Να επιζήσουμε από δω και στο εξής «με παξιμάδι και ελιά» μας κάλεσε προ ημερών ο συμπαθής τραγουδοποιός. Και, αν η ελιά παραπέμπει σε κείνο το αλήστου μνήμης σύνθημα της παλιάς καλής εθνικοφροσύνης («Ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά»), το παξιμάδι παραπέμπει προφανώς στην πασίγνωστη λαϊκή έκφραση, την οποία εύκολα μαντεύει ο αναγνώστης.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα: Γιατί, αν ο συμπαθής τραγουδοποιός μας επιτρέπει τουλάχιστον να φυτοζωούμε με παξιμάδι και ελιά, ο διακεκριμένος συγγραφέας έχει ήδη εκδώσει μιαν άλλη, βαρύτερη ετυμηγορία: Οφείλουμε, ως λαός, να εξαφανιστούμε από προσώπου γης.
«Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. […] Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου. Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα», αποφαίνεται ο διακεκριμένος συγγραφέας. Και συνεχίζει: «Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός εσωτερικώς κατεστραμμένος, που όλη του η άλλοτε, χαμένη σ' ένα χαμένο παρελθόν δημιουργικότητα επιδίδεται πλέον αποκλειστικά και μόνο σε καταστροφές. Είναι ένας λαός καταστροφικός, ένας λαός καταστροφέας που, ως τέτοιος, αντιστρέφει διαστροφικά τον λόγο υπάρξεως κάθε λαού: την κατοχύρωση της συνέχειάς του».
Η ενοχή του λαού δεν τεκμηριώνεται. Θεωρείται πρόδηλη, αυταπόδεικτη. Τόσο πρόδηλη και τόσο αυταπόδεικτη, ώστε κάθε τεκμηρίωση να περιττεύει. Το μοναδικό πραγματολογικό πειστήριο που προσκομίζεται είναι η υποτιθέμενη χυδαιότητα αυτού του λαού, όταν καλείται να επιλέξει τους ηγέτες του. «Έτσι θριάμβευσε ο Χίτλερ», αποφαίνεται από καθέδρας ο διακεκριμένος συγγραφέας, χωρίς να πτοείται από ένα τόσο κραυγαλέο άλμα στον ιστορικό χώρο και χρόνο. Για τις πραγματικές συνθήκες και τα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν τον Χίτλερ στην καγκελαρία, ούτε λόγος να γίνεται βέβαια. Το μόνο που δείχνει να τον απασχολεί είναι «[μ]ια δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων», χωρίς καν να ορρωδεί προ του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τον ίδιο πάντοτε, «θα πάρουν τα σκάγια αδιακρίτως όλους», δικαίους και αδίκους.
Ας μη σχολιάσουμε ποιοι είναι κατά τον εκλεκτό μας συγγραφέα οι δίκαιοι και ποιοι οι άδικοι. Ας σταθούμε στο ότι, πίσω από ένα τέτοιο ξέσπασμα ιερής αγανάκτησης, μετά βίας κρύβεται η δυσφορία για το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται ποιο θα έπρεπε να είναι το επιθυμητό –κατά τον συγγραφέα μας πάντοτε– αποτέλεσμα, αν και μπορούμε να κάνουμε κάποιες βάσιμες υποθέσεις, κρίνοντας από το ότι το κείμενο εστάλη προς δημοσίευση σε κείνο το προπύργιο ποιοτικής δημοσιογραφίας, που ονομάζεται Lifo.
Θα ήταν στ’ αλήθεια εύκολο –όσο και δίκαιο– να προσπεράσουμε χωρίς κανέναν σχολιασμό και χωρίς δεύτερη σκέψη το εν λόγω πόνημα του διακεκριμένου συγγραφέα. Άλλωστε, προς μεγάλη του απογοήτευση, το πόνημά του δε μπορεί πλέον να λειτουργήσει ούτε καν ως πρόκληση. Δεν είναι μόνο το ότι η ρητορική περί του «ένοχου λαού» αποτελεί κοινό τόπο ήδη από την αρχή της κρίσης κι αναπαράγεται εδώ και χρόνια ad nauseam από τα καθεστωτικά μέσα και τους οργανικούς διανοούμενους της μνημονιακής απολογητικής. Το χειρότερο για τον κ. Δημήτρη Δημητριάδη –γιατί αυτός είναι ο διακεκριμένος συγγραφέας– είναι ότι, στην προσπάθειά του να μεταχειριστεί έναν «προφητικό» τόνο, λησμόνησε ότι και σ’ αυτό έρχεται δεύτερος και καταϊδρωμένος. Ο κ. Χρίστος Γιανναράς δημοσίευσε τις δικές του ιερεμιάδες («Finis Graeciae») ήδη από το 1986, έχοντας μάλιστα απέναντι στον κ. Δημητριάδη το προτέρημα να είναι περιγραφικότερος («Φταίει ο συνδικαλισμός»), ριζοσπαστικότερος («Φταίει η Επανάσταση του 1821»), αλλά και φαιδρότερος («Φταίει το μονοτονικό»).
Επιλέγοντας να υιοθετήσει κάτι από το ύφος των μεγάλων προφητών του αρχαίου Ισραήλ, ο κ. Δημητριάδης –όπως και ο κ. Γιανναράς πριν απ’ αυτόν– στην πραγματικότητα επιδιώκει να άρει τον εαυτό του πάνω από τον χυδαίο λαό και τα εξίσου χυδαία ιστορικά συμβεβηκότα και να μιλήσει από τη σκοπιά του Απόλυτου. Του δικού του Απόλυτου, φυσικά. Μολονότι έχουμε κάθε δικαίωμα ν’ αφήσουμε εντελώς ασχολίαστη την περιφρόνηση του κ. Δημητριάδη προς τον χυδαίο λαό, θα είχε ωστόσο κάποιο ενδιαφέρον να σχολιάσουμε ποιος είναι ο τόπος από τον οποίο εκδίδει (εν ονόματι του Απολύτου, βεβαίως) την καταδικαστική ετυμηγορία του.
Ο τόπος, πάνω στον οποίο στέκονται οι αρχαίοι προφήτες του ισραηλιτικού λαού κι απ’ τον οποίο εκφωνούν το κήρυγμά τους, είναι η απόλυτη υπερβατικότητα του Γιαχβέ και η απόλυτη αγιότητα του Νόμου. Είναι ο τρόμος μπροστά το συγκλονιστικό γεγονός ότι ο ανεικόνιστος και αδιανόητος Δημιουργός του ουρανού και της γης επέλεξε ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα νομαδικών πληθυσμών και τους εκάλεσε κυριαρχικά να γίνουν ο Ισραήλ, ο περιούσιος λαός. «Θα είστε ο λαός μου, θα είμαι ο Θεός σας και θα τηρήσετε τις εντολές μου». Αυτή είναι η Διαθήκη του Γιαχβέ προς τον Ισραήλ και αυτήν τη Διαθήκη επικαλούνται οι προφήτες.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οποιοσδήποτε επιλέγει να μιμηθεί τον τρόπο των προφητών, δε μπορεί παρά να επικαλείται κι αυτός με τη σειρά του μια κάποια Διαθήκη. Η Διαθήκη που έχει στο μυαλό του ο κ. Δημητριάδης είναι σαφής και ρητά κατονομαζόμενη: «Να κατοχυρώσετε τη συνέχειά σας». Μολονότι δε λέγεται ρητά, υπονοείται μετ’ επιτάσεως και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η προς κατοχύρωση συνέχεια δε μπορεί παρά να αναφέρεται στους Αρχαίους Έλληνες. «Να χτίζετε Παρθενώνες» λοιπόν. Και, ακριβώς επειδή δε χτίζουμε Παρθενώνες, ο διακεκριμένος συγγραφέας ρίχνει πάνω μας βαριά κατάρα ν’ απολεσθούμε συλλήβδην εν στόματι ρομφαίας, μη δείχνοντας καν την ευσπλαχνία του Γιαχβέ, που ήταν πρόθυμος να σώσει τα Σόδομα, αν υπήρχαν εκεί πέντε δίκαιοι όλοι κι όλοι.
Έστω και ως μελλοθάνατοι όμως, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να μάθουμε ποιος είναι στην περίπτωσή μας ο Γιαχβέ, που μας εκάλεσε να γίνουμε ο περιούσιος λαός και μας έδωσε την εντολή «Θα είστε οι Αρχαίοι Έλληνες». Με άλλα λόγια, έχουμε δικαίωμα να μάθουμε ποιο είναι το Απόλυτο, εξ ονόματος του οποίου θέλει να ομιλεί ο κ. Δημητριάδης. Και η απάντηση είναι απλή. Την υπαινίσσεται και ο ίδιος ο συγγραφέας μας, όταν –κάνοντας μια αξιοσημείωτη εξαίρεση– κατεβαίνει από τον υπερουράνιο τόπο του και μιλάει για δάνεια και για χρέος.
Ο Γιαχβέ λοιπόν του συγγραφέα μας δεν είναι παρά «η Ευρώπη». Όχι πια η καλόβολη Ευρώπη του αφελούς ρομαντικού Fauriel, που ήθελε να βλέπει, εν έτει 1824, την αρβανίτικη φουστανέλα ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής χλαμύδας και τους κλεφταρματωλούς ως επιβίωση των ομηρικών ηρώων. Τώρα πια πρόκειται για την (όχι και τόσο καλόβολη) Ευρώπη των διεθνοποιημένων χρηματαγορών και των υπερεθνικών θεσμών, την οποία ενσαρκώνουν οι γκρίζοι γραφειοκράτες της Φρανκφούρτης και των Βρυξελλών. Μια Ευρώπη που μοιάζει να έχει στηθεί ως καρικατούρα του Γιαχβέ: Απρόσιτη, ανεικόνιστη, αδιανόητη. Και βεβαίως κυριαρχική.
Αυτής της Ευρώπης είναι προφήτης ο κ. Δημητριάδης, όσο κι αν δε θέλει να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Μια τέτοια Ευρώπη όμως, ως καρικατούρα του Γιαχβέ, δε μπορεί παρά να βγάζει καρικατούρες προφητών. Γιατί, όποιος έχει έστω και μια στοιχειώδη εξοικείωση με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, γνωρίζει ότι ο Θεός των προφητών έχει την τάση να επιδεικνύει μια σκανδαλώδη μέριμνα υπέρ των αδυνάτων. Υπέρ της χήρας, του ορφανού, του μετοίκου. Υπέρ όλων εκείνων, απ’ τους οποίους οι ισχυροί αυτού του κόσμου παίρνουν την ελιά και το παξιμάδι. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι οι προφήτες του αρχαίου Ισραήλ, αν είχαν ζήσει πριν από μερικές δεκαετίες, θα είχαν κάνει το χατίρι του κ. Δημητριάδη και θα ’χαν πράγματι χτίσει Παρθενώνες. Στη Μακρόνησο.
*Σχόλιο για το κείμενο του Δ. Δημητριάδη, με τίτλο «Το βδέλυγμα»