Η περιπέτεια της µεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ

Το Γενάρη του 2015 κατέρρευσε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση του βασικού µνηµονιακού µπλοκ που είχε επιβιώσει ως το 2015 υπό την ηγεσία των Σαµαρά-Βενιζέλου, αν και νωρίτερα είχε πάρει ενισχύσεις από «αριστερά» (ΔΗΜΑΡ) και από «δεξιά» (ΛΑΟΣ).

Η ανατροπή αυτή ήταν το αποτέλεσµα του µεγάλου κινηµατικού ξεσηκωµού της περιόδου 2010-13, που έθεσε το στόχο της ανατροπής των µνηµονίων, της ανατροπής της βάρβαρης λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων. Μετά από µια παρατεταµένη περίοδο εξωκοινοβουλευτικής δράσης πρωτοφανούς πυκνότητας και έντασης, το κίνηµα αυτό είχε (σχετικά) υποχωρήσει από την άµεση δράση, αλλά όχι πολιτικά: παρά την τεράστια προσπάθεια των συστηµικών δυνάµεων ο κόσµος απέσυρε µαζικά την εµπιστοσύνη του από τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόµµατα (κυρίως το ΠΑΣΟΚ, αλλά σε σηµαντικό βαθµό και τη ΝΔ) και έστρεψε τις ελπίδες του σε ένα νέο κόµµα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τον ΣΥΡΙΖΑ, που λίγα χρόνια πριν ξεκινούσε από το 4% και το «έδαφος» του κινήµατος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσµιοποίηση.

Η κρίση του καθεστώτος

Η ανατροπή αυτή συνέβη σε µια περίοδο πανικού της ντόπιας κυρίαρχης τάξης: η µαζική «δραπέτευση» κεφαλαίων στο εξωτερικό, η κατάρρευση των τραπεζών, η υστερία των συστηµικών ΜΜΕ, οι σκέψεις για «τελική καταφυγή» στους κατασταλτικούς µηχανισµούς του κράτους κ.ο.κ. ήταν όλα πραγµατικά στοιχεία της συγκυρίας. Μέχρι το Σεπτέµβρη του 2015, οι Έλληνες καπιταλιστές έβλεπαν ως βασικό «αποκούµπι» τους την τρόικα, τον Σόιµπλε, την ΕΕ.

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 «επιταχύνθηκε» µε την αξιοποίηση της αδυναµίας των Σαµαρά-Βενιζέλου να εκλέξουν Πρόεδρο Δηµοκρατίας. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναµία οι κυβερνητικοί, αλλά και οι δανειστές, φρόντισαν να µην ολοκληρώνουν τις διαδικασίες του µνηµονίου 2, στήνοντας τη δηµοσιονοµική παγίδα για την επόµενη κυβέρνηση, αυτό που σε πολιτικό επίπεδο ο Σαµαράς αποκαλούσε προοπτική «αριστερής παρένθεσης».

Το καλοκαίρι του 2019, ο ηγετικός κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ –διά του Στ. Κούλογλου…– δηµοσιοποίησε µια κάποια αυτοκριτική επ’ αυτού: δεν θα έπρεπε, λέει, να βιαστούµε, θα έπρεπε να αφεθεί ο Σαµαράς και οι δανειστές να ολοκληρώσουν το µνηµόνιο 2 και ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει αργότερα την κυβέρνηση «ως ώριµο φρούτο» και σε συνθήκες µεγαλύτερης δηµοσιονοµικής άνεσης και τακτοποίησης. Πρόκειται για αποπροσανατολισµό. Γιατί το βασικό ερώτηµα που αντιµετώπιζε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δεν ήταν το «πότε;» θα ρίξει τον Σαµαρά, αλλά το «πώς» και κυρίως το µε τι πραγµατική πολιτική θα αντικαθιστούσε τη µνηµονιακή πολιτική των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.

Σήµερα γνωρίζουµε ότι η παγίδα της «αριστερής παρένθεσης» δούλεψε. Όχι µε την έννοια του χρόνου, όπως ήλπιζε ο Σαµαράς: η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε µακροβιότερη της δικής του και καθόλου «παρένθεση». Αλλά µε την έννοια της πολιτικής, όπως προέβλεψε ο Σόιµπλε: η κυβέρνηση Τσίπρα αποδείχθηκε νεοµνηµονιακή και καθόλου «αριστερή». Για άλλη µια φορά στην ιστορία, τα καθεστωτικά αδιέξοδα ξεπεράστηκαν µέσω της αξιοποίησης των προγραµµατικών και πολιτικών ελλειµµάτων της ηγεσίας των δυνάµεων που παρουσιάστηκαν ως αντίπαλες του καθεστώτος. Από τον Σεπτέµβρη του ’15, η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι δανειστές της διέθεταν στην Ελλάδα µια κυβέρνηση που όχι µόνο συνυπέγραψε το µνηµόνιο 3, αλλά και αγωνίστηκε µε νύχια και µε δόντια για να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες αντιµεταρρυθµίσεις.

Οι αδυναµίες του ΣΥΡΙΖΑ

Οι εσωτερικές αδυναµίες που επέτρεψαν αυτή την πορεία εκδηλώθηκαν από αρκετά νωρίτερα, από την περίοδο µετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνη του 2012 και σίγουρα από την εποµένη της ηγετικής ισχυροποίησης του Αλ. Τσίπρα στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2013. Αφορούν όλες το ρεφορµιστικό υπόβαθρο της ευρωκοµουνιστικής παράδοσης του Συνασπισµού.

Προσεγγίζοντας το 2015, ο Τσίπρας και πολλά ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν στο δηµόσιο λόγο τους αντικαταστήσει τον όρο «κυβέρνηση της Αριστεράς» µε την αναφορά, αρχικά, σε µια «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας», που τελικά έγινε «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας». Πίσω από αυτή τη βάναυση παραβίαση των συνεδριακών αποφάσεων βρισκόταν το πραγµατικό πολιτικό «παιχνίδι» µε τους ΑΝΕΛ και την καραµανλική Δεξιά, που οδήγησε στο σχηµατισµό της συγκυβέρνησης µε τον Καµµένο και τον Προκόπη Παυλόπουλο στη θέση του Προέδρου της Δηµοκρατίας.

Η ΔΕΑ αντέδρασε δηµόσια από την πρώτη κιόλας µέρα, δηλώνοντας ότι δεν συµφωνεί στη συµµαχία µε τους ΑΝΕΛ και υποστηρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να διεκδικήσει στη Βουλή ψήφο εµπιστοσύνης ή ανοχής από το ΚΚΕ, αν σκόπευε να πολιτευτεί ως κυβέρνηση της Αριστεράς.

Στην ψηφοφορία για τον Παυλόπουλο, η Ιωάννα Γαϊτάνη ήταν η µόνη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που αρνήθηκε να τον υπερψηφίσει και εξήγησε την άρνησή της µε δηµόσια δήλωση, παρά τις απειλές και τις προειδοποιήσεις περί διαγραφής. Λίγες εβδοµάδες αργότερα, η Γ. Γαϊτάνη και η Έλενα Ψαρρέα έδωσαν τα πρώτα «Όχι» στη Βουλή, απέναντι στο αίτηµα του Τσίπρα να διαπραγµατευτεί µε τους δανειστές µε βάση τη συµφωνία του Φλεβάρη.

Οι προειδοποιήσεις αυτές δεν ήταν αρκετές. Το απόθεµα ελπίδων και αυταπατών απέναντι στη νέα κυβέρνηση ήταν ακόµα µεγάλο.

Η συµφωνία του Φλεβάρη και η πραγµατική πολιτική των Τσίπρα-Βαρουφάκη στους µήνες που ακολούθησαν, ήταν µια πλήρης αντιστροφή των συνεδριακών και προεκλογικών δεσµεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανατροπή των βασικών µνηµονιακών αντιµεταρρυθµίσεων, οι µονοµερείς ενέργειες στήριξης των εργαζοµένων και των λαϊκών µαζών, τα µέτρα σε βάρος της καπιταλιστικής απληστίας (ακόµα και τα στοιχειωδώς αµυντικά όπως ο έλεγχος στη δραπέτευση κεφαλαίων…), η εθνικοποίηση των τραπεζών κ.ο.κ. παραπέµφθηκαν στις καλένδες. Και τέθηκαν κάτω από το χατζάρι της σύµφωνης γνώµης των δανειστών, κατά τη διαβόητη παρατεταµένη «διαπραγµάτευση».

Στη διαπραγµάτευση ο Τσίπρας ήρθε κατάφατσα µε τη διαπίστωση ότι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισµού είναι ασύµβατη µε την πειθαρχία στο ευρώ και στην ΕΕ. Και αντί να προχωρήσει θαρραλέα στην κατεύθυνση που έδειχνε η πραγµατικότητα (και απαιτούσε ένα µεγάλο τµήµα του κόµµατός του, αλλά και της κοινωνίας, όπως έδειξε το Δηµοψήφισµα…), συνθηκολόγησε άτακτα. Παραβιάζοντας ακόµα και τη µεσοβέζικη συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ («καµιά θυσία για το ευρώ…»), δήλωσε ότι θεµέλιο της κυβερνητικής πολιτικής του θα ήταν το «πάση θυσία στο ευρώ». Το αποτέλεσµα ήταν το µνηµόνιο 3.

Υπήρχε άλλος δρόµος

Γιατί ο Σόιµπλε και η τρόικα δεν διαπραγµατεύτηκαν µε κριτήρια κυρίως οικονοµικά, αλλά πολιτικά; Ήξεραν ότι το νεοφιλελεύθερο οικοδόµηµα του ευρωπαϊκού καπιταλισµού είναι σε κίνδυνο µπροστά στο ενδεχόµενο της «µετάδοσης» του ελληνικού παραδείγµατος στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Και διαπραγµατεύονταν µε στόχο την πολιτική συντριβή του απελευθερωτικού µηνύµατος της νίκης της Αριστεράς στην Ελλάδα, µε στόχο τη νεοφιλελεύθερη µετάλλαξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και µε αντίτιµο την παραµονή της Ελλάδας στο ευρώ, όπως και του Τσίπρα στην κυβερνητική εξουσία.

Το Δηµοψήφισµα υπήρξε ο τελευταίος ριζοσπαστικός σπασµός αυτής της διαδικασίας. Η µη-προβλεπόµενη από τους ηγετικούς φωστήρες µεγάλη λαϊκή πλειοψηφία του ΟΧΙ ήταν η αδιάψευστη απόδειξη ότι υπήρχε άλλος δρόµος. Η αδυναµία να οργανωθεί και να υπηρετηθεί πολιτικά αυτή η τελευταία –για εκείνο τον πολιτικό κύκλο– ευκαιρία, είναι η βάση για την ερµηνεία της µετέπειτα αποτυχίας της πραγµατικά ριζοσπαστικής Αριστεράς, µέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η βιαιότητα της µεταστροφής του Τσίπρα –την εποµένη του Δηµοψηφίσµατος, στην πλήρη αντιστροφή της λαϊκής υπόδειξης– ήταν το µήνυµα που περίµεναν οι δανειστές για να προχωρήσουν, µαζί πλέον µε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στην «τακτοποίηση» της επόµενης πολιτικής περιόδου, που σηµαδεύτηκε από το µνηµόνιο 3.

Πέντε χρόνια µετά, ο Αλ. Τσίπρας παρέδωσε «οµαλά» το τιµόνι της κυβερνητικής εξουσίας στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πέντε χρόνια µετά, ο ελληνικός καπιταλισµός σηµαδεύεται χαρακτηριστικά από τη µνηµονιακή λιτότητα και τις νεοφιλελεύθερες αντιµεταρρυθµίσεις. Η απειλή µιας νέας διεθνούς οικονοµικής επιδείνωσης γίνεται ξανά βαριά. Το «φάνταγµα» της εργατικής και λαϊκής εξέγερσης θα κυκλοφορήσει ξανά στους δρόµους, στις πλατείες, στα εργοστάσια και στα σχολεία. Προϋπόθεση για τη νίκη του είναι να αποκτήσει ηγετικές δυνάµεις πιστές στον κόσµο της εργασίας και στην προοπτική της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες