Rproject
Published on Rproject (https://rproject.gr)

Αρχική > Οι πολιτικές εξελίξεις στην κόψη του ξυραφιού

Οι πολιτικές εξελίξεις στην κόψη του ξυραφιού

13.05.2025
Μαρία Μπόλαρη
Οι πολιτικές εξελίξεις στην κόψη του ξυραφιού
Μετά τον πανικό που προκάλεσε το μέγεθος και η σύνθεση της συνταρακτικής εργατικής-λαϊκής κινητοποίησης στις 28 Φλεβάρη, το επιτελείο Μητσοτάκη προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας σχετικά με τις πιθανότητες μιας κυβερνητικής αντεπίθεσης.

Πατώντας πάνω στη δυνατότητα να ελέγχει το θηριώδες υπερπλεόνασμα (που έχει δημιουργήσει η πολυετής και «άγρια» πολιτική λιτότητας σχετικά με τους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά και η συστηματικά φοροεπιδρομή των τελευταίων χρόνων) ο Μητσοτάκης εμφάνισε κάποιες υποσχέσεις «ενισχύσεων» που, όμως, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε ως φιλοδωρήματα, ούτε ως «ασπιρίνες», μπροστά στα σκληρά ζητήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική πλειοψηφία. Στη συνέχεια, η επικοινωνιακή πολεμική μηχανή της ΝΔ ανέλαβε να φιλοτεχνήσει την εικόνα ότι οι πρωθυπουργικές υποσχέσεις ήδη αποδίδουν πολιτικά, ότι τα ποσοστά της εκλογικής επιρροής της ΝΔ ανακάμπτουν σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ότι η στρατηγική της επιδίωξης της «αυτοδυναμίας» της Δεξιάς στις επόμενες εκλογές παραμένει ρεαλιστική και, κατά συνέπεια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα παραμείνει στο τιμόνι του κυβερνητικού κόμματος, αποκρούοντας τα σενάρια αλλαγής ηγεσίας «εν πλω» και πριν τις επόμενες κάλπες.

Αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός διαθέτει περιορισμένη πειστικότητα. Ακόμα και στο εσωτερικό της ΝΔ, το υπό εκκόλαψη «φιλο-τραμπικό» ρεύμα διαρρέει ότι τα αποτελέσματα των υποσχέσεων Μητσοτάκη είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρότερα των πολυδιαφημισμένων: στην πρόθεση ψήφου, η πραγματική εκλογική επιρροή της ΝΔ καταμετράται περίπου στο 24%, ποσοστό που απέχει ποιοτικά από τις προϋποθέσεις μιας στρατηγικής της αυτοδυναμίας (38-39%). 

Όμως τα πράγματα θα κριθούν στο πολύ πιο σκληρό «γήπεδο» της πραγματικής ζωής. 

Αντιμεταρρυθμίσεις και αποτελέσματα

Ο Μητσοτάκης επαναλαμβάνει ότι θα βαδίσει προς τις επόμενες εκλογές (όποτε κι αν αυτές γίνουν) με προσήλωση στην ίδια πολιτική, αποκλείοντας το ενδεχόμενο «χαλάρωσης» των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. 

Αυτός ο παράγοντας θα έχει μεγαλύτερες συνέπειες στις πολιτικές εξελίξεις απ’ ό,τι οι πολιτικάντικες τακτικές των ψευδεπίγραφων «ενισχύσεων» και της επικοινωνιακής αξιοποίησής τους. 

Ας δούμε ορισμένες πτυχές των αποτελεσμάτων των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης. 

Κατ’ αρχήν, όποιος πιστέψει, έστω και προσωρινά, ότι το ρήγμα που φανέρωσε το πολύνεκρο έγκλημα στα Τέμπη έχει κλείσει, θα είναι πολιτικά ανόητος. 

Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην πιθανότητα να υπάρξουν διαδοχικές νέες αποκαλύψεις για τις ευθύνες της Hellenic Train και της κυβέρνησης, ούτε στις δυσκολίες να μετατραπεί και ο Αχιλλέας Καραμανλής σε «πρόθυμο» αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να ξεπλυθεί η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης. Αυτές οι δυσκολίες υπάρχουν, μπορεί να αποδειχθούν σημαντικές, αλλά μπορεί και να αποδειχθούν «διαχειρίσιμες». Αυτό που δεν είναι διαχειρίσιμο, που συνεχίζει και θα συνεχίζει να παράγει πολιτικά αποτελέσματα, είναι η συνολική εικόνα: Ότι τόσους μήνες μετά από το έγκλημα, η κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει ούτε καν να καταγγείλει τη Σύμβαση της ιδιωτικοποίησης, ότι το σιδηροδρομικό έργο που εξακολουθεί να βρίσκεται στον έλεγχο της HT έχει καταρρεύσει, ότι καθημερινά οι μετακινήσεις και οι μεταφορές με το σιδηρόδρομο αποδεικνύονται μια αβέβαια κι επικίνδυνη περιπέτεια. 

Και αυτή η εμπειρία δεν είναι απομονωμένη. Πριν λίγες εβδομάδες η Ιβηρική βυθίστηκε σε ένα πολύωρο και επικίνδυνο blackout. Αν αναλογιστεί κανείς την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη ΔΕΗ μετά τη σκανδαλώδη ιδιωτικοποίησή της, και αν συνυπολογίσει το ποιοι είναι και πώς λειτουργούν οι «πάροχοι» του ιδιωτικού τομέα που σκυλεύουν πανελλαδικά τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, τότε θα κατανοήσει τον πανικό του Χάρη Δούκα που ζήτησε από την κυβέρνηση να διασφαλίσει με έκτακτα μέτρα την ενεργειακή κάλυψη της Αθήνας (!) ενόψει του καλοκαιριού. 

Οι ιδιωτικοποιήσεις, μια πολιτική συνυφασμένη με την απόλυτη κυριαρχία του κριτηρίου του κέρδους σε κρίσιμους τομείς οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, έχουν ήδη αναδείξει την επικινδυνότητά τους. Το εκκρεμές αρχίζει να κινείται στην αντίστροφη φορά: η συσσώρευση εμπειριών πλατιών λαϊκών στρωμάτων –ακόμα και μέσα από την κολοσσιαία ιδιωτικοποίηση στην εκπαίδευση και στην υγεία– έχει δημιουργήσει το υπόβαθρο για την πολιτική απαίτηση της ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου σε κρίσιμους τομείς, υπηρεσίες και αγαθά. 

Αυτή η επικίνδυνη για τον Μητσοτάκη «τάση» τροφοδοτείται από πολλές πλευρές των εξελίξεων. 

Η κυβέρνηση κοκορεύεται για την «υπερ-απόδοση» της οικονομικής πολιτικής της. Πράγματι, μέσα στο 2024 το υπερπλεόνασμα έφτασε στα 11,4 δισ. ευρώ. Στο πρώτο τρίμηνο του 2025 εκτινάχθηκε στα 4,5 δισ. ευρώ, με την πρόβλεψη να φτάσει στο τέλος της χρονιάς στα 18 δισ. ευρώ! 

Είναι το αποτέλεσμα της υπεραπόδοσης του ΦΠΑ πάνω στα είδη καθημερινής-υποχρεωτικής λαϊκής κατανάλωσης όπου η κυβέρνηση αφήνει ανεξέλεγκτες τις τιμές για να ενισχύσει την κερδοφορία των Ομίλων παραγωγής και εμπορίας, το αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης των εισοδημάτων των εργαζομένων και λαϊκών ανθρώπων, το αποτέλεσμα της ληστείας πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις όπου οι «μνημονιακές» περικοπές συνεχίζουν να θερίζουν 7 χρόνια μετά την –υποτίθεται…– «έξοδο της χώρας από τα μνημόνια». Αυτή τη θηριώδη υποχρεωτική «αποταμίευση» ο Μητσοτάκης σκοπεύει να αξιοποιήσει κυρίως για την ενίσχυση των ντόπιων καπιταλιστικών Ομίλων («κίνητρα», επιδοτήσεις επενδύσεων κ.ά.) για τους φαραωνικούς εξοπλισμούς και τη στροφή προς την «πολεμική οικονομία» και μόνο δευτερευόντως διαθέτοντας κάποια ψίχουλα για τη χρηματοδότηση των όποιων πιθανοτήτων του να ξανακερδίσει τις επόμενες εκλογές. 

Όμως αυτοί οι σχεδιασμοί δεν θα κριθούν επί χάρτου. Ο κόσμος βλέπει, παρακολουθεί και καταλαβαίνει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι εκτιμούν οι «ειδικοί». Η οργή για την ακρίβεια, η ενίσχυση των διεκδικήσεων για τον 13ο και 14ο μισθό και σύνταξη, η απαίτηση για φοροελαφρύνσεις του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου και όχι των Α.Ε. και των «νομικών προσώπων», είναι οι ενδείξεις ότι ωριμάζει ένα ρεύμα «να τα πάρουμε όλα πίσω». Και αυτό είναι ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» του Μητσοτάκη. 

Ελληνοτουρκικές σχέσεις και Ισραήλ

Όχι όμως ο μοναδικός. Η έκρηξη των γεωπολιτικών αντιθέσεων που προκαλεί η πολιτική Τραμπ πολλαπλασιάζει τα στρατηγικά διλήμματα που αντιμετωπίζει η κυρίαρχη τάξη και το διαθέσιμο προσωπικό της. Ο Μητσοτάκης, αρχικά, έδειξε να προσανατολίζεται προς την πλειοψηφική γραμμή των ευρωηγεσιών. Άλλωστε η στροφή της ΕΕ προς τον μιλιταρισμό και το Rearm Europe ταίριαζε γάντι στην κυβέρνηση των Ραφάλ, των Μπελαρά και των διακρατικών «αμυντικών» συμφώνων. Όμως, την ίδια στιγμή, κρίσιμοι σχεδιασμοί του ελληνικού κράτους στηρίζονταν στην προβλεπόμενη «συνοχή» του ευρωατλαντικού «παράγοντα» (Αλεξανδρούπολη, «άξονας» με Ισραήλ, γιγάντωση Σούδας κ.ά.). Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση επιδίωκε και προωθούσε μια πολιτική με στόχο να εξαργυρώσει τον αδίστακτα φιλονατοϊκό προσανατολισμό της με «αναβάθμιση» του ρόλου της στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό (σχέδια για τα «πάρκα» και τη διευθέτηση των «ζωνών» στην Ανατολική Μεσόγειο, «οικόπεδα» εξορύξεων στη Chevron και στην Exxon Mobil ακόμα και σε διεθνή ύδατα, επιχείρηση «καλώδιο» διασύνδεσης με το Ισραήλ κ.ο.κ.). Στις συνθήκες αναταραχής που ακολούθησαν τις διαπραγματεύσεις Τραμπ-Πούτιν για την Ουκρανία και την ανακοίνωση των αμερικανικών «δασμών», στο εσωτερικό της ΕΕ άνοιξε η συζήτηση για τις ανάγκες «εξομάλυνσης» των σχέσεων με την Τουρκία. Το γεγονός ότι ο συστημικός Τύπος τράβηξε απότομα το χειρόφρενο στη θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού δείχνει μια πρώτη κατανόηση της σκληρής διαπίστωσης ότι οι καιροί δεν προσφέρονται για «εύκολες» εθνικιστικές δημαγωγίες. Και αυτό μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο «λάδι» στην υπόγεια φωτιά των εσωτερικών διαφωνιών και λυκοσυμμαχιών στη ΝΔ. 

Σε αυτές τις συνθήκες, το μοναδικό και «κρυφό» όπλο του Μητσοτάκη, είναι η παραλυτική κρίση της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ κατορθώνει (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται…) όχι μόνο να μην εκτινάσσεται, αλλά και να υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις. Τα θραύσματα της «κυβερνώσας Αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να μην κατανοούν ότι όσο αναφέρονται στα πεπραγμένα τους ως «κυβερνώσα» δύναμη χθες, τόσο ακυρώνουν τις υποσχέσεις τους ότι θα λειτουργήσουν ως «αριστερά» στις αναγκαίες συγκρούσεις του σήμερα. Με αποτέλεσμα μια παράλληλη και ταυτόχρονη βύθιση στην αξιοπιστία. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε σε ανάλογο σημείο. Η μοναδική αντιπολιτευτική δύναμη είναι η απειλή των αγώνων από τα κάτω, με τα αυθεντικά αιτήματα του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας. Η δύναμη που εμφανίστηκε προδρομικά στις 28 Φλεβάρη, η δύναμη των γενικών απεργιών και των παλλαϊκών συλλαλητηρίων που ανέτρεψε παλιότερα τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, είναι η δύναμη που μπορεί να ενοποιήσει την κοινωνική πλειοψηφία σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα άμεσων απαιτήσεων και να ανατρέψει την αντιδραστική και επικίνδυνη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Σε αυτό το καθήκον οφείλουν να λογοδοτούν οι προσπάθειες της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς στους μήνες μέχρι τις επόμενες εκλογές. Και κυρίως, πριν τις εκλογές…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά