Έχει γράψει ο Λέων Τρότσκυ για την τέχνη ότι μπορεί να παίξει διπλό ρόλο για την κοινωνία: αυτόν του καθρέφτη αλλά και αυτόν του σφυριού. Θέλει με αυτό να πει ότι η τέχνη έχει τη δυνατότητα από τη μια να αντανακλά την κίνηση μιας κοινωνίας και από την άλλη να σφυρηλατεί συνειδήσεις μέσα της.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ένα τέτοιο εργαλείο πέφτει στα λάθος χέρια? Η απότομη «καλλιτεχνική στροφή» του Μεταξουργείου-Κεραμεικού θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα προς εξέταση.
Πριν την κατάληψη της περιοχής από τους hipster και «καλλιτεχνικής» φύσης χρήστες της, την είχε ανακαλύψει πρώτος κάποιος άλλος: ο νεαρός επιχειρηματίας-επενδυτής Ιάσων Τσάκωνας.
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω. Στην περιοχή του Μεταξουργείου, κατά τη συγκρότηση της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, συναντούσε κανείς κυρίως χωράφια και αμπελώνες. Το 1852 η εταιρεία ΒΡΑΜΠΕ αγοράζει ημιτελές συγκρότημα που αρχικά προοριζόταν για εμπορικό κέντρο και το μετατρέπει σε μεταξουργείο. Μετά από 7 χρόνια εγκαθίσταται στην περιοχή και εργοστάσιο φωταερίου (γκαζιού), ενώ σταδιακά αναπτύσσονται και άλλες χρήσεις, όπως μικρά εργαστήρια, αλλά και κατοικίες. Κατά τις δεκαετίες ‘70-’80, πολλοί πιο εύποροι κάτοικοι φεύγουν από την περιοχή και μεταφέρονται στα προάστια. Έτσι, η κατοικία σταδιακά εγκαταλείπεται και τη θέση της παίρνουν συνεργεία, βιοτεχνίες, αποθήκες και οίκοι ανοχής. Η ζωντάνια της περιοχής βέβαια διατηρείται, διότι πολλοί μετανάστες, εσωτερικοί και στη συνέχεια
και από άλλες χώρες, εισρέουν στην περιοχή, φαινόμενο το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η εικόνα αυτή αλλάζει δραματικά με το διωγμό των βιοτεχνιών με προεδρικό διάταγμα τη δεκαετία του ‘90, ενώ τη δεκαετία του 2000 ξεκινούν ουσιαστικά τα σχέδια «αναβάθμισης».
Κι εδώ είναι που κολλάει ο Ιάσων Τσάκωνας και το «όραμά» του για την περιοχή του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού. Στη θέση της σημερινής «επικίνδυνης» και γεμάτης εγκληματικότητα γειτονιάς φαντάζεται μια κατά τον ίδιο πρότυπη γειτονιά, η οποία σαφώς απευθύνεται και σε πολύ διαφορετικούς χρήστες από τους σημερινούς. Συγκεκριμένα, εκεί που σήμερα λειτουργούν οίκοι ανοχής και κατοικούν μετανάστες σκοπεύει να δημιουργήσει ιδιωτικές φοιτητικές εστίες, πολυτελή lofts, serviced studios και χώρους καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Μάλιστα, σκοπεύει να αντικαταστήσει τους σημερινούς κατοίκους της περιοχής και την καθημερινότητά τους στη γειτονιά με (σύμφωνα με λεγόμενα του ιδίου) αρχιτέκτονες, γραφίστες, σχεδιαστές μόδας και άλλα τέτοια εξίσου hipster υποκουλτούρας άτομα που θα ταιριάζουν στο concept. Για να το πετύχει αυτό, έχει
ήδη αγοράσει πάνω από 65 κτίρια -μεταξύ των οποίων κάποια διατηρητέα και κάποιες εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες- και άκτιστα οικόπεδα.
Πριν το όνειρό του γίνει πραγματικότητα, μας δίνει μια μικρή γεύση του τι ακριβώς θα συμβεί. Διοργανώνει καλλιτεχνική έκθεση παράλληλη με την Athens Biennale, ονόματι Remap, η οποία στεγάζεται στα εν λόγω ακίνητα. Σύγχρονη τέχνη δίπλα σε εικόνες γυναικείων κολαστηρίων, εξαθλίωσης, αλλά και πολυπολι-
τισμικότητας, οι οποίες με ένα τρόπο επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως ένα κομμάτι της έκθεσης, ώστε να ικανοποιείται η ανάγκη του φιλοθεάμονος κοινού για το «εναλλακτικό» και το underground. (Με παρόμοιο τρόπο αξιοποιήθηκαν και αφομοιώθηκαν εικόνες αντίδρασης και αντίστασης, όπως βόμβες μολότοφ και τράπεζες, από το διαφημιστικό σποτ της Athens Biennale το 2011). Οι εκθεσιακοί χώροι, βέβαια, δε διατέθηκαν αναίμακτα. Πολλοί από αυτούς αποτελούσαν κατοικίες μεταναστών, οι οποίοι και διώχθηκαν με τη βία, είτε με το κόψιμο του ρεύματος και του νερού είτε με την παρέμβαση των δυνάμεων καταστολής.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως η τέχνη μόνο ανεξάρτητη και υπεράνω συμφερόντων δεν είναι, αντίθετα με τους ισχυρισμούς πολλών. Η τέχνη είναι καταδικασμένη από τη φύση της να στρατεύεται. Να στρατεύεται με τους εσωστρεφείς ή με τους αγωνιστές, με τους καταπιεστές ή με τους καταπιεζόμενους. Στο δικό μας παράδειγμα, η τέχνη στρατεύεται με τη μεριά του κέρδους που πατάει πάνω σε ζωές πραγματικών ανθρώπων, προβάλλοντας ως ιδανικό αυτό που «πουλάει», για να χτίσει άλλη μια εστία αναπαραγωγής του εαυτού του. Λειτουργεί ως το μέσο για να επιβληθεί μια ιδεολογία που δε χωρά τα συμφέροντα των ταξικά αδυνάτων ή όσων δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα που η ίδια θέτει. Μια ιδεολογία που εν τέλει αναπαράγει το φόβο και τη μισαλλοδοξία, που εν τέλει είναι και αυτή που τρέφει τα χειρότερα αντανακλαστικά των κοινωνιών και μαζί το φασισμό.
Δεν μπορούμε να έχουμε αυταπάτες: καμία τέχνη δεν υπηρέτησε ποτέ μόνο τον εαυτό της. Μέσα στον πόλεμο που διεξάγεται ολόκληρους αιώνες από τους ισχυρούς προς τους αδύναμους αυτού του κόσμου, οφείλουμε να επιλέξουμε στρατόπεδο, αλλά και να αντιτάξουμε εκείνη την τέχνη που γεννιέται μέσα στους κόλπους της αντίστασης και μάχεται στον αγώνα για να πάρουμε πίσω όλα όσα μας ανήκουν.