Η εργατική νομοθεσία είναι το πλαίσιο, και μόνο το πλαίσιο, του ταξικού ανταγωνισμού για το ύψος του μισθού

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι από τη θέση της κυβέρνησης θα καταργήσει την αντεργατική νομοθεσία των μνημονίων και θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στο προηγούμενο επίπεδό του, στα 751 ευρώ. Όταν θα έχει γίνει αυτό, θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα για αυξήσεις όλων των μισθών του επιχειρηματικού τομέα, επειδή αυτοί διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας κυρίως από δύο παράγοντες: από το ποσοστό ανεργίας και από το μισθό που θεωρείται αναγκαίος, δίκαιος, «κανονικός» μισθός, δηλαδή ένας μισθός που επιτρέπει στους εργαζομένους να συντηρούνται και να αναπαράγονται συμμετέχοντας στον γενικό πλούτο της κοινωνίας και να συμμετέχουν με αξιοπρέπεια στην κοινωνική ζωή (είναι ο αναγκαίος μισθός που αντιστοιχεί στην αξία της εργασιακής δύναμης). 

Βάση υπολογισμού

Ένα σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό του αναγκαίου μισθού είναι ο κατώτατος μισθός που δαπανάται για τη συντήρηση και αναπαραγωγή της ανειδίκευτης εργασίας. Όταν αυτός μεταβάλλεται, ολόκληρη η μισθολογική κλίμακα τείνει να μετατραπεί με βάση τον κατώτατο μισθό, ώστε να διατηρούνται λίγο πολύ σταθερές οι αναλογίες κατά τις οποίες αμείβονται οι διαφορετικές μερίδες μισθωτών όπως αυτές διαμορφώνονται από τις γνώσεις και τις δεξιότητες, τη θέση εργασίας, τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και του κλάδου κ.λπ. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κατώτατος μισθός είναι η αμοιβή της απλής εργασίας (δηλαδή της ανειδίκευτης εργασίας) που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αμοιβής της σύνθετης εργασίας (δηλαδή της ειδικευμένης εργασίας). Έτσι η αύξηση των κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα τείνει να μεταβάλει τη μισθολογική πυραμίδα τουλάχιστον μέχρι τα μεσαία στελέχη των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, και για το λόγο αυτόν η σημασία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. 

Δεν πρόκειται όμως για αυξήσεις των μισθών που θα προκύψουν αυτομάτως απλά και μόνον επειδή θα υπάρξει νομοθετική αλλαγή. Είναι αλήθεια ότι όσο πιο ευνοϊκό είναι το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας για τους εργαζομένους τόσο πιο υψηλός είναι ο μισθός, και επομένως ότι η κατάργηση της αντεργατικής μνημονιακής νομοθεσίας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα τείνει να προκαλέσει γενική αύξηση των μισθών στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας. Ωστόσο, η εργατική νομοθεσία είναι το πλαίσιο, και μόνο το πλαίσιο, του ταξικού ανταγωνισμού για το ύψος του μισθού. Οι μισθοί διαμορφώνονται από τις αντικρουόμενες απαιτήσεις και το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των επιχειρήσεων και των εργαζομένων (της βιομηχανικής εργατικής τάξης, του ημι-προλεταριάτου των υπηρεσιών και της ειδικευμένης εργασίας, του πρεκαριάτου κ.λπ.), και φυσικά ένα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο αποτελεί σημαντική βοήθεια για τις δυνάμεις της εργασίας, αλλά από μόνο του δεν είναι αρκετό. 

Πιο συγκεκριμένα, οι εργοδότες, ακόμη και μετά την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τους χαμηλούς μισθούς και τις μεσαιωνικές σχέσεις εργασίας που απολαμβάνουν τώρα, θα εκβιάσουν τους εργαζομένους με απολύσεις σε μια περίοδο δραματικής ανεργίας, θα επινοήσουν τρόπους παράκαμψης ή παραβίασης των νόμων (όπως ήδη κάνουν για να επιτύχουν μισθούς πείνας). Επομένως, προκειμένου να γίνει σεβαστή η αύξηση του κατώτατου μισθού και να αναπτυχθεί ελεύθερα το «παιχνίδι» μεταβίβασης της αύξησής του σε ολόκληρη τη μισθολογική κλίμακα, θα χρειαστεί, εκτός από την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, και μια σειρά άλλων παρεμβάσεων όπως:

• Η συνδικαλιστική στήριξη των εργαζομένων από τις οργανωμένες δυνάμεις του ταξικού συνδικαλισμού ώστε να οργανωθούν σε σωματεία. 
• Η ιδεολογική τους στήριξη για να ανακτήσουν τη μαχητικότητά τους. 
• Ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός στις επιχειρήσεις και όλα τα άλλα που ανήκουν στην κινηματική πρακτική.
• Η συμμετοχή σε αυτούς τους αγώνες των οργανώσεων και της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, της υπόλοιπης Αριστεράς και γενικώς των αντικαπιταλιστικών κοινωνικών δυνάμεων. 
• Η επανίδρυση της Επιθεώρησης Εργασίας και η στελέχωσή της με αδιάφθορα στελέχη μεγάλου ταξικού σθένους.
• Η θέσπιση κανόνων οι οποίοι θα επιβάλλουν υψηλές ποινές στους εργοδότες που καταφεύγουν σε παράνομες πρακτικές.
• Η αμφισβήτηση του δικαιώματος του καπιταλιστή να αναρτά στην είσοδο της επιχείρησής του την πινακίδα «Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία», ώστε να εισέλθουν στο χώρο της επιχείρησης, που είναι σήμερα χώρος της προσωπικής δικτατορίας του αφεντικού, η δημοκρατία, η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, ο συνδικαλισμός, η διαφάνεια στη διαχείριση της επιχείρησης για όσα ζητήματα αφορούν τις αμοιβές, τις εργασιακές σχέσεις και τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας.

Προϋποθέσεις
Είναι λογικό, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η αυξητική τάση των μισθών που θα προκληθεί από την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα μετατραπεί τελικά σε γενική αύξηση των μισθών (μια διαδικασία που θα απαιτούσε κατά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ μία τριετία για να ολοκληρωθεί) μόνον υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα συνοδεύσει την αύξηση στα 751 ευρώ με τις παραπάνω θεσμικές παρεμβάσεις, και δεύτερον, ότι θα υπάρξουν συνδικαλιστικές ή πολιτικές δυνάμεις, μέσα ή έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, στη βάση ή στην κορυφή του ΣΥΡΙΖΑ, που θα πυροδοτήσουν κινηματικές διαδικασίες μέσα και δίπλα στις επιχειρήσεις.