Ενώ το σύνηθες φαινόμενο είναι ο άντρας να εγκαταλείπει την σύζυγο και τα παιδιά του, στην ταινία «Αγάπη είναι» (παραγωγής 2018) συμβαίνει το αντίθετο. Είναι ο πατέρας, ο οποίος προσπαθεί να τα καταφέρει.
Ο Μάριο είναι ένας μεσήλικας, τον οποίο ξαφνικά εγκαταλείπει η γυναίκα του για κάποιον άλλο. Εκείνος, έχοντας δύο κόρες στην εφηβεία, προσπαθεί να ανταπεξέλθει στη νέα κατάσταση. Η μεγαλύτερη κόρη, η Νίκη, 17 ετών, είναι σε αντίθεση με τη μητέρα της που παράτησε τον πατέρα της, ενώ βρίσκεται σε φάση να απογαλακτισθεί από την οικογένεια, να μεγαλώσει και να ανεξαρτητοποιηθεί. Η μικρότερη, η Φρίντα, 14 ετών, της οποίας λείπει περισσότερο η μητέρα της, κατηγορεί τον πατέρα της ως τον βασικό υπεύθυνο του χωρισμού, ενώ αρχίζει να έχει αμφίθυμα ερωτικά σκιρτήματα με μία φίλη της. Ο Μάριο βρίσκεται σε μια κατάσταση που προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να τη διαχειριστεί. Εν τω μεταξύ, γίνεται μέλος μιας θεατρικής ομάδας, η οποία έχει στοιχεία ψυχοθεραπευτικά και εκεί γνωρίζεται με τη συντονίστρια.
Μια οικογένεια σε κρίση (ή μιλώντας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε συλλογικότητα σε κρίση), όπου βασικά της στοιχεία είναι η εγκατάλειψη και ο χωρισμός, τα παιδιά που μεγαλώνουν και φεύγουν, το σοκ του αποχωρισμού, η απώλεια, η διαχείριση των συναισθημάτων, η αποδοχή της πραγματικότητας και η αναζήτηση νέων εμπειριών.
Ο Μάριο, αντιλαμβάνεται ότι μια μορφή αγάπης είναι να αφήσεις τον άλλο/-η να φύγει. Έτσι, μέσω αυτής της προσαρμογής, δηλαδή της αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων, όπως είναι η απώλεια ενός γάμου ή μιας ερωτικής σχέσης, αλλάζει και ο ίδιος, επιτρέποντας στον εαυτό του, να ανακαλύψει τις δικές του καινούριες εμπειρίες. «Πως μπαίνει φως σε ένα σπίτι; Αν είναι ανοιχτά τα παράθυρα. Πως μπαίνει φως σε έναν άνθρωπο; Αν είναι ανοιχτή η πόρτα του έρωτα», λέει ο Coelho.
Το ερώτημα που προκύπτει από την εν λόγω ταινία είναι το εξής: Τελικά, τι είναι αγάπη;
Αυτό που συνήθως παρατηρούμε είναι πως ενώ λέμε εύκολα το «μ’ αρέσεις», αντίθετα φοβόμαστε να πούμε σε έναν άλλο άνθρωπο «σ’ αγαπώ». Ενώ θέλουμε να αγαπήσουμε φοβόμαστε την αγάπη. Γιατί; Επειδή Αγάπη σημαίνει αναζήτηση, δέσμευση, ρίσκο, ξεβόλεμα, ευθύνη, διάρκεια, επικοινωνία, διάλογο, πλησίασμα, συνάντηση, ενέργεια, συμπόνια, φιλία, μοίρασμα, ανοιχτότητα στα συναισθήματα, ελευθερία, ποιότητα, σεβασμός, εμπιστοσύνη, υπέρβαση των φόβων, φροντίδα, επιθυμία για θαλπωρή, χαμόγελο, προσπάθεια ξεπεράσματος των δυσκολιών. Σημαίνει επιθυμία του να γίνουμε καλύτεροι.
Εδώ προκύπτει το αντίθετο ερώτημα. Τι δεν είναι αγάπη; Αγάπη δεν είναι η κτητικότητα, η ζήλεια, η κυριαρχία, ο έλεγχος, η καταπίεση, η χειραγώγηση, ο φόβος, η εξάρτηση, η αμφιβολία, η μοναξιά, η μιζέρια, η έλλειψη χαράς και ικανοποίησης, η κενότητα, το άδειασμα, το χάσιμο της ταυτότητα, το καθήκον ή το χρέος, η έλλειψη φροντίδας. Εάν ισχύουν τα περισσότερα από τα παραπάνω είναι τότε που χρειάζεται να κλείσει ο κύκλος, να αλλάξουμε πορεία και να γυρίσουμε σελίδα. Διότι, η αγάπη δεν είναι μονομερής. Χρειάζεται και να λαμβάνουμε αγάπη για να μπορούμε να δίνουμε ακόμη περισσότερη.
Είτε αγαπάμε τους φίλους μας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, τους ερωτικούς μας συντρόφους και κυρίως τον εαυτό μας, είτε αγαπάμε γενικά τους ανθρώπους, η Αγάπη έχει κάποια χαρακτηριστικά. Το κύριο απ’ όλα είναι ότι «Την αγάπη την ανακαλύπτεις στην πράξη», είναι δρόμος. Η Αγάπη είναι Τέχνη, όπως λέει ο Φρόμ, και άρα ικανότητα. Και όπως κάθε τέχνη θέλει συνεχή εκμάθηση και πρακτική άσκηση, θέληση και πειθαρχία, μοναχικότητα και συγκέντρωση, ενδιαφέρον και πίστη σε αυτό που κάνουμε και άρα πίστη στον εαυτό μας, θάρρος, εντιμότητα, υπομονή, ευαισθησία, δημιουργική σκέψη, και βέβαια να γνωρίζουμε ότι θα κάνουμε και αρκετά λάθη, αλλά μέσω αυτών θα αποκτούμε και την ανάλογη εμπειρία για τη διόρθωσή τους. Διότι, όπως πάλι λέει ο Φρόμ, το πρόβλημα της αγάπης δεν είναι πώς να αγαπηθούμε, αλλά πώς να αγαπήσουμε, πράγμα που σημαίνει να αναπτύξουμε την ικανότητά μας για αγάπη.