Rproject
Published on Rproject (https://rproject.gr)

Αρχική > Οι περιφερειακές συνέπειες των πολέμων του Ισραήλ

Οι περιφερειακές συνέπειες των πολέμων του Ισραήλ

20.11.2025
Πάνος Πέτρου
Οι περιφερειακές συνέπειες των πολέμων του Ισραήλ
Ο 2ετής γενοκτονικός πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα, αλλά και τα πολεμικά επεισόδια που τον συνόδευσαν, άλλαξαν σημαντικά τον πολιτικό χάρτη της περιοχής. Αυτός ο «περιφερειακός» αντίκτυπος συνέβη σε κάθε προηγούμενο μεγάλο πόλεμο του Ισραήλ (1948, 1967, 1973) και συνέβη και σήμερα.

Η Παλαιστινιακή Αντίσταση άντεξε τον 2ετή γενοκτονικό πόλεμο. Αλλά αυτός ο πόλεμος ανέδειξε τα όρια της στρατηγικής του λεγόμενου «Άξονα της Αντίστασης» και κατέληξε σε μια σημαντική υποβάθμιση των δυνατοτήτων του Ιράν και του δικτύου συμμαχιών του. 

Το Ισραήλ δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Παλαιστινίων, αλλά κατόρθωσε να αποδυναμώσει το «τρέχον» περιφερειακό πολιτικοστρατιωτικό σχέδιο που δηλώνει ότι εργάζεται για την ήττα του σιωνισμού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. 

Υποχώρηση του Ιράν

Συνοπτικά, ο «Άξονας» αποδείχθηκε αρχικά απρόθυμος να μπει σε μια ολομέτωπη «Μητέρα όλων των Μαχών» μετά τις 7 Οκτώβρη. Έχοντας να συνυπολογίσει τις πολιτικές του αντιφάσεις και το στρατιωτικό συσχετισμό, μπήκε (κυρίως μέσω της Χεζμπολά) «εν μέρει» στην αντιπαράθεση, με την εξαίρεση των Χούθι της Υεμένης. Αυτή η τακτική τελικά δεν του επέτρεψε να αποφύγει τη μετωπική αντιπαράθεση με το Κράτος του Ισραήλ -με πρωτοβουλία του τελευταίου. Το σιωνιστικό κράτος επιτέθηκε στο Λίβανο κι επέβαλλε την απενεργοποίηση του «υποστηρικτικού» μετώπου, οδηγώντας τη Χεζμπολά σε αναδίπλωση. Προκάλεσε διαδοχικές φορές την Τεχεράνη και προκάλεσε τελικά τον «πόλεμο των 12 ημερών», που τερματίστηκε (με αμερικανική παρέμβαση μετά το βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων) πριν ξεφύγει σε άγνωστη κατεύθυνση, αλλά ενίσχυσε την ανασφάλεια της ιρανικής ηγεσίας που είχε ήδη χάσει την «αποτρεπτική δύναμη» των στηριγμάτων της στην περιοχή και αντιμετώπιζε για πρώτη φορά άμεσα μαζικά χτυπήματα των IDF στο έδαφός της. Στο μεσοδιάστημα, το καθεστώς Άσαντ είχε αποδειχθεί «άδειο κέλυφος» και κατέρρευσε θεαματικά τη στιγμή που βρέθηκε χωρίς την κάλυψη των διεθνών προστατών του. 

Η Τεχεράνη βγήκε από αυτόν τον γύρο αντιπαράθεσης βαριά τραυματισμένη. Το Ιράν παραμένει ο βασικός περιφερειακός αντίπαλος του σιωνιστικού κράτους, αλλά η επιρροή του έχει υποχωρήσει πολιτικά, έχοντας χάσει στηρίγματα μέσα στον αραβικό κόσμο (απώλεια της Συρίας, αποδυνάμωση της Χεζμπολά) και έχοντας αποδειχθεί ανεπαρκές ως στρατιωτική «αποτρεπτική δύναμη» απέναντι στο σιωνισμό. Αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ισραήλ σε αυτά τα δύο χρόνια. 

Διπλωματικά, το Ισραήλ έπεσε «θύμα της επιτυχίας του». Αποδυναμώνοντας το Ιράν, το σιωνιστικό κράτος απομάκρυνε έναν «μπαμπούλα» που λειτουργούσε ως συγκολλητική ουσία στα σχέδια εξομάλυνσης των σχέσεων με τα αραβικά κράτη (κυρίως του Κόλπου) και της προοπτικής συμμαχίας μαζί τους.

Αντισυσπείρωση

Η επαναπροσέγγιση των Σαούντ με την ιρανική ηγεσία είχε ξεκινήσει από τον Μάρτη του 2023 και υπήρξε προϊόν των φόβων της Βασιλικής Οικογένειας μπροστά στην αποτυχία της προηγούμενης υπερφιλόδοξης και υπερδραστήριας εξωτερικής πολιτικής του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (παρέμβαση και ήττα στην Υεμένη) που οδήγησε το Βασίλειο πίσω στην παραδοσιακή τακτική του να κινείται «στις σκιές» και να εργάζεται για τη «σταθερότητα». Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, η επαναπροσέγγιση προχώρησε, καθώς και η Τεχεράνη βρέθηκε σε δυσχερή θέση και εκδήλωσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μια «συνεννόηση». 

Αυτή η τάση -απομάκρυνσης των αραβικών καθεστώτων από την στρατηγική ενεργής επιδίωξης στενών δεσμών με το Ισραήλ- ενισχύθηκε από τη διαπίστωση ότι το σιωνιστικό κράτος έχει «ξεφύγει» και κανένας δεν είναι ασφαλής απέναντί του. Αυτή η πραγματικότητα βρέθηκε σε παροξυσμό μετά το χτύπημα των Σιωνιστών στην Ντόχα του Κατάρ. Αυτό υπήρξε ένα σημείο καμπής σε αυτή τη διαδικασία, προκαλώντας μια «αραβική αντισυσπείρωση» που είχε ως ιδιοτελές κίνητρο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. 

Αυτή η αντισυσπείρωση ήταν υπαρκτή. Σε πείσμα μιας θεωρίας που αντιλαμβάνεται τα φιλοαμερικανικά καθεστώτα ως άβουλα «ανδρείκελα», αυτά λογοδοτούν στα ιδιαίτερα συμφέροντα των ντόπιων αρχουσών τάξεων, που δεν ταυτίζονται πάντα απόλυτα με τις σιωνιστικές επιδιώξεις. Ενώ σε πείσμα μιας θεωρίας που αντιμετωπίζει το Ισραήλ ως -μόνο- το μακρύ χέρι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, το σιωνιστικό σχέδιο έχει τη δική του αυτονομία, που πολλές φορές απειλεί τους συμμάχους των ΗΠΑ και υπονομεύει τις ανάγκες της εξωτερικής τους πολιτικής. Αυτά εξηγούν τη συνεννόηση του Τραμπ με την Ντόχα, το Κάιρο και την Άγκυρα στην προσπάθεια να επιβληθεί η κατάπαυση του πυρός ή την ενεργοποίηση των Σαούντ σε συνεννόηση με τον Μακρόν.  

Αλλά η αραβική αντισυσπείρωση είναι προϊόν φόβου. Κανένα καθεστώς δεν προτίθεται να αντιπαρατεθεί με το σιωνιστικό κράτος, γνωρίζοντας ότι αυτό θα σημαίνει ρήξη και με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και όλες οι δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των προνομιακών «συνομιλητών» της Χαμάς, ενεργοποιούνται στην κατεύθυνση λόμπινγκ στην Ουάσινγκτον και την απόπειρα να «κερδίσουν το αυτί του Τραμπ», μιλώντας στη γλώσσα που καταλαβαίνει (με επίκληση είτε στις οικονομικές συμφωνίες, είτε στην επίτευξη «σταθερότητας» που κάνει καλό στις «δουλειές» αλλά «απειλείται από τον τυχοδιωκτισμό του Ισραήλ»). 

