Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλιμακώνει τις προκλήσεις
Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες να φιλοτεχνήσει την εικόνα ότι «ο Μητσοτάκης περνάει αποτελεσματικά σε πολιτική ανασυγκρότηση», η κυβέρνηση της ΝΔ εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από μεγάλες πιέσεις, που δοκιμάζουν ήδη την αντοχή και τη συνοχή της και θα την δοκιμάσουν περισσότερο στο άμεσο μέλλον.
Υπάρχει βαθύτερο, «στρατηγικό», πρόβλημα. Ακόμα και στον συστημικό Τύπο αντανακλώνται οι προβληματισμοί σχετικά με τις ανάγκες ενός ευρύτερου επαναπροσανατολισμού του ελληνικού καπιταλισμού.
Στο εσωτερικό μέτωπο πληθαίνουν τα ερωτηματικά για το εάν και κατά πόσο μια οικονομική «ανάπτυξη» θα μπορέσει να κρατήσει ρυθμούς, όταν στηρίζεται αποκλειστικά στη ληστεία πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις, στην καλπάζουσα ακρίβεια που οργανωμένα μεταφέρει πόρους από το κάτω στο πάνω μέρος της κοινωνίας, αλλά και στην υπερφορολόγηση που (είτε μέσω του ΦΠΑ, είτε μέσω των «παγωμένων» στη μνημονιακή εποχή συντελεστών φορολόγησης των μισθωτών) τσακίζει το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, εξασφαλίζοντας προσωρινά μια ρόδινη εικόνα κρατικών εσόδων.
Στο διεθνή προσανατολισμό του ελληνικού κράτους είναι φανερό ότι πλησιάζει ένα αποφασιστικό σημείο καμπής. Η πολιτική στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στηριζόταν, εν πολλοίς, σε επιλογές άλλων.
Ελληνοτουρκικά
Η Τουρκία είχε μπει σε διαδικασία «απομόνωσης» από την ΕΕ, λόγω της ρατσιστικής πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών «κέντρων» που δεν δέχονταν να παραχωρήσουν ίσα δικαιώματα στους πάνω από 10 εκατομμύρια Τούρκους εργάτες που ζουν ή δουλεύουν στην πιο αναπτυγμένη ζώνη της Ευρώπης.
Είχε επίσης μπει σε πίεση υποβάθμισης του ρόλου της στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω της όξυνσης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, αλλά και της δυσαρέσκειας του ευρωατλαντισμού απέναντι στην «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική του Ερντογάν και τα ανοίγματά του προς την κατεύθυνση της Ρωσίας και της Κίνας. Οι αναπόφευκτες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, μετά τη «στροφή» Τραμπ, μετά τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Ουκρανίας, και όταν η γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ παρουσιάζει ανάγλυφα τα μεγάλα προβλήματα των προοπτικών στη Μέση Ανατολή, κάνουν όλη αυτή τη στρατηγική μετέωρη. Από τις πρώτες «εισαγωγικές» αποφάσεις, έγινε σαφές ότι το πρόγραμμα ReArm Europe αφορά και την Τουρκία. Όχι τυχαία. Η στροφή στο μιλιταρισμό δεν αφορά μόνο την παραγωγή όπλων, αλλά και τους στρατούς, την οργάνωση και τη διάταξή τους.
Η Τουρκία, μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό και κατά συνέπεια μεγάλες δυνατότητες επιστράτευσης, μια χώρα με ακτές στη Μαύρη Θάλασσα και σύνορα στις πιο καυτές περιοχές της Μέσης Ανατολής, γίνεται ξανά ένα επιθυμητό «έπαθλο» τόσο για τους ευρωατλαντιστές, αλλά και ειδικότερα για τις ευρωηγεσίες. Αυτός ο παράγοντας πιέζει για αλλαγές προσανατολισμού, και μάλιστα σημαντικές. Στον Τύπο πληθαίνουν οι αναλύσεις «εμπειρογνωμόνων» του ελληνικού κράτους –στελεχών υπεράνω πάσης υποψίας για ροπή προς το διεθνισμό– που προειδοποιούν ότι θα καταστεί αναγκαία μια στροφή προς τη «διαπραγμάτευση» και τη «συνεννόηση» με την Τουρκία. Μόνο που μια τέτοια «στροφή» θα παρουσιάζει μεγάλες πολιτικές δυσκολίες για όποιον υποχρεωθεί να την υλοποιήσει. Για τον Μητσοτάκη θα είναι, κυριολεκτικά, πορεία σε ναρκοπέδιο. Γιατί μια τέτοια «στροφή» θα δείχνει με το δάχτυλο ως ηλίθιες όλες τις προηγούμενες επιλογές: τους πανάκριβους εξοπλισμούς, την απόλυτη ταύτιση με την αμερικανική ηγεσία του ΝΑΤΟ, τα μονομερή πολεμικά σύμφωνα με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ με στόχο την «κυριαρχία» στην Ανατολική Μεσόγειο, και κυρίως την ταύτιση και τον «άξονα» με το κράτος-χασάπη του Ισραήλ.
Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ και δημοσκοπήσεις
Αυτά τα «μεγάλα» προβλήματα στρατηγικής, έχουν την τάση να αναβλύζουν πολιτικά μέσα στις εξελίξεις, με τις πιο διαφορετικές αφορμές.
Είχαμε προειδοποιήσει ότι ήταν επίπλαστη μια εικόνα που έδειχνε ότι η κυβέρνηση είχε «ξεπεράσει τον κάβο» του εγκλήματος των Τεμπών, αλλά και τη φουρτούνα που δημιούργησε η τεράστια λαϊκή κινητοποίηση της 28ης Φλεβάρη. Η προσπάθεια του Μητσοτάκη να δείξει «ευαισθησία», αφήνοντας να πέσει (αλλά στα μαλακά) ο Καραμανλής, αποδεικνύεται τζούφια. Σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, παρά την τεράστια κυβερνητική επικοινωνιακή καμπάνια, μια μεγάλη πλειοψηφία (που περιλαμβάνει ακόμα και τμήμα της εκλογικής βάσης της ΝΔ) εξακολουθεί να πιστεύει ότι η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να συσκοτίσει τις ευθύνες και όχι για να διελευκάνει το έγκλημα στα Τέμπη. Το θέμα θα έχει αναπόφευκτα συνέχειες, που περιλαμβάνουν και το μεγάλο θέμα της ιδιοκτησίας των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα. Γιατί, παρά την ψοφοδεή πολιτική όλων των αντιπολιτεύσεων στη Βουλή, το έγκλημα στα Τέμπη δείχνει την ανάγκη ακύρωσης της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων.
Πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των «πορισμάτων» συσκότισης για τα Τέμπη, ξέσπασε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στις συνθήκες της γενικευμένης ακρίβειας, τα ιλιγγιώδη ποσά της διαφθοράς λειτουργούν ως μεγάλη πρόκληση. Πολύ περισσότερο που αυτά δεν «τα φάγανε» οι αγρότες εν γένει, αλλά οι κολλητοί του συστήματος Μητσοτάκη-ΝΔ, οι επιχειρηματίες του αγροτοκτηνοτροφικού τομέα, που έχουν τη δυνατότητα να «μετακομίζουν» βοσκοτόπια μεταξύ Κρήτης-Θεσσαλίας-Στερεάς κ.ο.κ. Και ταυτόχρονα, σε αντάλλαγμα, να διασφαλίζουν ένα σημαντικό αριθμό ψήφων προς το κυβερνητικό στρατόπεδο. Οι συνέπειες πάνω στις επιδοτήσεις των πραγματικών αγροτών θα αποτελέσουν ένα σημαντικό πλήγμα σε αυτό το δίκτυο διαφθοράς και ψηφοθηρίας.
Με αυτά και πολλά άλλα, στο σύνολο των δημοσκοπήσεων αποτυπώνεται η καθοδική «στασιμότητα» της ΝΔ σε ποσοστά που απαγορεύουν την αυτοδύναμη αναπαραγωγή της «κυβερνησιμότητας» της ΝΔ. Τα παπαγαλάκια πανηγυρίζουν γιατί, λέει, η ΝΔ προσεγγίζει ξανά, μετά από καιρό, ποσοστά της τάξης του 30% (πχ Pulse 29%, MRB 29,7% κλπ). Πρόκειται για πολιτική λαθροχειρία μέσω της αριθμητικής. Αυτά τα ποσοστά προκύπτουν μέσα από αναλογική διανομή της, σήμερα, «αδιευκρίνιστης» πρόθεσης ψήφου. Δίχως τις αναγωγές, στις δηλώσεις πραγματικής πρόθεσης ψήφου, η ΝΔ περιορίζεται σε ποσοστά κατώτερα της επίδοσης κρίσης που είχε στις ευρωεκλογές και κάτω του «ορίου αισιοδοξίας» του 25% (Pulse 24%, MRB 22,7% κλπ).
Και βέβαια, όσοι έχουν μυαλό κατανοούν ότι σε συνθήκες οργής για την κοινωνικο-οικονομική πολιτική, και γενικευμένης δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση, οι αδιευκρίνιστες ψήφοι δεν θα κατανεμηθούν τελικά «αναλογικά» προς όλα τα κόμματα, αλλά ασύμμετρα επιφυλάσσοντας νέες οδυνηρές εμπειρίες στο επιτελείο Μητσοτάκη. Προειδοποίηση γι’ αυτό είναι η εικόνα κατάρρευσης της επιρροής της ΝΔ στις νεότερες ηλικίες. Με 6,8% στους ψηφοφόρους 17-24 χρόνων και μόλις 11,8% στους ψηφοφόρους 25-34 χρόνων, η στρατηγική της αυτοδυναμίας της ΝΔ, με την παρούσα πολιτική της, είναι πολιτικά νεκρή.
Επιθετικός «πόλεμος κινήσεων»
Σε αυτήν την κατάσταση ο Μητσοτάκης αντιδρά με έναν επιθετικό «πόλεμο κινήσεων». Τα σχέδια για την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, για τη μετατροπή των ΑΕΙ σε νεκροταφεία «νόμου και τάξης» (με προοπτική την ιδιωτικοποίησή τους), για τη συνέχεια και επέκταση των εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.ο.κ. είναι «δηλώσεις» άκαμπτης πολιτικής. Έχουν ως στόχο να προκαλέσουν τη δημιουργία άκαμπτων «δίπολων» στις πολιτικές επιλογές, και δι’ αυτών να εκβιάσουν μαζικά τμήματα ψηφοφόρων προς την επιστροφή στο μαντρί της ΝΔ. Με μια έννοια, η πολιτική του Μητσοτάκη παραπέμπει στη Θάτσερ και στον Ρίγκαν, που, για να εγκαινιάσουν την κυριαρχία τους, προκάλεσαν τη συντριβή των ανθρακωρύχων στη Βρετανία και των απεργών της πολιτικής αεροπορίας στις ΗΠΑ.
Μόνο που οι, τότε, Θάτσερ και Ρίγκαν ήταν ανερχόμενα και δυναμικά πολιτικά ρεύματα, με ηγεμονική πλειοψηφία στις κυρίαρχες τάξεις της Βρετανίας και των ΗΠΑ, ενώ Μητσοτάκης ηγείται ενός «συστήματος» που μπάζει από παντού, με μια πολιτική που πιέζεται προς την αποδρομή. Σε αυτήν την περίπτωση, η κοινωνικοπολιτική κυβερνητική επιθετικότητα μπορεί να αποδειχθεί επιτάφιος για τον Μητσοτάκη και όχι καινούργια αρχή.
Στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης ποντάρει στην πολιτική κρίση της αντιπολίτευσης. Τα μέτρα για τα ΑΕΙ πιέζουν το ΠΑΣΟΚ (που έχει μέσα στην ηγετική του ομάδα την… Διαμαντοπούλου) διεκδικώντας ψηφοφόρους, αλλά (στην χειρότερη) και ελπίζοντας στην προώθηση των απόψεων «συγκυβέρνησης», αν τα αποτελέσματα στην κάλπη επιβεβαιώσουν τις δημοσκοπήσεις. Τα μέτρα για τη μονιμότητα στο δημόσιο πιέζουν το ΠΑΣΟΚ αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ που, παρότι συνεχίζει να φαντασιώνεται ρόλους «κυβερνώσας Αριστεράς», δεν έχει πλέον ούτε τις δυνατότητες ούτε τα κουράγια να οργανώσει έναν αγώνα αντίστοιχο της πρόκλησης.
Μόνο που η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα διδάσκει ότι όποιος ταυτίζει την ικανότητα του κόσμου της εργασίας να απαντήσει σε μετωπικές προκλήσεις με τις ικανότητες των κατά καιρών πολιτικών αντιπολιτεύσεων, κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε σοβαρές εκπλήξεις. Η κυβέρνηση πρέπει να ηττηθεί, και μπορεί να ηττηθεί, και στα Πανεπιστήμια και στο Δημόσιο και στη φιλοπόλεμη και φιλομιλιταριστική ταύτισή της με τον ευρωατλαντισμό. Η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη πρέπει να αναδεχθεί σαν μια βαθιά διαχωριστική γραμμή με τους «από πάνω», αλλά και σαν ένα σύμβολο αναγνώρισης όλων όσων παλεύουν για την ανατροπή αυτής της αντιδραστικής και επικίνδυνης κυβέρνησης.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά