Παρέμβαση στην εκδήλωση «Σύγκρουση τώρα με τους δανειστές», που οργάνωσε η ιστοσελίδα Rproject την Τρίτη 19 Μάη

  1. Η 4μηνη εμπειρία από την διαπραγμάτευση ξεκαθαρίζει (προς την κυβέρνηση, το κόμμα και την κοινωνία) ότι δεν μπορεί να υπάρξει «κοινά επωφελής» συμφωνία.

    Η κυβερνητική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και πρέπει να παραμείνει η ανατροπή των μνημονίων. Αυτό σημαίνει την ανατροπή των κατακτήσεων του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Κατακτήσεις που επετεύχθησαν στην 5ετία της σφοδρής υποτίμησης της εργασίας μέσω των μνημονίων.

    Απαιτεί, ως άμεση προϋπόθεση, την απαλλαγή από την πληρωμή τοκοχρεωλυσίων και συνακόλουθα την διαγραφή χρέους ταυτόχρονα με την έναρξη μιας πολιτικής «μνημονίου για το κεφάλαιο, για τους πλούσιους».

    Η υποχώρηση από αυτή την γραμμή προς την γραμμή να μην παρθούν περαιτέρω μέτρα ταξικής λιτότητας δεν αποτελεί αντινεοφιλελεύθερη και αριστερή πολιτική καθώς αποδέχεται και επικυρώνει τον ταξικό συσχετισμό, διατηρώντας μέτρα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και ο ΕΝΦΙΑ, αναβάλλοντας θετικές εξαγγελίες όπως το αφορολόγητο των 12.000, τον μισθό των 751 κ.α. Μάλιστα όπως φαίνεται από τις διαρροές για την συμφωνία πιέζεται να πάρει και νέα μέτρα λιτότητας.

    Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν θα χρηματοδοτήσουν την ανατροπή της στρατηγικής τους από μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα.

  2. Μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συμβιβασμός; Μένει ν’ αποδειχτεί σύντομα. Αφορά στις επιλογές των ιμπεριαλιστικών κέντρων και της ντόπιας οικονομικής ελίτ και των πολιτικών της εκπροσωπήσεων. Αν θα επικρατήσει μια στάση αδιάλλακτη με προφανή συνέπεια/στόχευση την πρόκληση πολιτικών εξελίξεων ή αν θα επιχειρηθεί μια συμφωνία, λεόντεια βεβαίως υπέρ των δανειστών και στην δεδομένη και επικυρωμένη εκ νέου ν/φ κατεύθυνση. Στη συνέχιση της λιτότητας με «ρήτρα ανάπτυξης».

    Αυτή η ενδεχόμενη εξέλιξη εξαρτάται ασφαλώς και από την στάση της ελληνικής κυβέρνησης και τις επιλογές που τελικά θα κάνει καθώς και από την στάση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι σήμερα είναι φανερό ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις που κυμαίνονται από την έντονη επιθυμία για συμφωνία μέχρι την αποφασιστικότητα για σύγκρουση και ενδεχόμενη ρήξη.

  3. Το ζήτημα της «ανάπτυξης». Κεντρικό σημείο της κυρίαρχης ιδεολογίας (και σήμερα της νεοφιλελεύθερης αντιμετώπισης της κρίσης) είναι πως η ενδεχόμενη αύξηση των μισθών, των συντάξεων, των παροχών του κοινωνικού κράτους εξαρτάται πρώτ’ απ’ όλα από τους ρυθμούς της ανάπτυξης. Προηγείται «να μεγαλώσει η πίτα» πριν από οποιαδήποτε συζήτηση για τη μοιρασιά της.

    Αν δεχτούμε αυτή τη θέση πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε προσδοκία φιλολαϊκής, φιλεργατικής και αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής και να προσχωρήσουμε στον συστημικό «ρεαλισμό» ή/και πολιτικά στον σοσιαλφιλελευθερισμό.

    Το κεντρικό πρόβλημα της κρίσης βρίσκεται ακριβώς στον «τρόπο» της «ανάπτυξης» και αφορά στην ουσία του καπιταλισμού ως σχέση. Η αναζήτηση οικονομικών στρατηγικών διαφορετικών από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη στρατηγική ταυτόχρονα με τον πλήρη σεβασμό στους νόμους της αγοράς αποτελεί ουτοπία.

    Η αριστερή πολιτική στην κρίση ξεκινά αντίστροφα, στην βάση επιλογών που αμφισβητούν και δημιουργούν ρήγματα στην καπιταλιστική ορθοδοξία (σήμερα νεοφιλελεύθερη). Θέτουν την αναδιανομή πλούτου και ισχύος υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου ως πρώτη προτεραιότητα και προϋπόθεση για την όποια ανάπτυξη. Αυτό είναι το ουσιαστικό νόημα της εθνικοποίησης όχι μόνο των τραπεζών αλλά και σημαντικών τομέων της οικονομίας και της παραγωγής. Αυτό είναι το νόημα της εμβάθυνσης και διεύρυνσης της δημοκρατίας με μέτρα και θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Είναι πλήγμα στην έννοια της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.

  4. Η σύγκρουση με τους δανειστές καθώς και με το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν «πλευρές του ίδιου νομίσματος». Η επιλογή εσωτερικού «ταξικού μορατόριουμ» προκειμένου να αντιμετωπίσουμε πρώτα τους δανειστές αποτελεί κορυφαίο λάθος για την αριστερή κυβέρνηση. Η σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ, η επιλογή Παυλόπουλου και οι προσπάθειες συνεννόησης και συνεργασίας με την ντόπια οικονομική ολιγαρχία και τμήματα της πολιτικής της εκπροσώπησης υπονομεύουν καθοριστικά κάθε προσπάθεια αριστερής και αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής. Μάλιστα η προτεραιότητα βρίσκεται στο «εσωτερικό μέτωπο», στην ανατροπή του εσωτερικού συσχετισμού, ακόμη κι αν υπάρχουν αστικά τμήματα στην χώρα που ενδεχομένως θα επιθυμούσαν για τους δικούς τους λόγους, την έξοδο από την ΟΝΕ. Πολύ περισσότερο τότε, καθώς από την αστική πλευρά, η έξοδος από την ΟΝΕ θα σήμαινε ακόμη σκληρότερη ταξική λιτότητα χάρη στην αυξημένη ανάγκη ανταγωνιστικότητας. Η αριστερή στρατηγική για την σύγκρουση με τους δανειστές, ακόμη και την ενδεχόμενη ρήξη με την ΟΝΕ, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του μεγάλου εγχώριου κεφαλαίου.

    Η Αριστερά καλείται να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας επιτυγχάνοντας πρώτ’ απ’ όλα την ανεξαρτησία της όχι μόνο από τους ιμπεριαλιστικούς εκβιασμούς αλλά κυρίως από την εγχώρια οικονομική ελίτ. Καλείται να μην ξανακάνει για πολλοστή φορά στην Ιστορία το ίδιο τραγικό λάθος.

  5. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την σύγκρουση με τους δανειστές και την ενδεχόμενη ρήξη; Οι όροι για την οικοδόμηση αυτών των προϋποθέσεων είναι παρόντες μέσα στην περίοδο και καθώς η κρίση διαρκώς εξελίσσεται. Αφορούν στις κοινωνικές ανάγκες, στις απαιτήσεις του εργατικού κινήματος και των κινημάτων και στην πολιτική βούληση της Αριστεράς και την ικανότητά της να ηγηθεί των κοινωνικών αγώνων και αιτημάτων. Αυτοί οι όροι επέτρεψαν να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και οι Podemos ένα βήμα πριν, στην Ισπανία.

    Εντούτοις η περίοδος έχει βάθος και πολλά επεισόδια. Δεν αποτελεί «μονόπρακτο» χωρίς αύριο.

    Το δήθεν δίλημμα «σωτηρία της Αριστεράς ή σωτηρία του λαού» είναι προφανώς, εντελώς λάθος. Σήμερα εμφανίζεται η δυνατότητα της ανασυγκρότησης της Αριστεράς, με σαφή αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική στρατηγική και κυρίως δυνατότητες μαζικής πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μετά από πολλές δεκαετίες. Μάλιστα εδώ προκύπτουν τα διεθνή και διεθνιστικά καθήκοντα και υποχρεώσεις του ΣΥΡΙΖΑ καθώς η μάχη που σήμερα δίνεται στην Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να δημιουργήσει ντόμινο πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων τουλάχιστον πανευρωπαϊκά. Στους λαούς, στα κινήματα και στην Αριστερά και όχι ασφαλώς στον Ρένζτι, τον Ολάντ και τον Σούλτς.

    Το 4μηνο της διαπραγμάτευσης οδηγεί σε συμπεράσματα και την κοινωνία. Το ποσοστό των ανθρώπων που βλέπουν θετικά την προοπτική της σύγκρουσης και της ενδεχόμενης ρήξης, μάλιστα χωρίς να αποτελεί την αιχμή της κυβερνητικής γραμμής και του κόμματος, είναι ιδιαίτερα μεγάλο και μπορεί μέσα από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, με την προβολή του εναλλακτικού ταξικού και αναδιανεμητικού σχεδίου της Αριστεράς, να γίνει πλειοψηφικό.

    Πρώτο βήμα αυτού του σχεδίου είναι η αθέτηση πληρωμής της επόμενης δόσης προς τους δανειστές. Ταυτόχρονα προκήρυξη εκλογών με ανανεωμένη γραμμή σύγκρουσης ως απόρροια των συμπερασμάτων από την διαπραγμάτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις δυσκολίες και τις διαψεύσεις παραμένει μακράν πρώτο κόμμα και μπορεί να ανανεώσει την σχέση του με την κοινωνία μέσα από νέα λαϊκή ετυμηγορία ξεδιπλώνοντας το εναλλακτικό ριζοσπαστικό του πρόγραμμα (το πραγματικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – βασισμένο στην θέση «άμεση κατάργηση των μνημονίων και της λιτότητας – καμιά θυσία για το ευρώ»). Αντίθετα το δημοψήφισμα αποτελεί μέθοδο κατάλληλη για την αποδοχή της συμφωνίας.

    Χρειάζεται άμεσα να πάμε σε κομματικές διαδικασίες, σε σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, όπου όλες οι τάσεις και τα στελέχη του κόμματος θα χρειαστεί να αντιστοιχήσουν τις δηλώσεις και τις δημόσιες εκφωνήσεις τους με την συγκρότηση του αντίστοιχου συσχετισμού. Προκειμένου να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην επόμενη «πράξη του έργου», καθορίζοντας τις εξελίξεις προς τ’ αριστερά και εμπνέοντας την άνοδο της ταξικής και πολιτικής πάλης σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Ετικέτες