Αυτός ο ανταγωνισμός με το Ισραήλ για την εύνοια του ηγεμόνα, έχει ξεδιπλωθεί σε άλλα καυτά σημεία. Στη Συρία, όπου η Άγκυρα, η Ντόχα και το Ριάντ επιχειρούν να σταθεροποιήσουν το νέο καθεστώς, ενώ οι Σιωνιστές επιμένουν στην προσπάθεια να κρατηθεί η Συρία διαμελισμένη κι αποδυναμωμένη. Στο Λίβανο, όπου το σχέδιο αφοπλισμού της Χεζμπολά μέσα από την ισχυροποίηση του λιβανέζικου κράτους δυσκολεύει από τη διαρκή υπονόμευση της κυριαρχίας του Λιβάνου από τους Σιωνιστές. Μετά από μια ακόμα φονική χερσαία επιδρομή των IDF, ο Ζοζέφ Αούν, ο εκλεκτός των Αμερικανών και των Σαούντ στο Λίβανο, έδωσε εντολή στις κρατικές ένοπλες δυνάμεις να απαντήσουν σε επόμενο αντίστοιχο επεισόδιο. Συνοπτικά, ενώ τα αραβικά κεφάλαια επιδιώκουν μια σταθερότητα στην περιοχή, που θα τα απαλλάξει από τους «μη-κρατικούς παράγοντες» (πολιτοφυλακές κ.ά.) και αντιλαμβάνονται ότι αυτός ο δρόμος περνά μέσα από ισχυρά/σταθερά κράτη, το Ισραήλ αντιμετωπίζει ως «απειλή» τόσο τους «μη-κρατικούς παράγοντες» όσο και την πιθανότητα ισχυρών κρατών γύρω του. 

Αυτή η «ατζέντα» καθόρισε την περιοδεία Τραμπ στις πετρομοναρχίες στις αρχές του έτους, από την οποία απουσίαζε εμφατικά το Παλαιστινιακό. Πλέον, μετά το χτύπημα στην Ντόχα, ένα αντίστοιχο «μπρα-ντε-φερ» για την εύνοια του Τραμπ εξελίσσεται και στο μέλλον της Γάζας και της Παλαιστίνης. Αν ο ένας λόγος που σπρώχνει τις κρατικές ηγεσίες να κινηθούν είναι ο φόβος απέναντι στον μαξιμαλισμό του σιωνιστικού κράτους, ο άλλος είναι ο φόβος απέναντι στους λαούς τους, στο τοπίο που διαμόρφωσε η 7η Οκτώβρη και η γενοκτονία. 

Κανένας κρατικός ηγέτης δεν προτίθεται να λειτουργήσει σήμερα ως άλλος Νάσερ, αλλά κανείς τους δεν θέλει και να έχει τη μοίρα του Σαντάτ (που δολοφονήθηκε από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους όταν υπέγραψε την ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ)...

Ασφαλώς εντός του αραβικού/σουνιτικού μπλοκ υπάρχουν διαβαθμίσεις κι εσωτερικές εντάσεις. 

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το πιο φιλοσιωνιστικό καθεστώς του Κόλπου, έχουν απλώς «λουφάξει». Υποχρεώνονται να συνυπογράφουν τις διάφορες φλογερές/ρητορικές καταδίκες, αλλά διατηρούν στενή συνεργασία με το Ισραήλ ενώ ραδιουργούν στο παρασκήνιο με μοχλό το χρήμα. 

Εξομάλυνση;

Η Σαουδική Αραβία, το «κάστρο της αντεπανάστασης» στον αραβικό κόσμο, υποχρεώθηκε να αναστείλει τη διαδικασία εξομάλυνσης με το Ισραήλ. Ο «ειδικός ρόλος» των Σαούντ (που αντλούν νομιμοποίηση και πολιτικό κεφάλαιο στην ευρύτερη περιοχή ως «προστάτες των Ιερών Τόπων του Ισλάμ») επιβάλει αυτοσυγκράτηση στη Βασιλική Οικογένεια. Όμως για τις ΗΠΑ, μια επίσημη συμφωνία μεταξύ Ριάντ και Τελ Αβίβ θεωρείται το «διαμάντι στο στέμμα» των Συμφωνιών του Αβραάμ και η Ουάσινγκτον συνεχίζει να εργάζεται αδιάκοπα προς αυτόν το στόχο. 

Ο Μπιν Σαλμάν επιχείρησε να λύσει την αντίφαση μέσα από την κοινή πρωτοβουλία με τον Μακρόν («Διακήρυξη της Ουάσινγκτον»), που στόχευε σε μια διαδικασία που θα ξεδόντιαζε την Παλαιστινιακή Αντίσταση ως προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός «τιθασευμένου» Παλαιστινιακού κράτους -με βασικό ιμάντα την κλίκα του Μαχμούντ Αμπάς. 

Όμως ο Σμότριτς δήλωσε ωμά πώς βλέπει η ισραηλινή κυβέρνηση αυτές τις πρωτοβουλίες: «Αν οι Σαουδάραβες ζητήσουν Παλαιστινιακό κράτος ως αντάλλαγμα για την εξομάλυνση, όχι ευχαριστούμε. Συνεχίστε να καβαλάτε καμήλες στην έρημο…». Πίσω από την προσβολή, ο ακροδεξιός Σιωνιστής υπονοούσε το οικονομικό σκέλος των Συμφωνιών του Αβραάμ, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Μπιν Σαλμάν στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει τον Σαουδαραβικό καπιταλισμό και να μετατρέψει τη χώρα σε «κόμβο», τερματίζοντας την «μονοκαλλιέργεια» των πετρελαϊκών εσόδων («Όραμα 2030»). 

Τελικά, η πρωτοβουλία Σαούντ/Γαλλίας ξεπεράστηκε από την παρέμβαση Κατάρ-Τουρκίας που εμφανίζονται πλέον ως «εγγυήτριες δυνάμεις» πλάι στις ΗΠΑ. Ήταν ηχηρή η απουσία των Σαούντ και των ΗΑΕ από την φιέστα της υπογραφής της συμφωνίας από τον Τραμπ στην Αίγυπτο. 

Κατάρ-Τουρκία

Το Κατάρ «εξαργυρώνει» την στρατηγική που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια. Έδωσε κάλυψη στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και άλλες ισλαμιστικές-αντιπολιτευτικές οργανώσεις στην περιοχή, τα Μέσα του κάλυψαν κι ενθάρρυναν (επικοινωνιακά) την Αραβική Άνοιξη, διατήρησε σχέσεις με το Ιράν, καλλιέργησε το δεσμό με την Χαμάς, προκαλώντας την οργή των γειτόνων του (Σαούντ, ΗΑΕ, Μπαχρέιν) που έφτασαν να του επιβάλουν πλήρη αποκλεισμό πριν λίγα χρόνια. Είχαμε γράψει στο παρελθόν ότι στόχος αυτής της στρατηγικής είναι -μια μέρα- «όταν υπάρχει πρόβλημα στη Μέση Ανατολή, το πρώτο τηλέφωνο που κάνει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να είναι στην Ντόχα κι όχι στο Ριάντ». Αυτό δείχνει να συμβαίνει σήμερα, με τον Εμίρη του Κατάρ να επενδύει στην προνομιακή σχέση με τη Χαμάς και τη δυνατότητα του να «μεσολαβεί» και αυτό του χαρίζει ενισχυμένο ρόλο στη συμφωνία. Αντίστοιχα ισχύουν και για την Τουρκία, που «συμπορεύτηκε» με τις επιλογές των Καταριανών σε όλη αυτήν την ταραχώδη διαδρομή. 

Μεταξύ των δύο πόλων, στέκεται η Αίγυπτος του Σίσι. Παραδοσιακά πιο κοντά στους Σαούντ (που χρηματοδότησαν τη σταθεροποίηση της δικτατορίας μετά το 2013), τους ακολούθησε σε διάφορες περιπέτειες (πολεμική επέμβαση στην Υεμένη, αποκλεισμός του Κατάρ, πόλεμος στο πολιτικό Ισλάμ και αντιπαράθεση με την Τουρκία). Η «ύφεση» της αντιπαράθεσης στον Κόλπο και τα εκατέρωθεν ανοίγματα συνεννόησης της έδωσαν περισσότερο χώρο για ελιγμούς. Σήμερα ο Σίσι συνυπογράφει με Τουρκία-Κατάρ τη συμφωνία και παίζει ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο (στις συνομιλίες μεταξύ Παλαιστινιακών παρατάξεων) από έναν δικό του, ιδιοτελή φόβο. Το Ισραήλ αποδείχθηκε πρόθυμο κι έτοιμο να επιδιώξει ενεργά τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων στην Αίγυπτο. Και γράφεται ότι παρασκηνιακά τα Εμιράτα πίεσαν τον Σίσι να αποδεχτεί τη συνεργασία στην εθνοκάθαρση -κάτι που απειλούσε να τινάξει στον αέρα τη σταθερότητα του καθεστώτος. 

