Σε κάθε πανδημία, τα παιδιά είναι η πρώτη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, ειδικά όταν μια ασθένεια-τρόμος του θέρους αποδεκάτιζε τους πληθυσμούς τους, στις ΗΠΑ και ολόκληρη την υφήλιο, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Από το 1880 έως το 1952, εβδομήντα δύο ολόκληρα χρόνια δηλαδή, τα περισσότερα (σύντομα) καλοκαίρια κυρίως στον «προηγμένο», δυτικό κόσμο, ήταν εξωραϊσμένοι μήνες χαράς, παιχνιδιού, ξεγνοιασιάς και, καθώς οι καταναλωτικές συνήθειες, που άρχιζαν να ανθίζουν, περιλάμβαναν και τη διαχείριση του όποιου, ελεύθερου χρόνου, περίοδος διακοπών είτε συντομότερων είτε μακρότερων ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε οικογένειας.
Ειδικά για τα παιδιά, μόλις έληγαν τα μαθήματα στα σχολεία, ήταν μια περίοδος απελευθέρωσης από τις σχολικές…. σκοτούρες, εφόσον, βέβαια μιλάμε για τις περιπτώσεις εκείνες, όπου δεν αντικαθιστούσαν σχεδόν αμέσως, τη σχολική αίθουσα με τη σκληρή δουλειά στη γη ή την εξίσου σκληρή «μαθητεία» σε μια τέχνη ή ένα εργοστάσιο. Σε κάθε περίπτωση, και στην πρώτη ευκαιρία, τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους και τα πάρκα, διψασμένα για παιχνίδι, παρέα και συζητήσεις επί παντός επιστητού.
Η ίδια όμως εβδομηκονταετία έχει σημαδευτεί, μέχρι να παρασκευαστεί το σχετικό εμβόλιο, από τις διαδοχικές επιδημίες της πολιομυελίτιδας, η οποία έστειλε στον τάφο, δεκάδες χιλιάδες παιδιά σε όλον τον κόσμο, κάμποσοι έφηβοι και πολλοί ενήλικες έμειναν ανάπηροι και άλλοι ανήλικοι, οι πιο «τυχεροί», αναγκάστηκαν να ζήσουν, σε ολόκληρη τη ζωή τους, είτε με φρικτές δυσπλασίες και αναπηρίες ειδικά στη σπονδυλική στήλη και τα πόδια τους, είτε σχεδόν εγκιβωτισμένοι στον λεγόμενο «σιδερένιο πνεύμονα», μια μηχανή υποστήριξης της αναπνοής και των κατεστραμμένων από την ασθένεια πνευμόνων.
Μόνο στις ΗΠΑ, που θα είναι και το επίκεντρο αυτής μας της ανάγνωσης, ξέσπαγαν επιδημίες πολιομυελίτιδας, μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, σχεδόν κάθε τρία-τέσσερα χρόνια, με σημαντικότερες εκείνες του 1909, του 1916, του 1921, του 1931 και του 1944, τα anni horribiles της νιότης, που άφησαν πίσω τους, χιλιάδες θύματα, ειδικά στη λεγόμενη Ανατολική Ακτή, όπου βρίσκονταν και τα τότε μεγαλύτερα αστικά κέντρα της ηπείρου.
Η επιδημία πολιομυελίτιδας του 1944 απασχόλησε μυθιστορηματικά και τον μεγάλο, τον σπουδαίο Φίλιπ Ροθ στο χρονικά τελευταίο του βιβλίο, τη Νέμεσι, που είχε εκδοθεί στις ΗΠΑ το 2010. Σίγουρα, δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα. Είναι ένα μάλλον «κουρασμένο» αφήγημα, αλλά σε κάθε περίπτωση, δηλωτικό της υψηλής, συγγραφικής δεινότητας του μυθιστοριογράφου. Και βέβαια, πολύ άξιο προσοχής, διαβάσματος και μελέτης στην εποχή του κορωνοϊού.
Ο Ροθ επιστρέφει στα δύσκολα, παιδικά του χρόνια στο Νιούαρκ της Νέας Υόρκης, το καλοκαίρι της Απόβασης στη Νορμανδία και του ενθουσιασμού για την επικείμενη ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είτε στην Ευρώπη, είτε στον Ειρηνικό, ένα καλοκαίρι όμως, που σκιάζεται από το ξέσπασμα της πολιομυελίτιδας πρώτα στις γειτονιές των «γουάπος», δηλαδή των Ιταλών μεταναστών.
Η έναρξη αυτή συνδυάζεται με τη ρατσιστική αντιμετώπιση πρώτα των Ιταλών και έπειτα των Εβραίων, στις γειτονιές των οποίων εξαπλώνεται η ασθένεια, από τους «υγιείς», λευκούς και προτεσταντικούς, πληθυσμούς της πόλης, που τάχα, δεν τους πιάνει τίποτα, θεωρούν την πολιομυελίτιδα, αποκλειστικά, ασθένεια των «βρωμιάρηδων μεταναστών και των κωλοΕβραίων» (τα ίδια έλεγε, πάνω-κάτω, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν υποστήριζε ότι τον κορωνοϊό θα φέρουν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από το Ιράν…) και η αρρώστια δεν τους αφορά – μέχρι να καταλήξουν και τα δικά τους παιδιά, στον «σιδερένιο πνεύμονα».
Μέσα σε ένα καλοκαίρι με πρωτοφανείς θερμοκρασίες και ατμόσφαιρα, αποπνικτική, λόγω της σταθερά υψηλής υγρασίας, η εξάπλωση της νόσου προκαλεί πανικό στους γονείς και φόβο στους παιδότοπους, που κλείνουν ο ένας, μετά τον άλλον. Έτσι, δεκάδες γυμναστές και παιδονόμοι μένουν χωρίς δουλειά και καλούνται να αντιμετωπίσουν και το φάσμα της ανεργίας, μαζί με την ασθένεια, που δεν σταματά με τις καραντίνες, την αποχή από τους δημόσιους χώρους και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό των παιδιών στα σπίτια τους (σας θυμίζει κάτι αυτό;).
Ανάμεσα σε αυτούς τους γυμναστές είναι και ο κεντρικός πρωταγωνιστής του αφηγήματος, Μπάκυ Κάντορ, ο άτυπος «ήρωας κατά λάθος» της γειτονιάς, που θα εξελιχθεί στο «μαύρο πρόβατο» του Νιούαρκ. Ο Μπάκυ, αθλητικός, μυώδης, πανύψηλος, εργατικός και φιλότιμος κουβαλάει ως προσωπικό του στίγμα, την απόρριψη του από τον στρατό και τους πεζοναύτες, λόγω της μεγάλης του μυωπίας. Οι φίλοι του πολεμούν και σκοτώνονται στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό, όμως ο Μπάκυ έχει μείνει πίσω, να κάνει τον γυμναστή στα εβραιόπουλα της γειτονιάς του. Αλλά τα παιδιά δεν δίνουν σημασία σε αυτό, λατρεύουν τον Μπάκυ και όλα θέλουν να του μοιάσουν – είναι πρώτος στα άλματα και το τρέξιμο, τον ακοντισμό και τη σφαιροβολία. Εργάζεται σκληρά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού, φροντίζει τη γιαγιά του και έχει φιλενάδα, το πιο όμορφο και καλόβολο κορίτσι της γειτονιάς.
Όταν ξεσπά η επιδημία, ο Μπάκυ φαντάζει άτρωτος και «ακατανίκητος». Τα παιδιά προσβλέπουν σε αυτόν, για να τα συμβουλεύσει, να τα προστατεύσει και να τα φροντίσει. Αν ο «κύριος Κάντορ» είναι παρών, η ασθένεια θα υποχωρήσει μπροστά στο αθλητικό σφρίγος και την καλοσύνη του. Ο «κύριος Κάντορ» είναι η ασπίδα του καλού ανάμεσα τους. Έτσι πιστεύουν τα παιδιά. Άλλα, πιστεύει η μοίρα του ήρωα (και η γραφή του συγγραφέα), που όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Ροθ, συντρίβεται σαν άλλος Ίκαρος, Ορέστης, Οιδίποδας ή Αίας.
