Η πρόσφατη πολιτική και κομματική αποκατάσταση από το ΚΚΕ του πιο χαρακτηριστικού εκπροσώπου της σταλινικής σχολής στην Ελλάδα, του Νίκου Ζαχαριάδη, που διετέλεσε γενικός γραμματέας του για μια εικοσαετία περίπου αλλά και η επίμονη προσπάθεια ιστορικής δικαίωσης του ίδιου του Στάλιν με συνεχείς αναφορές στο όνομα του και την πολιτική που είχε εφαρμόσει, φέρνουν στο προσκήνιο την πιο ενδιαφέρουσα αλλά και συνάμα πιο σκοτεινή και ανεξερεύνητη για πολλούς περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος.

Θέτει παράλληλα και για πολλοστή φορά ζητήματα για το ρόλο της ηγεσίας του συγκεκριμένου κόμματος και της αλλοπρόσαλλης τακτικής που εφαρμόζει διαχρονικά ενώ την ίδια ώρα αποτελεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα πρόκληση, με αφορμή τα γεγονότα που εξελίσσονται στην Ουκρανία αλλά και τη γενικότερη έξαρση του εθνικισμού στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για το άνοιγμα μιας όσο γίνεται πιο εμπεριστατωμένης συζήτησης πάνω στο ρόλο του Στάλιν  και τις διαχρονικές επιπτώσεις που είχε η πολιτική του, τόσο μέσα στη Σοβιετική Ένωση όσο και στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο εδώ και χρόνια σε μια πολιτική περιχαράκωσης απέναντι στις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις  αλλά και αποκομμένο ουσιαστικά από την πλειοψηφία των μεγάλων εργατικών μαζών και της νεολαίας (αυτό αποτυπώνεται  στα εκλογικά ποσοστά του, παρ’ ότι φαίνεται να ασκεί ακόμα σημαντική επιρροή  σε αξιόλογο κομμάτι εργαζομένων κι αυτό για καθαρά ιστορικούς και συναισθηματικούς  λόγους), αναζητεί εναγωνίως σημεία θεωρητικής αναφοράς, κυρίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η ειρωνεία είναι ότι θεωρεί ότι τα ανακάλυψε εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται η πηγή των αιτιών για αυτήν την κατάρρευση όπως και για τη μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, που συνοδεύτηκε από μια έντονη αμφισβήτηση της μαρξιστικής θεωρίας και των επαναστατικών ιδεών.

Η σταλινική πολιτική αποδείχτηκε καταλύτης για την παράταση ζωής που πήρε ο καπιταλισμός, σε μια πραγματικά επαναστατική περίοδο όπου οι μαζικές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα αποτέλεσε τη βασική αιτία εκφυλισμού και  διάλυσης του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία. 

Ο «ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ» ΣΤΑΛΙΝ

Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο «μεγάλος ηγέτης» στον οποίο επαναπροσανατολίζεται ιδεολογικά σήμερα το ΚΚΕ, αυτός ο οποίος κυβερνώντας επί μια τριακονταετία περίπου καθόρισε τις τύχες εκατομμυρίων σοβιετικών πολιτών αλλά και την πορεία  ολόκληρου του παγκόσμιου εργατικού κινήματος;

Γεννημένος στο Γκόρι της Γεωργίας ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα),  ξεκίνησε την επαναστατική του πορεία στα τέλη του 19ου  αιώνα σαν περιφερειακό στέλεχος της μπολσεβίκικης φράξιας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας στις περιοχές του Καυκάσου, όπου κυρίως διακρίθηκε για την ικανότητά του στην οικονομική ενίσχυση του κόμματος, οργανώνοντας ...«απαλλοτριώσεις»  τραπεζών. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτό τον έκανε γνωστό στο στενό κύκλο της ηγεσίας των Μπολσεβίκων και τον ίδιο τον Λένιν που τότε βρίσκονταν στο εξωτερικό, αποκομμένοι από πρόσωπα και πράγματα της απέραντης τσαρικής αυτοκρατορίας. Για πάρα πολλά χρόνια και μέχρι την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Στάλιν δεν αναφέρεται σε κανένα κείμενο σαν ηγετικό στέλεχος των Μπολσεβίκων.

 Ο Στάλιν (ή Σόσο όπως ήταν το χαϊδευτικό του ή Κόμπα όπως ήταν το πρώτο ψευδώνυμό του, το οποίο δανείστηκε από έναν ήρωα λαϊκού μυθιστορήματος της Γεωργίας), ποτέ δεν διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα, πολύ δε περισσότερο για το θεωρητικό του έργο. Αυτό άλλωστε το αποδεικνύει η πολύ φτωχή και άνευ ιδιαίτερης σημασίας βιβλιογραφία που άφησε. Το πραγματικό πεδίο στο οποίο διέπρεψε, σύμφωνα με όλες τις πηγές, ήταν η ιδιαίτερη ικανότητα του να ελίσσεται, να ραδιουργεί από τα παρασκήνια, να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις, να διαβάλλει πρόσωπα και να αποσύρεται  όταν θεωρούσε ότι θα αποκαλύπτονταν οι πραγματικές προθέσεις του, ενώ είχε αναπτύξει στο έπακρο τις ανατολίτικες αρετές της ψυχραιμίας και της υπομονής.

Στη διάρκεια της επανάστασης ο Στάλιν δεν αναφέρεται επίσης σε κανένα επίσημο ή ανεπίσημο ντοκουμέντο να παίζει οποιονδήποτε  πρωταγωνιστικό ρόλο. Μετά τη Φεβρουαριανή εξέγερση με την οποία ανετράπη ο Τσάρος ο Στάλιν μαζί με τον Κάμενεφ, με τον οποίο  γνωρίζονταν από τον Καύκασο, ερχόμενοι στην Πετρούπολη από τον Σιβηρία όπου ήταν εξόριστοι, ανέλαβαν υπεύθυνοι της επίσημης εφημερίδας του κόμματος «Πράβντα». Η  συμφιλιωτική, απέναντι στους Μενσεβίκους, γραμμή που επέβαλλαν στην εφημερίδα, προκάλεσε τη μήνη του  Λένιν που ήταν σφόδρα αντίθετος με αυτή και την οποία έσπευσε να  ανατρέψει θυελλωδώς μόλις έφτασε από το εξωτερικό στην επαναστατημένη Ρωσία,  με τις περίφημες  «Θέσεις του Απρίλη». Ο Στάλιν μετά και από αυτό πραγματοποίησε υποδειγματική αποχώρηση από το προσκήνιο, παραμένοντας και καιροφυλακτώντας στα παρασκήνια των μηχανισμών του κόμματος.

Ο Τζον Ρηντ στο πασίγνωστο βιβλίο του «10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», μια προσωπική μαρτυρία για τις πρώτες μέρες της επανάστασης -στην οποία ο Λένιν προλογίζοντάς τη έγραφε ότι «πρέπει να την τυπώσουμε σε εκατομμύρια αντίτυπα για τη διαβάσουν οι εργάτες σε όλο τον κόσμο»-, αναφέρεται στον Στάλιν μόνο τρεις φορές (κι αυτό όχι για σπουδαίους λόγους), εν αντιθέσει με τον Λένιν που τον αναφέρει πάνω από 50 φορές και τον Τρότσκι πάνω από 30. Το βιβλίο αυτό βεβαίως δεν επανακυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση καθ’ όλη την περίοδο της σταλινικής απολυταρχίας, εμφανιζόμενο μόνο στην περίοδο της «περεστρόϊκα».

Στον εμφύλιο πόλεμο βρέθηκε ως απεσταλμένος του κόμματος στο μέτωπο του Τσαρίτσιν (μετέπειτα Στάλινγκραντ), από όπου τον παραίτησε ο Λένιν γιατί δεν συμμορφώνονταν στις εντολές του κεντρικού επιτελείου του Κόκκινου Στρατού, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Τρότσκι, επιχειρώντας μαζί με κάποιους άλλους πολιτικούς επιτρόπους και στρατιωτικούς που τότε βρέθηκαν μαζί και αργότερα αποτέλεσαν τα στηρίγματα της ανάδειξης του, αυτόνομες επιλογές και στρατηγικές κινήσεις που στοίχησαν τη ζωή πολλών ανδρών. Από τότε ξεκίνησε η προσωπική αντιζηλία με τον Τρότσκι.

Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και παρ’ ότι βαριά άρρωστος, ο Λένιν αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του Στάλιν, (αυτού του «μάγειρα που φτιάχνει πικάντικα φαγητά» όπως τον αποκαλούσε) και τη στήριξη του σε μια δαιδαλώδη γραφειοκρατία που εξαπλωνόταν σαν γάγγραινα μέσα στο κόμμα και αποφάσισε να συγκρουστεί μαζί του με αφορμή το επίκαιρο τότε θέμα της Γεωργίας (όπου με εντολές του ίδιου του Στάλιν ακολουθήθηκαν  βίαιες πρακτικές απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους, αγνοώντας τις αποφάσεις των τοπικών ηγετών του κόμματος). Απαίτησε, μέσα από τη διαθήκη που συνέταξε με τη βοήθεια της γυναίκας του Ναντέζντα Κρούπσκαγια, να απομακρυνθεί αμέσως ο Στάλιν από το πόστο του γραμματέα του κόμματος (θέση που είχε καταλάβει εν τω μεταξύ και η οποία τότε θεωρούνταν σχεδόν ανενεργή), ενώ διέκοπτε και τις προσωπικές σχέσεις μαζί του.

Δυστυχώς ο περίεργος για πολλούς θάνατός του, που ήρθε ίσως στη χειρότερη στιγμή για την μετέπειτα πορεία του κόμματος αλλά και της ίδιας της επανάστασης, ανέκοψε αυτή την προσπάθεια.  Ο Στάλιν κατόρθωσε να αποκρύψει για χρόνια αυτή τη διαθήκη από τα μέλη του κόμματος.  Αποκαλύφθηκε μόνο μετά το θάνατο του, στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, από τον Χρουστσώφ.

ΠΩΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ

Επειδή πολύς λόγος έχει γίνει για τις αιτίες επικράτησης του Στάλιν στη μάχη της διαδοχής όπου πιθανότερος αντικαταστάτης του Λένιν εθεωρείτο ο Λέον Τρότσκι, αυτές δεν έχουν να κάνουν με ιδιαίτερες ικανότητες του ενός απέναντι στον άλλο, αλλά αποκλειστικά με τις συνθήκες της περιόδου.

Η «απόλυτη μετριότητα», όπως αποκαλούσε τον αντίπαλο του ο Τρότσκι, ευτύχησε να βρεθεί σε μια συγκυρία που ευνοούσε τις προσωπικές φιλοδοξίες του και δικαιολογούσε τις αποτρόπαιες μεθόδους του στο όνομα της υπεράσπισης της επανάστασης και των κατακτήσεων της.

Τα μέλη και τα στελέχη των Μπολσεβίκων  είχαν βγει τσακισμένα μετά από μια μακρά επαναστατική περίοδο και ένα σκληρό και αιματηρό τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο με 6.000.000 θύματα στον οποίο έπεσε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, η αφρόκρεμα του κόμματος. Μια μεγάλη μερίδα από τους εναπομείναντες ήθελαν επιτέλους να απολαύσουν τους καρπούς της νίκης και όχι να μπουν σε νέες περιπέτειες, με τη συνέχιση της επανάστασης εκτός Σοβιετικής Ένωσης.

 Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας ήταν ότι η τελική επικράτηση των Μπολσεβίκων οδήγησε στην αθρόα εισροή χιλιάδων νέων μελών στο κόμμα, οι οποίοι δεν είχαν σχέση ούτε με τις επαναστατικές ιδέες ούτε με την εμπειρία των παλαιών (πολλοί από αυτούς μάλιστα ήταν πρώην φανατικοί αντίπαλοι της επανάστασης που τώρα κοίταζαν να βολευτούν και να μπουν στο παιγνίδι της εξουσίας).

Ο Στάλιν, εκμεταλλευόμενος αυτή την κατάσταση, έγινε ο εκφραστής μιας ανερχόμενης γραφειοκρατίας, στήνοντας συστηματικά τον προσωπικό του μηχανισμό και προχωρώντας σταδιακά στην κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών και των  πολιτικών παραδόσεων του Μπολσεβίκικου Κόμματος.

Στην συνεχή προσπάθειά του να συντηρήσει και να διαιωνίσει αυτό τον μηχανισμό, δεν δίστασε να προχωρήσει σε χιλιάδες εκτοπισμούς στη μακρινή Σιβηρία, σε καταδίκες σε καταναγκαστικά έργα στα περίφημα στρατόπεδα εργασίας και σε αναρίθμητες εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Οι συνήθεις κατηγορίες ήταν «πράκτορας του τροτσκιστοζηνοβιεφικού μπλοκ», «πράκτορας του γερμανικού ή του γιαπωνέζικου φασισμού», «σαμποταριστής» και ότι άλλο σκεφτόταν το διεστραμμένο μυαλό των εντεταλμένων δικαστών του καθεστώτος, πιο γνωστός από τους οποίους υπήρξε ο δεξιός μενσεβίκος Βυσίνσκυ.

Τις αποφάσεις γι’ αυτές τις εκτελέσεις τις έπαιρνε ο ίδιος ο Στάλιν, που όσο απίστευτο κι αν ακούγεται αυτό, επέβλεπε προσωπικά την υλοποίηση τους. Οι λίστες με τους χιλιάδες έγκλειστους μελλοθάνατους που πέρασαν από την τρομερή φυλακή της Γκε-Μπε-Ου, τη Λουμπιάνκα, βρισκόταν κάθε πρωί στο γραφείο του. Όλοι οι κατηγορούμενοι αργά ή γρήγορα ομολογούσαν την ενοχή τους, αφού πρώτα είχαν υποστεί τρομαχτικά σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια από τους «επιστήμονες» ανακριτές της φοβερής υπηρεσίας.    

Ο «ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ» ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ    

Ο Στάλιν αντιλήφθηκε ότι για να επιβιώσει έπρεπε να κόψει κάθε νήμα με τις επαναστατικές παραδόσεις του Οκτώβρη και τα στελέχη που ακόμη τις εξέφραζαν. Ούτε ένας από την παλιά ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος, (αυτής που ουσιαστικά πραγματοποίησε την επανάσταση), δεν γλύτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα στις γνωστές «Δίκες της Μόσχας», -μια παρωδία στημένης δικαστικής λειτουργίας με εκατοντάδες ψευδομάρτυρες-, παρ’ εκτός όσοι πρόλαβαν να αυτοκτονήσουν ή να  πεθάνουν από φυσικό θάνατο. Πιο γνωστά ονόματα είναι αυτά των Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ,  Μπουχάριν, Ράντεκ,  Ρύκωφ, Σμίλγκα,  Τόμσκι,  Πιατακόφ, Ρακόφσκι, Σμιρνόφ, Αντόνοφ-Οβσέγενκο, του στρατηγού Τουχατσέφσκι και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Οι πιο πολλοί εκτελέστηκαν αφού πρώτα εξαναγκάστηκαν να συνεργαστούν μαζί του.

Τον πιο ισχυρό αντίπαλο του, αυτόν που δεν είχε κατορθώσει να τον γονατίσει μέχρι τότε παρ’ ότι εξολόθρευσε σχεδόν όλη την οικογένειά του, τον Τρότσκι, κατάφερε να τον δολοφονήσει το 1940, στέλνοντας στο Μεξικό όπου βρίσκονταν τότε  έναν εκτελεστή της μυστικής υπηρεσίας Γκε-Μπε-Ου.

 Από το θάνατο και την εξορία δεν γλύτωσαν ούτε άτομα του στενού περιβάλλοντος του, όπως οι οικογένειες των παλιών Γεωργιανών μπολσεβίκων συντρόφων της νιότης του Ενουκίτζε και  Ορτζονικίτζε,  που τον στήριξαν στα πρώτα του βήματα και οι οποίες είχαν περίοπτη θέση στις γιορτές και τα συχνά τραπέζια που διοργάνωνε. Δεν δίστασε να στείλει στη Σιβηρία ακόμα και τη γυναίκα του πιο έμπιστου συνεργάτη του, του Μολότοφ.

 Όποιος βρίσκονταν πολύ κοντά του και ήξερε πολλά για τον Στάλιν, αποτελούσε γι αυτόν ένα εν δυνάμει κίνδυνο που έπρεπε κάποια στιγμή να εκλείψει. Οι αρχηγοί της Μυστικής Αστυνομίας Γιάγκοντα και ο αντικαταστάτης του Γιέζωφ είχαν την τύχη των χιλιάδων θυμάτων τους, αντιμετωπίζοντας φρικτά βασανιστήρια και το εκτελεστικό απόσπασμα τελικά. Ο διάδοχος τους Μπέρια, ο οποίος εποφθαλμιούσε την ηγεσία του κόμματος, γλύτωσε από τον Στάλιν αλλά εκτελέστηκε τελικά από τον Χρουτσώφ, ο οποίος πρόλαβε και άρπαξε την αρχηγία με τη βοήθεια του στρατιωτικού επιτελείου.

Ο Στάλιν ήταν παντρεμένος με την Νάντια Αλληλούγιεβνα, κόρη παλιού μπολσεβίκου, μια νεαρή, ευγενική και τρυφερή ύπαρξη, την οποία οδήγησε σε αυτοκτονία το 1932  σε ηλικία  31  χρονών.

Στις μέρες του παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη παραχάραξη της Ιστορίας. Πλαστογραφήθηκαν χιλιάδες ντοκουμέντα, σβήστηκε και ξαναγράφτηκε δεκάδες φορές η ιστορία του Κόμματος σύμφωνα με τις επιθυμίες του Στάλιν και αφαιρώντας κάθε φορά ονόματα που έπεφταν στη δυσμένειά του, ενώ  έγιναν κατά συρροή φωτομοντάζ σε αναρίθμητες φωτογραφίες της εποχής, εξαφανίζοντας από αυτές ανεπιθύμητα πρόσωπα.

Ο Στάλιν κατάφερε να δημιουργήσει μια θρησκευτικού τύπου προσωπολατρία γύρω από τον εαυτό του. Τα αγάλματα και τα πορτρέτα του είχαν γεμίσει τη χώρα ενώ είχε πάρει το προσωνύμιο «πατερούλης», όπως οι μισητοί τσάροι στο παρελθόν.

Μέσα στη δεκαετία 1930-1940 υπολογίζεται ότι περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τα στρατόπεδα εργασίας και τους τόπους εξορίας. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από ασιτία εξ αιτίας ενός τρομερού λιμού στην Ουκρανία που προήλθε κυρίως από λάθη στο σχεδιασμό της γεωργικής παραγωγής και από την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, η οποία  αποφασίστηκε με ξαφνικό και πρόχειρο τρόπο και υποχρέωσε τους αγρότες να σφάξουν χιλιάδες ζώα. Ήταν τέτοια η πείνα των ανθρώπων τότε που σε πολλές περιοχές παρουσιάστηκαν εκτεταμένα φαινόμενα κανιβαλλισμού.

Για τιμωρία σε όσους αντιστάθηκαν σε αυτή την χωρίς προετοιμασία και σχέδιο υποχρεωτική κολλεκτιβοποίηση, ολόκληρες εθνότητες εξορίστηκαν από το ένα σημείο της Σοβιετικής Ένωσης στο άλλο.

Στην εξωτερική πολιτική η σταλινική γραφειοκρατία τα πήγε ακόμα χειρότερα. Τα πιο τραγικά δείγματα της πολιτικής της αποτέλεσαν οι παρεμβάσεις της στην Κίνα και τη Γερμανία, χώρες που βρίσκονταν τότε σε επαναστατικό αναβρασμό.

Το 1926 επέβαλε στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας μια πολιτική συνεργασίας με το αστικό κόμμα Κουομιτάγκ, του οποίου τον ηγέτη, τον γνωστό Τσαγκ Κάι Τσεγκ, μετέπειτα πρώτο πρόεδρο της Εθνικιστικής Κίνας (σημερινής Ταϊβάν), έκανε επίτιμο μέλος της Διεθνούς, συμμαχώντας μαζί του και προτρέποντας το ΚΚΚ να τον ακολουθήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσει άοπλους τους επαναστατημένους εργάτες και μόλις βρήκε ευκαιρία ο Τσαγκ Κάι Τσεγκ να κατασφάξει κάπου 1 εκατομμύριο από αυτούς στη Σαγκάη και την Καντώνα.

Στη Γερμανία κατά την περίοδο πριν την άνοδο του Χίτλερ, η γραμμή της σταλινικής Διεθνούς ήταν «καμιά συνεργασία με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα», το μεγαλύτερο εργατικό κόμμα της εποχής, τους οπαδούς του οποίου αποκαλούσε «σοσιαλφασίστες». Η στάση αυτή αποδυνάμωσε ένα κίνημα με εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες, στρέφοντάς τους προς τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ που υπόσχονταν καταπολέμηση της τεράστιας ανεργίας που μάστιζε τότε τη Γερμανία αλλά και μια περήφανη ρεβάνς από την ήττα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις εκλογές του 1933, χρονιά επικράτησης  του ναζιστικού κόμματος και ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι οπαδοί του ΚΚ Γερμανίας σε όποιες περιοχές  δεν είχαν υποψηφίους, ψήφισαν το ναζιστικό κόμμα μετά από προτροπή της ηγεσίας τους.

 Ήταν η περίφημη «Τρίτη Περίοδος» λαθών του Στάλιν. Μετά από αυτή πραγματοποιεί στροφή 360 μοιρών, αλλάζοντας εντελώς την πολιτική του και προωθώντας τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα, τη γνωστή και ως πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων».

Τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάλιν, φοβούμενος τη  δημιουργία εστιών αντίστασης εναντίον του μέσα από τα στρατιωτικά επιτελεία και μην πιστεύοντας ότι ο Χίτλερ θα του επιτεθεί, ξεκίνησε ένα πογκρόμ διώξεων, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες αξιωματικούς, με πρώτο και καλύτερο τον περίφημο στρατηγό της επανάστασης Τουχασέφσκι. Άφησε έτσι ουσιαστικά ακέφαλη τη στρατιωτική ηγεσία. Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που, αποτυπωμένος στις αναφορές των μυστικών του υπηρεσιών και σε άμεση σχέση με τα απαραίτητα για τη συνέχιση του πολέμου πετρέλαια του Καυκάσου που ήταν ο βασικός στόχος, ώθησαν τον Χίτλερ να αναστείλει τις επιχειρήσεις του στο δυτικό μέτωπο και να επιτεθεί στη Σοβιετική  Ένωση.

Ο Στάλιν πίστευε ότι μετά το «Σύμφωνο Μη Επίθεσης» που υπέγραψε με τον επιτετραμμένο του Χίτλερ Ρίμπεντροπ, η Γερμανία δεν θα του επιτίθονταν. Ήταν σύνηθες για την ψυχοσύνθεση του πρώτα να βγάζει προσωπικές εκτιμήσεις και αποφάσεις, να καταστρώνει σχέδια στο μυαλό του σύμφωνα με τη δική του λογική και μετά να προσπαθεί να τα υλοποιεί, με οποιοδήποτε τίμημα συνεπαγόταν αυτό. Και το συνηθισμένο τίμημα στις περισσότερες των περιπτώσεων  αντιστοιχούσε σε χιλιάδες και εκατομμύρια νεκρούς.

 Έπεσε για μια ακόμη φορά έξω και οι Γερμανοί, μη βρίσκοντας ουσιαστικά αντίσταση σε μια ανοχύρωτη Σοβιετική Ένωση, έφτασαν μέχρι τα περίχωρα της Μόσχας ενώ ο Στάλιν κρυβόταν πανικόβλητος στα καταφύγια, χαμένος από όλους για μέρες. Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες συλλαμβάνονταν και κλείνονταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων χωρίς να προλάβουν να δώσουν ούτε μια μάχη. Όλοι αυτοί κατηγορήθηκαν αργότερα για…συνεργασία με τον εχθρό και στάλθηκαν σε ρωσικά, αυτή τη φορά, στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να μην αποκαλύψουν την ανετοιμότητα του ρωσικού στρατού και τη βλακώδη αντιμετώπιση της επίθεσης από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία.

 Μόνο η ηρωική αντίσταση του σοβιετικού λαού που δεχόταν την ανελέητη σκληρότητα των χιτλερικών στρατευμάτων και η δημιουργία, με λαϊκή πρωτοβουλία, παρτιζάνικων τμημάτων τα οποία παρενοχλούσαν συνεχώς τις γερμανικές στρατιές, μαζί με την αξιοποίηση την τελευταία ώρα κάποιων λίγων εναπομεινάντων κατηρτισμένων αξιωματικών όπως ο μετέπειτα στρατάρχης Ζούκωφ (που ούτε κι αυτός δε γλύτωσε τον προσωπικό φθόνο του Στάλιν μετά τον πόλεμο), έσωσαν τη χώρα.

Ο τρομαχτικός αριθμός θυμάτων (γύρω στα 25 εκατομμύρια νεκροί)  που είχε η Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του πολέμου, δημιουργήθηκε εξ’ αιτίας κυρίως αυτής της απροβλεψίας του Στάλιν να οργανώσει την άμυνα της χώρας.

Μετά τη νικηφόρα και με ανυπολόγιστες θυσίες μάχη του Στάλινγκραντ η οποία  έγειρε και την πλάστιγγα του πολέμου, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα της Ευρώπης. Ο Στάλιν, ως πρώτη ένδειξη καλής θέλησης απέναντι στους συμμάχους του Αγγλοαμερικανούς, αποφάσισε να…καταργήσει και επισήμως την –ήδη ανενεργή- Διεθνή, εν έτει 1943 και μεσούντος του πολέμου, για να αποσύρει από πάνω του κάθε υπόνοια για ενδεχόμενη … εξαγωγή της επανάστασης.

 Ο «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ»

Όλες αυτές οι παλινωδίες της σταλινικής ηγεσίας δεν ήταν τίποτε άλλο από την έκφραση μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στην προστασία των συμφερόντων της γραφειοκρατικής κάστας που καταδυνάστευε τον σοβιετικό λαό και στη συνέχιση της απόλυτης προσωπικής δικτατορικής διακυβέρνησης από τον ίδιο τον Στάλιν.

 Στο ιδεολογικό επίπεδο οι απολογητές του καθεστώτος προσπάθησαν να δικαιολογήσουν αυτή την πολιτική προτάσσοντας το θεωρητικό επιχείρημα της ανάπτυξης του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», μια θέση που ερχόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τις βασικές διεθνιστικές θεωρητικές επεξεργασίες του Μαρξ, του Έγκελς και του Λένιν.

Στην πραγματικότητα, με την επικράτηση αυτής της πολιτικής  είχαν μπει τα θεμέλια για την κατάρρευση, αργά ή γρήγορα, του σοβιετικού καθεστώτος, που απομονωμένο και γραφειοκρατικά παραμορφωμένο δεν κατόρθωσε να αναπτύξει την οικονομική δυναμική που απαιτούνταν για να ανταπεξέλθει στον οξύ διεθνή ανταγωνισμό που επέβαλλε ο καπιταλισμός .

 Με αυτόν τον τρόπο, εξηγώντας δηλαδή το ρόλο της γραφειοκρατίας,  μπορεί να εξηγηθεί και η «περίεργη» για πολλούς στάση που είχε η Σοβιετική Ένωση απέναντι σε παγκόσμια επαναστατικά γεγονότα όπως ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος και η Ελληνική Εθνική Αντίσταση αλλά και η συμφιλιωτική πολιτική της πλειοψηφίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων που είχε τον έλεγχο τους στην Ευρώπη, που παρ’ ότι βγήκαν πανίσχυρα μετά τον πόλεμο, αντί να επιδιώξουν μια σοσιαλιστική αλλαγή στις χώρες τους, επέλεξαν την αποδοχή «οικουμενικών» κυβερνήσεων και την «συνεργασία» με τα αστικά κόμματα (Ιταλία, Γαλλία κλπ) .

Στην Ισπανία ήταν η ωμή παρέμβαση των σταλινικών στρατιωτικών σωμάτων και των ειδικών της GBU οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Ισπανία, που αφόπλισε το μεγάλο επαναστατικό κίνημα το οποίο ουσιαστικά καθοδηγούνταν από αναρχικούς και σοσιαλιστές και παρέδωσε τη χώρα στον Φράνκο. Ο Στάλιν δεν επιθυμούσε εξωτερικές επαναστατικές απειλές που μπορεί να αμφισβητούσαν το καθεστώς που είχε δημιουργήσει.

 Οι Έλληνες κομμουνιστές λίγο αργότερα πλήρωσαν ακριβά την απόλυτη προσκόλληση της κομματικής τους ηγεσίας στη σοβιετική γραφειοκρατία, (η οποία είχε συμφωνήσει με τον Τσώρτσιλ για την υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλική επιρροή μετά τον πόλεμο), με μια τρομαχτική ήττα και τις εκτελέσεις χιλιάδων αγωνιστών. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν βίωσαν την εμπειρία της έγκλησης στις σκληρές ελληνικές φυλακές, στα ξερονήσια και στα περίφημα στρατόπεδα «αναμόρφωσης», ενώ στην πολιτική ζωή κυριάρχησε για δεκαετίες το κράτος της σκληρής Δεξιάς.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια από διάφορους αστούς  θεωρητικούς να επικρατήσει η άποψη ότι ο Στάλιν ήταν η φυσιολογική εξέλιξη του Λένιν και ότι η μοναδική κατάληξη που μπορεί να έχει οποιοδήποτε σοσιαλιστικό πείραμα, είναι αυτή που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια τυραννική και απολυταρχική διακυβέρνηση.

 Οι θεωρίες αυτές καμιά σχέση δεν έχουν βεβαίως με τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην επικράτηση του σταλινικού φαινόμενου και τις οποίες εξηγήσαμε παραπάνω.

 Ο σταλινισμός ήταν ένα τρομακτικό πισωγύρισμα για το εργατικό κίνημα, δεν ήταν όμως μια νομοτέλεια που θα καθορίζει επ’ άπειρον την προσπάθεια για τη σοσιαλιστική αλλαγή. Άλλωστε η πορεία της κοινωνικής εξέλιξης ποτέ δεν ήταν ευθύγραμμη, πάντα υπήρχαν πισωγυρίσματα και μακρόσυρτοι περίοδοι στασιμότητας.

Το σταλινικό φαινόμενο εντάσσεται σ’ αυτά ακριβώς τα πλαίσια, παρά την προσπάθεια της ηγεσίας του ΚΚΕ να το εξωραΐσει και να θεωρεί ως μοναδικό προσωρινό ιστορικό πισωγύρισμα…τη μετασταλινική περίοδο που συνεχίστηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σαν να μην ήταν παιδιά του Στάλιν και επίλεκτα μέλη της κομματικής νομενκλατούρας οι διάφοροι Γιέλτσιν, Γκαϊντάρ και Γκορμπατσώφ που πρωτοστάτησαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Η σταλινική περίοδος επιδιώκεται να μείνει στο απυρόβλητο, μακρινή και ανεξερεύνητη, όπως το Αρχείο με τα εκατοντάδες στοιχεία και ντοκουμέντα από την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, που σαπίζει στα υπόγεια του Περισσού!

Ο σταλινισμός επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και για πάρα πολλά χρόνια την πορεία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και απ’ ότι φαίνεται την επηρεάζει ακόμη. Σε αυτή την πορεία δυστυχώς το ισοζύγιο του απολογισμού είναι ακόμη αρνητικό για την εργατική τάξη.

Μόνο αν και όταν η Αριστερά καταφέρει να ξεκαθαρίσει το ιστορικό της παρελθόν και λύσει οριστικά τους παλιούς λογαριασμούς μαζί του ανοίγοντας μια ειλικρινή  συζήτηση επάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, θα κατορθώσει να κάνει πράξη τις αυθεντικές μαρξιστικές-λενινιστικές θέσεις για να διαλυθεί η οποιαδήποτε σύγχυση και να πάψει το πολιτικό τοπίο να είναι θολό, παραπέμποντας συνεχώς τον σοσιαλισμό σε ένα μακρινό και απροσδιόριστο μέλλον!             

Ετικέτες