Η μεταβατική αντίληψη
Το ενιαίο μέτωπο και η αντιμετώπιση του ζητήματος της κυβέρνησης απορρέουν από τη μεταβατική αντίληψη.
Στην εποχή μας και ιδιαίτερα εξαιτίας της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική αριστερά, είναι χρήσιμη μια ορισμένη “επιστροφή” σε βασικά ζητήματα.
Το σημείο αφετηρίας είναι το όραμα. Ο Μαρξ δεν μας άφησε καμία συγκεκριμένη περιγραφή για τον Σοσιαλισμό/Κομμουνισμό παρά μόνο ένα πολύ κρίσιμο κριτήριο:
“Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση, που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν”.
Η κίνηση λοιπόν, της εργατικής τάξης που καταργεί την καπιταλιστική κοινωνική σχέση η οποία συγκροτείται ως κοινωνικός σχηματισμός από το καπιταλιστικό έθνος - κράτος. Μπορεί το κράτος να κατακτηθεί ως ένα “ουδέτερο εργαλείο” ή πρέπει να καταστραφεί; Το σημείο αυτό συμπυκνώνει την διαφορά μεταξύ μεταρρυθμιστικής/ρεφορμιστικής αριστεράς και επαναστατικής αριστεράς.
Το ζήτημα του κράτους αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο πλούσιας συζήτησης και αναλύσεων στους μαρξιστικούς κύκλους με διάφορα συμπεράσματα ως προς τα χαρακτηριστικά του και ως προς την διαπερατότητά του από την ταξική πάλη. Το κριτήριο της κίνησης της εργατικής τάξης που καταργεί την κοινωνική σχέση εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα μία διαδικασία “μαρασμού” και διάλυσης του κράτους, οριοθετεί τις απαντήσεις. Η “δικτατορία του προλεταριάτου” που αντιπαρατίθεται στην έννοια της “δικτατορίας της αστικής τάξης”, αφορά στο δραστικό πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης και ευρύτερα των “από κάτω” σε μία διαδικασία πρωτοφανούς δημοκρατικής αποκρατικοποίησης.
Η θεωρητική συζήτηση, ωστόσο, που είναι πολύτιμη και απαραίτητη για την επαναστατική πράξη, λειτουργεί στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι πράξεις, τα γεγονότα και οι συνέπειές τους.
Η ρήξη της Β΄Διεθνούς το 1914 και άρα η ιδρυτική πράξη της ρεφορμιστικής διεθνούς δεν ήταν η κατάκτηση του κράτους από την αριστερά αλλά η άνευ όρων κρατικοποίησή της και μάλιστα στο σφαγείο του πολέμου. Ταυτόχρονα η ιδρυτική πράξη για τη συσπείρωση των επαναστατών ήταν η ακριβώς αντίστροφη: εργατικός διεθνισμός κόντρα στα καπιταλιστικά αφεντικά, μέσα στην κάθε πατρίδα. Η κίνηση για την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης και του έθνους – κράτους.
Το “ενιαίο μέτωπο” είναι η τακτική που αποσκοπεί στη συγκέντρωση της δύναμης της εργατικής τάξης σε αυτή της την κίνηση. Από τους άμεσους στόχους του κινήματος, στους πολιτικούς έως την διεκδίκηση της εξουσίας.
Μάλιστα είναι η ίδια η κίνηση των μαζών που έδωσε στοιχεία υποδείγματος μέσα την εμπειρία της πάλης αναδεικνύοντας το “επαναστατικό κριτήριο”: Επαναστατική κατάσταση, όταν οι από πάνω δεν μπορούν και οι από κάτω δεν ανέχονται. Σοβιέτ, εργατικά συμβούλια και άλλες ονομασίες, τα αναδυόμενα εργατικά και λαϊκά όργανα αντιεξουσίας, το έμβρυο της “δικτατορίας του προλεταριάτου”. Δυαδική εξουσία η σύντομη περίοδος όπου η εξουσία μετεωρίζεται μεταξύ των οργάνων του κράτους και των νέων μορφών εργατικής εξουσίας που το απειλούν.