Ο «κύριος Κάντορ» όχι μόνο δεν είναι άτρωτος στην πολιομυελίτιδα, αλλά είναι ο ασυμπτωματικός για πολλές μέρες φορέας, που κουβαλάει το μικρόβιο από το Νιούαρκ στις παιδικές κατασκηνώσεις του Βορρά, όπου έχει βρει καινούργια δουλειά, έως ότου περάσει το «κακό» στην πόλη, έπειτα και από την παρότρυνση της αρραβωνιαστικιάς του. Με τραγικές συνέπειες για τα παιδιά, και τους ξαφνικούς θανάτους τους, τόσο στο Νιούαρκ, όσο και στην κατασκήνωση.
Το τελευταίο, χρονικά, βιβλίο του Ροθ δεν χάριζε, ξανά, κάστανα προς πάσα κατεύθυνση. Δύσκολο, «κουρασμένο», υποβλητικό σε ορισμένες στιλιστικά απαράμιλλες παραγράφους, αφήγημα, επανάφερε τη ματιά του γηραιού συγγραφέα στα παιδικά του χρόνια, όταν τα παιδιά ήταν η προφανέστερη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, που έβαζε η επιδημία της πολιομυελίτιδας, αλλά αυτό δεν σήμαινε συνάμα ότι και τα παιδιά είχαν όλες τις απαντήσεις για ό, τι συνέβαινε γύρω τους. Must read, πάντως, στις συνθήκες και την περίοδο, που διανύουμε.
Αναγνώσεις της Καραντίνας : Ο Δρόμος, του Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Ένα (συγγνώμη, γυναίκες) men’s only δυστοπικό μυθιστόρημα ελπίδας, στις στάχτες και τα ερείπια μιας καταστροφής της ανθρωπότητας στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Τις τόσες εβδομάδες τώρα, που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχεδόν ομοιόμορφα και πανομοιότυπα, διατάζουν και επιλέγουν να αναμετρηθούν με τον κορωνοϊό, με μέτρα καραντίνας, απαγόρευσης κυκλοφορίας και… ατομικής ευθύνης, ένα πραγματικά δυσβάσταχτο, καθημερινό, τηλεργατικό και οικογενειακό βάρος έχει πέσει στους ώμους των γονιών επικεφαλής στις μονογονεϊκές οικογένειες.
Ειδικά, οι γυναίκες, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα τέτοιων νοικοκυριών (sic) στην Ευρώπη, καλούνται να κάνουν… ζογκλεριλίκια στις νέες απαιτήσεις της καθημερινότητας του «Μένουμε Σπίτι»- στις διάφορες, ευρωπαϊκές εκδοχές του, καθώς αυτό (το σπίτι) μετατρέπεται ταυτόχρονα σε οιονεί χώρο εργασίας, ανεξάρτητα από το επάγγελμα της γυναίκας, σε οιονεί σχολείο, σε οιονεί παιδότοπο ή παιδική χαρά, ίσως και σε οιονεί αναρρωτήριο και απομονωτήριο, εφόσον το παιδί ή τα παιδιά είτε νοσούν από τον κορωνοϊό (με «ήπια συμπτώματα», αν και προσωπικά αδυνατώ να συλλάβω όχι το τι σημαίνει, αλλά το πως αντιμετωπίζεται μια τέτοια κατάσταση, του στιλ «γίνετε γιατροί και νοσοκόμες του παιδιού σας» κατ΄οίκον τέτοιες ώρες και στιγμές- το «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οικογένειες» της Θάτσερ με… κορωνοϊική αναισθησία), είτε τα παιδιά αυτά, νοσούν από τον ιό του τρόμου μπροστά στην όχι και τόσο πρωτάκουστη κατάσταση.
Αυτή η κατάσταση, αυτές οι συνθήκες, μου υπενθύμισαν τις πραγματικά δύσκολες επιλογές ενός γονιού σε ένα από τα κορυφαία δυστοπικά μυθιστορήματα του καιρού μας, το οποίο, όμως (συγγνώμη, γυναίκες και δη γυναίκες της μονογονεϊκής υπευθυνότητας και πάλης στην εποχή του κορωνοϊού), νομίζω ότι απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε άνδρες – και μάλιστα, πατεράδες.
Εξάλλου, ο συγγραφέας του, Κόρμακ ΜακΚάρθι, παραδέχτηκε ότι έγραψε τον Δρόμο, ακριβώς ως μια τρομακτική όσο και ελπιδοφόρα «απάντηση» στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του, όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί : Πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φτάσει ένας πατέρας για το παιδί του, και δη, τον γιο του; Πόσα πράγματα είναι διατεθειμένος να πράξει, να υποστεί και να αντέξει; Ειδικά, αν το μεγαλώνει και το ανατρέφει, μόνος του.
Ο ΜακΚάρθι δεν είναι ένας «εύκολος» συγγραφέας. Σε μεγάλο βαθμό, θυμίζει Σαμ Πέκινπα (και στις πολιτικές αντιλήψεις της λεγόμενης αναρχικής Δεξιάς των ΗΠΑ) ενός είδους μυθιστορήματος της αμερικανικής ενδοχώρας και μεθορίου με το Μεξικό, όπου το γουέστερν τέμνεται με τον λογοτεχνικό απανθρωπισμό, την παράλογη και ανεξέλεγκτη βία και την απουσία ή τη συντριβή κάθε ελπίδας και πολιτισμού, που συνήθως ενσαρκώνονται από κάποιο παιδί, συνήθως αγόρι, ή έναν «αθώο του αίματος» ήρωα, ο οποίος δεν τα καταφέρνει πάντοτε και εξουθενώνεται από το κοινωνικό περιβάλλον του. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει απαραίτητα ένα καθαρτήριο και «αποκαταστατικό της προτεραίας συνθήκης», happy end. Μην περιμένετε, δηλαδή, να διαβάσετε ΜακΚάρθι και όχι μόνο στον Δρόμο, για να αισθανθείτε καλύτερα και ανακουφισμένοι του στιλ «ΟΚ, πάντα η ανθρωπότητα τα ξεπερνά όλα και υπερνικά τα όποια εμπόδια». Δεν μιλάμε και δεν γράφουμε για ένα τέτοιο, συγγραφικό έργο στο σύνολο του.
Η ελπίδα, όμως, είναι πάντοτε εκεί, πίσω από τις γραμμές και τις παραγράφους, όχι σαν φωτιά ή πυρκαγιά, αλλά σαν μια φλόγα που τρεμοπαίζει σε ένα σχεδόν εξαντλημένο κερί. Γι΄αυτό και οι κεντρικοί του ήρωες, περισσότερο ο εν λόγω, ανώνυμος πατέρας στον Δρόμο, ανασυνθέτουν τη φιγούρα ενός Προμηθέα, μιας προσωπικότητας πάνω από τα συνηθισμένα και τα τετριμμένα μέτρα, ο οποίος καλείται να αντιπαλέψει τόσο τις «αγελαίες» συμπεριφορές όσο και τον ατομοκεντρικό εκχυδαϊσμό, που μολύνει τον κόσμο με ποταπότητα, εγωπάθεια, γελοιότητα και εξευτελισμό της ανθρώπινης οντότητας και ύπαρξης.
Ο Δρόμος είναι ακριβώς ένα μυθιστόρημα ελπιδοφόρας δυστοπίας, όσο και αν το σχήμα αυτό διαβάζεται αντιφατικό και μάλλον, αλληλοαναιρούμενο.
Η υπόθεση του έργου αφορά στην πορεία που χαράσσει ένας πατέρας μαζί με τον μονάκριβο γιο του, μέσα από την αμερικανική ενδοχώρα, η οποία έχει υποστεί μια ολοκληρωτική καταστροφή απροσδιόριστης αιτίας και γεγονότων – οι περιγραφές του ΜακΚάρθι, κατά κύριο λόγο, υπαινικτικές, ταιριάζουν κυρίως σε γενικό, πυρηνικό ολοκαύτωμα, αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να θυμίζουν την κατάρρευση των ΗΠΑ, έπειτα από μια πανδημία ενός επίμονου και θανατηφόρου ιού.
Ο πατέρας «σπάει» την καραντίνα του σπιτιού τους και παρακούει τις τελευταίες επιθυμίες της συζύγου του, η οποία έχει αυτοκτονήσει, αδυνατώντας να διαχειριστεί τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές, συνέπειες του απροσδιόριστου ολέθρου. Αποφασίζει να στραφεί στην μόνη οδό, τον μόνο δρόμο, ο οποίος υποθέτει ότι οδηγεί πρώτα στα ανατολικά, κατόπιν στη θάλασσα και έπειτα σε μια οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι θα έχουν παραμείνει άνθρωποι και θα έχουν σχηματίσει ένα κοινόβιο διατήρησης του πολιτισμού και της αλληλεγγύης μεταξύ τους.
Το υποθέτει. Δεν το ξέρει βάσιμα. Το νιώθει. Δεν το γνωρίζει. Και έτσι, πατέρας και γιος παίρνουν τον δρόμο προς τη θάλασσα και το κοινόβιο, σε μια ξενοφώντεια πορεία σωτηρίας και αναμέτρησης με το αφιλόξενο περιβάλλον και τους υπόλοιπους, επικίνδυνους ως προς το πλείστον, ανθρώπους.
Και το περιβάλλον, είναι απόλυτα εχθρικό, με μικρά «διαλείμματα» ανάτασης δυνάμεων και ψυχολογίας, κυρίως στην προφύλαξη ενός καταφυγίου με κονσέρβες ή μιας φωτιάς στο βάθος μιας σπηλιάς. Συμμορίες κανίβαλων έχουν μετατρέψει μισοερειπωμένα σπίτια σε κρεοπωλεία ανθρώπινου κρέατος. Πολέμαρχοι βγαλμένοι λες από το κινηματογραφικό σύμπαν του Mad Max διατάζουν τους ένοπλους ακολούθους τους να κυνηγούν ανθρώπινα θηράματα, πυροβολώντας σκαρφαλωμένοι πάνω σε νταλίκες και φορτηγά. Γέροι, ανάπηροι και μισότυφλοι, με σαλεμένα λογικά, ψάχνουν στις στάχτες, κονσέρβες χυμού τομάτας και πλαστικά μπουκαλάκια νερού, κουβαλώντας στομωμένα μαχαίρια και γεμάτα περίστροφα για κάθε ενδεχόμενο. Λεχώνες Βάκχες κατακρεουργούν και σουβλίζουν τα νεογέννητα βρέφη τους για να τραφεί η αγέλη των ανθρωποφάγων. Παντού πτώματα, στάχτες, διαλυμένες πολιτείες, ρημαγμένα χωριά, κατακαμένα αυτοκίνητα, αποστραγγισμένες δεξαμενές, ελάχιστα ή δηλητηριασμένα τρόφιμα, σκελετοί και τρύπια, σαπισμένα ρούχα σε σωρούς, που τους χορεύει ο άνεμος.
Στο τέλος, το παιδί, ο γιος κατορθώνει να φτάσει στο κοινόβιο, που, με τόση διορατικότητα είχε προβλέψει ότι υπάρχει, ο πατέρας του, ο οποίος εξαντλημένος και βαριά άρρωστος υποκύπτει λίγα μέτρα προτού αντικρίσει τη θάλασσα. Το κερί κράτησε τη φλόγα του, στις πιο αντίξοες συνθήκες, στις πιο επικίνδυνες και απάνθρωπες καταστάσεις.
Ο Δρόμος απέσπασε το Πούλιτζερ Μυθοπλασίας, το 2007, και δυο χρόνια αργότερα έγινε (και αυτό το βιβλίο του ΜακΚάρθι) ταινία, σε σκηνοθεσία του Τζον Χίλκοουτ (αφαίρεσε ή τροποποίησε τις πιο αιμοβόρες και απάνθρωπες σκηνές) και με πρωταγωνιστές τον Βίγκο Μόρτενσεν, τη Σαρλίζ Θερόν, τον Γκάι Πιρς και τον Ρόμπερτ Ντιβάλ. Η μεγαλύτερη αρετή του φιλμ, το οποίο «θριλερίζει» περισσότερο από το βιβλίο, είναι ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε να γυρίσει όλες τις εξωτερικές σκηνές σε τοπία των ΗΠΑ, που είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές είτε από τον άνθρωπο είτε από τη φύση – με επίκεντρο κυρίως περιοχές της Λουιζιάνα, από όπου είχαν περάσει διαδοχικά ο τυφώνας Κατρίνα και η κυβέρνηση του Τζωρτζ Ντάμπλουγιου Μπους. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Επομένως και σε αυτή την Ανάγνωση της Καραντίνας, μπορείτε να διαλέξετε – βιβλίο ή ταινία. Προσωπικά και σταθερά κλίνω και σε αυτήν την περίπτωση, προς το βιβλίο. Αλλά περί ορέξεως…