52 χρόνια μετά: Στα τείχη του αυταρχισμού να ανοίξουμε ρωγμές Ελευθερίας
Είναι αλήθεια ότι τα τείχη και οι φράκτες χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Περισσότερο όμως ο τίτλος αυτής της εκδήλωσης μαρτυρά την επιθυμία μας στην έννοια του αυταρχισμού να αντιπαραθέσουμε την έννοια της ελευθερίας. Για όλες και όλους εμάς, η οργάνωση αυτής της συζήτησης, στον ιστορικό χώρο του Πολυτεχνείου, είναι μία ρωγμή ελευθερίας, με τη μορφή της ζωντανής σχέσης με τη μνήμη των αγώνων της τάξης μας.
Ο ίδιος ο Νοέμβρης ήταν η μεγάλη Ρωγμή ελευθερίας στο γύψο του αυταρχισμού, της βίας και της εξαθλίωσης που επέβαλλε το χουντικό καθεστώς, αλλά και στην ανελευθερία του προδικτατορικού καθεστώτος. Ήταν η Ρωγμή που εγκαινίασε την άνοιξη της εργατικής και νεολαιίστικης Μεταπολίτευσης, που στην κληρονομιά της επιτίθενται τόσο λυσσαλέα οι εκπρόσωποι του σύγχρονου αυταρχισμού στη χώρα μας.
Έτσι, αν έπρεπε να δώσουμε μία πρώτη μετάφραση του φαινομένου του σύγχρονου αυταρχισμού, αυτό μπορεί να περιγραφεί ως η αντιστροφή της κληρονομιάς του Παγκόσμιου Μάη: η αποδόμηση, δηλαδή, των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων που επέβαλε αυτό το σαρωτικό, παγκόσμιο κύμα αγώνων των εργατικών τάξεων και της νεολαίας, του οποίου η έκφραση στη χώρα μας ήταν ο Νοέμβρης.
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να κάνουμε σε βάθος μία συζήτηση για το σύγχρονο αυταρχισμό, αν δεν εννοιολογήσουμε τον όρο “δημοκρατία”. Για εμάς που διοργανώνουμε αυτή την εκδήλωση, ως μαρξίστριες και μαρξιστές, είναι αυτονόητη η ταξική φύση κάθε πολιτικού θεσμού. Οι πολιτικοί θεσμοί της αστικής δημοκρατίας υπάρχουν και λειτουργούν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα, άμεσα και μακροπρόθεσμα, μίας και μόνο κοινωνικής τάξης, της κυρίαρχης τάξης των εκμεταλλευτών μας. Η δομή και συνάρθρωση αυτών των θεσμών είναι τέτοια ώστε να διαιωνίζει την κυριαρχία της αστικής τάξης και να αποτρέπει την άνοδο στην εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, παρότι αποτελούμε την κοινωνική πλειοψηφία σε κάθε χώρα.
Έχοντας ξεκινήσει από αυτή την παραδοχή που είναι απολύτως βασική, χρειάζεται να προχωρήσουμε βαθύτερα: οι κυρίαρχες τάξεις ιστορικά εναλλάσσουν τις μεθόδους πολιτικής διακυβέρνησης ανάλογα με το ποια εγγυάται καλύτερα την κυριαρχία τους στις εκάστοτε οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η ιστορία του καπιταλισμού είναι μία ιστορία εναλλαγής περιόδων κοινοβουλευτισμού με στρατιωτικές δικτατορίες, φιλελεύθερης και αυταρχικής ή, ακόμη, φασιστικής διακυβέρνησης.
Η ίδια η αστική δημοκρατία ιστορικά διαμορφώνεται ως ένα κράμα συναίνεσης και καταστολής. Σε συνθήκες καπιταλιστικής ομαλότητας, η κυρίαρχη τάξη εξαντλεί τις προσπάθειες να κρύβει τον ανελεύθερο, ταξικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματός της, επιδιώκοντας την κοινωνική ειρήνη και την πολιτική συναίνεση. Μέσα από ελεγχόμενες παραχωρήσεις προς τα εργαζόμενα στρώματα η κυρίαρχη τάξη τούς επιτρέπει ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας, εξασφαλίζοντας ότι αυτά δεν θα αμφισβητήσουν την κυριαρχία της. Αυτό γίνεται πιο δύσκολο σε συνθήκες κρίσης, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται και οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται, οδηγώντας σε απώλεια των συναινέσεων με την εξουσία.
