Το Πάντειο Πανεπιστήμιο είναι μέχρι σήμερα ένα από τα λίγα πανεπιστήμια της χώρας που με απόφαση της Συγκλήτου του τα Μεταπτυχιακά του Προγράμματα είναι απολύτως δωρεάν. Αυτή μάλιστα η στάση τόνωνε την εκτίμηση που έχαιρε το Πάντειο από την ακαδημαϊκή κοινότητα και προσέφερε επιχείρημα σε περιπτώσεις θέσπισης ή αύξησης διδάκτρων σε άλλα ιδρύματα.

Πριν από λίγες μέρες η Σύγκλητος του Ιδρύματος, αντιμετωπίζοντας την τεράστια ένδεια χρηματοδότησης των ΠΜΣ, εξέτασε το ενδεχόμενο επιβολής οικονομικών τελών για τη φοίτηση σε αυτά.  Διατυπώθηκαν θέσεις υπέρ της διατήρησης του δωρεάν χαρακτήρα των σπουδών αλλά και της απόλυτης απελευθέρωσης των διδάκτρων και της κατά τμήμα επιλογή του ύψους τους. Οι εκπρόσωποι ορισμένων Τμημάτων μάλιστα πρότειναν δίδακτρα ύψους 4.000 ευρώ (χωρίς να διευκρινίζουν καν να θα είναι εφάπαξ  ή ανά έτος), λέγοντας ρητά πως εκτός από τα λειτουργικά έξοδα των ΠΜΣ με τα τόσο υψηλά δίδακτρα επιθυμούν να χρηματοδοτηθούν ταξίδια τους στο εξωτερικό για συμμετοχή σε συνέδρια και κλήσεις καθηγητών από ΑΕΙ του εξωτερικού!

Τώρα, η ευθύνη έχει περάσει στις κοσμητείες του Παντείου, οι οποίες θα καταθέσουν τις προτάσεις τους στο Συμβούλιο Διοίκησης του Ιδρύματος (τη νέα διοικητική δομή στην οποία συμμετέχουν και εξωτερικά του πανεπιστημίου μέλη και που θεσπίστηκε προκαλώντας την μεγάλη αντίθεση της συντριπτικής πλειονότητας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας), το οποίο και θα πάρει την τελική απόφαση. 'Ηδη, η ΓΣ του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής εξουσιοδότησε τον πρόεδρο της, εργατολόγο Γιάννη Κουζή, να δηλώσει στην συνεδρίαση της κοσμητείας πως το τμήμα του διαφωνεί ριζικά με την επιβολή διδάκτρων, έστω και ενός ευρώ.

Ως τώρα τα ΠΜΣ χρηματοδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η χρηματοδότηση αυτή παλιότερα ήταν της τάξης των 23.000 ευρώ ανά έτος, όχι όμως για κάθε ΠΜΣ αλλά για κάθε τμήμα, ανεξαρτήτως του αν είχε ένα ή περισσότερα ΠΜΣ και των αναγκών τους. Στην πορεία αυτό το ποσό μειώθηκε στα 12.000 ευρώ και πλέον ακόμη περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τα ΑΕΙ δεν ήταν σε θέση να εκταμιεύσουν αυτά τα ποσά, ενώ ειδικά για το Πάντειο ο πάρεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου δεν ενέκρινε δαπάνες για τη γραμματειακή υποστήριξη των ΠΜΣ, παρότι αυτές αναγράφονταν σε σχετικά προεδρικά διατάγματα. Το αποτέλεσμα ήταν τα ΠΜΣ να λειτουργούν για πολλά χρόνια χωρίς γραμματειακή υποστήριξη, ή με γραμματείες που λειτουργούσαν εθελοντικά από μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι δούλευαν σχεδόν πάντα χωρίς οικονομική ανταμοιβή ή με έρανο που γινόταν μεταξύ των καθηγητών.

Ενδεχόμενη απόφαση για επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα (ενώ συζήτηση γίνεται και για τα διδακτορικά), πετάει έξω από το πανεπιστήμιο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εν δυνάμει μεταπτυχιακών φοιτητών του. Με την ανεργία των νέων να φτάνει στο 70% και τους μισθούς όσων εργάζονται να πέφτει, με διάφορες εργοδοτικές αλχημείες, ακόμη και κάτω από τον βασικό μισθό (χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμία, έστω στοιχειώδης, εργασιακή σταθερότητα), είναι σαφές πως ακόμη και το “μίνιμουμ” ποσό των 500 ευρώ που συζητήθηκε αντιστοιχεί σε κάτι περισσότερο από έναν μηνιαίο μισθό.

Η σκληρή ταξικότητα αυτής της επιλογής είναι προφανής, αλλά άλλο τόσο προφανές είναι και το πόσο κοντόφθαλμη είναι. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα οδηγήσει απλώς σε μεταπτυχιακά για την ελίτ, αλλά θα διαλύσει τις μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο και θα εξοντώσει την κοινωνική έρευνα. Σε αντίθεση με τις σπουδές σε οικονομικά αντικείμενα ή άλλα που προσφέρουν ακόμη μια ψευδή ελπίδα επαγγελματικής αποκατάστασης και άρα προοπτικής απόσβεσης του κόστους των μεταπτυχιακών σπουδών, για τις κοινωνικές επιστήμες που θεραπεύονται στο Πάντειο δεν ισχύει τίποτα τέτοιο. Επομένως, αυτή η επιλογή θα στερήσει από χιλιάδες νέους επιστήμονες τη δυνατότητα να κάνουν έρευνα πάνω στην επιστήμη τους και θα αφυδατώσει το πανεπιστήμιο από το νέο του δυναμικό το οποίο χωρίς πόρους και ενισχύσεις, κατάφερνε τόσα χρόνια βασισμένο και στην ανάγκη και στη φιλοτιμία του να προωθεί την επιστημονική έρευνα και να εμπλουτίζει τα κεκτημένα της επιστημονικής κοινότητας.

Για το τέλος, θα επισημάνουμε απλώς ότι η επιβολή διδάκτρων – δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματος – σε ένα πρόγραμμα σπουδών το καθιστά εμπορεύσιμο αγαθό. Αυτό, πέρα από τις πολύ σημαντικές συμβολικές επιπτώσεις του αλλά και τα όσα συνεπάγεται για το περιεχόμενο των σπουδών, ανοίγει ακόμη περισσότερο ένα τεράστιο νομικό παράθυρο ώστε τα ιδιωτικά μαγαζιά τύπου ΙΕΚ, που πλέον έχουν αναγνωριστεί από το κράτος ως πάροχοι αντίστοιχων υπηρεσιών με τα πανεπιστήμια, στη βάση του δικαίου του ανταγωνισμού να διεκδικήσουν και αυτά κρατική χρηματοδότηση και πρόσβαση σε σχετικούς ευρωπαϊκούς πόρους, κάτι που ήδη έχει επισημανθεί από σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή στην Ευρωβουλή. 

Η προσπάθεια επιβολής διδάκτρων στα ΠΜΣ του Παντείου είναι μια τεράστια πρόκληση για τους φοιτητές του. Στην πραγματικότητα, είναι μια τεράστια πρόκληση για το φοιτητικό κίνημα και ως τέτοια επιβάλλεται να τη δούμε όλοι, ακόμη και όσοι ως τώρα άκουγαν αδιάφορα ή και απωθητικά τη λέξη “κίνημα”. Και είναι αυτονόητο πως εμείς, οι εν ενεργεία μεταπτυχιακοί φοιτητές και οι υποψήφιοι διδάκτορες του Παντείου δεν θα επαναπαυτούμε στο ότι εμείς “”γλιτώσαμε” τα δίδακτρα. Δεν θα αφήσουμε μόνους τους προπτυχιακούς συμφοιτητές μας, τους συναδέλφους μας. Η μοίρα που μας επιφυλάσσουν άλλωστε είναι κοινή. Οι νέοι είμαστε για την κυβέρνηση, για τους έχοντες την εξουσία ένας ενοχλητικός αριθμός. Ένα πλεονάζον προσωπικό σε μια επιχείρηση υπό εκκαθάριση Θα δείξουμε όμως πως δεν είμαστε καθόλου περιττοί, αλλά μπορούμε να γίνουμε κάτι παραπάνω από ενοχλητικοί.

Αυτοί που θα επιχειρήσουν να θεσπίσουν τα δίδακτρα θα κληθούν άμεσα να εξηγήσουν μπροστά στους φοιτητές τους, μέσα στα μαθήματα τους, μέσα στο Πανεπιστήμιο, που είναι ακόμη ένας ελεύθερος χώρος δημοκρατικού διαλόγου, και με τους όρους που του αρμόζει, το γιατί επιλέγουν έτσι, τόσο εύκολα, διά μιας ανατάσεως της χειρώς τους, να τους κόψουν το δρόμο των σπουδών. Γιατί τους κόβουν το μέλλον, γιατί τους στερούν την εμβάθυνση στο επιστημονικό τους αντικείμενο, γιατί κάνουν τις σπουδές και την έρευνα ένα σπορ για λίγους, που εξαρτάται από την οικονομική άνεση και όχι από το επιστημονικό ενδιαφέρον, την αγάπη για την έρευνα και την επιστημονική ηθική, για τα οποία κατά τα άλλα είναι έτοιμοι  ανά πάσα στιγμή να εκστομίσουν έναν δεκάρικο λόγο μέσα στα αμφιθέατρα. Τίποτα τέτοιο δεν μπορεί πια να επιχειρείται, χωρίς δημόσια λογοδοσία, μπροστά στην κοινότητα. Αυτό έμαθε σε εμάς το πανεπιστήμιο.


Σταύρος Παναγιωτίδης, Πρόεδρος Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Παντείου

Ετικέτες