμών στο τέλος του μήνα, τότε θα αντιμετωπίσουμε ένα νέο, ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο: να βρεθούμε στο επίκεντρο μιας οικονομικής και κοινωνικο-πολιτικής αστάθειας και κρίσης χωρίς σχέδιο, και να υποστούμε τις σκληρές της συνέπειες. Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, να πληρώσουμε τις συνέπειες μιας ρήξης χωρίς να υλοποιήσουμε ένα σχέδιο ρήξης και επομένως χωρίς να διεκδικήσουμε καν τα οφέλη από την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.
Σε μια τέτοια πολύ δυσμενή θέση, που θα ήταν επίσης ισοδύναμη με στρατηγική ήττα, θα μπορούσε να μας οδηγήσει η επιμονή στην αυταπάτη της διαπραγμάτευσης σαν διαδικασίας «ορθού λόγου», όπου στο τέλος πρυτανεύει η συναίσθηση του τι είναι συμφέρον και για τις δύο πλευρές.
Η «αυτοκτονική» εκδοχή αυτής της αυταπάτης θα ήταν να πιστέψουμε ότι θα οδηγήσουμε τη διαπραγμάτευση στο «ανώτατο στάδιό» της, απειλώντας τους δανειστές ότι η δική μας καταστροφή θα έχει οδυνηρές συνέπειες και γι’ αυτούς - ο δικός μας αιματηρός θάνατος θα πιτσιλίσει κι αυτούς με αίματα…
Αν περιμένουμε οι δανειστές να «συνετιστούν» από μια τέτοια απειλή, τότε θα βρεθούμε έρμαια της αστάθειας και της κρίσης, χωρίς σχέδιο, χωρίς σφυγμό και αγωνιστικό πνεύμα, κι έτσι αυτή η «κρίση χωρίς ρήξη» θα λειτουργήσει υπέρ των δανειστών. Αφού τέλειωσαν τα λόγια και το λόγο αναλαμβάνουν τα έργα, τα «έργα» των δανειστών ενάντια στη δική μας παθητικότητα και την αναμονή να λειτουργήσει επιτέλους ο «ορθός λόγος», την ύστατη στιγμή και προ των συνεπειών του αδιεξόδου, θα γείρουν οριστικά το συσχετισμό δυνάμεων υπέρ των δανειστών.
Έτσι, στην «πολεμική» φάση της αυταπάτης για τη διαπραγμάτευση σαν διαδικασία «ορθού λόγου» θα υποστούμε συντριπτική ήττα, εκεί που στην «ειρηνική» φάση αυτής της αυταπάτης υποστήκαμε «απλώς» τον εγκλωβισμό στο σοσιαλ-φιλελεύθερο καθοδικό σπιράλ.
Αν αυτό συμβεί, τότε θα πληρώσουμε το κόστος μιας ρήξης χωρίς να την έχουμε κάνει και χωρίς βέβαια να διεκδικήσουμε και τα οφέλη της! Και για να το πούμε με άλλο τρόπο: η «κρίση χωρίς ρήξη» το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να πετύχουν οι δανειστές σε συνθήκες κρίσης ό,τι δεν μπόρεσαν να επιβάλουν «υπό κανονικές συνθήκες διαπραγμάτευσης», ίσως μάλιστα και πολλά περισσότερα. Άλλωστε, δικό τους είναι το «δόγμα του σοκ» όπως και το δόγμα «η κρίση είναι ευκαιρία»…
Οι «μέσα» και οι «έξω»
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή που βαδίζουμε προς το σημείο μιας οριστικής καμπής, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε και ένα άλλο ζήτημα, όπου στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερα στην Αριστερά επικρατεί μεγάλη σύγχυση και «συμμετρικά λάθη»: τη σχέση των «έξω» (δανειστές) με τους «μέσα» (ελληνικό αστικό - μνημονιακό σύστημα). Διότι αν δεν ξέρουμε τον αντίπαλο, δεν μπορούμε κανένα σχέδιο ρήξης να υλοποιήσουμε!
Αρχίζοντας από τα μνημόνια, αυτά ήταν οι καταστατικοί χάρτες των συμφερόντων τόσο των δανειστών (διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, ευρωπαϊκός και διεθνής ιμπεριαλισμός) όσο και της ελληνικής αστικής τάξης και του αστικού - μνημονιακού πολιτικού συστήματος. Οι «έξω» εγγυούνταν ασφαλώς πρώτα απ’ όλα τα δικά τους συμφέροντα και την κυριαρχία τους και οι «μέσα» ενέτασσαν και τα δικά τους συμφέροντα στα μνημόνια, οι «έξω» στήριζαν την εξουσία των «μέσα» και εξασφάλιζαν μέσω αυτής τα δικά τους συμφέροντα. Μια (ετεροβαρής) συμμαχία συμφερόντων.
Ύστερα από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, οι «μέσα» έχασαν την κυβέρνηση και οι «έξω» το πολιτικό στήριγμα των συμφερόντων τους. Οι «μέσα», μαζί με την κυβέρνηση έχασαν επίσης «τα αυγά και τα πασχάλια» και περιέπεσαν σε βαθιά κρίση. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, οι «μέσα» εκπροσωπούνταν από τους «έξω» - το «βάστα, Γιέρουν» και «βάστα, Σόιμπλε» αυτό ακριβώς θέλει να πει: συντρίψτε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να ξανάρθουμε στα πράγματα, να κλείσει το πολιτικό ρήγμα, να αποκατασταθεί η πολιτική κυριαρχία των καθαρών μνημονιακών δυνάμεων.
Αν όμως το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων εξελιχτεί σε ανοιχτή οικονομική και πολιτική κρίση και πολύ περισσότερο σε ρήξη, τότε θα ναι οι «μέσα» που θα πρέπει να καθαρίσουν και για τους «έξω», τότε οι «μέσα» θα εκπροσωπούν και τους «έξω». Διότι απλούστατα οι «έξω» μπορούν να εκβιάσουν χρηματοδοτικά ή με άλλους τρόπους αλλά δεν θα στείλουν στρατεύματα για να ανατρέψουν την κυβέρνηση: τη δουλειά αυτή θα αναλάβουν το αστικό «βαθύ κράτος» και οι διαπλεκόμενες δυνάμεις του ελληνικού αστισμού – με την αμέριστη βοήθεια των «έξω» ασφαλώς.
Στο βαθμό λοιπόν που είμαστε στο σημείο που οι διαπραγματεύσεις έχουν «παγώσει» και άρα είναι πιθανό (πόσο, δεν έχει σημασία σε αυτό το σημείο) το «πάγωμα» αυτό να οδηγήσει είτε σε οικονομικο-πολιτική κρίση είτε και σε ανοιχτή σύγκρουση, αυτή θα διεξαχθεί στο εσωτερικό «θέατρο» της αναμέτρησης και με πρωταγωνιστές τις εγχώριες δυνάμεις που θα συσπειρωθούν στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Όλα αυτά έχουν την εξής άμεση και κρίσιμη πολιτική σημασία: Μιλώντας για ανοιχτή κρίση ή ακόμη περισσότερο για ανοιχτή ρήξη και σύγκρουση, να έχουμε πλήρη επίγνωση ότι αυτό που θα αρχίσει σαν ρήξη με τους «έξω», θα συνεχιστεί και θα κριθεί αποφασιστικά σαν σύγκρουση με τους «μέσα», με την ελληνική αστική τάξη και το σύστημα εξουσίας της – με την πλήρη υποστήριξη των «έξω» φυσικά. Η σύγκρουση είναι και με τους «μέσα» και με τους «έξω» αλλά η σύγκρουση στην «υλική» της διάσταση θα κριθεί με τους «μέσα»!
Στη βάση αυτή, πρέπει να αποφύγουμε δύο «συμμετρικά» πολιτικά λάθη:
Πρώτο, ότι μπορούμε να συμμαχήσουμε ή έστω να εξασφαλίσουμε την ουδετερότητα κάποιου «μέρους» σε αυτή τη σύγκρουση, αυταπάτη που συντηρείται με ποικίλες και διαφορετικές εκδοχές από το κυβερνητικό κέντρο: πότε ότι θα συμμαχήσουμε με κάποιους από τους «έξω» για να συγκρουστούμε με τους «μέσα» και πότε ότι θα συμμαχήσουμε με τους «μέσα» (ή το «πατριωτικό» τμήμα εξ αυτών) για να αντιμετωπίσουμε τους «έξω».
Σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη συμμαχία με τμήμα των «έξω», αυτή η αυταπάτη κατέρρευσε, όπως γράψαμε παραπάνω. Σε ό,τι αφορά όμως τις «γέφυρες» με το εγχώριο σύστημα, όπως υπογραμμίζονται από την ύπαρξη συστημικού πυρήνα στην ίδια την κυβέρνηση (Καμμένος, Σαγιάς, Πανούσης, Μάρδας, Σπίρτζης) αλλά και από τις επιλογές συστημικών στελεχών σε καίριες πολιτειακές και κρατικές θέσεις (Παυλόπουλος για Προεδρία της Δημοκρατίας, Ρουμπάτης στην ΕΥΠ, Καραμούζης, Χριστοδουλάκης κ.λπ. στις τράπεζες, Τσοτσορός στα ΕΛΠΕ, Ταγματάρχης στην ΕΡΤ κ.λπ.) ή την αδυναμία ή και φοβία να «ξηλωθούν» συστημικά και μνημονιακά στελέχη από καίριες θέσεις (αρχίζοντας από τον Γιάννη Στουρνάρα και φτάνοντας στους διοικητές των νοσοκομείων), δεν πρόκειται απλώς για το ότι αυτές δεν θα χρησιμεύσουν στο παραμικρό στη μάχη με τους «έξω», αλλά για κάτι πολύ χειρότερο: θα δράσουν αποφασιστικά σαν «Πέμπτη φάλαγγα» ενάντια στην κυβέρνηση και στις δυνάμεις της Αριστεράς και του κινήματος που θα δώσουν τη μάχη. Γι’ αυτό, οι θύλακοι αυτοί, προϊόν μιας στρατηγικής για «διακυβέρνηση» με «γέφυρες» με το σύστημα και με τη συναίνεσή του, πρέπει στην προοπτική της κρίσης και της ρήξης να ξηλωθούν αποφασιστικά. Ο ανασχηματισμός δεν πρέπει να γίνει για να φύγουν οι «Λαφαζάνηδες» από την κυβέρνηση, αλλά για να φύγουν οι «Πανούσηδες», οι δε αποφασιστικοί κρίκοι στον κρατικό μηχανισμό πρέπει να ανακτηθούν άμεσα, με την τοποθέτηση στελεχών με ηθική ακεραιότητα, ανιδιοτέλεια, πολιτικό σθένος και αφοσίωση στην υπόθεσή μας. Βγάζοντας αυτό το «αγκάθι» τώρα, θα χάσουμε αίμα, αλλά αν δεν το βγάλουμε, οι απώλειες θα είναι πολύ βαρύτερες και πιθανότατα καθοριστικές.
Δεύτερο, ότι η σύγκρουση είναι κυρίως σύγκρουση με τους «έξω» και καθώς με αυτούς δεν υπάρχουν παρά «εξωτερικά σημεία επαφής», θα κριθεί κυρίως από επιλογές στον οικονομικό τομέα, από ένα «ολοκληρωμένο (οικονομικό) πρόγραμμα» που θα αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της στάσης πληρωμών ή θα προβεί στη λήψη των βέλτιστων μέτρων (νόμισμα, διαγραφή χρέους, γεω-οικονομικός και γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός κ.λπ.). Ασφαλώς χρειάζεται η καλύτερη δυνατή προετοιμασία πλάνων για κάθε πιθανό πρόβλημα, αλλά η σκέψη ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί βασικά με «έξυπνες» επιλογές στο επίπεδο των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων με τη συνεπικουρία μιας θολής και απροσδιόριστης «παραγωγικής ανασυγκρότησης στο εσωτερικό» είναι ένας επικίνδυνος οικονομισμός που δεν αντιλαμβάνεται ότι η σύγκρουση θα κριθεί τελικά «μέσα» και με κατεξοχήν πολιτικά μέσα, ότι ακόμη και οι οικονομικές επιλογές είναι κατεξοχήν πολιτικές επιλογές, ότι καμία επιλογή δεν θα υλοποιηθεί μέσω κάποιου οικονομικού αυτοματισμού (δεν θα βάλουμε τον καπιταλισμό να δουλέψει για μας) αλλά όλα θα κριθούν ε το συσχετισμό δύναμης.
Μόνο σε αυτό το πλαίσιο και με αυτή τη μεθοδολογία, οι απαραίτητες οικονομικές επιλογές θα έχουν αποτέλεσμα. Και μόνο σε αυτό το πλαίσιο θα έχει νόημα να γίνουν οι όποιες «τεχνικές» επεξεργασίες.
Επιστροφή στο ρεαλισμό: σχέδιο ρήξης τώρα!
Αν η σκέψη είναι να καθήσουμε υπομονετικά πάνω στη διακοπή των διαπραγματεύσεων απειλώντας με στάση πληρωμών στο τέλος του Ιούνη και θεωρώντας ότι αυτό θα «συνετίσει» τους δανειστές ώστε να επιτευχθεί ο «έντιμος συμβιβασμός», τότε το σενάριο «κρίση χωρίς ρήξη» θα έχει το προβάδισμα. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι οι δανειστές θα βρουν λύσεις και για τη στάση πληρωμών στο τέλος του μήνα, ότι η δική μας απραξία θα οδηγήσει στο να πάρει πρώτος ο Ντράγκι μέτρα περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων και τον έλεγχο των 4 συστημικών τραπεζών, ότι ο πολιτικός χρόνος δεν «παγώνει» μαζί με τις διαπραγματεύσεις και ότι οι «μέσα» θα «στασιάσουν» ενώ οι «έξω» θα κλείνουν τη χρηματοδοτική στρόφιγγα, ότι ο Παυλόπουλος, ο Πανούσης, ο Καμμένος, ο Σαγιάς, ο Μάρδας, ο Ταγματάρχης κ.λπ., η αφρόκρεμα της αστικής διαπλοκής, τα μίντια, οι θύλακοι του βαθέος κράτους, θα ξεσηκωθούν για την υπεράσπιση της «ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας», για τη «συμφωνία» με τους δανειστές, για την ανατροπή της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα πολιτική τάξη. Η στωικότητα του κόσμου θα καμφθεί και θα τρέξουν να σηκώσουν τις καταθέσεις τους, η υπομονή του θα αρχίσει να εξαντλείται, οι εργοδότες θα κηρύξουν στάση πληρωμών στους εργαζόμενους και στην καταβολή φόρων και εισφορών στα δημόσια ταμεία, η οικονομικο-πολιτική αστάθεια θα παρασύρει στη δίνη της την κοινωνία και την οικονομία.
Αν απέναντι σε τέτοιες εξελίξεις σταθούμε «στωικά» και παθητικά, χωρίς σχέδιο μάχης, χωρίς κινητοποίηση του κόμματος και της Αριστεράς, χωρίς το κίνημα στο δρόμο, η ήττα θα είναι συντριπτική.
Ιδού λοιπόν γιατί το δίλημμα είναι πράγματι «Ρήξη ή υποταγή», για να μην πούμε «Ρήξη ή συντριβή». Αν πρόκειται να προσποιηθούμε τη ρήξη με τις ελπίδες κολλημένες στον «έντιμο συμβιβασμό», θα υποστούμε τον ανελέητο ρεβανσισμό των νικητών. Αν δεν επιλέγουμε το συμβιβασμό και τη συνθηκολόγηση, τότε πρέπει να παλέψουμε. Με σχέδιο μάχης και με επιστράτευση όλων των πολιτικών μέσων που διαθέτουμε. Το οικονομικό μέρος του σχεδίου μάχης πρέπει να υποταχθεί στο πολιτικό. Το άγχος ότι πρέπει να προβλέψουμε με λεπτομέρεια όχι το πρώτο και το τρίτο αλλά και το εβδομηκοστό τέταρτο βήμα, μόνο παραλυτικά μπορεί να λειτουργήσει.
Το σχέδιο ρήξης συνίσταται στις θεμελιώδεις οικονομικές και πολιτικές επιλογές που μας εξασφαλίζουν τη συγκρότηση, την ενεργοποίηση και την «επιμελητεία» του δικού μας «σχηματισμού μάχης»: της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, της Αριστεράς. Η εθνικοποίηση των τραπεζών, η επιβολή μέτρων περιορισμού και ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, η εθνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, η ταχύρρυθμη υλοποίηση ενός προγράμματος ικανοποίησης των θεμελιωδών αναγκών των εργαζόμενων τάξεων και επιβολής «μνημονίου» στο κεφάλαιο, απαιτούν πολύμορφη πολιτική και κοινωνική πάλη για να υλοποιηθούν. Και σίγουρα δεν θα έχουμε καμία ελπίδα να νικήσουμε αν δεν πάρουμε «πολύ περισσότερη πραγματική εξουσία» απ’ όση μας εξασφαλίζει η κυβέρνηση.
Η απάντηση ότι όλα αυτά είναι «ανέφικτα» έχει τη δική της ανταπάντηση: δυστυχώς ή ευτυχώς ζούμε σε μια συγκυρία που για να είναι κανείς έστω στοιχειωδώς αξιοπρεπής σοσιαλδημοκράτης (με την ιστορική έννοια του όρου και όχι με το περιεχόμενο που αυτός απέκτησε στη σοσιαλφιλελεύθερη περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας), πρέπει να γίνει «πολύ λενινιστής». Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να παλέψουμε για όλα, θα χάσουμε τα πάντα. Μεταξύ αυτών, την ίδια μας τη σημαία. Κι ύστερα, ο «στρατός» θα διαλυθεί.
Έχουμε ίσως την τελευταία ευκαιρία να αποτρέψουμε μια τέτοια εξέλιξη. Να αξιοποιήσουμε το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων όχι σαν επικοινωνιακή σκηνοθεσία πριν την «υπογραφή», ούτε σαν εισαγωγή σε μια «κρίση χωρίς ρήξη», αλλά σαν ευκαιρία για ολική επαναφορά σε ένα σχέδιο ρήξης.
Αν όχι στο όνομα των μεγάλων ιδανικών, τουλάχιστον στο όνομα του ωμού πολιτικού ρεαλισμού!