Ο Νικόλ Κόλσον αρθρογραφεί για την εξέγερση ενάντια στη δολοφονία από την αστυνομία στην πόλη του Μιζούρι- και την επιλογή της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας να απαντήσουν διπλασιάζοντας τη βία. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στις 15 Αυγούστου.

Από τη στιγμή που ο 18χρονος Μάικλ Μπράουν πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από άγνωστο μέχρι στιγμής αστυνομικό στο Φέργκιουσον, στις 9 Αυγούστου,    η πλειοψηφούσα μαύρη κοινότητα σείεται από διαδηλώσεις ενάντια στο ρατσισμό ενός συστήματος που βλέπει τις ζωές των νέων μαύρων ως αναλώσιμες.Η απάντηση των αρχών ήταν να πλημμυρίσουν την πόλη με εκατοντάδες αστυνομικούς από δεκάδες πόλεις,  εξοπλισμένους...ειδικά για εξεγέρσεις, με φονικά όπλα,εκπαιδευμένα για επιθέσεις σκυλιά και οχήματα για τον «έλεγχο του πλήθους».

Οι διαδηλωτές ισχυρίζονται πως η «διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης» είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτονται οι μπάτσοι-οι εισβολείς λειτουργούν με σκόπιμα προκλητικό και επιθετικό τρόπο,οδηγώντας στην κλιμάκωση της βίας για αρκετές ακόμα νύχτες διαμαρτυρίας. Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης ((13/8),  αστυνομία πυροβολήσε και τραυμάτισε σοβαρά έναν άλλο νέο στο Φέργκιουσον, λίγο μετά την έκρηξη των διαδηλώσεων. (Σ.τ.μ. πλέον στο Μιζούρι υπάρχει και δεύτερος μαύρος νεκρός , 25χρονος, από σφαίρες αστυνομικών).

Η αστυνομία λέει πως κλήθηκε στην περιοχή μετά από αναφορές για άντρες που φορούσαν μάσκες του σκι και κρατούσαν καραμπίνες-όταν έφτασαν, το ανώνυμο θύμα τράβηξε πιστόλι, «αναγκάζοντάς τους» να  πυροβολήσουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως στο Φέργκιουσον, και εκατομμύρια σαν αυτούς σε όλη τη χώρα, δεν μπορούν παρά να είναι επιφυλακτικοί με τους ισχυρισμούς της αστυνομίας αυτή τη χρονική στιγμή.Μοιάζοντας πολύ περισσότερο με στρατό κατοχής παρά με οτιδήποτε άλλο, η μαζική αστυνομική  παρουσία ευθύνεται για τις εντάσεις και τη βία στο Φέργκιουσον, καταστέλλοντας βίαια τους διαδηλωτές για 4 μέρες και νύχτες, ακόμα και με δακρυγόνα και πλαστικές ή ξύλινες σφαίρες. Ο Στίβ Γουόλς ήταν ένας αθώος περαστικός. Την Τρίτη περπατούσε προς το σπίτι του όταν συνελήφθη σε μια επίθεση των αστυνομικών στους διαδηλωτές. Ο Γουόλς δήλωσε στη «Guardian» ότι τον χτύπησαν στο λαιμό με ξύλινη σφαίρα που προκάλεσε «ένα τραύμα σε μέγεθος νομίσματος, που αιμορραγούσε πίσω από το αριστερό αυτί του», συμπληρώνοντας «σχεδόν λιποθύμησα». Σύμφωνα με την Washington Post,οι συγκρούσεις δουλεύουν «ρολόι» - «όταν πέφτει ο ήλιος  τη νύχτα, όσοι παραμένουν στους σκοτεινούς δρόμους του Φέργκιουσον συναντιούνται με τη βαριά οπλισμένη αστυνομία, προσφέροντας μάχες και τραυματισμούς». Οι εικόνες από το Φέργκιουσον την Τετάρτη βράδυ έδειχναν ένα τεράστιο σύννεφο καπνού ή κάποιου αερίου πάνω από την πόλη. Άλλες έδειχναν αυτό που περιγραφόταν από διαδηλωτές σαν εμπρηστική συσκευή της αστυνομίας, που εκρήγνυτο στους δρόμους πετάγοντας μια βροχή από σπίθες. Ένας αρθρογράφος στη Jezebel περιέγραφε: «οι περαστικοί παρακολουθούσαν την αστυνομία να πυροβολεί με πλαστικές σφαίρες τα πλήθη των άοπλων πολιτών. Είδαμε να επιτίθεται η αστυνομία σε μια ομάδα ειρηνικών διαδηλωτών. Δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι αστυνομικοί τους ζητούσαν να κλείσουν τις κάμερες, γιατί δε θέλουν μάρτυρες».

Και ...όλα καλά. Ενώ η δικαστική εξουσία προσπαθεί να σπιλώσει τους διαδηλωτές ως βίαιους εγκληματίες , η κάμερα του CNNέπιασε ένα μπάτσο να βρίζει διαδηλωτές, αποκαλώντας τους «γαμημένα ζώα» .

Με μια δήλωση, η αστυνομία «παρακάλεσε» τους διαδηλωτές που ξαγρυπνάνε να διαδηλώνουν «μόνο στο φως της μέρας με οργανωμένο και ευγενικό τρόπο. Ζητάμε επίσης από όσους διαδηλώνουν να διαλύονται μόλις βραδιάζει για να εξασφαλίζουν την ασφάλεια των συμμετεχόντων και της κοινότητας.»

Αλλά το να βγάζει η αστυνομία διαλέξεις στους κατοίκους του Φέργκιουσον για την «ασφάλεια», αφού έχουν πυροβολήσει έναν άοπλο έφηβο και συμπεριφερθεί σε διαδηλωτές σαν να είναι ζώα είναι το άκρον άωτο της υποκρισίας. Οι μπάτσοι και οι κυβερνητικές αρχές που τους δίνουν εντολές δεν αξίζουν καμία «ευγένεια», και το  απέδειξαν οι πράξεις τους τις προηγούμενες μέρες ξανά και ξανά.

Η αστυνομία ακόμα δεν αποκαλύπτει το όνομα του δολοφόνου του Μ.Μπράουν, εξαιτίας των απειλών που μπορεί να δεχθεί. Αλλά δείχνουν πολύ χαρούμενοι όταν  μοιράζονται με τα ΜΜΕ τα ονόματα και τις φωτογραφίες όσων συνελήφθησαν τις προηγούμενες μέρες για υποτιθέμενο πλιάτσικο.Είναι η εντύπωση του ρατσισμού που βρίσκεται στον πυρήνα της έκρηξης του θυμού στην πόλη: ένας νέος άοπλος μαύρος έχασε τη ζωή του από έναν λευκό αστυνομικό του οποίου η ταυτότητα προστατεύται- ενώ μαύροι που κατηγορούνται για μη βίαια αδικήματα όπως η ληστεία σύρονται μέσα στη λάσπη και διαπομπεύονται στις βραδινές ειδήσεις.

Παρά την αστυνομική βία, οι διαδηλωτές καταγγέλουν ξανά και ξανά τα δυο μέτρα και σταθμά του αστυνομικού σώματος. Ένας νέος φώναξε σε αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της διάλυσης μιας ομάδας διαδηλωτών: «όλοι μου οι φίλοι έχουν σκοτωθεί.Δεν αντέχω άλλο!»

Την Τετάρτη (13/8) ο Antonio French—που έκανε κριτική σαν αυτόπτης μάρτυρας στην αστυνομία και τη βιντεοσκοπούσε τις προηγούμενες μέρες, συνελήφθη. Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες συλληψής του, αλλά είναι βέβαιο ότι πρόκειται για αντίποινα στην κριτική του στάση.

Ο φόβος των μπάτσων για ανεξάρτητες φωνές όπως του  French είναι κατανοητός- προσπαθούν με τον τρόπο τους να διασφαλίσουν ότι μόνο η δική τους εκδοχή της ιστορίας θα βγαίνει στη δημοσιότητα. Δημοσιογράφοι αναφέρουν την απαγόρευση της έλευσής τους στην πόλη, το ψέκασμά τους με δακρυγόνα ή απειλές από αστυνομικούς υπαλλήλους.

Η φίμωση της δημοσιογραφίας ενισχύεται από το γεγονός ότι η διοίκηση της Ομοσπονδιακής Αεροπορίας διακήρυξε μια «νεκρή ζώνη πτήσεων» για χαηλές πτήσεις στις 12/8, για να μην μπορεί να συγκεντρωθεί υλικό με αεροφωτογραφίες που αποτυπώνουν στιγμές από συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών.

Δημοσιογράφοι επίσης διώκονται από συνεντεύξεις τύπου, όπως ο Trymaine Lee στις 12/8. Την επομένη, δυο δημοσιογράφοι αμφισβήτησαν την τυχοδιωκτική τακτική της αστυνομίας και  βιντεοσκόπησαν μπάτσους επί τω έργω, δικαίωμα που προστατεύεται συνταγματικά. Συνελήφθησαν αμέσως.

Λειτούργησαν σαν στρατιωτική δύναμη, λέει ο  Chris Hayes. «...(ο αστυνομικός) χτύπησε το κεφάλι μου στη τζαμαρία καταστήματος και μετά ζήτησε συγγνώμη ειρωνικά». Οι δημοσιογράφοι συνελήφθησαν για παράνομη παραμονή στο McDonald's- αλλά οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να τους δώσουν το όνομα ή τον αριθμό της υπηρεσιακής ταυτότητάς τους.  

Οι κάτοικοι της πόλης δεν ξέρουν πότε θα λήξει η κατοχή. Αλλά μέχρι στιγμής, η αστυνομία παραδίδει μαθήματα απολυταρχισμού. Δε σχολίασαν καν τον ισχυρισμό του Ντόριαν Τζόνσον ότι αστυνομικοί αρνήθηκαν να του πάρουν κατάθεση, ως το πρόσωπο που στεκόταν πιο κοντά απ’ όλους στο Μ.Μπράουν όταν πυροβολήθηκε. «Δε θέλουν την αλήθεια, θέλουν απλά να δικαιολογήσουν αυτό που συνέβη», λέει ο δικηγόρος του.

Ο Ντ. Τζόνσον δήλωσε ότι κατανοεί την οργή των διαδηλωτών εναντίον της αστυνομίας. «Υπάρχουν δυο πλήθη: το μεγαλύτερο ηλικιακά, ζητά δικαιοσύνη. Το νεότερο, εκδίκηση. Και στα δύο πλήθη υπάρχει θυμός.»

Αλλά σύμφωνα με τον αρχηγό της αστυνομίας του Φέργκιουσον η «φασαρία» προκαλείται από «εξωτερικούς ταραξίες».

Η τακτική της διάσπασης των διαδηλωτών σε «καλούς» και «κακούς» , κατηγορώντας για τη βία και τις καταστροφές τους «εξωτερικούς ταραξίες» είναι δοκιμασμένη μέθοδος της αστυνομίας και του κράτους. Στην ιστορία των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα, οι διαμαρτυρίες για «ομάδες που ρέπουν προς τη βία» ήταν τμήμα του σχεδίου «διαίρει και βασίλευε», όπως εξηγούσε ο Keenga Yamahtta Taylor σε ένα άρθρο του στη Socialist Worker για τις εξεγέρσεις πόλεων (σ.τ.μ. του κινήματος των αφροαμερικάνων για τα δικαιώματά τους) τη δεκαετία του ’60:

«Οι εξεγέρσεις πλασάρονται ως το προβληματικό ξαδερφάκι των ειρηνικών μη βίαιων διαδηλωτών. Έτσι το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα εγκωμιάζεται καθολικά ως πετυχημένο για τη στρατηγική του έμφαση στη μη βία, ενώ οι εξεγέρσεις καταδικάζονται καθολικά για την έμφυτη βία τους. Επιπλέον, κατηγορούνται ότι αποξενώνουν τους λευκούς συμμάχους και υποστηρικτές».

Ένα κύριο άρθρο στους  New York Times editorial, γραμμένο λίγες μόνο βδομάδες μετά την εξέγερση του Ντιτρόιτ το 1967, εξηγούσε: «οι ταραχές, αντί να προωθούν το αίτημα  για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και εξάλειψη της φτώχειας, σε μεγάλο βαθμό έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα και αυξάνουν τις αφορμές για χρήση της αστυνομικής βίας και του ποινικού δικαίου».

 Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν επιβεβαιώθηκε από γκάλοπ που έγιναν 10 μέρες μετά κι έδειξαν τεράστιο βαθμό υποστήριξης της κοινωνίας στο αίτημα για κοινωνικά προγράμματα για τον περιορισμό των υλικών στερήσεων,  τις οποίες στερήσεις  πολλοί συσχέτιζαν με την έξαρση της βίας.

Σε δημοσκόπηση με τη συμμετοχή τόσο αφροαμερικανών όσο και λευκών,  ισχυρές πλειοψηφίες στήριζαν προγράμματα ενάντια στη φτώχεια. 69% τασσόταν υπέρ της υιοθέτησης κρατικού προγράμματος δημιουργίας θέσεων εργασίας κι 65% υπέρ της κατάργησης των γκέτο. 57% τασσόταν υπέρ της θέσπισης καλοκαιρινού προγράμματος κατασκηνώσεων για τη μαύρη νεολαία.

Οτι το Φέργκιουσον μετατράπηκε σε μια πυριδαποθήκη θυμού έτοιμη να εκραγεί δεν οφείλεται στους «εξωτερικούς ταραξίες» ούτε στο ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αφροαμερικανοί. Οφείλεται στο ρατσιστικό σύστημα, και περισσότερο στους φρουρούς του συστήματος, την αστυνομία, δηλαδή όσους ευθύνονται για τη δολοφονία του Μ.Μπράουν.

 Το Φέργκιουσον είναι μια κοινότητα όπου η στάμπα του ρατσισμού και της ανισότητας αποτυπώνεται σε κάθε πλευρά της ζωής –από την εργασία μέχρι τη στέγαση και ρο «κοινωνικό προφίλ».

Παλιότερα ήταν γνωστός προορισμός για τους μαύρους που πάσχιζαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη βία στο  St. Louis, καθώς δεν τους επιτρεπόταν να πλησιάσουν πιο «υψηλού επιπέδου» περιοχές. Αλλά όσο οι μαύροι μετακομίζανε προς το Φέργκιουσον, οι λευκοί άρχισαν να το εγκαταλείπουν, όπως αναφέρει ένα άρθρο των N.Y.Times:

“To 1980, η πόλη ήταν κατά 85% λευκή και 14% μαύρη. Το 2010 ήταν 29% λευκή και 69% μαύρη. Αλλά οι μαύροι δεν απέκτησαν μεγαλύτερη πολιτική δύναμη όσο ο αριθμός τους μεγάλωνε.  

Ο δήμαρχος και ο αρχηγός της αστυνομίας είναι λευκοί, όπως και τα 5 από τα 6 μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Το σχολικό διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από 6 λευκά μέλη και ένα από την Ισπανία. Πολλοί μαύροι κάτοικοι, καθώς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν περιουσία, μετακινούνται από διαμέρισμα σε διαμέρισμα...

Η ανισότητα γίνεται ακόμα πιο φανερή στο αστυνομικό τμήμα του Φέργκιουσον, όπου από τους 53 αστυνομικούς μόνο 3 είναι μαύροι.  Η λευκή αστυνομική πλειοψηφία σταματά για ελέγχους μαύρους κατοίκους σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τον πληθυσμό τους. Το 86% των ελέγχων της τροχαίας αφορούν  μαύρους, αλλά και το 93% των συλλήψεων που αφορούν αυτους τους ελέγχους.

Η μητέρα του Μ.Μπράουν δήλωσε με λυγμούς «Αν ο γιος μου δεν δει δικαιοσύνη, δε θέλουμε ειρήνη.» Γι αυτό η κατηγορία ότι οι άνθρωποι του Φέργκιουσον έχουν αρχίσει να αναμιγνύονται ανεξέλεγκτα σε ‘ταραχές’ και ‘πλιάτσικο’, μετά το θάνατο του νεαρού,   είναι τόσο κατακριτέα.

Η πιο μεγάλη καταστροφή περιουσίας έγινε σε ένα κατάστημα Quik Trip , που πυρπολήθηκε και γράφτηκαν συνθήματα κατά της αστυνομίας.  Το πλήθος ξέσπασε στο συγκεκριμένο κατάστημα όταν έγινε γνωστό ότι κάποιος υπάλληλος του καταστήματος πήρε τηλέφωνο την αστυνομία για υποτιθέμενη περίπτωση ληστείας, που ήταν και το πρόσχημα του αστυνομικού να σταματήσει τον Μ.Μπράουν. Άλλοι στόχοι των διαδηλωτών περιλάμβαναν ένα Walmart και ένα τραπεζικό κατάστημα- δηλαδή σύμβολα της φτώχειας και της εκμετάλλευσης σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά. 

Ίσως συνειδητοποιώντας ότι η παρουσία βαριά οπλισμένων μπάτσων απλά έριξε λάδι στη φωτιά, έκανε τον κυβερνήτη του Μιζούρι Τζέι Νίξον να ανακοινώσει την Τετάρτη (13/8) ότι θα απέσυρε τις αστυνομικές δυνάμεις του  St. Louis από το Φέργκιουσον.

Είναι δύσκολο να κάνουν κάτι πιο εξοργιστικό απ’ όσα έχουν κάνει ήδη ως τώρα πολιτικοί και αστυνομία στο λαό του Φέργκιουσον. Αλλά όσο «ηπιότερη» και να γίνει η αστυνομική επιβολή , ο άγρια χαρακτήρας των διαδηλώσεων δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι μια οξυμένη αντίδραση στην έλλειψη δικαιοσύνης, που δεν αφορά μόνο το Μ.Μπράουν, αλλά και το θάνατο του Τζον Κρόφορντ, 22χρονου μαύρου που δολοφονήθηκε από την αστυνομία σε Walmart στο Beavercreek του Ohiο επειδή ...κρατούσε παιδικό πιστόλι.  Το θάνατο του Έζελ Φορντ, 25χρονου μαύρου που σκοτώθηκε από αστυνομικούς στο Λος Άντζελες ενώ βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο, χωρίς να αντιστέκεται. Το θάνατο του Έρικ Γκάρνερ, ενός 43χρονου μαύρου που στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου από αστυνομικούς σε ένα πεζοδρόμιο της Νέας Υόρκης. Το θάνατο του Ντέιντ Πάρκερ, ενός 36χρονου που χτυπήθηκε με ηλεκτροπληξία (τέιζερ) μέχρι θανάτου στην Καλιφόρνια.

Είναι μόνο κάποια από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ψυχών μαύρων ανθρώπων που κλάπηκαν από αστυνομικές δολοφονίες. Και πίσω από τις δολοφονίες, βρίσκονται αναρίθμητες ζωές αντρών και γυναικών που στέκονται απέναντι από ένα άδικο σύστημα , ένα σύστημα ρατσιστικό μέχρι το μεδούλι.

Και ποια είναι η απάντηση του πρώτου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ σε αυτή την ομοβροντία δολοφονιών μαύρων? Σχεδόν η απόλυτη σιωπή.

Ο πρόεδρος εξέφρασε τα συλληπητήριά του, αποκαλώντας τη δολοφονία του νεαρού «σπαραξικάρδια». Αλλά όταν τα δακρυγόνα και οι πλαστικές σφαίρες χτυπούσαν τους διαδηλωτές και η «ειδική αστυνομία» όργωνε το Φέργκιουσον το βράδυ της Τετάρτης, η γραμματέας της αναπληρώτριας Εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου έγραψε στο Τουίτερ από τον τόπο διακοπών του Προέδρου:  «έρχονται προσεχώς τα νέα από τη βραδινή συγκέντρωση- αποκάλυψη: ήταν μια ωραία βραδιά και είχε απ’ όλα».

Η αδυναμία του Ομπάμα να πάρει μια ουσιαστική πολιτική πρωτοβουλία στο επείγον ζήτημα καταπολέμησης του ρατσισμού είναι ακριβώς γιατί είναι αφοσιωμένος στο καθήκον αναπαραγωγής του συστήματος που γεννάει το ρατσισμό.

Αντίθετα,  θα έπρεπε να πάρουμε το παράδειγμα όσων πολεμούν το ρατσισμό και να πολεμήσουμε για να αποδοθεί δικαιοσύνη για το Μάικλ Μπράουν- και όλους τους άλλους «Μάικλ Μπράουν» που τα ονόματά τους ακόμα δεν έχουμε μάθει.

Όπως το παράδειγμα του παραδοσιακά μαύρου Πανεπιστημίου του Howard , όπου , την Τετάρτη το βράδυ, κατά τη διάρκεια μιας συνάντηση πρωτοετών, οι φοιτητές αισθάνθηκαν την ανάγκη να απαντήσουν στο θάνατο του Μ.Μπράουν και τις διαδηλώσεις του Φέργκιουσον.  Ως ένδειξη αλληλεγγύης, εκατοντάδες συγκεντρώθηκαν και έβγαλαν μια φωτογραφία με δυνατό μήνυμα- χέρια ψηλά, πρόσωπα «αναιδή»...