Αυτά τα φαινόμενα ήταν απολύτως ορατά στα στελέχη της αριστεράς στην επαναστατική περίοδο 1917 – 1922, όταν διεξάγονται οι σχετικές συζητήσεις. Τόσο στη Ρωσία - όπου βίωσαν ως κόμμα το επαναστατικό πέρασμα από την απολυταρχία στην αστικοδημοκρατική κυβέρνηση κι από κει στην σοσιαλιστική επανάσταση σε μόλις 14 χρόνια – όσο και στην Ουγγαρία, τη Γερμανία, την Ιταλία...
Επαναλήφθηκαν πολλές φορές έκτοτε στην Ιστορία σε διάφορες και διαφορετικές φόρμουλες της πολιτικής κρίσης. Μεταξύ άλλων, στην Ισπανία το 1936 η υπεράσπιση της Δημοκρατίας από τον φασίστα Φράνκο εξελίσσεται σε κοινωνική επανάσταση. Στην Χιλή το 1973 σε επαναστατική κατάσταση εξελίσσεται η κατάληψη της κυβέρνησης με εκλογές. Στην Πορτογαλία το 1974 ένα στρατιωτικό “πραξικόπημα” εναντίον του δικτάτορα εξελίσσεται επίσης σε επαναστατική κατάσταση. Παντού εμφανίζονται όργανα λαϊκής και εργατικής αντιεξουσίας.
Υπάρχουν πλήθος ιστορικών υποδειγμάτων όπου στόχοι του κινήματος εμφάνισαν μεταβατικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα στα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, αποαποικιοποίησης, αυτοδιάθεσης με ισχυρή ή πρωταγωνιστική παρουσία της αριστεράς. Κινήματα δηλαδή όπου ο άμεσος στόχος είναι το κράτος αλλά η πάλη εξελίσσεται σε άμεση ταξική αντιπαράθεση για την εξουσία. Αντίστροφα όπου η πάλη και η παρέμβαση της αριστεράς δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει τη μεταβατική δυνατότητα μένοντας στους ενδιάμεσους στόχους οδηγούμαστε σε ήττα. Το μέγεθος της ήττας το καθορίζει η ίδια η πάλη, αν και πιο συχνά η αστική απάντηση είναι συντριπτική και βάρβαρη. Ακόμη και όταν οι δυνάμεις του κινήματος κέρδισαν την εξουσία αλλά η ρήξη με την καπιταλιστική κοινωνική σχέση και άρα τα στοιχεία που καθορίζουν την εργατική δημοκρατία, δεν βάθυναν αλλά αντίθετα η κίνηση διακόπηκε και μάλιστα πολύ πρώιμα από συμβιβασμούς (ενδεχομένως κατά περίπτωση και αναπότρεπτους), δεν πρόκυψε κάποιο “μεταβατικό καθεστώς” αλλά παλινόρθωση του κράτους στην πιο σκληρή μορφή, το “κράτος – κόμμα”.
Από αυτή την άποψη η κληρονομιά του σταλινισμού βρίσκεται στον αντίποδα: στην θέση του “ενιαίου μετώπου” το διαταξικό “λαϊκό μέτωπο”, στην θέση του διεθνισμού το εύρημα του “σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα”, σε αντίθεση με τη μεταβατική αντίληψη η “θεωρία των σταδίων”. Απόψεις που πληρώθηκαν με σκληρές ήττες του κινήματος και της αριστεράς.
Η μεταβατική αντίληψη ακολουθεί το κριτήριο της “κίνησης της εργατικής τάξης”. Όλες οι κατακτήσεις είναι προσωρινές αλλά ταυτόχρονα στιγμές και κόμβοι στην κίνηση. Όλοι οι προσωρινοί στόχοι, υπό όρους και προϋποθέσεις (το “επαναστατικό κριτήριο” – το μέγεθος της όξυνσης της ταξικής και πολιτικής πάλης), μπορούν να ξεπεραστούν προς τον στρατηγικό στόχο.
Η περίπτωση της κυβέρνησης πρέπει να αντιμετωπίζεται υπό αυτή την οπτική δηλαδή σε απόλυτη συσχέτιση με την ποιότητα και τον βαθμό της πάλης. Στο παρελθόν οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας ήταν αποτέλεσμα και έκφραση της ανόδου της δύναμης και της διεκδίκησης της εργατικής τάξης και του μαζικού κινήματος και λειτούργησαν ταυτόχρονα, συνήθως, ως φραγμός στην περαιτέρω κλιμάκωσή της, πολλές φορές δραστικά.
Η ενιαιομετωπική τακτική απαιτεί την υποστήριξή της αριστερής κυβέρνησης απέναντι στη δεξιά και την πτώση της απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά. Ωστόσο ο βαθμός και η ποιότητα της ταξικής και πολιτικής πάλης, τον οποίο το κόμμα δεν μπορεί να καθορίσει όσο κι αν συμμετέχει με κρίσιμο ρόλο στην διαδικασία, δίνουν κάθε φορά διαφορετικές συγκεκριμένες συνθήκες, πάντα με την ίδια διακύβευση, την υπέρβαση της προσωρινής κατάκτησης προς τον στρατηγικό στόχο. Η έννοια της “κυβέρνησης της Αριστεράς” ή “εργατικής κυβέρνησης” έχει μεταβατικό περιεχόμενο κλιμάκωσης της σύγκρουσης και αποσταθεροποίησης του αστικού κράτους σε αντίθεση με κάθε δια-κυβέρνηση του κράτους στο όνομα της αριστεράς. Η περίπτωση της Χιλής αποτέλεσε το κορυφαίο παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας.
Σήμερα, εν μέσω κλιμακούμενης καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας η πολιτική αριστερά βρίσκεται σε ιστορικό ναδίρ και σε μεγάλη αναντιστοιχία με την ίδια την ταξική πάλη και το κίνημα. Η περίπτωση του “κινήματος των Τεμπών” είναι χαρακτηριστική.
Τα τελευταία 50 χρόνια χαρακτηρίζονται από τη νεοφιλελεύθερη αστική αντεπίθεση στις κατακτήσεις του “παγκόσμιου Μάη ‘68”, ακυρώνοντας την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και τον αντιφατικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας ως μαζικής, κυβερνητικής αριστεράς. Στην ίδια περίοδο καταρρέει μαζί με τα “ανατολικά καθεστώτα” και ο σταλινικός ρεφορμισμός, ως εναλλακτική εκδοχή.
Η ταξική πάλη δεν παύει να παράγει μεγάλες κινηματικές στιγμές έως και επαναστατικές, παράδειγμα η “Αραβική Άνοιξη”, όχι όμως επαναστάσεις με σοσιαλιστικό/ κομμουνιστικό πρόσημο. Η “μνήμη του κινήματος” έχει αδυνατίσει μαζί με την αριστερά αλλά η ανάγκη των πολλών και “από κάτω” για εναλλακτική στην κλιμακούμενη βαρβαρότητα εκφράζεται σε κάθε ευκαιρία.
Σε αυτές τις συνθήκες το ζήτημα της μαζικής αριστεράς ως απαραίτητη παράμετρος της κλιμάκωσης του ίδιου του κινήματος, ως αντικαπιταλιστική στρατηγική και μνήμη, εμφανίζεται και ως ζήτημα εκλογικής εκπροσώπησης. Τα κριτήρια παραμένουν τα ίδια όμως η κυβερνητική πρόκληση εμφανίζεται με διαφορετικούς όρους από το παρελθόν. Η δια-κυβέρνηση του αστικού κράτους ποτέ δεν είναι επαναστατικός στόχος αλλά μπορεί να προκύψει ως ενδεχόμενο της πάλης, ως μεταβατικός στόχος “κυβέρνησης της Αριστεράς”. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είχε τέτοια χαρακτηριστικά.
Η περίοδος του 2010 - 2015 αφορούσε μια μεγάλη κλιμάκωση της πάλης. Δεν ήταν επαναστατική κατάσταση αλλά ήταν μια περίοδος με χαρακτηριστικά ορισμένου βαθμού “πολιτικής απεργίας διαρκείας” που προκάλεσε βαθιά πολιτική κρίση. Δεν αναδύθηκαν μορφές “οργάνων των από κάτω” ωστόσο η άνοδος κάθε είδους κοινωνικής δραστηριότητας, διεκδίκησης, συλλογικότητας, αλληλεγγύης υπήρξε πρωτότυπη, ποικίλη και κλιμακούμενη.
Η πτώση του κινηματισμού αλλά όχι της ριζοσπαστικοποίησης προς τ’ αριστερά, σχήμα παράδοξο αλλά αναμφισβήτητο όπως καταγράφηκε με το δημοψήφισμα, σχετίζεται με την γεωμετρία της ταξικής επίθεσης η οποία είχε στο επίκεντρό της το “μνημόνιο” ως αναπόφευκτο όριο για κάθε “επί μέρους” διεκδίκηση. Αυτή η εξέλιξη βέβαια είχε και μία ακόμη συνέπεια. Έθεσε ξεκάθαρα τον στόχο της εξουσίας ως “κυβέρνηση της Αριστεράς”.
Η μεταβατική προσέγγιση απαιτούσε τον απόλυτο προσανατολισμό στη συγκέντρωση της δύναμης των “από κάτω”, της ριζοσπαστικοποιημένης κοινωνίας. Απαιτούσε τον προσανατολισμό σε άμεσα αναδιανεμητικούς στόχους υπέρ των πολλών και “από κάτω”, στόχους και ζυμώσεις με σαφή “αντικρατικό” και “αντικαπιταλιστικό ορίζοντα” ταυτόχρονα με επιλογές ανάδειξης και ενίσχυσης των συλλογικών εκφράσεων της κοινωνικής και κινηματικής αυτενέργειας και της εργατικής και κοινωνικής συμμετοχής, όπως είναι ο περίφημος εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, σε διαδικασίες αντιστροφής των ιδιωτικοποιήσεων με εκτεταμένες κοινωνικοποιήσεις. Απαιτούσε εξάλλου τη δημόσια διευκρίνηση των όρων της σύγκρουσης παρά την υπόσχεση για “νίκη χωρίς σύγκρουση”, που επέλεξε η ηγετική, προεδρική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και έκτοτε σε μία πορεία διαρκούς δεξιάς στροφής και συστημικής προσαρμογής.
Όμως η αριστερή αντιπολίτευση δεν συγκέντρωσε την δύναμη της – το ΚΚΕ, που δυνητικά είχε καθοριστικό ρόλο απείχε ουσιαστικά από τις πολιτικές και κινηματικές προκλήσεις της περιόδου, ενώ η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνεργάστηκαν παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ γεννιόταν ως δυνατότητα για τους “από κάτω” μέσα στα γεγονότα της περιόδου 2010 - 2015 και ήταν ένα ανοιχτό πεδίο πάλης στο εσωτερικό του.
Η εσωκομματική πάλη τον διέσχισε οριζόντια διαμορφώνοντας βαθιές διαχωριστικές με όριο το μνημόνιο και τη σύγκρουση με τους δανειστές. Ωστόσο η άποψη που έβλεπε τη μεταβατική δυνατότητα να μετακινηθεί το όριο προς τα εμπρός, στην μετωπική και κατά προτεραιότητα σύγκρουση με το εγχώριο κεφάλαιο, ξεκαθαρίζοντας περισσότερο τον στόχο της εξουσίας στα μάτια του κοινωνικού ακροατηρίου, ήταν μεν υπαρκτή πλην ήταν εξαιρετικά μειοψηφική, αδύναμη και άπειρη.
Κυριάρχησε το νομισματικό δίλημμα και εναλλακτικά σχέδια “ανάπτυξης” και “παραγωγικής ανασυγκρότησης” με δραχμή. Προσεγγίσεις που, ανεξάρτητα από τις πολιτικές προθέσεις, είχαν στον πυρήνα τους, ως προτάσεις για την (καπιταλιστική) ανάπτυξη, εναλλακτικές εκδοχές αποκατάστασης και επιτάχυνσης των ρυθμών καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η έξοδος από το ευρώ, σημείο συμπύκνωσης της αντιπαράθεσης, ήταν επιλογή του αντιπάλου, καθώς μετακινούσε την αντιπαράθεση στο εθνικό παρά στο ταξικό έδαφος. Η έξοδος από την ΟΝΕ/ΕΕ ως προϋπόθεση των εξελίξεων αφορά την καπιταλιστική ανάπτυξη σε πλήρη αντιστροφή με τις ταξικές ανατροπές και ρήξεις όπου το νόμισμα και το χρέος αντιμετωπίζονται ως συνέπειες της ταξικής ανατροπής. Η άλλη πλευρά αυτής της οπτικής είναι η υποτίμηση του ρόλου και των δυνατοτήτων του κοινωνικού υποκειμένου στην πάλη, πρωτίστως ως σώμα ψηφοφόρων και ως αντικείμενο των κυβερνητικών επιλογών. Δεν υπήρχε εκτίμηση για το μέγεθος της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ένα “χαστούκι” προς τον ταξικό και πολιτικό εχθρό που “ακούστηκε” ωστόσο και σε όλη την αριστερά.
Για τον κύριο αντίπαλο, την εγχώρια αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, που επέλεξε και ουσιαστικά συνέγραψε τα μνημόνια, ήταν απολύτως ξεκάθαρο πως το πιο σημαντικό για τα δικά της συμφέροντα ήταν να φορτωθεί η κρίση στους από κάτω και να τροποποιηθεί ο ταξικός συσχετισμός στην χώρα υπέρ της, παρά η απατηλή, φαινομενική “εικόνα στιγμής” της δήθεν υποτίμησης του ελληνικού καπιταλισμού λόγω της μείωσης του ΑΕΠ. Δεν επρόκειτο λοιπόν για “υποτέλεια” μα για “ταξική ευθυκρισία”. Οι σημερινές δυνατότητες εκμετάλλευσης και κέρδους είναι για το μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα, άνευ προηγουμένου.
Αδυναμίες και λανθασμένες επιλογές όλης της, ούτως ή άλλως μη συγκεντρωμένης συνολικά, εσωκομματικής αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης καθώς και η στάση της αριστεράς εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επέτρεψαν να υπάρξει διαφορετική εξέλιξη. Όχι μόνο ή απαραιτήτως στην υπόθεση της διαπραγμάτευσης το 2015 αλλά και στην συνέχεια, της οικοδόμηση μαζικής, ριζοσπαστικής πολιτικής αριστεράς για να συγκρατήσει, συντηρήσει και κλιμακώσει την κοινωνική αριστερή ριζοσπαστικοποίηση στην πορεία του χρόνου. Τελευταίο μα όχι έσχατο είναι το ζήτημα της διεθνούς ακτινοβολίας καθώς όλα τα μάτια του κινήματος και της αριστεράς ήταν στραμμένα στο εν εξελίξει “πραξικόπημα”. Αντί για υπόδειγμα επιμονής αν όχι νίκης, παραδώσαμε ένα μικρό ΤΙΝΑ.
Η απουσία της μεταβατικής αντίληψης στην αριστερά με έμφαση και εμπιστοσύνη στην κίνηση των “από κάτω”, καθόρισε τα γεγονότα της περιόδου 2010 – 2015 και όχι ασφαλώς κάποια αντικειμενικά όρια δυνατοτήτων.
Παρά την σημερινή, σχετική πτώση του βαθμού της πάλης, τα δομικά χαρακτηριστικά της περιόδου και το πολιτικό πλαίσιο με το μεγάλο κενό στ’ αριστερά, παραμένουν ίδια. Τα συμπεράσματα οφείλουν να αποτελούν οδηγό για την αποφυγή των ίδιων λαθών και για την οικοδόμηση μαζικής, ενιομετωπικής και με μεταβατική αντίληψη, αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ως επείγουσα και αναγκαία.