Έτσι, το υπόβαθρο της νεοσυντηρητικής και αυταρχικής στροφής που χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι η διεθνής οικονοµική κατάσταση, το έδαφος της πολυ-κρίσης που συντηρεί παλιά και παράγει νεά, υπαρξιακά, αδιέξοδα για τον καπιταλισμό. Η δομική κρίση του 2008-2009, η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930, εγκαινίασε μία ταραχώδη εποχή. Μετά τη διεθνή τραπεζική κατάρρευση, όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου είδαν μια απότομη πτώση των εθνικών εισοδημάτων τους. Σε απάντηση, οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους έθεσαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο συνολικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αναδιάρθρωσης με σκοπό τη μετακύλιση της κρίσης στην εργατική τάξη και τη δική τους διάσωση.
Το σχέδιο αυτό παραμένει σε εξέλιξη. Μπορεί ο καπιταλισμός να κατάφερε σε ένα βαθμό να ανακάμψει από τη Μεγάλη Ύφεση (“Great Recession”), όμως αυτό που τη διαδέχθηκε δεν ήταν μία περίοδος καλπάζουσας ανόδου, αλλά μάλλον αυτό που οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές αποκαλούν “Long Depression”, δηλαδή μία δομική και μόνιμη επιβράδυνση στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η παραγωγή, η απασχόληση και τα εισοδήματα των ανθρώπων στις περισσότερες οικονομίες δεν έχουν ανακάμψει στα επίπεδα του 2007. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, είναι φανερό ότι οι σαρωτικές απώλειες που συντελέστηκαν στο επίπεδο της ανθρώπινης ευημερίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντιστραφούν. Παρόλα τα άλματα της επιστήμης και της τεχνολογίας (την ανάδυση της τεχνητής νοημοσύνης κ.ό.κ.), φαίνεται ότι ο καπιταλισμός αδυνατεί όλο και περισσότερο να επεκτείνει τις παραγωγικές δυνάμεις για να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες. Την ίδια στιγμή, η ανισότητα στο εισόδημα και στον πλούτο διεθνώς έχει φτάσει σε επίπεδο που δεν έχουμε δει από τότε που ο Μαρξ έγραψε το «Κεφάλαιο». Σε όλα αυτά προστίθεται η κλιματική καταστροφή και η υπερθέρμανση του πλανήτη, που απειλούν το μέλλον της ανθρωπότητας μέσα σε μία γενιά.
Όλα αυτά συνθέτουν το στρατηγικό αδιέξοδο το οποίο έχει να αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός τις επόμενες δεκαετίες. Μέχρι στιγμής, απαντά σε αυτό το αδιέξοδο εμμένοντας στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης της ζωής, σκληραίνοντας την εκμετάλλευση και την καταπίεση: εξαθλίωση του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων πλειοψηφιών, αχαλίνωτη ελευθερία της αγοράς, εμπορευματοποίηση ζωτικών αγαθών, διάλυση του κοινωνικού κράτους, όλα με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας.
Όλα τα παραπάνω δεν περιγράφουν οποιαδήποτε προοπτική ευημερίας για τις εργαζόμενες πλειοψηφίες, παρά μόνο την προοπτική αυτού που οι συντρόφισσες και σύντροφοι στη Λατινική Αμερική ονομάζουν “επισφάλεια στη ζωή - ζωή στην επισφάλεια” (precariedad de la vida). Αυτή η πολιτική αναπόφευκτα αυξάνει τις κοινωνικές εντάσεις και αποδυναμώνει την επικρατούσα μέχρι χθες μέθοδο πολιτικής διακυβέρνησης του καπιταλισμού που περισσότερο στηριζόταν στη συναίνεση. Η παγκόσμια τάση είναι ξεκάθαρη: οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να επιβληθούν χωρίς αυταρχικές οπισθοχωρήσεις από ό,τι μέχρι χθες αναφερόταν ως το “δημοκρατικό κεκτημένο” των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Σε τι αναλύεται η εξελισσόμενη στροφή στον αυταρχισμό; Το πρώτο που μας φέρνει στο νου αυτή η έννοια, είναι επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες. Η επίθεση αυτή είναι πολυεπίπεδη:
-Πρώτα και κύρια στρέφεται στα συνδικάτα, εκεί όπου δρα η οργανωμένη, συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης, εκεί όπου οι εργαζόμενες/οι συγκροτούν ταυτότητα και συνείδηση. Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στοχεύει πρώτα και κύρια στο τσάκισμα των συλλογικών εργατικών αντιστάσεων: της συνδικαλιστικής ελευθερίας, της απεργίας, της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Το να καμφθούν αυτές οι αντιστάσεις είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να επιβληθούν οι επιταγές των αφεντικών για εντατικοποίηση της εργασίας, ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, μείωση του εργασιακού κόστους. Στη χώρα μας δεν είναι τυχαίο ότι πριν το 13ωρο ήρθε ο νόμος Χατζηδάκη, που περιόρισε δραματικά τη δυνατότητα κήρυξης απεργίας, νομιμοποίησε το εργοδοτικό λοκ άουτ, καθιέρωσε αστική ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μελών της Διοίκησής τους, απελευθέρωσε το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει προστατευόμενα συνδικαλιστικά στελέχη κ.ά..
-Στο Πανεπιστήμιο, που μεταπολεμικά αποτέλεσε προνομιακό χώρο για οργάνωση των νεολαιίστικων και εργατικών αντιστάσεων. Η κατάργηση του ασύλου, η πανεπιστημιακή αστυνομία, η κανονικοποίηση της κρατικής βίας και καταστολής μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, ο ολοένα μεγαλύτερος αυταρχισμός των Διοικήσεων, τα πειθαρχικά σε φοιτητές και μέλη Δ.Ε.Π., η απειλή των διαγραφών είναι υλοποιήσεις ενός σχεδίου μετατροπής του δημόσιου Πανεπιστημίου σε χώρο αποστειρωμένο, πειθαρχημένο, που θα διοικείται αυταρχικά, θα αδυνατεί να προσφέρει πραγματικά δημόσια, δωρέαν, ποιοτική παιδεία και θα λειτουργεί με τους όρους και για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Το σχέδιο αυτό είναι σε εξέλιξη για περισσότερο από μία 20ετία, όμως η Κυβέρνηση Μητσοτάκη το υλοποιεί πιο εντατικά και συντονισμένα από όλες τις προηγούμενες. Αρκούμαστε να αναφερθούμε στα συμβάντα του φετινού Οκτωβρίου: εισβολή ΜΑΤ και ΟΠΚΕ στην Αρχιτεκτονική την ημέρα της Γενικής Απεργίας, εισβολή στην Πανεπιστημιούπολη την αμέσως επόμενη μέρα, κλήση σε απολογία του Κοσμήτορα της Σχολής Μεταλλειολόγων Δ. Δαμίγου, καταδίκη φοιτητή σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών για το σύνθημα “Λευτεριά στην Παλαιστίνη”, κλήση δύο φοιτητών του ΕΚΠΑ σε πειθαρχική απολογία.
Το κράτος θεσμοθετεί μηχανισμούς εξαίρεσης σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με σκοπό να παρεμποδίσει την ανάπτυξη αντιστάσεων:
-Καθημερινή παρουσία και επιτήρηση της αστυνομίας -ή ακόμη και του στρατού- στους δρόμους και στις γειτονιές των ευρωπαϊκών πόλεων.
-Βίαιη καταστολή διαδηλώσεων, δράσεων πολιτικής ανυπακοής και εγχειρημάτων αλληλεγγύης από τα κάτω.
-Αστυνομικές δολοφονίες και βασανιστήρια, με πρώτα θύματα τους πιο περιθωριοποιημένους και ευάλωτους: στις Η.Π.Α. είναι οι μαύρες και λατίνικες κοινότητες, στην κεντρική Ευρώπη οι μουσουλμάνοι, στην Ελλάδα οι Ρομά, οι μετανάστες και, φυσικά, οι πολιτικοί αγωνιστές.
-Ενορχηστρωμένα, σαθρά κατηγορητήρια στηριγμένα σε “μικρή ποσότητα υλικού dna” ή σε αποτυπώματα σε σακούλες, όπως στις περιπτώσεις της Ηριάνας και του Νίκου Ρωμανού, πάντα με νομική βάση τον τρομονόμο.