Όταν αποφάσισε ότι έπρεπε να μπει ένα φρένο στο ρυθμό της γενοκτονίας, διαπιστώνοντας ότι το Ισραήλ δεν κατάφερνε να την ολοκληρώσει στρατιωτικά, ο Τραμπ (με τον ωμό ρεαλισμό που τον χαρακτηρίζει στις «συναλλαγές») συνειδητοποίησε ότι πρέπει να συνομιλήσει με τη Χαμάς κι αυτό αναβάθμιζε αμέσως τον ρόλο της Τουρκίας και του Κατάρ. 

Αυτό οδήγησε στο περιθώριο την πρωτοβουλία Σαούντ/Μακρόν, που «πόνταρε» στην εξόντωση του Ισλαμικού Κινήματος και την ενίσχυση του ανυπόληπτου (στην παλαιστινιακή κοινωνία, αλλά και στις ΗΠΑ και  στο Ισραήλ) Μαχμούντ Αμπάς.  

Δεν αποτελεί μόνο διπλωματική ήττα των Σαούντ απέναντι στους περιφερειακούς ομολόγους/ανταγωνιστές τους. Αποτελεί και ματαίωση της προσπάθειας της Γαλλίας να «τρυπώσει» στο κενό που -διέβλεπε ότι- άφηνε η αμερικανική πολιτική (ανοιχτής στήριξης της γενοκτονίας) στον αραβικό καπιταλισμό. 

Σήμερα, το «μπλοκ» Κατάρ-Τουρκίας (και Αιγύπτου) θεωρεί ότι «έχει κερδίσει το αυτί του Τραμπ» και μπορεί να προωθήσει μια συμφωνία που θα ταιριάζει στις δικές του επιδιώξεις. Μπορεί να αποδειχθεί αυταπάτη (στη σύγκριση με τη σημασία του Ισραήλ για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό) και σίγουρα θα περιλαμβάνει «συναλλαγές» που δεν θα έχουν σχέση με τη δικαίωση των Παλαιστινίων. Αν και εξηγήσιμη, η αναζήτηση «στηριγμάτων» στα περιφερειακά κράτη δεν οδήγησε τους Παλαιστίνιους στη νίκη σε ακόμα πιο ευνοϊκές εποχές (ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού κλπ). Η Χαμάς επένδυσε στη σχέση με το Ιράν, το Κατάρ και την Τουρκία. Διαπίστωσε τα όρια του πρώτου ως στρατιωτική «δύναμη αποτροπής» μιας έξαλλης σιωνιστικής επιθετικότητας. Σήμερα δοκιμάζει τα όρια της «διπλωματικής οδού» των δεύτερων…

Μεγάλες Δυνάμεις

Το γεγονός ότι θεωρείται «μονόδρομος» η εύνοια των ΗΠΑ και ο κομβικός ρόλος που έχει αναλάβει ο Τραμπ στην πορεία των εξελίξεων υπογραμμίζει ότι -μέσα στην παρακμή του- ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί το πάνω χέρι στη Μέση Ανατολή. Αυτόν τον ρόλο τον επιβεβαίωσε χωρίς αμφισβητήσεις από τους άλλους «πόλους». Η στάση της Ρωσίας και της Κίνας -απέναντι στο Ισραήλ επί δύο χρόνια γενοκτονίας, απέναντι στην αμερικανοϊσραηλινή επίθεση κατά του Ιράν, απέναντι στο «σχέδιο Τραμπ»- έδειξε ότι η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν άλλες προτεραιότητες. 

Η στάση αυτών των δυνάμεων και τα κίνητρά τους στη διαχείριση της Μέσης Ανατολής, θα αποτελούσαν την ύλη ενός ξεχωριστού άρθρου. Αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι η «πολυπολικότητα» δεν βοήθησε τη Γάζα, με τον ένα «πόλο» (Κίνα) να επενδύει στη διακριτική σταθερή  οικονομική του άνοδο (χωρίς να «σπάει αυγά») και τον άλλο (Ρωσία) να αντιλαμβάνεται τον «πολυπολισμό» ως μοιρασιά «σφαιρών επιρροής» και να πηγαίνει διακριτικά πάσο στη Μέση Ανατολή, ελπίζοντας σε ανταποδοτικά οφέλη στην Ανατολική Ευρώπη (ή την Αρκτική)…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά