Rproject
Published on Rproject (https://rproject.gr)

Αρχική > Οι κινητοποιήσεις στο Νεπάλ έχουν βαθύτερες αιτίες.

Οι κινητοποιήσεις στο Νεπάλ έχουν βαθύτερες αιτίες.

02.10.2025
Άλεξ ντε Γιονγκ
Οι κινητοποιήσεις στο Νεπάλ έχουν βαθύτερες αιτίες.
Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μια σπίθα μπορεί να ανάψει φωτιά σε όλο τον κάμπο.

Οι διαδηλώσεις ενάντια στην απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο Νεπάλ εξελίχτηκαν σε ανοιχτή εξέγερση όταν η αστυνομία σκότωσε 19 διαδηλωτές. Έγιναν επιθέσεις σε σπίτια επιφανών πολιτικών, πυρπολήθηκε το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση καταρρέει. Και τώρα;

Σε ένα άρθρο για το Himal Southasian, ο Ρομάν Γκατουτάμ επεσήμανε την επιρροή άλλων εξεγέρσεων: «Όταν οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα εξεγέρθηκαν το 2022 και ανέτρεψαν τo καθεστώς της οικογένειας Ραγιαπάκσα, οι Νεπαλέζοι το πρόσεξαν. Μετά ήρθε η περσινή Επανάσταση του Ιουλίου στο Μπαγκλαντές, με τον κόσμο να βάζει στο στόχαστρο την Σεΐχ Χασίνα και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα γύρω της». Επίσης, σε πλάνα των κινητοποιήσεων στο Νεπάλ βλέπουμε την ίδια πειρατική σημαία που έγινε το σύμβολο των κινητοποιήσεων στην Ινδονησία.

Η αρχική αφορμή ήταν η απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία βασίζονται πολλοί άνθρωποι για την λειτουργία των μικρών τους επιχειρήσεων. Πλατφόρμες όπως το Whatsapp και το Messenger είναι επίσης η γραμμή επικοινωνίας με τα εκατομμύρια Νεπαλέζους μετανάστες εργάτες στο εξωτερικό. Περίπου το 7,5% του πληθυσμού του Νεπάλ ζει στο εξωτερικό και τα εμβάσματα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ της χώρας, περισσότερο δηλαδή από το άθροισμα της επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η μεγάλης έκτασης μετανάστευση είναι αποτέλεσμα των ελάχιστων ευκαιριών στο εσωτερικό της χώρας, όπου σχεδόν ένας στους τέσσερις νέους ανθρώπους είναι άνεργοι. Τα βίντεο που ανεβάζουν τα παιδιά των πολιτικών για να επιδείξουν τον υπερπολυτελή τρόπο ζωής που απολαμβάνουν και τα οποία αναπαράγονται μαζικά στο ίντερνετ, έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι διαμαρτυρίες για την απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γρήγορα διευρύνθηκαν σε ένα κίνημα ενάντια στην διεφθαρμένη και ασύδοτη τάξη των πολιτικών, που θεωρείται υπαίτια για την έλλειψη προοπτικών για τους απλούς ανθρώπους. Στις 8 Σεπτεμβρίου, η αστυνομία άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας 19 ανθρώπους. Μεταξύ των νεκρών ήταν και παιδιά που φορούσαν ακόμα τις σχολικές στολές τους. Αυτού του είδους η βία διαπράχθηκε υπό μια κυβέρνηση που έχει ως πρωθυπουργό έναν αυτοαποκαλούμενο κομουνιστή, τον Κ.Π. Σάρμα Όλι, του Κομουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ (Ενωμένο Μαρξιστικό-Λενινιστικό) ή ΚΚΝ (ΕΜΛ). Ο θυμός κλιμακώθηκε σε οργή. Μια μέρα μετά, ο Όλι παραιτήθηκε και η απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης άρθηκε, αλλά αυτό ήταν πολύ λίγο και πολύ αργά.

Η απαξίωση του κυβερνητικού συνασπισμού του ΚΚΝ (ΕΜΛ) με το Κογκρέσο του Νεπάλ υπό τον Όλι δεν περιορίστηκε σε αυτά τα δύο κόμματα. Ενδεικτικά, την Τρίτη δέχτηκε επίσης επίθεση το σπίτι του Πρατσάντα, πολιτικού στελέχους της αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργού. Όπως και ο Όλι, ο Πρατσάντα επίσης αυτοαποκαλείται κομμουνιστής. Είναι ο πρόεδρος του Κομουνιστικού Κόμματος Νεπάλ (Μαοϊκό Κέντρο). Το ΚΚΝ (ΕΜΛ), το Κογκρέσο του Νεπάλ και το Μαοϊκό Κέντρο είναι τα τρία μεγάλα πολιτικά κόμματα της χώρας. Από το 2008 μέχρι σήμερα, το Νεπάλ έχει δει 13 κυβερνήσεις, στις οποίες αυτά τα τρία κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία.

Η παρακμή και η κατάρρευση μιας επανάστασης

Δεν είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία που το Νεπάλ βίωσε ένα μαζικό ξεσηκωμό. Το 1990, οι μαζικές κινητοποιήσεις έβαλαν τέλος στη μοναρχική εξουσία στο Νεπάλ και η χωρά έγινε μια πολυκομματική συνταγματική μοναρχία. Το ΚΚΝ-ΕΜΛ, που ξεκίνησε ως ένα αριστερό μέτωπο που συμμετείχε σε αυτό κίνημα, μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της χώρας.

Παρά το όνομά του, ελάχιστος κομμουνισμός υπάρχει στην ιδεολογία του κόμματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Γενικός Γραμματέας του, Μαντάν Μπαντάρι, θεωρητικοποίησε την προσέγγιση του κόμματος, με την «θεωρία της λαϊκής πολυκομματικής δημοκρατίας». Επί της ουσίας ήταν μια συνέχεια της σταλινικής θεωρίας των Σταδίων που είχε προηγουμένως το κόμμα. Διατηρούσε την παλιά αντίληψη ότι πριν καταστεί εφικτό οποιοδήποτε είδος σοσιαλισμού, πρέπει πρώτα να υπάρξει ένα στάδιο κατά το οποίο, σε συμμαχία με τη λεγόμενη «εθνική αστική τάξη», θα αναπτυχτεί η συσσώρευση του κεφαλαίου. Το θεωρητικό σχήμα του Μπαντάρι προσέθετε σε αυτή την αντίληψη ότι αυτή η «Νέα Δημοκρατική» φάση θα γινόταν εφικτή μέσω εκλογικών μέσων, μέσω του κοινοβουλίου και του σεβασμού του πολιτικού πλουραλισμού. Στα κείμενα που θεωρούνται θεμελιακά για το ΚΚΝ-ΕΜΛ, ο Μπαντάρι, που πέθανε το 1994, τόνιζε ότι αυτή η Νέα Δημοκρατία «δεν φέρνει κάτι διαφορετικό στην κοινωνικο-οικονομική δομή και στο παραγωγικό σύστημα». Πρόκειται για ένα «βασικά καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής», που θα επιτευχθεί από «τους εργαζόμενους και τον απλό λαό».

Μεγάλο μέρος της πολιτικής ζωής στη δεκαετία του 1990 χαρακτηριζόταν από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο ΚΚΝ-ΕΜΛ, το Κογκρέσο (ένα θεωρητικά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) και το ινδουιστικό-εθνικιστικό μοναρχικό κόμμα Ραστρίγια Πραγιατάντρα. Μεγάλο μέρος της κριτικής που αντάλλαζαν τα τρία κόμματα μεταξύ τους εστίαζε σε κατηγορίες για διαφθορά και νεποτισμό και δεν αφορούσε την πολιτική ιδεολογία. Μία πραγματική διαφορά τους ήταν ο διεθνής προσανατολισμός. Το Κογκρέσο θεωρούταν ιστορικά φιλικό προς την Ινδία ενώ το ΚΚΝ-ΕΜΛ «θαυμάζει τα μεγάλα επιτεύγματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με Κινέζικα χαρακτηριστικά» από το Κομουνιστικό Κόμμα Κίνας. Παρά αυτές τις διαφορές, και τα τρία αυτά κόμματα έχουν κατά καιρούς σχηματίσει (κυβερνητικούς) συνασπισμούς μεταξύ τους από το 1990 μέχρι και το 2005, όταν ο βασιλιάς ανέλαβε την εκτελεστική εξουσία.

Κομμάτι της τραγωδίας του Νεπάλ είναι ότι το μαοϊκό κίνημα του Πρατσάντα είχε αναδυθεί ως ένα επαναστατικό κίνημα που υποσχόταν να βάλει τέλος στον κοινωνικό και οικονομικό βάλτο και να σπάσει την κυριαρχία των παραδοσιακών κομμάτων. Το 1996 οι Μαοϊκοί παρουσίασαν στην κυβέρνηση, που τότε ήταν υπό την ηγεσία του Κογκρέσου, μια λίστα με 40 αιτήματα που περιλάμβανε την αναδιανομή της γης, ένα σύστημα για την οικονομική προστασία των ανέργων, υγειονομική περίθαλψη και παιδεία καθώς επίσης και το τέλος των διακρίσεων βάση κάστας και μεγαλύτερη αυτονομία για τις περιθωριοποιημένες περιοχές. Όταν αυτά τα αιτήματα δεν έγιναν δεκτά, οι Μαοϊκοί ξεκίνησαν έναν ένοπλο αγώνα ενάντια στο κράτος του Νεπάλ. Ο Μαοϊκός «λαϊκός πόλεμος» άρχισε να δυναμώνει στην αλλαγή του αιώνα, όταν οι Μαοϊκοί είχαν υπό τον έλεγχο τους μεγάλο κομμάτι της υπαίθρου. Καθώς η ένοπλη εξέγερση ενισχυόταν, ο βασιλιάς Γκιανέντρα, που ήταν και αρχηγός του στρατού, συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του.

Αλλά, με αυτήν του την πράξη, ο βασιλιάς ήρθε σε αντιπαράθεση με τα περισσότερα πολιτικά κόμματα, μεταξύ των οποίων το Κογκρέσο του Νεπάλ και το ΚΚΝ-ΕΜΛ. Τον Απρίλιο του 2006, ένα μαζικό κίνημα ξέσπασε στις πόλεις του Νεπάλ. Ονομάστηκε Jana Andolan II ή το Λαϊκό Κίνημα II, ως αναφορά στο προηγούμενο κίνημα του 1990. Οι κινητοποιήσεις οδήγησαν στην αφαίρεση όλων των εξουσιών του βασιλιά και στην επαναφορά της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Εν τω μεταξύ, οι Μαοϊκοί είχαν έρθει σε συνεννόηση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και δεσμεύτηκαν σε μια διαπραγμάτευση για το τέλος της ένοπλης πάλης. Ο στόχος τους πλέον ήταν ένας «πολυκομματικός ανταγωνισμός εντός ενός καθορισμένου συνταγματικού πλαισίου», όπως το έθεσε ο Πρατσάντα. Στις 21 Νοεμβρίου 2006, οι Μαοϊκοί ανακοίνωσαν τον τερματισμό της ένοπλης εξέγερσης και τη διάλυση των πολιτικών οργάνων που καθοδηγούσε στην ύπαιθρο. Στη συνέχεια προσχώρησαν στην προσωρινή κυβέρνηση.

Στη διάρκεια του λαϊκού πολέμου, οι Μαοϊκοί τόνιζαν ότι ο άμεσος στόχος τους ήταν «η οικοδόμηση μιας νέας μορφής εθνικών καπιταλιστικών σχέσεων, με προσανατολισμό το σοσιαλισμό». Σε μια συνέντευξη με ένα δημοσιογράφο των Washington Times το 2001, ο Μπαμπουράμ Μπαταράι, ο βασικός θεωρητικός του κόμματος εκείνη την εποχή, προέτρεψε τον συνομιλητή του να «σημειώσει ότι δεν διεκδικούμε μια “κομουνιστική δημοκρατία” αλλά μια αστικoδημοκρατική δημοκρατία». Η στρατηγική αυτή ήταν παρόμοια με εκείνη του ΚΚΝ-ΕΜΛ, αλλά διέφερε ως προς το πώς θα επιτευχθεί η προπαρασκευαστική φάση του «εθνικού καπιταλισμού», μέσω εκλογών ή μέσω ένοπλης πάλης.

Το 2001, ο Μπαταράι είχε επίσης δηλώσει ότι «δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα» να μετατραπούν οι Μαοϊκοί σε «κοινοβουλευτικό κόμμα» και συνεπώς να «προδώσουν τις επαναστατικές προσδοκίες των μαζών». Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη μετά το 2006. Όσο επιτυχημένοι κι αν είχαν αποδειχθεί στα πεδία των μαχών, στο πεδίο των θεσμών οι Μαοϊκοί πρώτα απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τους ελιγμούς των παραδοσιακών κομμάτων και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν.

Ο προοδευτικός χαρακτήρας του προσχεδίου του νέου συντάγματος υπονομεύτηκε σταδιακά. Πολύ σύντομα η συνοχή της Μαοϊκής ηγεσίας διαλύθηκε και άρχισαν οι αλληλοκατηγορίες για διαφθορά. Εξαφανίστηκαν ακόμα και χρήματα που προορίζονταν να διατεθούν στους πρώην αντάρτες που θα εντάσσονταν στον εθνικό στρατό. Η αλλαγή στον τρόπο ζωής ανθρώπων όπως ο Πρατσάντα ήταν όντως ευδιάκριτη. Αρκετές ριζοσπαστικές ομαδοποιήσεις έφυγαν από το κόμμα, αλλά δεν πρόσφεραν κάποια νέα εναλλακτική. Επαναλάμβαναν τα παλιά δόγματα και υπόσχονταν κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι επιθυμούσαν πλέον: την επιστροφή στο λαϊκό πόλεμο κάποια στιγμή στο μέλλον.

Μουσικές Καρέκλες

Όταν θεσπίστηκε το νέο σύνταγμα, περιλάμβανε πράγματι κάποιες προοδευτικές αλλαγές, όπως η μετατροπή της χώρας σε κοσμική δημοκρατία. Όμως άλλες δημοκρατικές προβλέψεις του, όπως η ενίσχυση των πολιτικών εξουσιών στις περιθωριοποιημένες περιοχές στα πλαίσια ενός  ομοσπονδιακού συστήματος, δεν εφαρμόστηκαν ή εφαρμόστηκαν μόνο μερικώς. Για τους περισσότερους εργαζόμενους Νεπαλέζους λίγα πράγματα άλλαξαν στην καθημερινότητά τους.

Από το 2008 και μετά, οι Μαοϊκοί είχαν την πρωθυπουργία του Νεπάλ τέσσερις φορές: μία φορά ο Μπαταράι και τρεις ο Πρατσάντα, με πιο πρόσφατη την θητεία από το 2022 έως το 2024. Σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, οι Μαοϊκοί έχουν συνυπάρξει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς με κάθε ένα από τα κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση που κατέρρευσε σήμερα. Το 2018, το ΚΚΝ-ΕΜΛ και οι Μαοϊκοί, κόμματα που μέχρι τότε ήταν εχθρικά μεταξύ τους, προχώρησαν ακόμα και σε συγχώνευση, που όμως αποδείχθηκε βραχύβια. Η αποτυχία αυτής της συγχώνευσης, όπως και άλλες διασπάσεις από το ΚΚΝ-ΕΜΛ και τους Μαοϊκούς το 2021, ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των διαφωνιών για τα αξιώματα. Κάποιος κυνικός μπορεί να έλεγε ότι σχεδόν 20.000 άνθρωποι πέθαναν στο λαϊκό πόλεμο ώστε οι Μαοϊκοί να μπουν στο πολιτικό παιχνίδι των μουσικών καρεκλών.

Καθώς τα περισσότερα θεμελιώδη προβλήματα της χώρας παραμένουν άλυτα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι δεξιές δυνάμεις επανεμφανίζονται. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, το Νεπάλ είχε ζήσει   σημαντικές διαδηλώσεις μοναρχικών. Η παλινόρθωση της βασιλείας είναι μειοψηφική άποψη στην κοινωνία, αλλά οι φιλομοναρχικοί ενθαρρύνονται από την προφανή αποτυχία του ΚΚΝ-ΕΜΛ, του Κογκρέσου και του Μαοϊκού Κέντρου. Η «αναζωπύρωση των φιλομοναρχικών δραστηριοτήτων» όπως το έθεσε ένας Νεπαλέζος δημοσιογράφος, «περισσότερο αντανακλά την προσπάθεια της παλιάς φρουράς να κεφαλαιοποιήσει την ευρεία κοινωνική αγανάκτηση παρά αποδεικνύει την υποστήριξη σε έναν απαξιωμένο θεσμό». Κυκλοφορούν φήμες ότι δεξιές και μοναρχικές δυνάμεις υποκίνησαν την πρόσφατη βία. Ομοίως, κατηγορίες εκτοξεύονται κατά της Ινδίας και των ινδουιστικών εθνικιστικών δυνάμεων που επιθυμούν να αποκατασταθεί το καθεστώς του Νεπάλ ως ινδουιστικού κράτους και να μεταστραφεί η εξωτερική πολιτική του Νεπάλ από την Κίνα προς την Ινδία. Είναι πράγματι πολύ πιθανό να επιχειρούν τέτοιες δυνάμεις να επωφεληθούν από την τρέχουσα κατάσταση. Αυτοί όμως οι ελιγμοί έγιναν εξαρχής εφικτοί από την ύπαρξη γενικευμένης οργής και απογοήτευσης.

Η δικαιολογημένη οργή για την διαφθορά μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος αυτή η ενέργεια να καταληφθεί από συντηρητικές δυνάμεις, όπως δείχνει η εξέλιξη που είχαν άλλα κινήματα κατά της διαφθοράς. Ειδικά στα μεσοστρώματα των πόλεων και στις γραμμές του ακτιβισμού μέσω ΜΚΟ, οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί «ορθής διακυβέρνησης» εντοπίζουν τις ρίζες της φτώχειας και της υποανάπτυξης, όχι στον ιμπεριαλισμό και στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά στην αποτυχία να «λειτουργήσει το κράτος δικαίου». Ενώ το αίσθημα πως «είναι όλοι διεφθαρμένοι» μπορεί να πυροδοτήσει την επιθυμία για έναν ισχυρό άντρα, για κάποιον εκτός συστήματος που «θα καθαρίσει το βόθρο».

Τα κινήματα διαμαρτυρίας μπορούν να ανατρέψουν μια κυβέρνηση, αλλά η κατάληψη της εξουσίας ώστε να αλλάξει ριζικά η πορεία της κοινωνίας είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Οι οργανισμοί καταπολέμησης της διαφθοράς δεν επαρκούν όταν το επίδικο είναι ζητήματα όπως η αναδιανομή της γης, η αυτοδιάθεση των μειονοτήτων, τα εργατικά δικαιώματα και ο αγώνας ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου.

Οι περιπτώσεις της Σρι Λάνκα, όπου μια λαϊκή εξέγερση κατέληξε σε μια κυβέρνηση που στην ουσία συνεχίζει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, και του Μπαγκλαντές, όπου μετά τον ξεσηκωμό τον Ιούλη του 2024, είναι η δεξιά αυτή που έχει βρεθεί σε πορεία ανάπτυξης, είναι παραδείγματα που επιβάλουν νηφαλιότητα. Θα ήταν όμως θανάσιμο λάθος να καταλήξουμε από αυτά στο συμπέρασμα ότι η Αριστερά πρέπει να απέχει από τέτοιες κινητοποιήσεις, ή ακόμα περισσότερο να υποστηρίζει κυβερνήσεις των οποίων η πασιφανής διαφθορά και ανικανότητα έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν τη λαϊκή στήριξη. Η ιστορία γράφεται όταν οι μάζες αναλαμβάνουν δράση. Οι σοσιαλιστές πρέπει να είναι μέσα σε αυτούς τους αγώνες για να είναι σε θέση να υποδείξουν έναν καλύτερο δρόμο.