Οι στρατιωτικοί στόχοι του Τραμπ: Αλλαγή καθεστώτος στη Βενεζουέλα;
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, στις αρχές Δεκέμβρη, φαινόταν ότι ο αμερικανικός στρατός προετοίμαζε ένα χτύπημα στη Βενεζουέλα. Μετά από μήνες διεξαγωγής μιας άνομης εκστρατείας δολοφονιών υποτιθέμενων «διακινητών ναρκωτικών» σε βάρκες γύρω από τις ακτές της χώρας, οι ΗΠΑ απειλούν να χτυπήσουν και στο εσωτερικό της Βενεζουέλας.
Η κυβέρνηση δεν κρύβει το στόχο της να αποσταθεροποιήσει τη Βενεζουέλα. Οι New York Times ανέφεραν ότι νωρίτερα το Νοέμβρη, ο Τραμπ ενέκρινε ένα σχέδιο μυστικών επιχειρήσεων της CIA στο εσωτερικό της χώρας. Ταυτόχρονα, όπως απέδειξαν οι Times, η κυβέρνηση είχε ανοίξει ένα κρυφό κανάλι επικοινωνίας με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο. Η κυβέρνηση και ο Μαδούρο συζητούσαν για ένα σχέδιο όπου ο Μαδούρο θα αποχωρούσε από την προεδρία για να γίνουν εκλογές που θα επιλέξουν τον διάδοχό του.
Στα κατεστημένα κέντρα της εξωτερικής πολιτικής, ήδη προστίθενται φωνές σε μια χορωδία που ζητά «αλλαγή καθεστώτος» στη Βενεζουέλα. Ο εγκληματίας πολέμου της εποχής Ρίγκαν, Έλιοτ Έιμπραμς, έγραψε στο κατεστημένο περιοδικό Foreign Affairs το «Πώς να ανατραπεί ο Μαδούρο: Και γιατί η αλλαγή καθεστώτος είναι η μόνη διέξοδος στη Βενεζουέλα».
Το πόνημα του Έιμπραμς προκάλεσε μια απάντηση από τον Φιλ Γκάνσον του International Crisis Group, όπου έγραψε για «Τον κίνδυνο μιας ανατροπής του Μαδούρο», υποστηρίζοντας μια σταδιακή μετάβαση σε μια Βενεζουέλα μετά τον Μαδούρο. Αυτές οι συζητήσεις γύρω από την «αλλαγή καθεστώτος» δείχνουν για άλλη μια φορά πόσο λίγο έχει εμπεδώσει η αμερικανική άρχουσα τάξη τα μαθήματα από τις ήττες της στο Ιράκ και το Αφγανιστάν (για να μην αναφερθούμε στο Βιετνάμ).
Κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας υπέρ μιας αλλαγής καθεστώτος σαν αυτή που προτείνει ο Έιμπραμς είναι η ελπίδα ότι η Βενεζουελάνικη αντιπολίτευση θα ενοποιηθεί γύρω από μια προσωπικότητα όπως η νικήτρια του Νόμπελ Ειρήνης Μαρία Κορίνα Μασάδο και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση με νομιμοποίηση στη Βενεζουέλα. Αυτή η φαντασίωση στηρίζεται στην υπόθεση ότι η Μασάδο, την οποία η Επιτροπή των Νόμπελ και πολλοί φιλελεύθεροι διεθνώς έχουν χαρακτηρίσει ως μια αντιφρονούντα σαν τον Βάτσλαβ Χάβελ ή τον Νέλσον Μαντέλα, είναι ένα πρόσωπο που μπορεί να ενώσει. Στην πραγματικότητα, είναι μια παλιά δεξιά πολιτικός που υποστήριξε ένα πραξικόπημα κατά του πρώην προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες το 2002 και που έχει καλέσει σε αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση για να ανατραπεί ο Μαδούρο.
Φυσικά, αυτό που δεν εξετάζει σχεδόν κανένας μέσα σε αυτό το διάλογο των ελίτ, είναι το ενδεχόμενο να επιτραπεί στο λαό της Βενεζουέλας να καθορίσει ο ίδιος το μέλλον του.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η Βενεζουέλα έπαιζε το ρόλο του μπαμπούλα στο φαντασιακό του Τραμπ και του MAGA. Από την μία, η υποτιθέμενα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Βενεζουέλας αποτελεί τυπικό στόχο για την αντικομμουνιστική παράνοια της Δεξιάς, παίρνοντας τη θέση που κατείχε παλιότερα στα μυαλά των δεξιών η Κούβα ως η πηγή των ναρκωτικών, της περιφερειακής αστάθειας και των αντιστάσεων κατά των ΗΠΑ. Από την άλλη, οι πάνω από 600.000 Βενεζουελάνοι που, διαφεύγοντας από την οικονομική κατάρρευση της χώρας τους, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, έγιναν ο στόχος του τραμπικού αντιμεταναστευτικού μίσους. Ο Τραμπ κατηγορεί συχνά την κυβέρνηση της Βενεζουέλας ότι πλημμυρίζει τις ΗΠΑ με εγκληματίες από τις φυλακές της, ενώ ψεύτικα ρεπορτάζ για συμμορίες Βενεζουελάνων που καταλαμβάνουν διαμερίσματα και πόλεις στις ΗΠΑ μεταδίδονται αδιάκοπα από τα Μέσα που είναι φιλικά προς το κίνημα MAGA, όπως το Fox News.
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να είναι λόγος για μια εισβολή στη Βενεζουέλα και την ανατροπή της κυβέρνησης της, έτσι δεν είναι; Γιατί απειλεί η αμερικανική κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια πράξη με την οποία διαφωνεί το 70% των ενήλικων Αμερικανών, όπως έδειξε μια πρόσφατη δημοσκόπηση του CBS;
Οι πιο τεμπέλικες ερμηνείες περιστρέφονται γύρω από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη για τον Τραμπ, που θα αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από άλλους παράγοντες που απειλούν τον πρόεδρο -από τα αρχεία της υπόθεσης Επστάιν μέχρι την κατάρρευση των προσπαθειών του να ενορχηστρώσει στημένες δίκες εναντίον πολιτικών του αντιπάλων. Αλλά δεν φαίνεται καθόλου λογικό το πώς ένας πολεμικός αντιπερισπασμός [«wagging the dog»] θα βελτιώσει την δημοφιλία του Τραμπ -εξαπολύοντας έναν ακόμα πιο αντιδημοφιλή πόλεμο!
Μια δεύτερη γελοία ερμηνεία που, παρεμπιπτόντως, είναι αυτή που προωθεί και η κυβέρνηση Τραμπ, ισχυρίζεται ότι η εκστρατεία κατά της Βενεζουέλας αφορά την μάχη κατά του εμπορίου ναρκωτικών και της «ναρκω-τρομοκρατίας». Έτσι δικαιολόγησαν τα τσιράκια του Τραμπ την εκστρατεία δολοφονιών σε ανοιχτές θάλασσες. Οι ενδείξεις ενάντια σε αυτήν τη θεωρία προκύπτουν από δύο βασικά γεγονότα: Πρώτον, η Βενεζουέλα δεν αποτελεί μεγάλη πηγή των ναρκωτικών που μπαίνουν στις ΗΠΑ. Δεύτερον, ο Τραμπ πρόσφατα απένειμε χάρη στον πρώην πρόεδρο της Ονδούρας, Χοσέ Ερνάντεζ, που εξέτιε 45ετή ποινή φυλάκισης για τον ρόλο του στην ηγεσία του καρτέλ διακίνησης κοκαΐνης.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση Τραμπ θα συνεχίσει να καταγγέλει τον Μαδούρο για «ναρκω-τρομοκρατία», οπότε θα πρέπει να ανακαλέσουμε ότι ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» υπήρξε μια σταθερή αμερικανική δικαιολογία για παρεμβάσεις στη Λατινική Αμερική από όταν εξαφανίστηκε ο μπαμπούλας του «κομμουνισμού» τη δεκαετία του 1990.
Μια άλλη ερμηνεία αποδίδει την στρατιωτική παρόρμηση στον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, που υπήρξε (και ίσως είναι ακόμα;) νεοσυντηρητικός και του οποίου όλη η πολιτική καριέρα στηρίζεται στον πολιτικό μηχανισμό των δεξιών Κουβανο-Αμερικανών στη Φλόριντα. Οι αντισοσιαλιστικές καμπάνιες αποτελούν επίσης τροφή για τους εύπορους δεξιούς Βενεζουελάνους που εγκατέλειψαν το «σοσιαλισμό» και κατέφυγαν στα διαμερίσματά τους στο Μαϊάμι, αποτελώντας μια νέα πηγή μεταναστευτικής υποστήριξης στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τις συντηρητικές πολιτικές. Καθώς ο Τραμπ στην ουσία αναθέτει εργολαβικά τη χάραξη πολιτικής στον κύκλο των συνεργατών του, ίσως η προσωπική εμμονή του Ρούμπιο να έχει γίνει επίσημη αμερικανική πολιτική.
Αξίζει όμως να θυμόμαστε ότι ο Τραμπ στην πρώτη θητεία του (και ο Μπάιντεν στη συνέχεια) είχε επίσης βάλει στο στόχαστρο τη Βενεζουέλα, με τον στόχο της «αλλαγής καθεστώτος» να υποβόσκει παίζοντας ρόλο στις πράξεις και των δύο κυβερνήσεων. Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της οικονομίας της Βενεζουέλας και των πολιτικών ηγετών της καλύπτουν τη χρονική περίοδο και των δύο διακυβερνήσεων. Οπότε δεν πρόκειται απλά για προσωπικό σχέδιο του Ρούμπιο.
Με τον κίνδυνο να αποδώσουμε χαρακτηριστικά πραγματικής στρατηγικής και σχεδιασμού στο καθεστώς Τραμπ, θα ισχυριστούμε ότι το ενδιαφέρον του αμερικανικού κράτους για τη Βενεζουέλα στηρίζεται σε δύο παράγοντες: Τον πετρελαϊκό πλούτο αυτής της χώρας και την (κυριολεκτική) «διπλωματία των κανονιοφόρων» της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης.
Ο πρώτος παράγοντας είναι σταθερός. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η Βενεζουέλα διαθέτει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου παγκοσμίως. Είναι συνεπώς ένα στρατηγικό τρόπαιο για την ομάδα του Τραμπ που φαίνεται να θέλει να καταστήσει τις ΗΠΑ ως το μεγαλύτερο πετρελαϊκό κράτος του πλανήτη.
Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την νοσταλγία της κυβέρνησης Τραμπ για τις μέρες που οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν την Καραϊβική ως Αμερικανική λίμνη και το Δυτικό ημισφαίριο ως «πίσω αυλή» τους. Είτε οι ΗΠΑ εξαπολύσουν όντως πόλεμο κατά της Βενεζουέλας είτε όχι, η επίδειξη δύναμης στην Καραϊβική στέλνει το μήνυμα ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν την ισχύ τους στην περιοχή με πιο μονομερείς και μιλιταριστικούς τρόπους. Δεν είναι σαφές αν αυτό ισοδυναμεί με ένα συνολικότερο «πίβοτ» -από την Ασία ή τη Μέση Ανατολή προς τη Λατινική Αμερική. Αλλά συμβαδίζει με τις πομπώδεις διακηρύξεις του Τραμπ περί διωγμού των κινεζικών επιχειρήσεων από τη Ζώνη της Διώρυγας του Παναμά ή περί κατάληψης της Γροιλανδίας.
Η πρόσφατη παρέμβαση του Τραμπ για να ενισχύσει τις προοπτικές του ακροδεξιού συμμάχου του, Μιλέι, στις εκλογές στην Αργεντινή, η απονομή χάρης στον Ερνάντεζ, η υιοθέτηση του Μπουκέλε του Ελ Σαλβαδόρ και η παρέμβαση στη Βενεζουέλα ενισχύουν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να επιβεβαιώσουν την περιφερειακή τους ηγεμονία μέσα σε μια αναδυόμενη ομάδα συντηρητικών και ακροδεξιών κυβερνήσεων στην περιοχή. Η «ροζ παλίρροια» της Λατινικής Αμερικής έχει, προς το παρόν, υποχωρήσει.
Τι έχουν να πουν οι σοσιαλιστές για τις απειλές της κυβέρνησης ενάντια στη Βενεζουέλα; Αφετηρία μας είναι η εναντίωση στις αμερικανικές παρεμβάσεις κάθε μορφής -από τις κυρώσεις ως τον πόλεμο. Οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον του λαού της Βενεζουέλας. Μόνοι οι Βενεζουελάνοι μπορούν να το κάνουν αυτό.
Δεν κρατάμε αυτήν τη στάση επειδή πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είναι σοσιαλιστική. Αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Παρά την αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική των ηγετών της, η Βενεζουέλα παραμένει μια καπιταλιστική οικονομία την οποία εποπτεύει ένα διεφθαρμένο και όλο και πιο καταπιεστικό κράτος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η κυβέρνηση του Προέδρου Ούγκο Τσάβες χρησιμοποίησε τον αυξανόμενο πετρελαϊκό πλούτο της χώρας για να επεκτείνει προγράμματα υγείας, παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας. Ο Τσάβες αποκαλούσε αυτή τη διαδικασία «σοσιαλισμό του 21ού αιώνα». Κατάφερε εντυπωσιακές βελτιώσεις. Αλλά αυτές άρχισαν να στομώνουν στα μέσα της δεκαετίας του 2010 καθώς κατέρρεαν οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Αυτές οι οικονομικές πιέσεις οδήγησαν στην ενίσχυση της δεξιάς αντιπολίτευσης στον Τσάβες. Ο θάνατος του Τσάβες από καρκίνο το 2013 άνοιξε το δρόμο στον Μαδούρο, μια λιγότερο χαρισματική και πιο αυταρχική προσωπικότητα, που τον διαδέχτηκε και ανέλαβε το Μπολιβαριανό κράτος.
Στις «καλές εποχές» των υψηλών τιμών του πετρελαίου, μια συνέπεια ήταν ο πληθωρισμός και η γενικευμένη διαφθορά δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Εξαιτίας αυτών, πολλές αλληλεπιδράσεις των πολιτών με το κράτος είναι απογοητευτικές και βασικές δημόσιες υπηρεσίες δεν προσφέρονται ποτέ. Λίγο πριν πεθάνει, ο ίδιος ο Τσάβες επέστησε την προσοχή στα προβλήματα αναποτελεσματικότητας της κυβερνητικής γραφειοκρατίας.
Αθροιστικά με άλλα κοινωνικά προβλήματα όπως τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, η οικονομική κατάσταση προσέφερε πολλά ζητήματα προς εκμετάλλευση από τη Δεξιά, ειδικά στην προσπάθειά της να προσελκύσει τμήματα των μεσοστρωμάτων που προηγουμένως ψήφιζαν τον Τσάβες. Η κυβέρνηση Μαδούρο κατέφυγε όλο και περισσότερο προς την καταστολή προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Και δεν κατέστειλε μόνο την φιλοαμερικανική Δεξιά, αλλά και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και την αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Μπροστά στην αμερικανική επιθετικότητα και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό, η Βενεζουελάνικη επαναστατική σοσιαλιστική οργάνωση Marea Socialista διακήρυξε τον Αύγουστο:
«Η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική, σε αλληλεγγύη με τους λαούς του πλανήτη, πρέπει να απορρίψει την αμερικανική στρατιωτική παρενόχληση… της Βενεζουέλας ή τις απειλές ενάντια σε κάθε άλλη χώρα, χωρίς να δίνει στήριξη στην κυβέρνηση Μαδούρο.
Διεθνής αλληλεγγύη με το λαό της Βενεζουέλας, ενάντια στην αμερικανική στρατιωτική πολιορκία και την [Βενεζουελάνικη] Δεξιά που στηρίζει την αμερικανική επέμβαση!».
