Συμμαχία με τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και με «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» πολιτικές δυνάμεις;

Το ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών είναι αυτονόητα κεντρικό για το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας. Εξίσου αυτονόητα, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες μπορούν να συνασπιστούν και να παλέψουν για τη μεγάλη πολιτική ανατροπή που θα αποτελέσει το έναυσμα για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος για το σοσιαλισμό, δεν μπορεί παρά να εκπροσωπούν, εκφράζουν ή «αντιστοιχούν» στο κοινωνικό - ταξικό μπλοκ δυνάμεων που μπορεί να συνασπιστεί και να παλέψει για ένα τέτοιο πρόγραμμα - ασφαλώς όχι με έναν αυτόματο τρόπο. Τα δύο ζητήματα (πολιτικές από τη μια πλευρά, κοινωνικές-ταξικές από την άλλη πλευρά συμμαχίες) έχουν μεταξύ τους αυτό τον ισχυρό δεσμό και επομένως πρέπει να εξεταστούν συνδυαστικά, υπό αυτό το πρίσμα. 

Το εισηγητικό κείμενο των θέσεων και του προγράμματος για την ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ αναφέρεται στα ζητήματα αυτά με την υπαινικτική γλώσσα του αναπόφευκτου πολιτικού συμβιβασμού. Οι σχετικές αναφορές εμπεριέχουν αντιφάσεις και άρα επιδέχονται -στο σύνολό τους- διαφορετικών ερμηνειών. Όμως η συζήτηση και τα ζητήματα που κρύβονται πίσω από τις εκφράσεις έχουν μεγάλη κρισιμότητα και επομένως πρέπει να «μεταγλωττιστούν» στην πιο ακριβή και ξεκάθαρη γλώσσα της πολιτικής θεωρίας ώστε να διευκρινιστούν. Η προσυνδιασκεψική διαδικασία, κυρίως όμως η ίδια η ιδρυτική Συνδιάσκεψη, βαρύνονται με αυτό το καθήκον. Το κείμενο αυτό επιχειρεί, συνοπτικά και όχι με πλήρη αναλυτική και θεωρητική επάρκεια, ακριβώς αυτή τη «μεταγλώττιση».

Α. Συμμαχία με τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ);

Όσον αφορά τις κοινωνικές-ταξικές συμμαχίες της ανατροπής, το κοινωνικό-ταξικό μπλοκ αγώνα που θα παλέψει για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος για το σοσιαλισμό, το εισηγητικό κείμενο Θέσεων και Προγράμματος της ΛΑΕ λέει τα εξής:  

«2.15 Από την άλλη πλευρά, αναπτύσσεται το κοινωνικό μπλοκ της εργατικής τάξης και συνολικά των εργαζόμενων, το βάρος των οποίων ξεπερνάει το 60% του ενεργού πληθυσμού. Μαζί τους συμπαρατάσσεται αντικειμενικά το σκληρά πληττόμενο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, που συμπιέζεται ή καταστρέφεται από τις μνημονιακές πολιτικές. Το συγκεκριμένο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων δεν είναι ενοποιημένο και ομογενοποιημένο πολιτικά. Δεν διαθέτει ενιαίο ριζοσπαστικό πολιτικό μέτωπο, που να εκφράζει τα ζωτικά του συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει αντικειμενικά δυνατότητα δημιουργίας ενός  μεγάλου κοινωνικού μετώπου. Αυτό θα μπορούσε να εκφράσει τη μάζα της εργατικής τάξης που εργάζεται στους διάφορους τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, μεταφορές, κατασκευές, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο, τουρισμό, ναυτιλία, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τράπεζες), στις κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, πρόνοια), τους ανέργους, την πλειοψηφία της σπουδάζουσας νεολαίας, τη μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, την πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης (στους τομείς του εμπορίου, της βιοτεχνίας, των υπηρεσιών), τους μικρομεσαίους αγρότες, τα νέα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής εργασίας που συμπιέζονται μέσα από την κρίση και την αναδιάρθρωση  κ.ά. Αυτό είναι αντικειμενικά σε κοινωνικό επίπεδο το μεγάλο μπλοκ των αντιμνημονιακών δυνάμεων και των δυνάμεων της ριζοσπαστικής ανατροπής». (οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Λίγο πριν, στο σημείο 2.13, γίνεται αναφορά στην αστική τάξη:

«Ειδικότερα η αστική τάξη, αποτελείται κυρίως από τους ιδιοκτήτες των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων (βιομηχανικών, εμπορικών, εφοπλιστικών, χρηματοπιστωτικών, κατασκευαστικών, τουριστικών, αγροτικών κ.λπ.). Στους κόλπους της εντάσσονται τα ανώτατα στελέχη του επιχειρηματικού τομέα (ιδιωτικού και κρατικού), οι μεγαλομέτοχοι ΑΕ και ΕΠΕ, καθώς και οι κάτοχοι μεγάλης ακίνητης περιουσίας». (οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Στα θετικά στοιχεία αυτών των περικοπών, συγκαταλέγονται:

- Ότι γίνεται αναφορά στις τάξεις, στην αστική τάξη και την εργατική τάξη, που πόρρω απέχει από την αταξική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ (γενικά, αλλά ιδιαίτερα της ύστερης περιόδου).    

- Ότι γίνεται αναφορά σε αντίπαλα κοινωνικοταξικά μπλοκ που συγκρούονται, και όχι στη γνωστή προσέγγιση που αντιδιαστέλλει τη «μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία» με την ισχνή μειοψηφία των «ολιγαρχών».  

- Ότι διατυπώνεται η θέση πως το κοινωνικό - ταξικό μπλοκ της ανατροπής σχηματίζεται γύρω από την εργατική τάξη και συνολικά τους εργαζομένους (που αποτελούν τον πυρήνα του).

- Ότι διαπιστώνεται πως αυτός ο πυρήνας των μισθωτών είναι από μόνος του κοινωνική πλειοψηφία, αφού ξεπερνάει το 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.    

Εδώ όμως τελειώνουν τα θετικά και μπαίνουμε σε ολισθηρό έδαφος, με τις αναφορές στη μικρή αστική τάξη, η οποία:

-αφαιρείται από το μπλοκ της αστικής τάξης, στο οποίο περιλαμβάνεται μέχρι και η μεσαία αστική τάξη (παρόλο που εμφιλοχωρεί μια υπαινικτική «σχετικοποίηση» με τη λέξη «κυρίως», που γι’ αυτό την υπογραμμίσαμε)

-προστίθεται στο κοινωνικό μπλοκ της ανατροπής, με τη φράση «μικρομεσαία στρώματα της πόλης (στους τομείς του εμπορίου, της βιοτεχνίας, των υπηρεσιών)», όπου δεν υπάρχει ευθεία αναφορά στις ΜΜΕ, αλλά αυτά ακριβώς είναι τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης στους τομείς του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών.

Στις σχετικές συζητήσεις της Επιτροπής Θέσεων και Προγράμματος, η άποψη ότι οι ΜΜΕ είναι τμήμα του κοινωνικού μπλοκ της ανατροπής, διατυπώθηκε από στελέχη της Επιτροπής (και όχι από τον συγγραφέα του συγκεκριμένου κεφαλαίου) ρητά και υποστηρίχτηκε μετά παρρησίας. Τελικά, η αναφορά στις ΜΜΕ ως τμήμα του κοινωνικού - ταξικού μπλοκ της ανατροπής είναι έμμεση (πλην όμως σαφής) στις περικοπές που αναφέραμε παραπάνω.

Ευθεία αναφορά στις ΜΜΕ γίνεται στο κεφάλαιο 4, σε συσχέτιση με την εθνικοποίηση των τραπεζών και τον παραγωγικό μετασχηματισμό, στα εξής εδάφια:

Σημείο 4.7: «Η εθνικοποίηση των τραπεζών θα αλλάξει τους όρους ρύθμισης των «κόκκινων δανείων» σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις, αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες, με πλήρη διασφάλιση της πρώτης κατοικίας, με την εφαρμογή κριτηρίων μακροπρόθεσμης εξόφλησης, συμβατής με τις δυνατότητες και ανάγκες των οφειλετών, αλλά και με λογική «σεισάχθειας» για τα δάνεια που για λόγους εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν». (Υπογράμμιση δική μας)

Σημείο «4.12 Για τον παραγωγικό και οικολογικό μετασχηματισμό»:

«Χρειάζεται στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στο βαθμό που δημιουργούν θέσεις εργασίας, σέβονται την εργατική νομοθεσία και το περιβάλλον και αναπτύσσουν τη συνεργασία μεταξύ τους, με παροχή χαμηλότοκης χρηματοδότησης, υποστηρικτικών μηχανισμών προβολής και προώθησης εξαγωγών, απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης, έλεγχο αγοράς και καταπολέμηση ολιγοπωλιακών δομών κ.ά.». (Υπογραμμίσεις δικές μας)

Το πρώτο εδάφιο αφήνει ορθάνοιχτη την ερμηνεία για μια διαταξική αντιμετώπιση του ζητήματος της (ευνοϊκής για τους οφειλέτες) ρύθμισης των «κόκκινων δανείων» στο πλαίσιο της λεγόμενης «σεισάχθειας», αφού εντάσσονται οι πάντες (και οι επιχειρήσεις γενικώς, αλλά είναι σαφές ότι υποκρύπτεται η έμφαση στις ΜΜΕ) με ένα εκ των δύο γενικών κριτηρίων να είναι η συμβατότητα με «τις δυνατότητες και τις ανάγκες των οφειλετών».

Το δεύτερο, εισάγει την ιδέα της στήριξης των ΜΜΕ με χαμηλότοκη παροχή ρευστότητας, ανάγοντας τις ΜΜΕ σε σημαντικό παράγοντα όχι του κοινωνικού - ταξικού μπλοκ, αλλά του συνολικού σχεδίου της ΛΑΕ για τον παραγωγικό μετασχηματισμό.  

Πέρα ωστόσο από τις αναφορές στα κείμενα (που η πικρή πείρα της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι έχουν σχετική σημασία), το πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι τα θετικά που προαναφέραμε δεν αποτελούν κατακτημένα στοιχεία της ηγεμονεύουσας πολιτικής κουλτούρας στη ΛΑΕ - χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα από τέτοιες αναφορές στα κείμενα, για να αποτελέσουν τέτοιου είδους κατάκτηση. Αντίθετα, παρότι οι αναφορές στη συμμαχία με τη μικρή αστική τάξη (τις ΜΜΕ) είναι έμμεσες (πλην σαφείς), έχουν ισχυρή επιρροή στην πολιτική κουλτούρα του χώρου της ΛΑΕ.  

Το γεγονός αυτό κάνει υποχρεωτικές και επείγουσες τις παρακάτω κριτικές αναφορές:

α. Τα στατιστικά δεδομένα για την ταξική διαστρωμάτωση

και η «πλατιά» κοινωνική - ταξική συμμαχία

Οι σχετικές συζητήσεις στη ΛΑΕ βαρύνονται από πολλές παρεξηγήσεις που οφείλονται κατ’ αρχάς σε άγνοια των πραγματικών στατιστικών δεδομένων όσον αφορά την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την κατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στις διάφορες τάξεις και στρώματα. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων1 είναι προφανή και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνείες:

1. Οι δυνάμεις της μισθωτής εργασίας που ανήκουν στο δικό μας ταξικό μπλοκ, είναι πλέον πλειοψηφικές στην ελληνική κοινωνία. Παίρνοντας υπόψη ότι ο Δ. Οικονομάκης εντάσσει ένα σημαντικό τμήμα τους στη Νέα Μικροαστική Τάξη, το άθροισμα από τον πίνακά του (εργατική τάξη + «νόθα» εργατική τάξη και «γκρίζα ζώνη» της εργατικής τάξης/«νόθας» εργατικής τάξης + κατώτερη μισθωτή βαθμίδα + στρώματα της Νέας μικροαστικής τάξης) βγάζει ένα σύνολο πάνω από 50% των απασχολουμένων. Ο Δημήτρης Κατσορίδας υπολογίζει το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης σε 57,8% των απασχολουμένων, αφαιρώντας τα μισθωτά στρώματα που «λόγω της θέσης και του ρόλου τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας (π.χ. διευθυντές, στελέχη επιχειρήσεων, νομικοί, κληρικοί και όσοι έχουν σχέση με κατασταλτικούς μηχανισμούς), καθώς επίσης και εξαιτίας του ύψους του εισοδήματός τους, δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη».  

Σε αυτές τις εκτιμήσεις θα πρέπει να προσθέσουμε, πρώτον, τον πληθυσμό των αυτοαπασχολουμένων των οποίων η απασχόληση υποκρύπτει μισθωτή εργασία (μισθωτή εργασία «με μπλοκάκι») του οποίου το μέγεθος είναι της τάξης του 3% του συνόλου των απασχολουμένων, και δεύτερον, τον πληθυσμό της αδήλωτης μισθωτής εργασίας, που ως γνωστόν είναι εξαιρετικά διαδεδομένη και σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει το 5% των απασχολουμένων.

Στο μη αγροτικό τομέα της οικονομίας, στον χώρο της καπιταλιστικής πόλης, όπου ουσιαστικά συγκροτούνται οι μεγάλες κοινωνικές συμμαχίες και οι συσχετισμοί πολιτικής δύναμης, η εργατική τάξη ανέρχεται σε περίπου 2/3 της συνολικής απασχόλησης.

Με αυτά δεδομένα, οι μισθωτοί εργαζόμενοι που ανήκουν στο δικό μας ταξικό μπλοκ, είτε υπολογιστούν με πολύ «αυστηρά» είτε με λιγότερο «αυστηρά» κριτήρια2 (είναι μια συζήτηση στην οποία δεν θέλουμε να υπεισέλθουμε εδώ) είναι η μεγάλη πλειονότητα των απασχολουμένων.   

Επομένως επιχειρήματα του τύπου «στην Ελλάδα η μισθωτή σχέση δεν είναι πολύ εκτεταμένη» είναι εντελώς αστήρικτα.

Βεβαίως, υπάρχει μεγάλη διαστρωμάτωση και κερματισμός των δυνάμεων της εργασίας που υφίσταται άμεσα την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά ακριβώς γι’ αυτό -πέρα απ’ όλα τα άλλα- πρέπει να αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας στη συγκρότηση του μπλοκ της μισθωτής εργασίας.   

2. Αντίθετα, τα στατιστικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν την άποψη ότι οι ΜΜΕ αφορούν μεγάλο πληθυσμό ή ποσοστό της απασχόλησης, ώστε να δίνεται τέτοια έμφαση στη συζήτηση για τη συμμαχία μαζί τους - πέρα από τη σκοπιμότητα ή το εφικτό μιας τέτοιας συμμαχίας, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Συνδυάζοντας τα στοιχεία και των δύο πινάκων, η μικρή και μεσαία αστική τάξη (εργοδότες) ανέρχεται μόλις σε 4,95% + 0,73% = 5,68%. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε ένα πληθυσμό 273.730 απασχολουμένων. Μάλιστα πρόκειται αμιγώς για μεσαία αστική τάξη συνολικά, δηλαδή για πληθυσμό που δεν ενσωματώνει τη διάκριση μεταξύ μεσαίας αστικής τάξης και ΜΜΕ. Ακόμη και αν αθροίσουμε την κατηγορία «Συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη», ο πληθυσμός αυτός δεν θα αυξηθεί ιδιαίτερα. Στην κατηγορία των «συμβοηθούντων μελών» εντάσσονται 161.405 άτομα (ποσοστό 5,9%), που προέρχεται από δύο κατηγορίες: α) τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό (24,97% της συνολικής απασχόλησης), β) τη μεσαία αστική τάξη (4,95% της συνολικής απασχόλησης). Κατ’ αναλογία, μόνο ένα μικρό ποσοστό (ενδεικτικά, το 1/5, περίπου 30.000 άτομα) από την κατηγορία των «συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών» μπορεί να προστεθεί στο συνολικό πληθυσμό των 273.730 ατόμων που αντιστοιχούν στη μεσαία αστική τάξη, ακόμη και με καταχρηστικά ευνοϊκούς υπολογισμούς.             

Η πληθυσμιακή βαρύτητα αυτού του πληθυσμού είναι αμελητέα σε σύγκριση με τον πλειοψηφικό «όγκο» των 2.891.570 της μισθωτής εργασίας (σύμφωνα με τον πίνακα 2) – μια συντριπτική αναλογία περίπου 1/10! Το γεγονός λοιπόν ότι τάσεις και στελέχη της ΛΑΕ προσδίδουν τέτοια βαρύτητα στην «ανάγκη» συμμαχίας με τις ΜΜΕ, μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ιδεολογικούς και στρατηγικούς λόγους, που με ένα γενικό τρόπο παραπέμπουν στη θεωρία των σταδίων.

Αντίθετα όμως, ο πληθυσμός της Μικρής και Μεσαίας αστικής τάξης είναι σημαντικός για την αστική τάξη, αφού αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα της αστικής τάξης. Ο πληθυσμός της μεγάλης αστικής τάξης στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (0,94%) είναι πολύ μικρός σε σύγκριση με τη μεσαία αστική τάξη (5,68%). Που σημαίνει ότι η θέση για συμμαχία με τις ΜΜΕ είναι θέση για συμμαχία με τον πλειοψηφικό κορμό της αστικής τάξης.  

3. Οι πίνακες που παραθέτουμε, αποκαλύπτουν επίσης πού πρέπει να στραφεί η προσοχή της Ριζοσπαστικής - Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όσον αφορά τη συμμαχία των μισθωτών με τμήματα της μικροαστικής τάξης. Υπάρχει μια άλλη βασική κατηγορία της μικροαστικής τάξης, οι αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς αμειβόμενο προσωπικό): είναι ένας σημαντικός πληθυσμός που αντιστοιχεί στο 25,2% της συνολικής απασχόλησης το πρώτο τρίμηνο του 2014, δηλαδή 865 χιλ. άτομα, εκ των οποίων 550 περίπου στο μη αγροτικό τομέα. Ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα των αυτοαπασχολουμένων στο μη αγροτικό τομέα της οικονομίας υποκρύπτει ήδη σχέση εξαρτημένης-μισθωτής εργασίας (εργαζόμενοι με μπλοκάκια), και ταυτοχρόνως διαπερνάται ήδη από ισχυρή ταξική πόλωση στο εσωτερικό του μεταξύ μιας σχετικά μικρότερης μερίδας που επιτυγχάνει υψηλές αμοιβές και μιας σχετικά μεγαλύτερης μερίδας «αυτοαπασχολουμένων της επιβίωσης» με εισοδήματα συγκρίσιμα με αυτά των μισθωτών. Το μέγεθος αυτής της μερίδας ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε 8 ποσοστιαίες μονάδες των απασχολουμένων. Τέλος, υπάρχει το κοινωνικό στρώμα της νέας μικροαστικής τάξης (είτε εντάξουμε σε αυτήν το σύνολο των μισθωτών των υπηρεσιών και του δημόσιου τομέα είτε ένα τμήμα τους), αλλά και η κοινωνική κατηγορία νεολαία.

4. Έτσι, ξεκαθαρίζουν δύο πράγματα:
Πρώτο, ότι οι δυνάμεις της μισθωτής εργασίας είναι όχι μόνο η δική μας κοινωνική - ταξική αναφορά με βάση τα ιδεολογικά και στρατηγικά προτάγματα της Ριζοσπαστικής - Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και η μεγάλη πλειονότητα των απασχολουμένων σε ποσοστό που προσεγγίζει το 80%. Επίσης, ότι η μικρή και μεσαία αστική τάξη είναι μια αδύναμη αριθμητικά κοινωνική κατηγορία. Ότι, τέλος, ισχυρές αριθμητικά είναι άλλες κατηγορίες μικροαστικών στρωμάτων, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι.   

Δεύτερο, το «πλάνο» της διεύρυνσης των κοινωνικών συμμαχιών γύρω από την εργατική τάξη αφορά: τμήμα των αυτοαπασχολούμενων, τμήμα της νέας μικροαστικής τάξης, τμήμα της νεολαίας, τμήμα των αγροτών (όπου η μισθωτή σχέση επίσης επεκτείνεται, ταυτόχρονα με την ταξική πόλωση στο εσωτερικό τους). Για όλα τα διεκδικούμενα κοινωνικά στρώματα, μερίδες τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες (προς διεύρυνση του κοινωνικού - ταξικού μπλοκ της μισθωτής εργασίας) ισχύει ο «σιδηρούς κανόνας» (που μέσα στην κρίση γίνεται μηχανισμός σκληρής ταξικής πόλωσης) της επέκτασης τόσο της μισθωτής σχέσης όσο και της ταξικής πόλωσης στο εσωτερικό τους.3 Στο βαθμό που η συγκρότηση του ταξικού - κοινωνικού μπλοκ είναι μια διαδικασία όπου παίζουν ρόλο το αντικειμενικό στοιχείο της ταξικής διαστρωμάτωσης, το στοιχείο της αυθόρμητης ταξικής πάλης, αλλά και το «υποκειμενικό» στοιχείο της πάλης για την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία, το στοιχείο της επέκτασης της μισθωτής σχέσης και ταξικής πόλωσης στο εσωτερικό αυτών των στρωμάτων πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Οι κοινωνικές τάξεις % της συνολικής απασχόλησης

(2008 - 2014 (δεύτερο τρίμηνο))

2008                              2014

Καπιταλιστική τάξη                 1,37                                0,94

Παραδοσιακή μικροαστική

Τάξη (αυτοαπ/λούμενοι

χωρίς προσωπικό)                   21,05                              24,97

Μεσαία αστική τάξη:

-εργοδότες                              6,30                                4,95

Παραδοσιακή μικροαστική

τάξη και μεσαία αστική

τάξη: συμβοηθούντα μέλη       5,30                                4,32

Μεσαία αστική τάξη

ή Καπιταλιστική τάξη              1,43                                0,73

Ανώτερη κρατική

γραφειοκρατία                        0,28                                0,27

Νέα μικροαστική

τάξη                                                   19,72                              21,61

Εργατική τάξη                         20,48                              20,22

Νόθα εργατική τάξη                 13,96                              12,92

Νόθα εργατική τάξη

ή εργατική τάξη:

«γκρίζα ζώνη»                        8,17                                7,07

Κατώτερη μισθωτή βαθμίδα    2,36                                2,21

Σύνολο                                    100,00                             100,00

---------------------------

Άνεργοι

(% του εργατικού

δυναμικού)                              7,33                                26,56

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας (σε χιλιάδες), 2014

β. Η συμμαχία με τη μικρή και μεσαία αστική τάξη είναι ανέφικτη, για «αντικειμενικούς» αλλά και «υποκειμενικούς» λόγους

Η άποψη ότι οι εργαζόμενες τάξεις και οι μικρές επιχειρήσεις είναι ή θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοι στην πάλη τους ενάντια στην μνημονιακή πολιτική και το νεοφιλελευθερισμό (όταν μάλιστα αυτό δεν αναφέρεται σε συμμαχίες τακτικού χαρακτήρα, όπως π.χ. με τους αγρότες πριν μερικούς μήνες, αλλά σε συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα), υπάρχει εμμέσως πλην σαφώς στα εδάφια του κειμένου θέσεων και προγράμματος που αναφέρθηκαν προηγούμενα. Για τη σκοπιμότητα και το εφικτό μιας τέτοιας συμμαχίας, καταθέτουμε μια σειρά κριτικών παρατηρήσεων:

Πρώτον, δεν έχει νόημα να λέμε ότι «τα μικρομεσαία στρώματα του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών», δηλαδή τα μικρά αφεντικά, «πλήττονται από την κρίση, συμπιέζονται, καταστρέφονται», με τον ίδιο τρόπο που το λέμε για τη μισθωτή εργασία. Διότι οι μισθωτοί πλήττονται στο σύνολό τους από την κρίση, και αυτό συμβαίνει επειδή όταν μένει άνεργος ένας μισθωτός, η κατάσταση χειροτερεύει για το γείτονά του το μισθωτό επειδή αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας που συνθλίβει όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους μικρούς επιχειρηματίες (όπως εξάλλου ούτε για τους μεγάλους): αυτοί δεν πλήττονται στο σύνολό τους, διότι όταν κλείνει ένας μικρός επιχειρηματίας, η κατάσταση δεν χειροτερεύει για το γείτονά του το μικρό επιχειρηματία, η κατάσταση δεν επιδεινώνεται για τα μικρά αφεντικά που επιζούν της κρίσης, αντιθέτως βελτιώνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή η ζήτηση που πριν απευθυνόταν στις επιχειρήσεις που έκλεισαν, μεταφέρεται σε εκείνες που επέζησαν. Έτσι, η κρίση χωρίζει τους μικρούς επιχειρηματίες σε δύο μερίδες: με τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της απαξιώνει ένα μέρος του κεφαλαίου που είναι επενδυμένο στις λιγότερο αποδοτικές μικρές επιχειρήσεις και στέλνει τα αποτυχημένα μικρά αφεντικά στην ανεργία ή στην αεργία ή κάπου αλλού (οπότε στο εξής ανήκουν σε άλλη κοινωνική κατηγορία) και ταυτοχρόνως προσδίδει ισχύ στις επιχειρήσεις εκείνες που επέζησαν τρώγοντας τις σάρκες όσων πτώχευσαν. Σε μια δεδομένη στιγμή, λοιπόν, όταν αναφερόμαστε στις μικρές επιχειρήσεις, στους μικρούς εργοδότες, «στα μικρομεσαία στρώματα του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών», αναφερόμαστε στη μερίδα εκείνη των επιχειρήσεων που επέζησαν, στα μικρά αφεντικά που σε αυτή τη δεδομένη στιγμή όντως υπάρχουν, και όχι στους άλλους, που ανήκουν πλέον σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες, των ανέργων, των αέργων, ίσως των μισθωτών, των αυτοαπασχολουμένων ή ό,τι άλλο θέλετε. «Τα μικρομεσαία στρώματα που πλήττονται από την κρίση» είναι, λοιπόν, μια φαντασιακή κατασκευή: διότι, σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή αποτελούνται από τη μερίδα των αφεντικών που νίκησαν στην αρένα του ανταγωνισμού και επέζησαν κανιβαλίζοντας τους ασθενέστερους συναδέλφους τους, οι οποίοι δεν ανήκουν πλέον στα «μικρομεσαία στρώματα», δεν είναι εργοδότες, επιχειρηματίες, αφεντικά. Αυτά απορρέουν από τη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτά συνέβησαν και στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης: Ένα μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρήσεων όντως έκλεισε, κυρίως το 2012-2013 (παρόλο που η εκκαθάριση των λιγότερο ανθεκτικών κεφαλαίων συνεχίζεται ακόμη σήμερα) και η πελατεία τους μεταφέρθηκε σε άλλες επιχειρήσεις (μικρές, μεσαίες ή μεγάλες) οι οποίες επέζησαν και έχουν πλέον μεγαλύτερη πελατεία για το μέλλον.

Δεύτερο, συνολικά η κατάσταση τώρα για τις μικρές επιχειρήσεις που επέζησαν (και είναι αυτές που αποτελούν τώρα τον κόσμο της μικρής επιχειρηματικότητας, των μικρών εργοδοτών) είναι πολύ καλύτερη από ό,τι το 2012-2013. Δεν είναι μόνο ο κανιβαλισμός του ανταγωνισμού, η εκκαθάριση των ασθενέστερων κεφαλαίων και ο συνακόλουθος επιμερισμός της ζήτησης σε πολύ μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων, που έχουν δυναμώσει τους επιζώντες. Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν εν τω μεταξύ ωφεληθεί και από τα «αγαθά» της μνημονιακής πολιτικής: μισθοί πείνας, ανάπτυξη από τον εργοδότη άτυπων τεχνικών ανάκτησης ενός μέρους του μισθού που ξαναγυρίζει κάτω από το τραπέζι στο αφεντικό, ακόμη και όταν η αμοιβή βρίσκεται στο κατώτατο όριο των 586 ευρώ, συστηματική χρήση άμεσων ή έμμεσων απειλών απόλυσης για την ιδιοποίηση πρόσθετης εργασίας με τη μορφή των απλήρωτων υπερωριών και της εντατικοποίησης της εργασίας, κατάργηση ακόμη και του υποτυπώδους ελέγχου της Επιθεώρησης Εργασίας που υπήρχε κάποτε, δουλειά με το «μπλοκάκι» που επιτρέπει στον εργοδότη να μην καταβάλλει εργοδοτικές εισφορές, ούτε 13ο και 14ο μισθό, επειδή εξαπατώντας εμφανίζει τη μισθωτή εργασία σαν αυτοαπασχόληση, προσλήψεις όπου ο εργοδότης πληρώνει για μερική απασχόληση αλλά κάνει χρήση για πλήρη. Στο βαθμό μάλιστα που οι ΜΜΕ κατά κανόνα μαστίζονται από μικρότερη παραγωγικότητα της εργασίας και είναι επιχειρήσεις έντασης εργασίας, η μείωση του εργατικού μισθού με το δεύτερο μνημόνιο, αλλά και η διάλυση των εργασιακών σχέσεων είναι όροι επιβίωσης γι’ αυτές πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για πολλές μεγάλες επιχειρήσεις.4 Και όχι μόνο: όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η μεγάλη πλειονότητα των ΜΜΕ επιβιώνει με συστηματική και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.

Αυτά, και άλλα τόσα, που αναφέρονται σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων, ξεχωρίζουν λοιπόν και τα μικρά αφεντικά -και από κάποιες απόψεις περισσότερο και από τα μεγάλα- από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, με την οποία βρίσκονται σε αντιπαλότητα. Δεν είναι έτσι καθόλου τυχαίο ότι κατά τη διερεύνηση που έκανε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (ανεξαρτήτως του πόσο πραγματική ή επικοινωνιακού και προσχηματικού χαρακτήρα ήταν αυτή η διερεύνηση), οι πιο ισχυρές αντιρρήσεις προήλθαν από τα επιμελητήρια των μικρομεσαίων επιχειρηματιών κι όχι από τον ΣΕΒ.

Οι υλικές, αντικειμενικές συνθήκες, λοιπόν, για μια συμμαχία των εργαζόμενων τάξεων με τους μικρούς εργοδότες, δεν υπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα. Δεν υπάρχουν, διότι στην πορεία της κρίσης, ενώ οι μισθωτοί όντως πλήττονται, τα μικρά αφεντικά βγαίνουν ενισχυμένα -όσα επιζούν βεβαίως, αλλά αυτά που επιζούν είναι εκείνα τα οποία πράγματι συγκροτούν, σε κάθε χρονική στιγμή, τη μερίδα των «μικρομεσαίων στρωμάτων του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών». Γι’ αυτούς τους λόγους, η θέση των μικρών επιχειρηματιών, βρίσκεται στο πλευρό των μεγάλων επιχειρήσεων, η θέση τους βρίσκεται στο αστικό μπλοκ εξουσίας, και βεβαίως εκείνοι το γνωρίζουν. Εάν τώρα κάποιοι από αυτούς είναι πρόθυμοι να υποστούν τα πάνδεινα από την πολιτική μιας Αριστεράς που θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751, θα τους θέσει υπό αυστηρό έλεγχο, θα αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων, θα απαιτήσει την καταβολή στο ακέραιο των εισφορών και των αναλογούντων φόρων, και τόσα άλλα που σχεδιάζουμε, προκειμένου να είναι μαζί μας, αυτοί ας είναι μαζί μας.

Τρίτο, η περίφημη συμμαχία με τους μικρούς εργοδότες δεν έχει εμφανιστεί πουθενά, δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω της. Το σχέδιο προγράμματος προσπαθεί να παρακάμψει το πρόβλημα με τη διατύπωση ότι τα μικρομεσαίο στρώματα «συμπαρατάσσονται αντικειμενικά με τις δυνάμεις της εργασίας». Αυτή όμως η διατύπωση αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις, διότι εάν, έστω, συμπαρατάσσονται, αυτό θα έχει γίνει χάρη στην ταξική τους συνείδηση, δηλαδή στη συνείδηση των ταξικών τους συμφερόντων, οπότε το ζήτημα δεν έχει τίποτα το αντικειμενικό, είναι αντιθέτως εξόχως υποκειμενικό. Πρέπει να διαλέξουμε, εάν μιλάμε για τάξη ή μερίδα τάξης με την έννοια της τάξης καθεαυτής, που ορίζεται από τις αντικειμενικές συνθήκες, από την αντικειμενική θέση της στο σύστημα των παραγωγικών σχέσεων, ή εάν μιλάμε για τάξη ή μερίδα τάξης που ορίζεται και από τη συνείδησή της, δηλαδή την τοποθέτησή της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που έχει δηλαδή συνείδηση του εαυτού της, δηλαδή ταξική συνείδηση, δηλαδή είναι τάξη ή μερίδα τάξης για τον εαυτό της. Λίγο από το ένα αναμεμιγμένο με το άλλο δεν γίνεται, είναι αντίφαση εν τοις όροις. Ενδεχομένως, το σχέδιο προγράμματος εννοεί ότι «θα μπορούσαν, εν δυνάμει, να συμπαραταχθούν με τις δυνάμεις της εργασίας εξαιτίας της αντικειμενικής τους θέσης». Αυτό όμως μας φέρνει σε όσα λέγαμε παραπάνω, δηλαδή ότι η αντικειμενική θέση των μικρών αφεντικών κάθε άλλο παρά βοηθάει την ένταξή τους στο κοινωνικό μπλοκ των δυνάμεων της εργασίας.

Τέταρτον, τα «μικρομεσαία στρώματα του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών», όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, είναι ένας κόσμος που τον οργανώνει ο ανταγωνισμός, ο κοινωνικός δαρβινισμός, η «δημιουργική καταστροφή», όπως λένε τώρα τον κανιβαλισμό. Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, ενώ οι εργαζόμενες τάξεις ζουν μέσα σε συνθήκες επί των οποίων αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις να εκδηλώνεται η αλληλεγγύη ως αξία και ως πρακτική, οι μικροί επιχειρηματίες ζουν μέσα σε συνθήκες επί των οποίων αναπτύσσεται ως αξία και πρακτική ο ανταγωνισμός, ο οικονομικός και κοινωνικός δαρβινισμός, ο καπιταλιστικός κανιβαλισμός, υπό την ιδεολογική μορφή των ελεύθερων αγορών εργασίας και προϊόντων, του νεοφιλελευθερισμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της προσωπικής αξίας, της περιφρόνησης των αδύναμων, του «δικαιώματος χρήσης» όλων των μέσων για την επιβίωση κ.λπ. Γι’ αυτούς τους λόγους, σε συνθήκες κρίσης, οι εργαζόμενες τάξεις και οι μικρές επιχειρήσεις ούτε σύμμαχοι μπορούν να είναι ούτε ο ένας να ηγεμονεύσει επί του άλλου, και αυτό έχει τις ρίζες του στην υλική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν οι μεν και οι δε.

Πέμπτον, Θα μπορούσε, βεβαίως, κάποιος να ισχυριστεί για τις υποκειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες οι μικροί επιχειρηματίες βιώνουν την κρίση, ότι η απειλή της πτώχευσης είναι ικανή να ωθήσει όσους επαπειλούνται σε συμμαχίες με τις εργαζόμενες τάξεις. Αυτό όμως που γνωρίζουμε ιστορικά, είναι ότι ο φόβος της πτώχευσης πριν την πτώχευση μετασχηματίζεται σε φόβο της προλεταριοποίησης που αποτρέπει την ταύτιση με τους εργαζόμενους και ότι ο αγανακτισμένος μικρός επιχειρηματίας πολύ δύσκολα στρέφεται προς την Αριστερά αλλά πολύ πιο εύκολα προς την ακροδεξιά, τη λαϊκή δεξιά και το φασισμό. Αυτά δεν είναι ψυχολογικές παρατηρήσεις, είναι ιστορικά δεδομένα.

Γ. ΒΑΣΙΚΗ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ

Τα παραπάνω, αποδεικνύουν ποια είναι η σημασία που έχει η σημαντική θέση του εισηγητικού κειμένου θέσεων και προγράμματος, στο σημείο 2.12

«Η βασική αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας».5  

Η σημασία της μπορεί να είναι μόνο μία: ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις της αστικής τάξης, εν προκειμένω της μικρής και πολύ περισσότερο της μεσαίας αστικής τάξης, που να μπορούν να συμπαραταχτούν με τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας σε μια κοινωνική συμμαχία πάλης για την κατάργηση των μνημονίων, την ανατροπή της λιτότητας και την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος για το σοσιαλισμό. Η διεύρυνση της κοινωνικής αυτής συμμαχίας με δυνάμεις πέραν της μισθωτής εργασίας αφορά μικροαστικά στρώματα αυτοαπασχολουμένων και μικρομαγαζατόρων χωρίς μισθωτούς υπαλλήλους.6 Η μισθωτή εργασία αναδεικνύεται έτσι όχι μόνο στη συντριπτικά πλειοψηφική βάση της κοινωνικής συμμαχίας της ανατροπής, αλλά και σε οδηγό και θεμελιώδες κριτήριο για τη διεύρυνση αυτής της συμμαχίας με τα προαναφερθέντα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων.

Η αμέσως παρακάτω φράση, όμως,

«Ωστόσο η κυρίαρχη αντίθεση σε πολιτικό επίπεδο, αφορά στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και στην πάλη για την ανατροπή τους με την επιβολή φιλολαϊκού προγράμματος εξόδου από την κρίση.» (σημείο 2.12, υπογράμμιση δική μας)

βαρύνεται με πολλές παρεξηγήσεις και πολλές και αντιφατικές ερμηνείες. Ο όρος «κυρίαρχη αντίθεση» από ρεύματα και σ. εντός της ΛΑΕ ερμηνεύεται με έναν εντελώς λαθεμένο τρόπο: ότι η αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο είναι η «δρώσα», η «ενεργή», η «δεσπόζουσα» αντίθεση για ένα ολόκληρο στάδιο. Ότι δεν καθορίζει μόνο τις πολιτικές αιχμές και το πολιτικό περιεχόμενο της πάλης, τη μεταβατικότητα της πολιτικής μας (ποια είναι τα σημεία αφετηρίας και ποιο το περιεχόμενο και η κατεύθυνση της πάλης), αλλά υποκαθιστά πλήρως τη βασική αντίθεση, την υποβιβάζει σε «ανενεργό υπόστρωμα» το οποίο θα ενεργοποιηθεί σε κάποιο επόμενο στάδιο.

Από αυτούς που στη βάση της «κυρίαρχης αντίθεσης» μνημόνιο - αντιμνημόνιο επιχειρούν να θεωρητικοποιήσουν τη θεωρία των σταδίων γίνεται επίσης αναφορά στο εδάφιο του σημείου 3.5 του προγράμματος

«Στη σκληρή πραγματικότητα των μνημονίων αρθρώνονται σε έναν ενιαίο δεσμό το κοινωνικό ζήτημα (ο ταξικός πόλεμος εναντίον της εργαζόμενης πλειοψηφίας, η περαιτέρω συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με συνακόλουθη την καταστροφή ευρύτερων μικρομεσαίων στρωμάτων), το δημοκρατικό ζήτημα (ο πραξικοπηματικός βιασμός της λαϊκής βούλησης) και το εθνικό ζήτημα (η ακύρωση κάθε έννοιας ανεξαρτησίας και  λαϊκής κυριαρχίας στο σημερινό πλαίσιο της ευρωζώνης και της Ε.Ε.».

για να εισαχθούν το δημοκρατικό και το εθνικό ζήτημα δίπλα στο ταξικό, που κατ’ αυτούς σημαίνει ότι η αντίθεση κεφάλαιο - εργασία είναι μια «μερική» αντίθεση που δεν μπορεί να διέπει και καθορίζει όλα τα πολιτικά μας προτάγματα.

Αυτή η σύγχυση ή παρεξήγηση (στο βαθμό που είναι σύγχυση και παρεξήγηση) ή στρατηγική άποψη (στο βαθμό που είναι άποψη: η θεωρία των σταδίων) πρέπει να διευκρινιστεί - απαντηθεί. Και η απάντηση είναι πολύ απλή: η βασική αντίθεση κεφάλαιο - εργασία δεν υποκαθιστά την πολιτική πάλη, την αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο ή άλλες πολιτικές αιχμές του αγώνα αλλά ούτε υποκαθίσταται απ’ αυτές. Οι συγκεκριμένες αντιθέσεις, κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές αιχμές και προτάγματα, είναι το συγκεκριμένο έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγεται η πάλη - η οποία είναι πάντα συγκεκριμένη και ποτέ αφηρημένη. Αν το γεγονός αυτό, ότι η πάλη είναι πάντα συγκεκριμένη, υποκαθιστούσε, υποβίβαζε, ανέβαλλε για ένα επόμενο στάδιο ή και ακύρωνε στην πράξη τη βασική αντίθεση κεφάλαιο - εργασία, τότε δεν θα ερχόταν ποτέ η σειρά της να παίξει το βασικό της ρόλο και να… δικαιώσει τον τίτλο της - διότι η πάλη θα είναι πάντα συγκεκριμένη. Αν ο πάντα συγκεκριμένος χαρακτήρας της πάλης ορίζει «στάδια», τότε αυτά τα στάδια θα διαδέχονται το ένα το άλλο για… πάντα χωρίς να προσεγγίζουμε ποτέ τη στιγμή που η βασική αντίθεση θα παίξει το ρόλο της!  
Προφανώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτό που ισχύει είναι ότι η ταξική πάλη διεξάγεται πάντα πάνω σε συγκεκριμένες αιχμές, αντιθέσεις και προτάγματα, αλλά η έκβασή της κρίνεται με τους όρους που διαμορφώνει η βασική αντίθεση. Μπορεί η συγκεκριμένη αντίθεση ή αιχμή ή πρόταγμα να είναι το μνημόνιο, η ιμπεριαλιστική επιτροπεία, το δημοκρατικό ζήτημα ή το «εθνικό» ζήτημα, αλλά όλα αυτά θα λυθούν με τα μέσα που ορίζει η βασική αντίθεση. Αυτή ορίζει τα ταξικά - κοινωνικά μπλοκ που θα συγκρουστούν για όλα αυτά, αυτή θα ορίσει τα μέσα για την επίλυση αυτών των ζητημάτων, αυτή θα ορίσει τα κίνητρα και τη συμπεριφορά των τάξεων στη σύγκρουση γι’ αυτά τα ζητήματα.   

Αντίθετα, είναι λάθος η αντίληψη ότι το πρόβλημα των μνημονίων θα λυθεί με αντιμνημονιακές αλλά όχι αντικαπιταλιστικές πολιτικές (ή, για να το πούμε αλλιώς, ότι οι αντιμνημονιακές πολιτικές μπορεί να μην αντικαπιταλιστικές), ότι το δημοκρατικό ζήτημα μπορεί να λυθεί από την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας κι όχι από την εργατική - λαϊκή εξουσία, ότι το «εθνικό» ζήτημα θα λυθεί με «πατριωτικά» μέσα κι όχι με ταξικά μέσα και υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης. Ότι για όλα αυτά δεν θα παλέψουμε με τη συμμαχία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που μπορούν να συσπειρωθούν γύρω της αλλά κατά περίπτωση με «πατριωτικές», «αντιμνημονιακές» και «δημοκρατικές» συμμαχίες που θα έχουν άλλη κοινωνικοπολιτική σύνθεση και εύρος. Ότι μπορεί να υπάρχουν κοινωνικές ή πολιτικές δυνάμεις που θα συσπειρωθούν στην αντιμνημονιακή πάλη για «να ανασάνει η οικονομία» αλλά όχι για να καταργηθεί η λιτότητα, ότι μπορεί κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να συμμετέχουν στον «πατριωτικό» αγώνα με στόχο την «ανόρθωση και την αποκατάσταση της κυριαρχίας της χώρας» στη βάση «κοινών θυσιών» των εργαζόμενων και των καπιταλιστών, ότι οι καπιταλιστές σε αυτή την πάλη μπορεί να μη συμπεριφερθούν σαν καπιταλιστές αλλά σαν «παραγωγικές τάξεις» ή σαν «παράγοντες της οικονομίας», ότι οι εργαζόμενοι μπορεί να συμμετέχουν σε αυτή την πάλη χωρίς να διεκδικήσουν καλυτέρευση της ταξικής τους θέσης και του ταξικού τους ρόλου σε αντιπαράθεση με τους καπιταλιστές ως τέτοιους.

Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει ούτε επαληθεύτηκε ποτέ σε οποιαδήποτε ιστορική εμπειρία πάλης. Στην Κατοχή η κυρίαρχη αιχμή της πάλης ήταν αυτονόητα η εκδίωξη του κατακτητή. Στο βαθμό που η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, υλοποιώντας τη θεωρία των σταδίων, πίστεψε ότι θα φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον με μια «εθνική» συμμαχία που θα περιλαμβάνει και την αστική τάξη, στο βαθμό που δεν κατάλαβε ότι η πάλη ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις ήταν ταυτόχρονα και πάλη ενάντια στην ελληνική αστική τάξη, στο βαθμό που δεν κατάλαβε ότι η εργατική και η αστική τάξη, οι πολιτικές εκφράσεις της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης, μέσα από την αντίσταση θα εμπλακούν σε εμφύλιο για την κατάκτηση της εξουσίας, οδηγήθηκε στην τραγωδία του Λιβάνου και της Βάρκιζας. 71 χρόνια μετά τη Βάρκιζα δεν έχουμε δικαίωμα να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, νεκρανασταίνοντας τη θεωρία των σταδίων. 

Αν λοιπόν ισχύει -και ασφαλώς ισχύει- ότι η ταξική πάλη είναι πάντα συγκεκριμένη, διεξάγεται πάντα πάνω σε συγκριμένες αντιθέσεις, αιχμές και προτάγματα που ορίζει η ιστορική συγκυρία, ταυτόχρονα και εξίσου ισχύει ότι τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και τα μέσα για να δώσουμε νικηφόρα αυτές τις μάχες τις προσδιορίζει η βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Η οποία, επομένως, είναι ενεργή και δεσπόζουσα τώρα και διαρκώς, κι όχι σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Όπως μας δίδαξαν κάποτε οι μπολσεβίκοι, σε μια χώρα με 80% αγρότες, με εκτεταμένη κοινωνική καθυστέρηση και αναλφαβητισμό, δεν θα ανατρέψουμε την εξουσία του τσάρου, δεν θα γλιτώσουμε από τον πόλεμο, δεν θα μοιράσουμε τη γη στους αγρότες (να τα συγκεκριμένα προτάγματα) αν δεν κατακτήσουμε την εργατική εξουσία (να η καθοριστικότητα της βασικής αντίθεσης).  

Όλα αυτά δεν είναι απλή θεωρία, αλλά παράγουν σαφή και μερικές φορές εντυπωσιακά ίχνη στην ταξική πάλη. Στη μάχη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου ήταν ακριβώς αυτό το ταξικό μπλοκ που εμφανίστηκε στη σκηνή της μάχης: το ταξικό μπλοκ των δυνάμεων που ζουν από την εργασία τους και όχι από την εργασία των άλλων, με την προσθήκη ενός πλειοψηφικού ρεύματος στη νεολαία που συνειδητοποίησε ότι τα μνημόνια ετοιμάζουν ένα μέλλον άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και αυταρχισμού. Ήταν ένα εντυπωσιακό ίχνος του δικού μας κοινωνικού - ταξικού μπλοκ που σχηματίζεται στο έδαφος της μισθωτής εργασίας και της ταξικής πόλωσης. Ακόμη και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτυπώνει με εντυπωσιακή προσέγγιση, με μια σχέση 2/3 προς 1/3, την πραγματικότητα της μισθωτής πλειοψηφίας που μπορεί να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο με τα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων που προαναφέρθηκαν. Αντίθετα, δεν έχουμε πουθενά κανένα ίχνος της «αντικειμενικά εφικτής» συμμαχίας με τη μικρή αστική τάξη. 

Β. Πολιτική συμμαχία με «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις»;

Οι λόγοι της επιμονής για διεύρυνση των κοινωνικών - ταξικών συμμαχιών με τη μικρή αστική τάξη φωτίζονται ακόμη περισσότερο στο έδαφος της συζήτησης για τις πολιτικές συμμαχίες της ανατροπής: η διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών προς τις ΜΜΕ είναι κάποιου είδους προϋπόθεση για να τεκμηριωθεί η «ανάγκη» για διεύρυνση των πολιτικών συμμαχιών σε πολιτικές δυνάμεις πέραν της Αριστεράς.   

Εδώ τα προβλήματα με συγκεκριμένες αναφορές του κειμένου θέσεων και προγράμματος είναι ακόμη μεγαλύτερα.

Ας δούμε τα σχετικά εδάφια:

Σημείο 5.7:

  • Χρειάζεται λοιπόν να χτιστεί ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, μέτωπο ριζοσπαστικής, φιλολαϊκής διεξόδου στη βάση των αξόνων του μεταβατικού προγράμματος για κατάργηση των μνημονίων, της λιτότητας και της επιτροπείας, στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεων και παραγωγικού μετασχηματισμού, εξόδου από την ΟΝΕ και σύγκρουσης με την ΕΕ. Ένα τέτοιο μέτωπο ρήξης, ανατροπής και ελπίδας, μέτωπο δημοκρατικό, προοδευτικό, πατριωτικό και διεθνιστικό συνάμα, μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση και να δώσει στο λαϊκό κίνημα τη συνευθύνη σε αυτή την ανατρεπτική πορεία. Προς αυτή την κατεύθυνση η ΛΑΕ θα αναλάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες». (υπογράμμιση δική μας)

Σημείο 5.8:

  • 5.8. Το μέτωπο αυτό, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικούμε να παίξει η ΛΑΕ, απαιτεί τη συσπείρωση σύμπασας της μαχόμενης Αριστεράς, η οποία θα είναι ο πυρήνας και η κινητήρια δύναμη. Και πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί αυτές οι δυνάμεις και τα ρεύματα, είτε μιλάμε για το ΚΚΕ είτε για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Την ίδια στιγμή μόνο μια τέτοια μετωπική λογική και κατεύθυνση μπορεί να δώσει και διέξοδο στην αναζήτηση του ανένταχτου κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ωστόσο, η έκταση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης θέτει την ανάγκη συμπόρευσης και με αντιμνημονιακές-δημοκρατικές-πατριωτικές δυνάμεις και ανένταχτους αγωνιστές που από κοινωνική άποψη αντικειμενικά εντάσσονται στην Αριστερά και επιθυμούν να αγωνιστούν ενάντια στα μνημόνια  και στο καθεστώς υποτέλειας, χωρίς κατ’ ανάγκη να συμφωνούν στο σύνολο του προγραμματικού μας πλαισίου». (Οι υπογραμμίσεις δικές μας)

«2.16 Τα διάφορα κόμματα που δρουν στην πολιτική σκηνή, τοποθετούνται βασικά υπέρ ενός εκ των δύο βασικών κοινωνικών συνασπισμών, εκπροσωπώντας ιδιαίτερα συμφέροντα  και επιδιώξεις στο εσωτερικό του καθενός. ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, Χ.Α. εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους τα συμφέροντα του κεφαλαίου και αποτελούν αντιπάλους των εργαζόμενων τάξεων. Αντίθετα, παρά τις διαφορές, τις αντιφατικές πολιτικές, τις αντιθέσεις, τις αδυναμίες και τα λάθη, δυνάμεις της Αριστεράς, όπως η ΛΑΕ, το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τμήματα της συνδικαλιστικής και κοινωνικής Αριστεράς και γενικότερα δυνάμεων προοδευτικού, αντιμνημονιακού, αντιΟΝΕ προσανατολισμού, τοποθετούνται από την πλευρά των ευρύτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων». (Η υπογράμμιση δική μας)

Εδώ εμφανίζονται αίφνης πολιτικές δυνάμεις πέραν της Αριστεράς (δηλαδή πέραν του ΚΚΕ, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς - οι αναρχικοί και οι αντιεξουσιαστές δεν ενδιαφέρονται από θέση αρχής για μια τέτοια συμμαχία) με τις οποίες πρέπει να επιδιώξουμε τη συγκρότηση ευρύτερου πολιτικού μετώπου. Η ιδέα είναι ρητή και ξεκάθαρη στο εδάφιο 5.8 αλλά υπάρχει εμμέσως πλην σαφώς και στα άλλα δύο εδάφια.    

Τίθεται αμέσως το ερώτημα: ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις; Μπορούν να ονοματιστούν συγκεκριμένα;

Στο εύλογο αυτό ερώτημα οι απαντήσεις είναι συγκεχυμένες: α) Δεν υπάρχουν αυτές οι δυνάμεις τώρα αλλά θα δημιουργηθούν στο μέλλον, λόγω «της έκτασης και του βάθους της κρίσης», β) υπάρχουν, είναι για παράδειγμα το ΕΠΑΜ και η Πυρίκαυστος Ελλάς,7 και παρότι μικρές, έχει σημασία να συμμαχήσουμε μαζί τους για να σηματοδοτήσουμε την κίνηση προς τη συγκρότηση αυτής της ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας.

Στη συνέχεια, τίθεται ένα δεύτερο, εξίσου κρίσιμο ερώτημα: ποιες κοινωνικές δυνάμεις εκφράζουν αυτές οι «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές, πατριωτικές» πολιτικές δυνάμεις; Εδώ οι απαντήσεις είτε δεν υπάρχουν είτε είναι συγκεχυμένες και ασαφείς (θα εκφράσουν όχι ακριβώς κοινωνικές δυνάμεις, αλλά «το βάθος και την έκταση της κρίσης») είτε συνδέονται με τα «πατριωτικά καθήκοντα» και την αντι-ΟΝΕ πάλη (πολιτικές εκφράσεις του εποικοδομήματος χωρίς κοινωνική-ταξική αναφορά). 

Τούτων δοθέντων, είναι απαραίτητο να γίνουν μερικές θεμελιώδεις διευκρινίσεις κριτικού χαρακτήρα:

Πρώτο: Στο όνομα της ενδεχομενικότητας (ότι μπορεί να δημιουργηθούν τέτοιες δυνάμεις στο μέλλον) δεν μπορεί να εισάγουμε θέσεις που το μόνο στο οποίο «μεταφράζονται» σήμερα είναι η ενδεχόμενη συμμαχία με δυνάμεις που κατά τα άλλα «δεν υπάρχουν σήμερα». Είτε υπάρχουν σήμερα τέτοιες δυνάμεις, οπότε πρέπει να ονοματιστούν συγκεκριμένα και να μιλήσουμε συγκεκριμένα, είτε δεν υπάρχουν, οπότε δεν μπορούμε να φτιάχνουμε προκαταβολικά μια θεωρία γι’ αυτές.

Δεύτερο: Τη στιγμή που συζητάμε για όλα αυτά, δεν είμαστε στην αρχή της κρίσης, αλλά έχουμε πίσω μας 8 ολόκληρα χρόνια της κρίσης (αν πάρουμε σαν αφετηρία το 2008) ή τουλάχιστον 6 (αν πάρουμε σαν αφετηρία το 2010). Ο συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής κρίσης στο έδαφος της κρίσης ηγεμονίας της αστικής τάξης, παρήγαγε εκτεταμένα αποτελέσματα, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Πολιτικές δυνάμεις κατέρρευσαν (π.χ. ΠΑΣΟΚ), άλλες εξαφανίστηκαν (π.χ. ΛΑΟΣ), άλλες σταθεροποιήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα (π.χ. ΝΔ), άλλες δημιουργήθηκαν (π.χ. Ποτάμι). Ποιες είναι οι «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» πολιτικές δυνάμεις που δεν άρκεσαν 6 χρόνια κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών μεγάλης κλίμακας και βάθους για να δημιουργηθούν μέχρι σήμερα αλλά θα δημιουργηθούν στο μέλλον; 

Τρίτο: Μιλώντας για δυνάμεις «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» που δεν ανήκουν στην Αριστερά, εισάγουμε στην πραγματικότητα τη θέση ότι υπάρχει ή μπορεί να δημιουργηθεί, και μάλιστα στο έδαφος μιας κρίσης με ακόμη μεγαλύτερη έκταση και βάθος, μιας ακόμη μεγαλύτερης ταξικής πόλωσης, ένα «αντιμνημονιακό, δημοκρατικό και πατριωτικό» κέντρο - πρέπει να υποθέσουμε ότι αποκλείεται η δεξιά. Είναι ακριβώς η θέση με την οποία αντιπαρατεθήκαμε ως Αριστερή Πλατφόρμα με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτο: Οι πολιτικές αυτές δυνάμεις ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα εκφράσουν που δεν εκφράζει η Αριστερά; Δυνάμεις της μισθωτής εργασίας; Ή μήπως προσβλέπουμε σε κάποιο νέο αγροτικό κόμμα ή σε ανεξάρτητη πολιτική έκφραση των αυτοαπασχολουμένων; Η έμφαση που δίνεται στην «ανάγκη» συμμαχίας με τη μικρή αστική τάξη μάς κάνει να υποπτευόμαστε ότι υπάρχει η άποψη πως μπορούν να εμφανιστούν «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» πολιτικές εκφράσεις της μικρής αστικής τάξης - μια επάνοδος και προσαρμογή των παλιών θεωριών περί «εθνικής αστικής τάξης». Όμως, η πολιτική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει στη βάση εικασιών, γι’ αυτό η ευθύνη να κατονομαστεί ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα εκφράσουν οι «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» πολιτικές δυνάμεις ανήκει σε όσους την υποστηρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να υπάρχουν τέτοιες πολιτικές δυνάμεις που είναι φαινόμενα αποκλειστικά του εποικοδομήματος και δεν εκφράζουν κοινωνικές - ταξικές δυνάμεις. Στο βαθμό πάντως που είναι φαινόμενα μόνο του πολιτικού εποικοδομήματος, το ίχνος τους, η επιρροή τους και το πολιτικό τους βάρος είναι αμελητέα: μιλάμε για θνησιγενή πολιτικά μορφώματα, που περιφέρουν σαν ιδιοκτησία ένα μικρό ποσοστό και αναζητούν «συνεταίρους» για να το αθροίσουν και να επιβιώσουν πολιτικά…

Πέμπτο: Ο γρίφος σχετικά με τις «αντιμνημονιακές, δημοκρατικές και πατριωτικές» πολιτικές δυνάμεις μπορεί ενδεχομένως να λυθεί «θεωρητικά» αν θεωρηθούν κυρίαρχα τα «πατριωτικά» καθήκοντα. Αν θεωρηθεί δηλαδή ότι αυτή η ευρύτερη συμμαχία θα εδραιωθεί στο έδαφος των «πατριωτικών» καθηκόντων. Πέρα από το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση αρχίζει μια μεγάλη συζήτηση περί του περιεχομένου της έννοιας «πατριωτισμός», σε αυτή την περίπτωση θα μιλάμε για πλήρη αλλαγή πολιτικού και στρατηγικού υποδείγματος για τη ΛΑΕ: όχι για ένα πρόγραμμα που με αφετηρία μια μεγάλη πολιτική ανατροπή και την κυβέρνηση της μαχόμενης Αριστεράς, την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της λιτότητας, θα ανοίξει το δρόμο για την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος για το σοσιαλισμό, αλλά για ένα πρόγραμμα «πατριωτικής και αναπτυξιακής ανόρθωσης» και για ένα μέτωπο δυνάμεων που μπορούν και να μη συμφωνούν με την ανατροπή της λιτότητας και τη σύγκρουση με το σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης, αλλά μόνο με τους «ξένους δυνάστες και τους ντόπιους συνεργάτες τους».

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι και σε αυτό το ζήτημα καταλυτική: η δεξιά στροφή της ηγεσίας Τσίπρα -και μάλιστα στην ύστερη, επιταχυνόμενη φάση της- συνδυάστηκε με τη στροφή από τον αριστερό κοσμοπολιτισμό στον πατριωτισμό και με τη διεύρυνση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών προς το «αντιμνημονιακό, δημοκρατικό και πατριωτικό κέντρο». Τα επιχειρήματα ήταν: α) ότι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θέλουν τη συμμαχία, οπότε πρέπει να στραφούμε σε άλλους συμμάχους, β) ότι ακόμη και αν το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήθελαν τη συμμαχία, το εύρος της δεν θα ήταν αρκετό, γ) ότι πρέπει να φτιάξουμε ένα πλειοψηφικό, κοινωνικά, πολιτικά αλλά και εκλογικά, πολιτικό ρεύμα (ο Νίκος Βούτσης μιλούσε για πλειοψηφίες της τάξης του 75%) για να «σηκώσουμε» τα βαριά καθήκοντα της υλοποίησης του προγράμματός μας, δ) ότι τέτοιοι σύμμαχοι θα δημιουργηθούν στο μέλλον, έδαφος των μεγάλων ανατροπών που θα φέρει η κυβέρνηση της Αριστεράς. Τελικά, ενώ το αρχικό ίχνος αυτής της γραμμής συμμαχιών ήταν κάποια κακόφημα υποπροϊόντα της κρίσης του ΠΑΣΟΚ (π.χ. στελέχη όπως ο Βουδούρης και ισχνότατες ομαδοποιήσεις στελεχών όπως της Λούκας Κατσέλη), η «μεγάλη διεύρυνση» έγινε αιφνιδιαστικά με τη συγκρότηση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προς την «αντιμνημονιακή - πατριωτική Δεξιά»…    

Το λιγότερο που οφείλουμε στους εαυτούς μας και στον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς, είναι να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη!

Η Αριστερή Πλατφόρμα ήταν ενάντια σε τέτοιου είδους διευρύνσεις με δύο βασικά επιχειρήματα που εξακολουθούν να ισχύουν: α) ότι η κρίση και η ταξική πόλωση ενισχύουν τα μπλοκ των «άκρων» (αντιμνημονιακή Αριστερά και μνημονιακή δεξιά) και για τους ίδιους λόγους καταρρέει το κέντρο, β) ότι δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις πέραν των δυνάμεων της Αριστεράς που να μπορούν να εκφράσουν το πολιτικό πρόταγμα της κατάργησης των μνημονίων και της ανατροπής της λιτότητας, δηλαδή να εκφράσουν τα συμφέροντα του ταξικού μπλοκ της μισθωτής εργασίας και των στρωμάτων που μπορεί να συσπειρώσει γύρω της. Έτσι απαντούσαμε και στις αιτιάσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι «το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θέλουν τη συμμαχία»: εμείς πρέπει να επιμένουμε στην πίεση για το ενιαίο μέτωπο, και για να είναι αποτελεσματική αυτή η πίεση, πρέπει να είναι πειστική. Η δεξιά στροφή γενικά αλλά και τα ανοίγματα στον πολυπλόκαμο χώρο του ΠΑΣΟΚικού παραγοντισμού έκαναν εντελώς αναξιόπιστη την απεύθυνση στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελούσαν τα καλύτερα άλλοθι για το σεχταρισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ και κατέστρεφαν κάθε δυνατότητα να «ξεκλειδωθεί» έστω από τα κάτω η ενότητα της Αριστεράς στη δράση και να δημιουργηθούν όροι αποφασιστικής πίεσης στην κατεύθυνση του ενιαίου μετώπου. Είναι βέβαιο ότι ανάλογη αρνητική επίδραση θα έχουν πειραματισμοί στην κατεύθυνση ισχνών ομαδοποιήσεων με «αντιμνημονιακό, δημοκρατικό και πατριωτικό χαρακτήρα»!

Σημειώσεις:

1. Αντλήσαμε τα δεδομένα από δύο άρθρα: Πρώτο, το άρθρο του Δημήτρη Οικονομάκη με τίτλο «Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία», στο τεύχος Μάιος - Ιούνιος 2016 της Ενημέρωσης, περιοδικής έκδοσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, από όπου ο πίνακας 1 που παραθέτουμε. Δεύτερο, το άρθρο του Δημήτρη Κατσορίδα, αναλυτή του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, με τίτλο «Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα». To κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε ο Μαρξιστικός Χώρος Μελέτης και Έρευνας (ΜΑΧΩΜΕ) στις 21-23/11/2014 με θέμα: «Ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, ταξική συνείδηση και πολιτική διαπάλη» και δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο με τα υλικά του Συνεδρίου, από όπου ο πίνακας 2 που παραθέτουμε.

2. Σε αναφορά με τις στατιστικές για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής, αλλά και ανεξάρτητα αυτών, γίνεται μια σημαντική συζήτηση για τον «ορισμό» των τάξεων, τον «ορισμό» της ίδιας της εργατικής τάξης, το ρόλο κρίσιμων κοινωνικών στρωμάτων. Το άρθρο του Δ. Οικονομάκη υπεισέρχεται σε αυτή τη συζήτηση, ο δε ορισμός της εργατικής τάξης είναι πιο «αυστηρός» σε σχέση με τον αντίστοιχο στο άρθρο του Δημήτρη Κατσορίδα, παρά τους σημαντικούς κοινούς παρονομαστές. Στις υποσημειώσεις και των δύο άρθρων, μπορεί κανείς να βρει παραπομπές σε μια σημαντική αρθρογραφία επί του θέματος.

3. Κάποιοι απευθύνουν στο Κόκκινο Δίκτυο την κατηγορία ότι διακατέχεται από «εργατισμό» και «αφηρημένο ιδεολογισμό», εξαιτίας των οποίων αδιαφορεί για τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα. Η αλήθεια είναι ότι δεν αδιαφορούμε καθόλου για αυτό το ζήτημα, «απλώς» πιστεύουμε ότι: α) της όποιας διεύρυνσης του κοινωνικού-ταξικού μπλοκ της μισθωτής εργασίας «προηγείται» η συγκρότηση του ίδιου του μπλοκ της μισθωτής εργασίας σε μαχόμενη δύναμη, καθήκον στο οποίο πρέπει να αφιερωθούν οι μεγαλύτερες δυνάμεις μας, β) στα μικροαστικά στρώματα που θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν για μια τέτοια διεύρυνση δεν περιλαμβάνεται η μικρή αστική τάξη (οι ΜΜΕ), γ) στα μικροαστικά στρώματα που πρέπει να μας ενδιαφέρουν, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το στοιχείο της επέκτασης της μισθωτής σχέσης και της ταξικής πόλωσης στο εσωτερικό τους, αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε αριστερή πολιτική, δ) η διεύρυνση των ταξικών - κοινωνικών συμμαχιών έχει μια απόλυτη προϋπόθεση, που είναι ζητούμενο και διεκδικούμενο μέσα στην πάλη: την ηγεμονία, τη διεκδίκηση της ηγεσίας σε μια τέτοια συμμαχία της εργατικής τάξης.     

Αντίθετα, οι κατήγοροί μας παραγνωρίζουν ή υποτιμούν όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα, ακόμη και όταν αναφέρονται σε αυτά αόριστα και ανόρεχτα.     

4. Οι προϋποθέσεις που τίθενται στο σχετικό εδάφιο των θέσεων για την παροχή ρευστότητας στις ΜΜΕ με ευνοϊκούς όρους («στο βαθμό που δημιουργούν θέσεις εργασίας, σέβονται την εργατική νομοθεσία και το περιβάλλον και αναπτύσσουν τη συνεργασία μεταξύ τους») είναι λοιπόν ανέφικτες (για τους λόγους που αναφέραμε), ατελείς (πρέπει να προστεθούν η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις απόδοσης εισφορών και φόρων) ή εντελώς φανταστικές (όπως η απαίτηση να συνεργάζονται μεταξύ τους τα μικρά αφεντικά, όπου ισχύει ο σιδηρούς κανόνας «ο θάνατός σου η ζωή μου»).

5. Ωστόσο, στην αμέσως επόμενη πρόταση η θέση αυτή σχετικοποιείται και «θολώνει» («Ωστόσο, η κυρίαρχη αντίθεση  σε πολιτικό επίπεδο, αφορά στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και στην πάλη για την ανατροπή τους με την επιβολή φιλολαϊκού προγράμματος εξόδου από την κρίση».) Η φράση αυτή, α) ανάγει την πολιτική αιχμή της αντιμνημονιακής πολιτικής ανατροπής σε κυρίαρχη αντίθεση, δίνοντας λαβή για αλλαγή «εδάφους» της θεωρίας περί «αντιμνημονιακού - αναπτυξιακού σταδίου», β) υποβαθμίζει τη σημασία της βασικής αντίθεσης στην πολιτική ταξική πάλη, δίνοντας λαβή για θεωρήσεις που την ανάγουν σε ανενεργό ταξικό υπόστρωμα μέχρι να ολοκληρωθούν τα καθήκοντα που απορρέουν από την «κυρίαρχη αντίθεση» μνημόνιο - αντιμνημόνιο.

6. Δεν μιλάμε εδώ για τον μικρομαγαζάτορα (ή τον αυτοαπασχολούμενο) που επιβιώνει αξιοποιώντας και την εργασία των «συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών» της οικογένειάς του, αλλά γι’ αυτόν που δεν μπορεί να λειτουργήσει την επιχείρησή του χωρίς τη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, που επομένως ζει από την εργασία των άλλων, ακόμη και αν παράλληλα χρησιμοποιεί συμπληρωματικά και την εργασία «συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών». Υπάρχει ασφαλώς και μια «γκρίζα ζώνη» στην κατηγορία των μικρομαγαζατόρων και των αυτοαπασχολούμενων που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία ή υποκρυπτόμενη μισθωτή εργασία αλλά σε τόσο μικρή κλίμακα ή αναλογία με τα «συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη» ώστε να είναι συμπληρωματική και μη καθοριστική. Ωστόσο, πρόκειται α) για «οριακές» περιπτώσεις και μικρό ποσοστό του συνόλου, ώστε σε καμία δεν μπορεί να στηριχτεί σε αυτές «ολόκληρη θεωρία» για τη συμμαχία με τη μικρή αστική τάξη, β) ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η εισφοροδιαφυγή και κυρίως η φοροαποφυγή είναι πάγιες πρακτικές.

7. Ο επικεφαλής της ΛΑΕ Παναγιώτης Λαφαζάνης έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του ότι πρέπει το ΕΠΑΜ να ενταχτεί στη ΛΑΕ ενώ συμμετείχε σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Πυρίκαυστος Ελλάς» στη Θεσσαλονίκη.           

*Το κείμενο αυτό εμπεριέχεται στη συλλογή κειμένων του «Κόκκινου Δικτύου», με αφορμή το διάλογο για την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ, με τίτλο «Για το πρόγραμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς».

Ετικέτες