Για μια νέα ενωτική και ανατρεπτική πολιτική στην Αριστερά
Το Σάββατο 11 Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε πολιτική εκδήλωση έξι οργανώσεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (Αναμέτρηση, ΑΠΟ, ΔΕΑ, ΚΕΜΑ, Μετάβαση, Ξεκίνημα) για μία νέα ενωτική και ανατρεπτική πολιτική στην Αριστερά. Η εκδήλωση αυτή ήρθε να συμπυκνώσει έναν προηγούμενο, μακρύ κύκλο συνεργασίας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και να δηλώσει την πρόθεση για μία νέα πολιτική κίνηση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Πολιτική Συμφωνία
Στην εκδήλωση αποτυπώθηκε ένα σημαντικό επίπεδο πολιτικής συμφωνίας μεταξύ των συνδιοργανωτριών οργανώσεων. Είναι ενδεικτικό ότι η εισήγηση προετοιμάστηκε συλλογικά και παρουσιάστηκε από έναν σύντροφο και μία συντρόφισσα, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των παράλληλων εισηγήσεων.
Κοινός –και απαραίτητος– παρονομαστής είναι η εκτίμηση της διεθνούς και εγχώριας συγκυρίας, που εμφανίζει πολλές προκλήσεις για τον κόσμο μας και τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Είναι μία συγκυρία αντιφατική, με μεγάλους κινδύνους αλλά και σημαντικές δυνατότητες μαζικής κοινωνικής αντίστασης και ανασυγκρότησης μιας μαζικής, ενωτικής και ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής.
Οι γενικευμένοι πολεμικοί ανταγωνισμοί, η ρευστοποίηση των παραδοσιακών διεθνών συσχετισμών, η διεθνής στροφή στην πολεμική οικονομία και ο νέος γύρος διεθνούς λιτότητας που προετοιμάζεται, καθώς και η άνοδος της ακροδεξιάς πλέον ως πολιτικής δύναμης κυβερνητικής διαχείρισης, συνιστούν πολύ σοβαρούς κινδύνους.
Η πολεμική οικονομία, με την εκτόξευση των εξοπλιστικών δαπανών και τη μεταφορά τεράστιων δημόσιων πόρων στους στρατιωτικούς μηχανισμούς, λειτουργεί ως νέος μηχανισμός αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού. Την ίδια ώρα, το βάρος της κρίσης μεταφέρεται ξανά στους εργαζόμενους, με τη λιτότητα να επιστρέφει ως «μονόδρομος». Το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλει ένα νέο σκληρό μνημόνιο, είναι χαρακτηριστικό: περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και προτεραιότητα στις πολεμικές επενδύσεις, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Rearm Europe. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα ανασυντάσσεται γύρω από τη λογική της στρατιωτικοποίησης και της πειθαρχίας.
Οι προκλήσεις όμως δεν μένουν αναπάντητες. Η απεργιακή απάντηση στη Γαλλία, οι μαζικές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη την ώρα που ο στόλος Global Sumud Flotilla επιχειρούσε να φτάσει στις ακτές της Γάζας, οι δύο πολιτικές απεργίες στην Ιταλία με κεντρικό ζήτημα την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, οι μαζικές διαδηλώσεις «No Kings» στις ΗΠΑ ενάντια στον στρατιωτικό αυταρχισμό και την ακροδεξιά πολιτική του Τραμπ, αναδεικνύουν την πραγματική δυνατότητα της μαζικής κοινωνικής αντίστασης.
Και στην Ελλάδα η εικόνα δεν είναι πολύ διαφορετική, τηρουμένων των αναλογιών. Από τη μία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλιμακώνει την αντικοινωνική, αντεργατική επίθεση. Ακόμα κι αν φαίνεται οξύμωρο σε σχέση με τις επιδόσεις της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, δεν είναι. Η ΝΔ και ο Μητσοτάκης προσπαθούν να προσελκύσουν το σκληρό ακροατήριο της Δεξιάς, που πάντα «γοητεύεται» από την πολιτική –και τη ρητορική– της τάξης και της ασφάλειας, της πατρίδας και του εθνικισμού, της κατασυκοφάντησης της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων. Από την άλλη, ο κόσμος εξακολουθεί να κινητοποιείται και να δίνει μαζικά το παρόν, όταν καταλαβαίνει ότι αυτό που διακυβεύεται είναι κρίσιμο. Υπάρχει ακόμη ένα μαζικό κοινωνικό αισθητήριο που μπορεί να κινητοποιεί πλατιά τον κόσμο.
Η σημερινή συγκυρία θα συνεχίσει να φέρνει και τις δύο εικόνες: τη σκοτεινή όψη της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας και της πολεμικής προετοιμασίας, αλλά και τη φωτεινή όψη των κοινωνικών αντιστάσεων και της συλλογικής αναζήτησης διεξόδου.
Ανάγκη ενωτικής – μαζικής – ριζοσπαστικής Αριστεράς
Η προφανής αναγκαιότητα είναι αυτή ενός μαζικού πολιτικού εργαλείου με σαφή ριζοσπαστικό-αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, που θα μπορεί να μετατρέψει την πραγματική διάθεση του κόσμου να αγωνιστεί ενάντια στον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα σε πολιτική που θα αξιώνει ρήξεις και ανατροπές.
Η πολιτική πρωτοκαθεδρία του Μητσοτάκη δεν οφείλεται σε κάποιο «χαρισματικό» σχέδιο, αλλά κυρίως στην ανυπαρξία αξιόπιστης εναλλακτικής από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Οι εκδοχές της κεντροαριστεράς –ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΕΑΡ– αδυνατούν να συνδεθούν με τις κοινωνικές ανάγκες και παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια διαχειριστική λογική. Η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να συγκροτήσει ένα νέο πολιτικό μόρφωμα που θα λειτουργήσει ως «ομπρέλα» για τον χώρο της κεντροαριστεράς φαίνεται ήδη να αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα. Μέχρι στιγμής διαφαίνεται ένα θολό συστημικό πολιτικό στίγμα (δες τις ανφορές για Δημοκρατικό Καπιταλισμό), ενώ το κυριότερο πρόβλημα είναι η πολιτική αμνησία: η μνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα ήταν αυτή που έστρωσε τον δρόμο στον Μητσοτάκη και τιμωρήθηκε στις τελευταίες εκλογές με την εκκωφαντική εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ, ως το μόνο κόμμα της Αριστεράς με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, παρά την αριστερή και ριζοσπαστική πολιτική εκφώνηση και τη δυνατότητα κινητοποίησης σοβαρών τμημάτων του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, δεν παίρνει εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις, να τις ενοποιήσουν και, εντέλει, να επιβάλουν εργατικές-λαϊκές νίκες. Και από ό,τι φαίνεται από τις θέσεις για το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ, θα κινηθεί στην ίδια λογική του «τόσο-όσο», σε μία ομολογουμένως περίπλοκη και επικίνδυνη συγκυρία, πέρα από τις τουλάχιστον προβληματικές θέσεις σχετικά με την έμφυλη βία και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή την απόρριψη των διεκδικήσεων επανακρατικοποίησης δημόσιων φορέων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί.
Μπορεί αυτά να ακούγονται είτε «επαναλαμβανόμενα» είτε ως «κοινοτοπίες» για έναν μεγάλο αριθμό αγωνιστών και αγωνιστριών με αναφορές στη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά, όπως και οι συνεχείς αναφορές στην ανάγκη της ενότητας. Και μπορεί σε έναν βαθμό αυτή η καχυποψία να έχει μία βάση, αφού οι περισσότερες τέτοιες συζητήσεις την τελευταία δεκαετία συνδέονταν (σχεδόν αποκλειστικά) με κάποια εκλογική συμμαχία και όχι με μία προσπάθεια συγκρότησης ενός πόλου της μαζικής, ενωτικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Όμως η επιμονή στη λογική της ενότητας και της μετωπικής πολιτικής δεν είναι κάποιου είδους εμμονή, αλλά πραγματική ανάγκη και, ταυτόχρονα, προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της συγκυρίας. Είναι η συνειδητοποίηση ότι καμία δύναμη της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της τη συγκυρία• είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης να συσπειρωθούν μεγαλύτερες δυνάμεις.
Σε αυτή την ανάγκη έρχεται να δώσει απάντηση η πρωτοβουλία των έξι οργανώσεων για μία νέα πολιτική κίνηση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι πολιτικές προϋποθέσεις, όπως αποτυπώνονται στα δημόσια κείμενα, δείχνουν το επίπεδο της πολιτικής συμφωνίας, το οποίο εν πολλοίς επιβεβαιώθηκε στη μαζική εκδήλωση του προηγούμενου μήνα.
Να κάνουμε τα επόμενα βήματα
Δεν αρκεί η πολιτική συμφωνία και η διακήρυξη προθέσεων, όσο απαραίτητες κι αν είναι. Η πρωτοβουλία έχει προσπαθήσει να αποδείξει στην πράξη ότι κινείται σε έναν δρόμο που διαχωρίζεται και από τον σεχταρισμό και από τον εκλογικό καιροσκοπισμό. Το έχει καταφέρει με τα βήματα που έχει κάνει μέχρι τώρα, τα οποία είναι ενδεικτικά της κατεύθυνσης: κοινά εργατικά σχήματα σε χώρους, κοινά δημοτικά σχήματα με πολύ καλές εκλογικές επιδόσεις και συσπείρωση ενός ευρύτερου δυναμικού, κοινά φοιτητικά σχήματα, προσπάθειες για αναβαθμισμένη συνεργασία στο φεμινιστικό κίνημα, προσπάθειες κοινής παρέμβασης στα μεγάλα κινηματικά γεγονότα, στο κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Τα βήματα αυτά δεν ήταν εύκολα, πόσο μάλλον αυτονόητα. Αντίθετα έχουν γίνει με πολλή επιμονή και με εξαντλητική πολιτική συζήτηση, προς μία κοινή κατεύθυνση. Είναι η κατεύθυνση της κοινής οργανωμένης παρέμβασης στο μαζικό κίνημα, που είναι απαραίτητη για κάθε προσπάθεια ανασύνταξης της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με μαζικούς όρους.
Οι κοινές μας εμπειρίες δείχνουν ότι η κοινή παρέμβαση στο μαζικό κίνημα δεν είναι απλώς εφικτή, αλλά και αποδοτική. Προϋποθέτει, βέβαια, μια νέα πολιτική κουλτούρα: συζήτηση, συνδιαμόρφωση, σεβασμό στις διαφωνίες χωρίς σεχταρισμούς, αλλά και αποφασιστικότητα για ενότητα στη δράση. Αυτή η πολιτική κουλτούρα είναι απαραίτητη εάν θέλει κάποιος να συνεργαστεί με ένα εύρος δυνάμεων –από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι το ΜέΡΑ25–Ενωτική Πρωτοβουλία– χωρίς να κάνει υποχωρήσεις ή εκπτώσεις στη ριζοσπαστική πολιτική.
Προφανώς, μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται «στον αέρα» ούτε με κέντρο αποκλειστικά τις εκλογές. Αντίθετα, χρειάζεται η ανάληψη πρωτοβουλιών στο μαζικό κίνημα για τις μεγάλες πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε – και από αυτό θα κριθούμε. Πρωτοβουλίες που θα βάζουν στο κέντρο, για παράδειγμα, το ζήτημα των εξοπλισμών (και της πολεμικής απειλής απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες), πρωτοβουλίες που θα επιχειρούν να δώσουν συνέχεια στο μαζικό κίνημα αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό, βάζοντας στο στόχαστρο τη συνεργασία του ελληνικού κράτους με το κράτος του Ισραήλ• πρωτοβουλίες που θα αναδεικνύουν στο εργατικό κίνημα την πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και για την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών, την αύξηση των μισθών, την αντίσταση στην ακροδεξιά, την αναβάθμιση των διεκδικήσεων του φεμινιστικού κινήματος κ.λπ.
Αυτές είναι πρωτοβουλίες που αφενός θα επιχειρούν να απαντήσουν στις κεντρικές αιχμές της κυβερνητικής πολιτικής και αφετέρου θα μπορούν να ανοίγουν τη δυνατότητα συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων. Επίσης, τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να ενώνουν διαφορετικά κινήματα, διαφορετικούς αγώνες γύρω από κεντρικές αιχμές. Η πείρα παλιότερων τέτοιων πρωτοβουλιών είναι πολύ χρήσιμη στη σημερινή συγκυρία.
Για να αποκτήσει βάθος και διάρκεια αυτή η προσπάθεια, είναι αναγκαίο να οργανωθεί η πολιτική συζήτηση με τρόπο ανοιχτό και πανελλαδικό. Οι συνελεύσεις και οι εκδηλώσεις που προγραμματίζονται το επόμενο διάστημα σε πολλές πόλεις πρέπει να αποτελέσουν πεδίο ουσιαστικού διαλόγου, εξωστρέφειας και συμμετοχής.
Η πρωτοβουλία θα πρέπει να συζητήσει πάνω σε αυτή τη θεματολογία με τον κόσμο που μπορεί να κινητοποιηθεί, με το βλέμμα στραμμένο στο μαζικό κίνημα και στην οργάνωση της δράσης. Όχι με έναν τρόπο που κάθε φορά θα αντιμετωπίζει αποσπασματικά το ζήτημα μιας κινητοποίησης, αλλά με μια λογική που θα προσπαθεί να οργανώνει τις κινητοποιήσεις, να τις μαζικοποιεί, να αναβαθμίζει κάθε επόμενο βήμα και ταυτόχρονα να επιχειρεί να χτίσει ένα μαζικό και ριζοσπαστικό πολιτικό ρεύμα που θα αλλάξει τους υπάρχοντες συσχετισμούς στην Αριστερά και το κίνημα.
Προφανώς, μια τέτοια προσπάθεια χρειάζεται και πανελλαδικότητα. Γι’ αυτό, το επόμενο διάστημα θα οργανωθούν συνελεύσεις και πολιτικές συζητήσεις-εκδηλώσεις της πρωτοβουλίας σε πολλές πόλεις, κάνοντας τα επόμενα βήματα.
Γνωρίζουμε ότι οι δυνάμεις μας δεν μπορούν να γίνουν από μόνες τους μια ενωτική, μαζική και ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά. Είμαστε όμως βέβαιοι και βέβαιες ότι μπορούμε να παίξουμε ρόλο καταλύτη, να αποτελέσουμε έναν σημαντικό πόλο, ένα ουσιαστικό «γρανάζι» μιας τέτοιας διαδικασίας — και είμαστε αποφασισμένοι και αποφασισμένες να το επιχειρήσουμε.
Το αμφιθέατρο «Σάκης Καράγιωργας» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο αποδείχθηκε εντέλει μικρό για την προσέλευση του κόσμου, η οποία ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων των διοργανωτών — και αυτό είναι ενθαρρυντικό για την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει. Δεν ήταν απλώς μια μαζική εκδήλωση• ήταν μια ζωντανή απόδειξη ότι υπάρχει ακόμη ένα δυναμικό που επιμένει στην αναζήτηση μίας μαζικής, ενωτικής και ριζοσπαστικής πολιτικής.
Αυτό είναι το στοίχημα: να μετατραπεί αυτή η ενέργεια σε οργανωμένη δύναμη, ικανή να αλλάξει τους συσχετισμούς στην αριστερά. Μια δύναμη που δεν θα αρκεστεί στην άμυνα, αλλά θα διεκδικήσει ξανά το δικαίωμα να μιλήσει για το μέλλον, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς φτώχεια, χωρίς πολέμους.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