-Ειδική αναφορά χρειάζεται στην ποινικοποίηση του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη σε όλη τη Δύση και στην εργαλειοποίηση της έννοιας του «αντισημιτισμού» για να πληγεί η Αριστερά, που είναι, κατά τη γνώμη μας, μια σοβαρή έκφανση της γενικότερης περιστολής των πολιτικών δικαιωμάτων.
Και φυσικά ο κατάλογος δεν τελειώνει εδώ. Η αυταρχική εκτροπή αφορά και στους τρόπους λήψης των αποφάσεων στα κοινοβούλια:
-Συνταγματικά πραξικοπήματα, όπως αυτό του Μακρόν το περασμένο καλοκαίρι, με σκοπό να παρεμποδίσει το σχηματισμό Κυβέρνησης του ΝΛΜ που είχε καταλάβει την πλειοψηφία των εδρών στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
-Αναθεωρήσεις “ενοχλητικών” άρθρων των εθνικών Συνταγμάτων, αναστολή της ισχύος τους ή απλή παράκαμψή τους: ας σκεφτούμε πώς η Κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε με ένα κοινό νόμο να περάσει την ατζέντα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια παρακάμπτοντας τη βάσανο της Συνταγματικής Αναθεώρησης του άρθρου 16.
-Κατάργηση της δημόσιας διαβούλευσης, παραβίαση κάθε έννοιας χρηστής νομοθέτησης (στην Ελλάδα από την περίοδο των μνημονίων και μετά κανονικοποιήθηκε η νομοθέτηση με τη διαδικασία του κατεπείγοντος).
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνει μία σύντομη αναφορά στις κρίσεις και τις έκτακτες συνθήκες ως ευκαιρίες αυταρχικής θωράκισης. Είδαμε πώς η πανδημία αξιοποιήθηκε από τα κράτη για την κανονικοποίηση μηχανισμών εξαίρεσης, για τη μαζική καταγραφή κάθε είδους δεδομένων (βιομετρικών κ.ά.). Αντίστοιχα, μπορούμε να ανατρέξουμε στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”: είναι χαρακτηριστικό πώς το Bataclan ήταν η αφορμή για τη μετατροπή της “5ης Γαλλικής Δημοκρατίας” σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι για τις άρχουσες τάξεις και το πολιτικό τους προσωπικό είναι όλο και λιγότερο “ταμπού” να καταλύουν θεσμούς που μέχρι χθες είχαν το ρόλο της “δημοκρατικής νομιμοποίησης” της εξουσίας τους, όταν αυτοί οι θεσμοί μοιάζουν πλέον ανεπαρκείς να εγγυηθούν αυτή την εξουσία.
Αν μείνουμε σε μία ανάγνωση του σύγχρονου αυταρχισμού ως μία δέσμη μέτρων που πλήττουν τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, η ανάλυσή μας θα είναι ανεπαρκής. Είναι αναγκαίο να πλαισιώσουμε το φαινόμενο σε κάτι πολύ βαθύτερο, που περικλείει ευρύτερες, δομικές επιλογές του συστήματος στην εποχή μας.
Έτσι, η αυταρχική στροφή της περιόδου, θα μπορούσε να περιγραφεί και ως μία ενίσχυση των μηχανισμών του σκληρού πυρήνα του κράτους απέναντι σε κάθε είδους εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό:
1.Στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών, πολεμική προετοιμασία και ενίσχυση των εθνικισμών. Πορευόμαστε σε μία ολοένα και πιο επικίνδυνη εποχή, γεωπολιτικού χάους, γενοκτονίας, ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων που απειλούν να πάρουν τη μορφή εκτεταμένων περιφερειακών πολέμων. Παρακολουθούμε τον δυτικό ιμπεριαλισμό να ξεδιπλώνει τα σχέδια του διαρκούς πολέμου στη Μέση Ανατολή, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η ανεξέλεγκτη στροφή στο μιλιταρισμό είναι μία ιδιαίτερα σημαντική όψη του αυταρχισμού της εποχής μας. Η απόφαση της Συνόδου του ΝΑΤΟ για αύξηση των πολεμικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ κάθε κράτους-μέλους και ο επανεξοπλισμός και η αύξηση της πολεμικής βιομηχανίας και του εμπορίου όπλων στην ΕΕ μέσω του προγράμματος “ReArm Europe” διοχετεύουν δισεκατομμύρια στην ανάπτυξη ακόμη πιο φονικών τεχνολογιών και όπλων. Αυτή η διαδικασία, από τη μία καθιστά ολοένα και πιο πραγματική την απειλή του πολέμου για τους λαούς, από την άλλη μεταφράζεται σε ένα νέο κύκλο λιτότητας, καταστολής και αυταρχισμού για τις εργατικές τάξεις και τη νεολαία. Τα σχέδια για τη δημιουργία ευρωστρατού, οι εξαγγελίες της Ελληνικής Κυβέρνησης για επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας, το πιλοτικό πρόγραμμα του Δένδια για την εθελοντική στράτευση γυναικών, τα σεμινάρια κατήχησης των μαθητών στα σχολεία για την επαγγελματική αποκατάσταση που προσφέρουν οι στρατιωτικές σχολές, είναι τρομακτικές εικόνες.
2. Ενίσχυση της πολιτικής των συνόρων, του αποκλεισμού και της καταστολής σε βάρος των προσφύγων και μεταναστ(ρι)ών. Είτε πρόκειται για τη συνοριογραμμή των ΗΠΑ με το Μεξικό, είτε για τη Μεσόγειο και το φράχτη του Έβρου, τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Δύσης μετατρέπονται σε ζώνες μαζικών κρατικών δολοφονιών. Την ίδια στιγμή, εντός των τειχών οι μετανάστ(ρι)ες ζουν υπό καθεστώς θεσμικού και κοινωνικού αποκλεισμού, κρατικής βίας και δολοφονιών, εξαίρεσης από τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Αν ο Τραμπ κατεβάζει την εθνοφρουρά στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων, προχωρεί σε μαζικές απελάσεις, καταργεί το δικαίωμα στην ιθαγένεια κ.ό.κ., το ελληνικό κράτος και η Ε.Ε. έχουν δώσει τα δικά τους διαπιστευτήρια ρατσιστικής θανατοπολιτικής: με το έγκλημα στην Πύλο, τις επαναπροωθήσεις, τις κλειστές δομές-κολαστήρια στη Μόρια, στη Μανωλάδα και πιο πρόσφατα στην Αγυιά των Χανίων. Οι διεθνικοί οργανισμοί και οι κυβερνήσεις επικαιροποιούν, κάθε φορά, τη ρατσιστική πολιτική. Στην τρέχουσα περίοδο, ο ρατσισμός συγκροτείται με κεντρική αιχμή την ισλαμοφοβία, σε σύνδεση με τα ιμπεριαλιστικά-νεοαποικιακά σχέδια της Δύσης προς το Ιράκ και το Αφγανιστάν εχθές, την Παλαιστίνη και το Ιράν σήμερα.
3. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τις τάσεις αυταρχικοποίησης αν δεν σταθούμε στην εξελισσόμενη σκλήρυνση της σεξιστικής καταπίεσης. Το σημείο αυτό χρειάζεται να γίνει κεντρικό στην ανάλυσή μας. Δεν πρόκειται για μερικό ή δευτερεύον ζήτημα, αλλ’ αντίθετα εδράζεται, ακριβώς, στον τρόπο με το οποίο ο νεοφιλελευθερισμός οργανώνει τη ζωή, την παραγωγή και την κοινωνική αναπαραγωγή. Σε συνθήκες κρίσης και διάλυσης του κοινωνικού κράτους, οι γυναίκες και θηλυκότητες της εργατικής τάξης καλούμαστε να εντατικοποιήσουμε την απλήρωτη εργασία φροντίδας και υποστήριξης της ζωής, ώστε να μπορεί η μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει και να παράγει. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλλει μία στροφή στην παραδοσιακή οικογένεια και τους έμφυλους ρόλους ως “πυλώνα κοινωνικής σταθερότητας”. Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο εξαπλώνονται οι ιδέες του μισογυνισμού, της υπεράσπισης της “λευκής αρρενωπότητας”, της ομοφοβίας και τρανσφοβίας, του βιολογισμού, που αμφισβητούν κεκτημένα έμφυλα και αναπαραγωγικά δικαιώματα. Τα διεθνή παραδείγματα είναι πολλά και ανησυχητικά, με πρώτα θύματα τα τρανς άτομα. Αναφερόμαστε στα πιο πρόσφατα: στη Μεγάλη Βρετανία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι τρανς γυναίκες δεν μπορούν νομικά να αναγνωρίζονται ως γυναίκες, ενώ στην Ουγγαρία η κυβέρνηση Όρμπαν, σε συνεργασία με την ακροδεξιά, με συνταγματική τροπολογία απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Στη χώρα μας, η σύσταση Υπουργείου Οικογένειας, η συνεχής επαναφορά του δημογραφικού στη δημόσια συζήτηση, η ταξικότητα της πρόσβασης στην άμβλωση, στη γυναικολογική φροντίδα, και στη φυλομετάβαση για τα τρανς άτομα είναι λίγα μόνο από τα παραδείγματα.
Είναι αυτονόητο ότι μία συζήτηση για τον αυταρχισμό σήμερα δεν μπορεί να μην είναι και μία συζήτηση για την ακροδεξιά. Στην Αμερική του Τραμπ, στην Ιταλία της Μελόνι, στην Αργεντινή του Μιλέι, στην Ουγγαρία του Όρμπαν και αλλού εφαρμόζονται στην πιο επιθετική εκδοχή τους οι αυταρχικές, κατασταλτικές, ρατσιστικές, anti-gender πολιτικές, ενώ οι ίδιες χώρες μετατρέπονται σε εργαστήρια στα οποία δοκιμάζεται η εφαρμογή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων φαντασιώσεων. Αυτό το φαινόμενο το καθοδηγεί η άκρα δεξιά, αλλά δεν αποτελεί αποκλειστικά δικό της μονοπώλιο. Με τις πολιτικές που περιγράφηκαν προηγούμενα, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις (του ακραίου κέντρου, κεντροδεξιές ή σοσιαλφιλελεύθερες) διαμόρφωσαν το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον όπου ο ακροδεξιός λόγος μίσος ηχεί ως “φωνή λογικής”. Η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού άξονα τροφοδότησε την άνοδο της ακροδεξιάς και με τη σειρά της η κοινωνική και εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς μετακινεί τον πολιτικό άξονα ακόμη δεξιότερα. Γι’ αυτό λέμε ότι η τάση αυταρχικοποίησης είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της εποχής, καθώς λογοδοτεί σε ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού, που πολλές φορές ξεπερνούν ακόμη και τη βούληση των ίδιων των κυβερνήσεων.
Διανύουμε µία περίοδο που αρκετά ακροδεξιά κόµµατα διεθνώς διεκδικούν με αξιώσεις ή κατακτούν την κυβερνητική εξουσία. Ως διεθνής Αριστερά, έχοντας συνηθίσει να δίνουμε ένα διμέτωπο αγώνα, από τη μία ενάντια στις κυβερνήσεις, από την άλλη ενάντια στην ακροδεξιά, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε µια νέα συνθήκη: τη µάχη ενάντια σε ακροδεξιές ή νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις. Με τα λόγια της Χιλιανής συντρόφισσας Καρίνα Νοάλες, που πριν λίγο καιρό βρέθηκε στην Αθήνα για το Φεμινιστικό Φεστιβάλ:
“Οι συνέπειες του νεοφιλελεύθερου συνεχούς γίνονται όλο και πιο επικίνδυνες και καταστροφικές. Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα για τις εργαζόμενες πλειοψηφίες είναι η άνοδος της άκρας δεξιάς σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κύριες πολιτικές και προγραμματικές της σημαίες συνιστούν μια ευθεία επίθεση στις ζωές μας [...]. Γι’ αυτό, η αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς είναι προτεραιότητα επείγουσα και άμεση. Όμως υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα: με ποια πολιτική μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Δεν μπορούμε να πολεμήσουμε την άκρα δεξιά χωρίς να πολεμήσουμε την επισφάλεια της ζωής, που την θρέφει. Και ούτε μπορούμε να πολεμήσουμε την επισφάλεια με νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες είναι ακριβώς, αυτές που εξακολουθούν να εφαρμόζουν οι σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις, παρουσιάζοντάς τες ως εκλογική εναλλακτική απέναντι στην άκρα δεξιά.”
Ως προς την εγχώρια συγκυρία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιεί μία συνεκτική νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική πολιτική, που επενδύεται με ωμό αυταρχισμό, καταστολή και συγκάλυψη. Μία Κυβέρνηση που κολυμπά στη διαπλοκή και τα σκάνδαλα, από το Predator και τις παρακολουθήσεις, μέχρι τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Στη διάχυτη λαϊκή οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τη συγκάλυψή του, απαντά με ακόμη βαθύτερες θεσμικές εκτροπές (με ευθείες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, με άρνηση λογοδοσίας), με σαδισμό απέναντι στις οικογένειες των θυμάτων και περιφρόνηση προς το αίτημα της κοινωνίας για δικαιοσύνη.
Επιχειρεί να ποινικοποιήσει οποιαδήποτε χρήση του δημόσιου χώρου ως χώρου πολιτικής διαμαρτυρίας (βλ. τροπολογία για τον Άγνωστο Στρατιώτη). Είναι ο πιο πρόθυμος σύμμαχος των γενοκτόνων, καταστέλλει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και βασανίζει Παλαιστίνιους αγωνιστές στους ορόφους της ΓΑΔΑ. Μία κυβέρνηση που χτυπά με κάθε τρόπο το Πανεπιστήμιο, που μισεί τη νεολαία και τις αντιστάσεις της. Μία κυβέρνηση πολεμικής λιτότητας, που δαπανά δις σε εξοπλισμούς και την ίδια στιγμή αρνείται την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, διαλύει τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις δομές στήριξης για την έμφυλη βία, την περιβαλλοντική προστασία, κ.ό.κ..
Αφού νομιμοποίησε την εργοδοτική τρομοκρατία στον ιδιωτικό τομέα, μεταφέρει τον αυταρχισμό και στο δημόσιο, με το νέο πειθαρχικό δίκαιο και τις ατελείωτες διώξεις (2.500 στους εκπαιδευτικούς). Υπό την ηγεσία Πλεύρη, το ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης έχει μετατραπεί σε πρότυπο άσκησης ακροδεξιάς, ρατσιστικής πολιτικής με μέτρα όπως η αναστολή των αιτήσεων ασύλου και η γενικευμένη ποινικοποίηση της παραμονής των μεταναστών, που προβλέπει ο πρόσφατος νόμος για τη μετανάστευση.
Όλα αυτά δεν είναι ένα άθροισμα πολιτικών που διαλύουν τις ζωές μας, αλλά όψεις μίας αδιαίρετης, σκληρά ταξικής πολιτικής. Όμως, δεν πρέπει να ξέχναμε ότι και μέσα σε αυτή τη συνθήκη, υπάρχουν αστραπές στο σκοτάδι, υπάρχουν εδώ και διεθνώς εικόνες που μαρτυρούν ότι ο κόσμος μας εξακολουθεί να αντιστέκεται.
Είναι ανάγκη το μέτωπο των δικαιωμάτων και ελευθεριών να γίνει κεντρικό για την Αριστερά. Απέναντι σε κάθε μία από τις μορφές που παίρνει η επίθεση, χρειάζεται να σταθούμε αποφασιστικά και ανυποχώρητα. Χρειάζεται να αναδείξουμε το κοινό νήμα που συνδέει τις επιμέρους εκφάνσεις της επίθεσης, αλλά και το κοινό νήμα που συνδέει τους αγώνες όλων καταπιεσμένων. Για όλες και όλους εμάς, αυτό το νήμα ανατρέχει στη θεμελιώδη αντίθεση που διατρέχει τον κόσμο και κινεί την ιστορία, αυτή του κεφαλαίου και της εργασίας, που -όπως μας θυμίζουν, πάλι, οι συντρόφισσες από τη Λατινική Αμερική- όλο και περισσότερο παίρνει τη μορφή μίας αντίθεσης κεφαλαίου-ζωής. Είναι αναγκαίο οι αγώνες για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, οι αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, ενάντια στις ρατσιστικές και έμφυλες καταπιέσεις, να συναντηθούν στον κοινό αγώνα της απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.
Αν η αστική δημοκρατία είναι ένα κράμα συναίνεσης και καταστολής, για το ξεπέρασμά της καλούμαστε να αποδομήσουμε τη συναίνεση και να αντισταθούμε στην καταστολή με κάθε δυνατό τρόπο. Απέναντι σε μία όλο και πιο αποπνικτική και ανελεύθερη εποχή, το δικό μας όραμα δεν είναι η υπόσχεση ενός πιο δημοκρατικού και ανθρώπινου καπιταλισμού, αλλά αυτό της εργατικής δημοκρατίας, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στον 21ο αιώνα.
