Rproject
Published on Rproject (https://rproject.gr)

Αρχική > Ο διάλογος ΗΠΑ-Ιράν, τα κίνητρα και οι προοπτικές του

Ο διάλογος ΗΠΑ-Ιράν, τα κίνητρα και οι προοπτικές του

08.05.2025
Πάνος Πέτρου
Ο διάλογος ΗΠΑ-Ιράν, τα κίνητρα και οι προοπτικές του
Ήταν 7 Απρίλη όταν ο Ντόναλντ Τραμπ, επέλεξε μια συνέντευξη Τύπου κατόπιν συνάντησης με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου για να ανακοινώσει ξαφνικά ότι έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με το Ιράν και θα επιδιώξουν μια διπλωματική συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Στις 12 Απρίλη έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ αντιπροσωπειών στο Μουσκάτ του Ομάν (που έχει αναλάβει τη διαμεσολάβηση), με τον Ιρανό υπ. Εξ. να προσέρχεται περιγράφοντας τη συνάντηση ως «ευκαιρία», αλλά και ως «δοκιμή». Όλα δείχνουν ότι η αρχική δοκιμή ήταν πετυχημένη, καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στις 19 Απρίλη (Ρώμη), στις 26 Απρίλη (Μουσκάτ), ενώ ο τέταρτος γύρος (3 Μάη Ρώμη) αναβλήθηκε για «υλικοτεχνικούς λόγους» σύμφωνα με το Ομάν.

Δεν είναι μόνο η πυκνότητα των συναντήσεων αυτή που υπογραμμίζει τη σοβαρότητα των συνομιλιών. Το επιβεβαιώνουν και οι δύο πλευρές στις σχετικές δηλώσεις τους, που αν και τονίζουν το «συγκρατημένο» χαρακτήρα της «αισιοδοξίας» τους, έχουν κάνει επανειλημμένα λόγο για «πρόοδο», για «αποσαφηνίσεις», για «σοβαρότητα». Το επιβεβαιώνει και η σύνθεση των αντιπροσωπειών. Η Τεχεράνη εκπροσωπείται από τον υπουργό Εξωτερικών, Αμπάς Αραγκτσί και η Ουάσινγκτον από τον Στιβ Γουίτκοφ, τον μεγαλομεσίτη που διορίστηκε Ειδικός Απεσταλμένος του Προέδρου για Ισραήλ/Παλαιστίνη και έχει γρήγορα εξελιχθεί σε Ειδικό Απεσταλμένο… παντού, αναλαμβάνοντας τις συνομιλίες με τον Πούτιν και σήμερα τις συνομιλίες με την ιρανική κυβέρνηση. Επιπλέον, μετά τους δύο πρώτους γύρους, οι συνομιλίες Γουίτκοφ-Αραγκτσί (ανώτερο πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο) εξελίσσονται παράλληλα με συνομιλίες αντιπροσωπειών σε τεχνικό επίπεδο -που υπογραμμίζει ότι η συζήτηση αγγίζει πλέον και «λεπτομέρειες». 

Όμως ο δρόμος από το εποικοδομητικό κλίμα στην θετική κατάληξη δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και το ιρανικό καθεστώς έχουν πίσω τους δεκαετίες αντιπαράθεσης, που έχουν διαμορφώσει πολλούς «ιρανοφάγους» μέσα στο αμερικανικό κράτος και ισχυρή καχυποψία/δυσπιστία απέναντι στις ΗΠΑ μέσα στο ιρανικό. 

Είναι γνωστό ότι το επιτελείο του Τραμπ είναι διχασμένο. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ θεωρούν ότι είναι εφικτή και προτιμότερη μια συμφωνία, εκτιμώντας ότι δεν θα ευνοήσει τα αμερικανικά συμφέροντα μια στρατιωτική αντιπαράθεση. Ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, πιστεύει ότι το Ιρανικό καθεστώς είναι αποδυναμωμένο και αυτό αποτελεί ευκαιρία να το γονατίσουν. Αντίστοιχα, σήμερα κυβερνά η λεγόμενη «μεταρρυθμιστική» πτέρυγα του καθεστώτος, αλλά πάντα σε συνύπαρξη με την «σκληρή», που θεωρεί κάθε προσπάθεια συνεννόησης με τις ΗΠΑ είτε προδοτική είτε απλώς μάταιη. 

Ανατροπή

Σε κάθε περίπτωση, η έναρξη κι επιτάχυνση των συνομιλιών αποτέλεσε αιφνιδιασμό, καθώς το 2025 είχε ξεκινήσει πολύ διαφορετικά. Η επιλογή του ιρανοφάγου Ρούμπιο στη θέση του υπ. Εξ. είχε συνοδευτεί από την άμεση ενεργοποίηση της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν και την διαδοχική ανακοίνωση νέων (8 συνολικά) κυρώσεων, που έβαζαν στο στόχαστρο κυρίως τη δυνατότητα της Τεχεράνης να εμπορεύεται πετρέλαιο (γενικά και ειδικότερα να εξάγει στην Κίνα…). Η ανοιχτή ταύτιση με τον Νετανιάχου στην εθνοκάθαρση της Γάζας, η παραδοσιακή «αδελφική» σχέση μαζί του αλλά και η πρώτη θητεία Τραμπ (όταν απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία του 2015 και δολοφόνησε τον ηγέτη των Φρουρών της Επανάστασης, Σολεϊμανί), έδειχναν προς μια επιθετική πολιτική. 

Αντίστοιχα, όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε ξαφνικά ότι έστειλε προσωπική επιστολή στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, Χαμενεΐ, ζητώντας του να δώσουν μια ευκαιρία στη διπλωματία, ο Χαμενεΐ είχε δηλώσει ότι «η επιμονή κάποιων τραμπούκικων κυβερνήσεων για διαπραγματεύσεις δεν στοχεύει να επιλύσει τα ζητήματα αλλά να επιβάλει την κυριαρχία και τις απαιτήσεις τους. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ασφαλώς δεν θα αποδεχτεί τις προσδοκίες τους», ενώ τα καθεστωτικά Μέσα υπενθύμιζαν την μοίρα της επιστολής που είχε στείλει ο Τραμπ το 2019 (την οποία ο Χαμενεΐ είχε αρνηθεί να παραλάβει). 

Στις αρχές Απρίλη, το κλίμα είχε αλλάξει, με την ιρανική ηγεσία να αποδέχεται την έναρξη συνομιλιών και τον Τραμπ να ρίχνει το «βάρος» του πίσω από την ομάδα (Γουίτκοφ, Βανς κ.ά.) που ήθελε να επιδιώξει διπλωματική συμφωνία. Λίγο πριν την θετική απάντηση της ιρανικής ηγεσίας, είχε υπάρξει επικοινωνία της με τον Πούτιν -με τον οποίο έχει πυκνές επαφές και ο Γουΐτκοφ. Όπως έχουμε ξανασημειώσει, οι προσπάθειες συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας έχουν ένα πολύ συνολικότερο «μενού» από τον ουκρανικό πόλεμο. 

Η ιρανική πολιτική και ο «Άξονας»

Η ιρανική ανταπόκριση υπενθυμίζει μια σταθερά: η ηγεσία της Ισλαμικής Δημοκρατίας είναι πάντα πραγματιστική στην εξωτερική πολιτική της. Σε πείσμα της εικόνας του «ταραξία», το καθεστώς προτιμά να αποφεύγει το ξέσπασμα ανεξέλεγκτων κρίσεων, που μπορεί να διακινδυνεύσουν την επιβίωσή του και είναι συνήθως πρόθυμο να βρει δίαυλους επικοινωνίας και μηχανισμούς μείωσης των εντάσεων. Ακόμα και η επεκτατική ιρανική πολιτική (με τη συγκρότηση του περιφερειακού άξονα συμμαχιών υπό την ηγεσία της Τεχεράνης) έχει περισσότερο αποτρεπτικό χαρακτήρα. Η (οικονομική-στρατιωτική) επένδυση στα μέλη του Άξονα υπολογίζει ότι αυτά θα αποτελούν μια «δύναμη αποτροπής», είτε πολιτικής (απέναντι στον κίνδυνο απομόνωσης του Ιράν από τα αραβικά κράτη), είτε στρατιωτικής (απέναντι σε πιθανή επίθεση από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ). Σε όλες της δεκαετίες ζωής της Ισλαμικής Δημοκρατίας, το «θερμόμετρο» στις σχέσεις με τις ΗΠΑ συνήθως καθορίζεται από την Ουάσινγκτον και όχι από την Τεχεράνη, που θα ήθελε να ενταχθεί πιο ομαλά στο διεθνές σύστημα.

Ασφαλώς όμως η στάση της ιρανικής κυβέρνησης καθορίζεται και από την συγκυρία, που συνδέεται με τα γεγονότα του 2024.  

Τον Απρίλη του 2024, το Ιράν αντάλλαξε πυραυλικά χτυπήματα με το Κράτος του Ισραήλ για πρώτη φορά στην ιστορία της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Ήταν μια «χορογραφημένη» αναμέτρηση: Η Τεχεράνη φρόντισε (ειδοποιώντας έγκαιρα) να περιορίσει τον αντίκτυπο του χτυπήματος στο Ισραήλ και η Ουάσινγκτον ανταποκρίθηκε πιέζοντας τον Νετανιάχου να μην κλιμακώσει. Όμως το γεγονός της ανταλλαγής πυραύλων αποτελούσε ένα νέο σκαλοπάτι στη «σκάλα της κλιμάκωσης», το οποίο η ιρανική ηγεσία αποδείχθηκε ότι ήθελε να αποφύγει. Όταν αμέσως μετά σκοτώθηκε ο «σκληροπυρηνικός» πρόεδρος Ραΐσί, το καθεστώς οργάνωσε άμεσα νέες εκλογές, στις οποίες επικράτησε ο «μεταρρυθμιστής» Πεζεσκιάν. Όλοι γνωρίζουν ότι, στις ιρανικές εκλογές, η νικήτρια παράταξη έχει την «ευλογία» του Ανώτατου Ηγέτη. Η διερεύνηση των δυνατοτήτων διαλόγου με τις ΗΠΑ ήταν καθεστωτική επιλογή και προκρίθηκε το πολιτικό προσωπικό που μπορούσε να την υπηρετήσει καλύτερα. Επ’ αφορμή των τότε δηλώσεων του νέου προέδρου για σπάσιμο της απομόνωσης του Ιράν, άρσης των κυρώσεων κλπ, το «υπηρεσιακό» υπ. Εξ. αποκάλυψε ότι υπήρχαν ήδη μυστικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ (μέσω Ομάν) και τους προηγούμενους μήνες.  

Το σιωνιστικό κράτος απάντησε με ένα μπαράζ προκλήσεων: Δολοφονία Χανίγιε σε ιρανικό έδαφος, τρομοκρατική επίθεση με βομβητές στο Λίβανο, δολοφονία Νασράλα. Το Ιράν υποχρεώθηκε σε μια νέα -πιο σοβαρή- στρατιωτική απάντηση, προειδοποιώντας το Ισραήλ να μην δώσει συνέχεια. Τα σιωνιστικά αντίποινα ήταν σημαντικά, βάζοντας στο στόχαστρο πολλά ιρανικά οπλικά συστήματα, αλλά έμειναν αναπάντητα. 

Ακολούθησε η κατάπαυση του πυρός στο Λίβανο, με τη Χεζμπολά να βγαίνει βαριά τραυματισμένη από τον πόλεμο και να υπομένει τις διαρκείς παραβιάσεις της εκεχειρίας από το Ισραήλ, και η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Πρόκειται για γεγονότα που η Τεχεράνη δεν φάνηκε είτε ικανή είτε πρόθυμη να επιχειρήσει να αποτρέψει.

Από τη σκοπιά της Τεχεράνης, ο «Άξονας της Αντίστασης» είναι μέσο αποτροπής κινδύνων για το Ιράν και όχι μέσο άμεσης εμπλοκής του σε συγκρούσεις που μπορεί να απειλήσουν την επιβίωση του καθεστώτος. Απέναντι στην έξαλλη σιωνιστική επιθετικότητα, που «φλέρταρε» με μια τέτοια σύγκρουση, το Ιράν αναδιπλώθηκε και ο «άξονας» κατέγραψε μια σημαντική υποχώρηση. 

Προϊόν φόβου

Σε αυτό το φόντο εμφανίστηκε ο τυφώνας Τραμπ, που ξεκίνησε πιέζοντας ασφυκτικά το Ιράν, πριν κάνει την αιφνίδια στροφή στο διάλογο. Πρόκειται όμως για διαπραγμάτευση με το πιστόλι στο κρόταφο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στη «μέγιστη πίεση» των κυρώσεων (με ένα ακόμα πακέτο να επιβάλλεται μετά την έναρξη των συνομιλιών, λίγο πριν την τέταρτη συνάντηση στη Ρώμη!). Ο Αμερικανός Πρόεδρος, ενώ έστελνε τον Γουίτκοφ στο Ομάν να συνομιλήσει με τον Αραγκσί, έστελνε επίσης Β-52 και αεροπλανοφόρα σε απόσταση βολής από το Ιράν και παρουσιάζει τις τρέχουσες συνομιλίες ως «τελευταία ευκαιρία». Με τις συνομιλίες σε εξέλιξη, ο αμερικανικός στρατός συνεχίζει να σφυροκοπά την Υεμένη και τους αντάρτες Χούθι, το μόνο μέλος του «Άξονα» που είχε βγει άθικτο από την αναμέτρηση του 2024. 

Κατά τις συνομιλίες του 2013-15, όταν δεχόταν ερώτηση για τη στρατιωτική εναλλακτική, ο Ομπάμα συνήθιζε να σημειώνει ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι», σε μια σαφή αλλά έμμεση απειλή. Ο Τραμπ δηλώνει με σαφήνεια ότι το ζήτημα θα πρέπει να κλείσει άμεσα «είτε διπλωματικά, είτε με τα όπλα» και προειδοποιεί με «βομβαρδισμούς σαν αυτούς που δεν έχουν ξαναδεί». 

Αυτή είναι η ερμηνεία της απότομης μεταστροφής του Χαμενεΐ από τον Μάρτη στον Απρίλη. Το υπόβαθρο της διάθεσης για συνεννόηση με τις ΗΠΑ υπήρχε ήδη, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Οι πυκνές επαφές με την Σαουδική Αραβία, εν μέσω και των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, αναδεικνύουν την αγωνία του καθεστώτος να εξασφαλίσει την θέση του στην περιοχή. Αλλά η καχυποψία απέναντι στη διακυβέρνηση Τραμπ κάμφθηκε όταν έγινε σαφές στους ηγετικούς κύκλους του Ιράν ότι η απειλή πολέμου είναι άμεση και η θέση του Ιράν χειρότερη από εκείνη του 2015, όταν η επιρροή και η ισχύς του στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονταν στο «ζενίθ». 

Αλλά πέρα από τη στρατιωτική αποδυνάμωση του ιρανικού άξονα, ο παράγοντας που δεν μπορεί να υποτιμηθεί είναι ο εσωτερικός-πολιτικός. Η κακή κατάσταση της ιρανικής οικονομίας, ο ασταμάτητος εργατικός αναβρασμός τα τελευταία χρόνια, οι κινηματικές κορυφώσεις αμφισβήτησης του καθεστώτος τα τελευταία 7 χρόνια (με πιο πρόσφατη την εξέγερση «Γυναίκα-Ζωή-Ελευθερία»), υπογραμμίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις του ιρανικού καθεστώτος. Σε αντίθεση πχ. με τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν είναι μια χώρα με μια ενεργοποιημένη πολιτικά κοινωνία, με κοινωνικά κινήματα, εργατικούς αγώνες. Ο «μεταρρυθμιστής» Πεζεσκιάν δεν κομίζει τίποτα νέο στην εσωτερική κρίση, με το καθεστώς να επιμένει σε τροχιά αυταρχισμού. Αλλά σε αυτό το κοινωνικό υπέδαφος, κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει εξωτερικές κρίσεις, που ένα πολιτικά αποδυναμωμένο καθεστώς ίσως δεν μπορέσει να αντέξει. 

Τι θέλει ο Τραμπ;

Τα κίνητρα πίσω από την στροφή της Ουάσινγκτον στο διάλογο είναι λιγότερο σαφή. Με τον Τραμπ κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τον προσωπικό παράγοντα. Ο ίδιος δηλώνει ότι θέλει… ένα Νόμπελ Ειρήνης και αρέσκεται να επιδεικνύει πόσο καλός είναι στην «Τέχνη της Συμφωνίας» (όπως ονόμασε το διάσημο βιβλίο του). Με πιο στρατηγικούς όρους, μια «τακτοποίηση» της σχέσης με το Ιράν ταιριάζει με την προσπάθεια να στραφεί όλη η προσοχή στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Αυτό που ρίχνει σκιές στο «τι επιδιώκει ο Τραμπ» με αυτές τις συνομιλίες είναι το άγνωστο περιεχόμενό τους. Γιατί η σχέση με το Ιράν δεν εξαντλείται στο πυρηνικό του πρόγραμμα -ώστε αν αυτό διευθετηθεί να «απελευθερώνει» την προετοιμασία αναμέτρησης με την Κίνα.  

Γιατί αν οι παράμετροι που συζητιούνται είναι όπως τα λέει ο Γουίτκοφ (το Ιράν διατηρεί το πυρηνικό του πρόγραμμα, αλλά δέχεται διεθνείς ελέγχους που εξασφαλίζουν ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου θα παραμείνει σε επίπεδα ειρηνικής χρήσης), πρόκειται για επιστροφή στη… συμφωνία του 2015. Αυτήν από την οποία ο Τραμπ αποχώρησε μονομερώς, περιγράφοντάς την ως «μια από τις χειρότερες και πιο μονομερείς συμφωνίες στην ιστορία των ΗΠΑ». 

Τι παραπάνω ελπίζει να πετύχει ο Τραμπ μέσα από αυτόν τον γύρο συνομιλιών με την Τεχεράνη; Αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμο με δύο τρόπους. Γιατί μπορεί να περιλαμβάνει πράγματα που (αν συμφωνηθούν) αλλάζουν τον χάρτη. Γιατί μπορεί να περιλαμβάνει πράγματα που (αν απορριφθούν) θα φέρουν πιο κοντά τον πόλεμο. 

Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ιρανική ηγεσία ελπίζει σε μια συμφωνία με υποχωρήσεις (πχ προσωρινή αναδίπλωση στη δράση του «Άξονα») που θα της επιτρέψει «να επιβιώσει την τετραετία Τραμπ», ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες και συσχετισμούς. Ο Χαμενεΐ έχει επιστρατεύσει τελευταία αναφορές στην ιστορία του σιϊτικού Ισλάμ που περιλαμβάνουν συμβιβασμούς ιστορικών Ιμάμηδων με τους εχθρούς τους, εξηγώντας ότι -τότε- υπήρξαν «λανθασμένες διαμαρτυρίες» που έδειχναν «έλλειμα υπομονής» απέναντι σε «προσωρινές» επιλογές, ενώ τα ΜΜΕ των «σκληροπυρηνικών» έχουν μαλακώσει τη δημόσια κριτική τους στις συνομιλίες.  

Όμως ο Ιρανός υπ. Εξ., αρθρογραφώντας στην Washinton Post για τις ευκαιρίες μιας συμφωνίας, έκανε ένα πιο φιλόδοξο και γενναίο άνοιγμα:  «Πολλοί στην Ουάσινγκτον παρουσιάζουν το Ιράν ως μια κλειστή χώρα από οικονομικής σκοπιάς. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ανοιχτοί να καλωσορίσουμε επιχειρήσεις από όλο τον πλανήτη. Είναι οι αμερικανικές κυβερνήσεις, και όχι το Ιράν, αυτές που κράτησαν τις αμερικανικές επιχειρήσεις μακριά από την ευκαιρία του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που προσφέρει η πρόσβαση στην οικονομία μας»… 

Να μια γλώσσα που μιλάει στον Τραμπ και ίσως εξηγεί τι «παραπάνω» ελπίζει να πετύχει σε σχέση με την συμφωνία του Ομπάμα (που συνέβαλε στο «άνοιγμα» της ιρανικής οικονομίας σε ξένες επενδύσεις, αλλά δεν προέβλεπε προνομιακή αμερικανική διείσδυση σε αυτήν).

Όμως εκτός από την οικονομία, υπάρχει το ζήτημα της γεωπολιτικής. Σε αυτό το πεδίο είναι επίσης άγνωστο -και κρίσιμο- το τι περιλαμβάνει το μενού των συνομιλιών. Γιατί απαιτήσεις που ίσως αφορούν το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν, τις συμμαχίες του, την εξωτερική του πολιτική, μπορεί να συναντήσουν πιο ισχυρές «κόκκινες γραμμές» του καθεστώτος και τότε ο Τραμπ θα μπει στον πειρασμό να αποδείξει ότι δεν «μπλοφάρει»…

Οι διαπραγματεύσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με το Ιράν ήταν πάντα υποκριτικές. Όσο οι προσπάθειες «μη-διάδοσης» πυρηνικών όπλων βρίσκονται στα χέρια των μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων, δεν πρόκειται για βήμα απαλλαγής του πλανήτη από την απειλή, αλλά για υπεράσπιση του πυρηνικού τους ολιγοπωλίου. Στην περίπτωση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, δεν υπάρχει καν (ακόμα…) η πρόθεση να αξιοποιηθεί στρατιωτικά, την ώρα που πυρηνικά όπλα διαθέτει ένα κράτος που δεν έχει αποδεχθεί τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις (Ισραήλ…). 

Οι διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με το Ιράν είχαν πάντα το στοιχείο του εκβιασμού, αλλά σήμερα γίνονται κυριολεκτικά «με το πιστόλι στο κρόταφο». Και με τον Νετανιάχου να καιροφυλακτεί (και να εργάζεται…) για έναν εκτροχιασμό των συνομιλιών (βλ. απειλές «απάντησης» στο Ιράν μετά από επίθεση των Χούθι στο Αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν), δεν πρέπει να επιτρέψουμε καμία στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν από αυτές τις δυνάμεις και να σταθούμε ενάντια σε κάθε εκστρατεία εναντίον του. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά