Απάντηση στην κριτική του Δ. Μπελαντή
Τρία κρίσιμα ζητήματα
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Σωτήρης Μάρταλης αναφέρθηκε στις ιδέες που κυκλοφορούν στο χώρο της ΛΑΕ σχετικά με τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα. Η θέση του Κόκκινου Δικτύου, που διατυπώνεται στο άρθρο του Σ. Μάρταλη, είναι σαφής: Μέσα σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με έναν υποτιθέμενο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος χωρίς μεταβατικό πρόγραμμα.
Στη συνέχεια, ο Δ. Μπελαντής άσκησε κριτική στο άρθρο του Σωτήρη Μαρτάλη ανοίγοντας μια σειρά ζητημάτων που υπερβαίνουν τη συζήτηση για το νόμισμα αλλά μας αφορούν όλους και μάλιστα πολύ. Τα ζητήματα που θέτει το άρθρο του Δ. Μπελαντή είναι τα εξής:
Ο Δ. Μπελαντής, στην κριτική του στο Κόκκινο Δίκτυο, αναφέρει ότι δεν πρέπει να υπάρχει αντιπαράθεση της ταξικής ανάγνωσης της πραγματικότητας με τον πατριωτισμό και αποδίδει στο Κόκκινο Δίκτυο την αντίληψη, που εκείνος απορρίπτει, ότι υπάρχουν δυο καθαροί και απόλυτα διαυγείς πόλοι μέσα στη ριζοσπαστική αντιμνημονιακή Αριστερά, ο δρόμος του Μεταβατικού Προγράμματος, όπως τον κατανοεί το «διεθνιστικό ρεύμα» και από την άλλη μεριά ο πατριωτικός δρόμος του λαϊκού μετώπου και της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Τυχαίνει η πραγματικότητα να είναι πιο πολύχρωμη και πολύ πιο πολυτασική, πολυσχιδής και πολυπαραγοντική», τονίζει, για να υποστηρίξει ότι είναι εφικτή η σύνθεση των δύο «δρόμων». Το πρώτο, λοιπόν, ζήτημα που θέτει είναι το ζήτημα της στρατηγικής: Λαϊκό μέτωπο ή σοσιαλιστική πορεία; Λαός εναντίον ιμπεριαλισμού ή τάξη εναντίον τάξης; Ή μήπως μια σύνθεση;
Ο Δ. Μπελαντής, στην κριτική που ασκεί στο άρθρο του Σ. Μάρταλη δεν απαντάει ευθέως στο ερώτημα εάν η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα είναι ικανή ή απλώς αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής. Εμμέσως μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε από όσα γράφει στο άρθρο του ότι μάλλον θεωρεί την έξοδο από το ευρώ ικανή συνθήκη για να ανατραπεί η μνημονιακή πολιτική (στην καλύτερη περίπτωση με κάποια συνοδευτικά μέτρα). Εξάλλου, εάν ο Δ. Μπελαντής θεωρούσε ότι το εθνικό νόμισμα είναι απλώς μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική, γιατί να γράψει άραγε ένα άρθρο κριτικής για τη θέση του Κόκκινου Δικτύου για το νόμισμα; Το δεύτερο ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής: Η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα, είναι ικανή ή απλώς αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής; Με άλλα λόγια, το νόμισμα έχει κεντρική πολιτική σημασία για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις;
Η παραγωγική ανασυγκρότηση. Γράφει ο Δ. Μπελαντής ότι η ανάπτυξη στην περίοδο εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος «Μπορεί να έχει έντονα δυαδικά και σοσιαλιστικά στοιχεία, έντονα στοιχεία εργατικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης και κοινωνικού πειραματισμού, αλλά αυτό δεν αποκλείει καθόλου την ύπαρξη και λειτουργία ενός διακριτού καπιταλιστικού τομέα, με τον οποίο θα υπάρχει αναγκαστικά μια μορφή κοινωνικού συμβολαίου», υποθέτοντας ότι έτσι ασκεί κάποια κριτική. Eξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει κανένας στην Αριστερά που να ισχυρίζεται το αντίθετο -ούτε βεβαίως το Κόκκινο Δίκτυο. Εδώ όμως προκύπτει το ερώτημα «τι είναι η αντιμνημονιακή αναπτυξιακή πορεία της χώρας», τι είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση.
Οι κριτικές παρατηρήσεις του Δ. Μπελαντή επεκτείνονται αδίκως και σε άλλα ζητήματα που δεν αφορούν αυτούς στους οποίους απευθύνεται η κριτική. Ουδείς στο Κόκκινο Δίκτυο ισχυρίζεται π.χ. ότι δεν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ύψος του μισθού ή ακόμη ότι η σφαίρα της διανομής είναι η βασική σφαίρα του ταξικού ανταγωνισμού ή ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στη φορολογία! Αυτές τις παρατηρήσεις, λοιπόν, θα τις παρακάμψουμε διότι είναι εκτός θέματος.
Λαός, τάξη, ή μήπως μια σύνθεση;
Οι πολιτικές δυνάμεις που δυνητικά θα συμμετείχαν σε ένα ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο ιστορικά ρεύματα, εκ των οποίων έκαστο υιοθετεί μια διαφορετική πολιτική στρατηγική:
Η πρώτη στρατηγική προέρχεται από την ΕΑΜική λαϊκομετωπική παράδοση, είναι κυρίως αντι-ιμπεριαλιστική, και βασίζεται στην εκτίμηση ότι η κύρια αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας είναι μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του λαού, ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις κοινωνικές τάξεις εκτός από την καπιταλιστική ολιγαρχία που συνεργάζεται με τον ιμπεριαλισμό. Η στρατηγική αυτή αποδίδει μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην οικονομική ανάπτυξη και την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος. Αναφέρεται στον πατριωτισμό επειδή αναγνωρίζει την αντι-ιμπεριαλιστική πάλη ως κεντρικής και καίριας σημασίας πολιτική δράση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βασική αναφορά της λαϊκομετωπικής στρατηγικής δεν είναι οι εργαζόμενες τάξεις αλλά ο λαός. Η πολιτική παράδοση του λαϊκού μετώπου συνοδεύεται από μια ορισμένη αντίληψη για το σχεδιασμό των μελλοντικών πολιτικών αγώνων, η οποία έχει γίνει γνωστή με το όνομα της θεωρίας των σταδίων: το πολιτικό σχέδιο περιγράφεται σε διαδοχικά στάδια, όπου κάθε στάδιο περιλαμβάνει έναν στόχο, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν και τις συμμαχίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξή του.
Η δεύτερη στρατηγική προέρχεται από τη μεγάλη άνοδο του εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος της περιόδου 1960-1980 και τη μαρξιστική θεωρητική επανάσταση που τη συνόδευε (και μέσω αυτής αναφέρεται στο 1917 και τον μπολσεβικισμό). Είναι μια στρατηγική ταξικής σύγκρουσης που βασίζεται στην εκτίμηση ότι η κύρια αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας είναι μεταξύ του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας (στο οποίο περιλαμβάνονται εκτός από την αστική τάξη, με όλες τις μερίδες της, και οι σύμμαχοί της, που είναι άλλες τάξεις, μερίδες τάξεων και κοινωνικών ομάδων) από τη μια μεριά, και των υποτελών κοινωνικών τάξεων ή κοινωνικών ομάδων από την άλλη. Η στρατηγική της ταξικής σύγκρουσης αποδίδει μεγάλη σημασία στο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, στις αλλαγές της οργάνωσης της εργασίας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων σε κατεύθυνση που προαναγγέλλει το σοσιαλισμό, και κατανοεί την οικονομική μεγέθυνση μόνο σε συνάρτηση και υπό την πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών σχέσεων που τη συνοδεύουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η βασική αναφορά της ταξικής στρατηγικής δεν είναι ο λαός αλλά οι εργαζόμενες τάξεις.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι κάθε μία από αυτές τις δύο πολιτικές παραδόσεις βλέπει μόνο μία πλευρά της πραγματικότητας: Η πολιτική παράδοση του λαϊκού μετώπου δεν αγνοεί την ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων, και όλοι γνωρίζουμε καλά ότι οι σύντροφοι που ακολουθούν αυτή την παράδοση είναι ταξικοί αγωνιστές. Ούτε η πολιτική παράδοση της ταξικής σύγκρουσης αγνοεί την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτός αρθρώνεται με το μπλοκ εξουσίας. Αυτό είναι τόσο προφανές, που όλοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν (περιλαμβανόμενου και του Δ. Μπελαντή). Η διαφοροποίηση των δύο πολιτικών παραδόσεων δεν προέρχεται λοιπόν από ένα είδος πολιτικής ανοησίας όπου η μία ή η άλλη πλευρά θα έκλεινε τα μάτια σε μια ορισμένη πλευρά της πραγματικότητας. Η σύνθεση του ταξικού και του εθνικού που προτείνει ο Δ. Μπελαντής δεν έχει νόημα διότι ήδη κάθε πλευρά έχει πραγματοποιήσει μια τέτοια σύνθεση, με τους δικούς της όρους και τις έννοιες που χρησιμοποιεί.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο πολιτικών παραδόσεων προέρχεται από την ιεράρχηση που κάνει μεταξύ ταξικού και εθνικού, προέρχεται από αυτό που κάθε πλευρά κατανοεί ως κύρια αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας, διότι η απάντηση στην ερώτηση «ποια είναι η κύρια αντίθεση» καθορίζει ποιες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες επιδιώκεις να συγκροτήσεις. Εάν η κύρια αντίθεση είναι μεταξύ του λαού και του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων συμμάχων του, τότε πρέπει να απευθυνθούμε στην κοινωνική πλειοψηφία που περιλαμβάνει ολόκληρο το λαό, από τον οποίο εξαιρείται η ολιγαρχία, το μεγάλο κεφαλαίο και οι υπηρέτες του. Σε αυτή την προοπτική, η επιδιωκόμενη κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει την παλαιά μικροαστική τάξη, τους ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τους μικρούς εμπόρους που η μνημονιακή πολιτική τούς απειλεί με χρεοκοπία και άλλα μικροαστικά στρώματα. Εάν, αντιθέτως, η κύρια αντίθεση είναι το κοινωνικό μπλοκ εξουσίας του κεφαλαίου εναντίον των υποτελών κοινωνικών τάξεων, τότε η επιδιωκόμενη συμμαχία δεν μπορεί να περιλαμβάνει τα μικρά και μεσαία αφεντικά (όχι ως άτομα, διότι πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, αλλά ως κοινωνική τάξη). Ούτε μπορούμε να εκπροσωπήσουμε όσους περιμένουν αυξήσεις των μισθών τους και τους εργοδότες τους ταυτόχρονα, όσους παραμένουν απλήρωτοι και όσους δεν τους πληρώνουν.
Παραδείγματος χάριν, στην αντίληψη του λαϊκού μετώπου, το κόστος της μετάβασης σε εθνικό νόμισμα πρέπει να το επιμεριστεί όλος ο λαός, όλες οι κοινωνικές τάξεις μαζί με το κεφάλαιο, ακόμη και αν υπάρξει μια μικρή μεροληψία υπέρ των εργαζομένων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δ. Μπελαντής «Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το λιγότερο που μπορεί και πρέπει να ζητά ένα κόμμα με ηγεμονία της μισθωτής εργασίας είναι η προστασία τουλάχιστον του εργατικού εισοδήματος από μια πιθανή υποτίμηση του νομίσματος (π.χ. ΑΤΑ) (…). Επίσης, πρέπει να τίθεται ζήτημα αξιοπρεπών εργατικών εισοδηματικών αυξήσεων», συνεχίζει ο Δ. Μπελαντής, «αλλά και δεν μπορεί ταυτόχρονα να υποτιμάται ότι μια χώρα σε σύγκρουση με το ιμπεριαλιστικό πλέγμα θα είναι μια χώρα σε στενό οικονομικό περιορισμό και δυσκολία. Σε αυτό το πλαίσιο, τη ζημιά πρέπει κυρίως να την υποστεί το κεφάλαιο και όχι η εργασία, αλλά όλες οι κοινωνικές δυνάμεις θα συμπιεστούν για μια πρώτη περίοδο». Αντιθέτως, στην αντίληψη της ταξικής σύγκρουσης, η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα πρέπει να συνοδεύεται από μια μεγάλη αντίστροφη αναδιανομή του εισοδήματος από την οποία θα ωφεληθούν αμέσως και σε μεγάλο βαθμό οι εργαζόμενες τάξεις και αναπόφευκτα θα μειωθεί το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων, το οποίο σήμερα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Εάν με αυτούς τους νέους όρους διανομής του προϊόντος δεν θέλουν ή δεν μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους κάποιες επιχειρήσεις, ας περάσουν στα χέρια των εργαζομένων με νομική υποστήριξη του εγχειρήματος της αυτοδιαχείρισης από την κεντρική κυβέρνηση. Στην αντίληψη του λαϊκού μετώπου, αντιθέτως, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα εμφανίζεται ως ένα πρώτο στάδιο κατά το οποίο θα διασφαλιστούν περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού) έναντι του ιμπεριαλισμού, και κατά το οποίο οι ταξικοί αγώνες λαμβάνονται υπόψη στην αμυντική μορφή τους (με «αξιοπρεπείς εργατικές εισοδηματικές αυξήσεις», κατά την έκφραση του Δ. Μπελαντή), ενώ η επίθεση ενάντια στον καπιταλισμό απωθείται σε μεταγενέστερο στάδιο.
Στην αντίληψη της ταξικής σύγκρουσης, αντιθέτως, η επίθεση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οφείλει να είναι συνεχής, εδώ και τώρα, από όπου απορρέει και η ιδέα του μεταβατικού προγράμματος: Το μεταβατικό πρόγραμμα, με τη λενινιστική έννοια του όρου, θα είναι ένα πρόγραμμα αποτελούμενο από στόχους, μέτρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών, που θα συνδέονται με απώτερους αντικαπιταλιστικούς στρατηγικούς στόχους και θα θέτουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξή τους καθώς η ίδια η πείρα του νέου, δυνητικού κοινωνικού μπλοκ εξουσίας των υποτελών τάξεων θα δείχνει ότι η ρήξη σήμερα με την Eυρωζώνη και αύριο με το σύστημα είναι αναγκαία για να μη ζήσουμε σαν δούλοι. Πρόκειται για πρόγραμμα του οποίου τα συστατικά στοιχεία θα προαναγγέλλουν το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική.
Είναι προφανές ότι οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να συντεθούν σε ενιαία αντίληψη (όπως προτείνει ο Δ. Μπελαντής). Σε τελευταία ανάλυση ανάγονται στην εξής θεμελιώδη διαφορά: ότι για τους μεν ο σοσιαλισμός είναι ένα μελλοντικό στάδιο της κοινωνίας ενώ για τους δε είναι μια τάση ενύπαρκτη στον καπιταλισμό, επομένως ήδη παρούσα με διάφορες μορφές στη σημερινή κοινωνία, και τις οποίες συνεχώς θα πρέπει να εντοπίζουμε και να ενισχύουμε, να τους δίνουμε χώρο και διάρκεια.
3. Νομισματικές αυταπάτες
Θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική έξοδος από την Ευρωζώνη, ισχυρίζεται ο Δ. Μπελαντής, αν κάποια υπαρκτή μερίδα του αστισμού το επεδίωκε. Λάθος: Θα μπορούσε να υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική έξοδος και με αριστερή κυβέρνηση εάν αυτή νόμιζε ότι η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για να βγούμε από το μνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας, εάν δηλαδή δεν συνόδευε τη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα με ένα αριστερό μακροοικονομικό σχέδιο. Η ιδέα ότι το νόμισμα και η υποτίμηση της συναλλαγματικής του ισοτιμίας μπορεί να είναι για εμάς κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο των κοινωνικών αγώνων είναι λανθασμένη. Στο τέλος των αλλαγών που ενεργοποιεί μια νομισματική υποτίμηση, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας μπορεί να έχει αυξηθεί ή να έχει μειωθεί, διότι υπάρχουν παράγοντες που ενεργοποιούνται από την υποτίμηση του νομίσματος και έχουν αντίθετα αποτελέσματα επί των μισθών. Τίποτα δεν υπάρχει στο οικονομικό σύστημα, στους νόμους που το διέπουν, που να προκαθορίζει ποια από τις δύο επιπτώσεις θα είναι η ισχυρότερη. Αυτό ισχύει επειδή η λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος ενσωματώνει μιαν αρχή ριζικής αβεβαιότητας που είναι ο βασικός κοινωνικός ανταγωνισμός κεφαλαίου - εργασίας. Αυτός αποφασίζει τελικά εάν θα αυξηθεί το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ή εάν θα μειωθεί μετά από μια νομισματική υποτίμηση. Με άλλα λόγια, αποφασίζει το σχετικό βάρος που ρίχνουν οι δύο ανταγωνιστικές πλευρές, το κεφάλαιο και η εργασία, στη ζυγαριά του συσχετισμού δυνάμεων. Αυτό δεν είναι μια πολιτική εκτίμηση, είναι ο αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η καπιταλιστική οικονομία -τόσο αντικειμενικός, που μπορείς να τον γράψεις στον πίνακα υπό τη μορφή εξισώσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμες με βάση τις πολιτικές προτιμήσεις κάποιου. Για αυτούς τους λόγους, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα έχει το ταξικό πρόσημο που έχουν τα μέτρα τα οποία τη συνοδεύουν και εν συνεχεία το πολιτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται. Αυτά λέγοντας δεν υποβαθμίζει κανείς τη σημασία του νομίσματος, όπως ισχυρίζεται ο Δ. Μπελαντής, απλώς δεν πάει σε ραντεβού στα τυφλά.
4. Τι είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση;
Δεν μπορούμε να μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς να έχουμε στο νου μας και να εντάσσουμε στην πολιτική μας τις κοινωνικές σχέσεις: τις μορφές ιδιοκτησίας υπό τις οποίες θα μπορεί να διεξάγεται η παραγωγική δραστηριότητα, έναν κανόνα για την πρωτογενή διανομή του εισοδήματος (δηλαδή έναν κανόνα για την αναλογία κατά την οποία τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής θα μοιράζονται στα κέρδη και στους μισθούς), έναν κανόνα για τη διάθεση του πλεονάσματος της παραγωγής (πόσα κέρδη μπορεί να ιδιοποιείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας; πόσο υψηλοί να είναι οι φόροι επί των κερδών; πώς θα αυξηθεί το τμήμα του κέρδους που επενδύεται;), έναν κανόνα για τη δευτερογενή διανομή του εισοδήματος (φύση, μέγεθος και χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους). Επίσης, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να νοείται χωρίς το θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και των αγορών εργασίας, διότι αυτές οι δύο διαφορετικές βαθμίδες της οικονομίας βρίσκονται σε αλληλεπίδραση.
Για αυτούς τους λόγους, είναι λανθασμένη η παραδοσιακή αντίληψη (την οποία παρουσιάζει και ο Δ. Μπελαντής στην κριτική του) ότι στη μεταβατική περίοδο θα υπάρχουν δίπλα-δίπλα ένα καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας και ένας άλλος τομέας, κοινωνικός, αυτοδιαχειριστικός, παραγωγής κοινωνικών αγαθών, με δυο λόγια ένας σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας. Εάν η παραγωγική ανασυγκρότηση έχει τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα είναι μια διαδικασία που θα διαπερνάει το σύνολο του παραγωγικού συστήματος, ακόμη και αυτό που θα παραμένει (εξ ανάγκης) υπό καπιταλιστική ιδιοκτησία και διεύθυνση. Αλλιώς θα είχαμε θέσει τις προϋποθέσεις για μια παταγώδη αποτυχία.
5. Κριτική και διάλογος, αλλά για ποιο λόγο;
Το ζήτημα τώρα δεν είναι να συζητήσουμε ποια από τις δύο αυτές στρατηγικές που κληρονομήσαμε από την κοινή μας πολιτική παράδοση της Αριστεράς είναι η σωστή. Ούτε είναι το ζήτημα να εξηγηθούμε για το θέμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτά θα τα συζητούσαμε εάν επρόκειτο να τραβήξει καθένας το μοναχικό δρόμο του. Εδώ όμως πρέπει να υπάρξει μια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει εφικτό, με δεδομένη την αδυναμία σύνθεσης των θεμελιωδών διαφορών μας, να βαδίζουμε ξεχωριστά αλλά να χτυπάμε μαζί, σε ενιαίο μέτωπο. Να συζητήσουμε τι είδους μέτωπο χρειαζόμαστε, με ποιο οργανωτικό σχήμα, ποιες προϋποθέσεις συμμετοχής, και το κυριότερο, με ποιο κοινό πρόγραμμα, ώστε να μη μείνει έξω από το μέτωπο ούτε μία από τις αντιμνημονιακές πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς.