Με τις πρόσφατες εξελίξεις να μας προδίδουν, παράλληλα με τη συνέχιση της διεκδίκησης των ΣΣΕ από την εκάστοτε κυβέρνηση, οφείλουμε να βρούμε νέους τρόπους διεκδίκησης των ΣΣΕ που θα συγκρούονται απευθείας με την εργοδοσία, έχοντας επίγνωση των πραγματικών συσχετισμών στον κλάδο, αλλά προβαίνοντας σε μαχητικές και ταυτόχρονα αποτελεσματικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αυτή.
Βρισκόμαστε σε ένα δραματικά νέο τοπίο, του οποίου σημείο καμπής υπήρξε η πραξικοπηματική επιβολή του νέου μνημονίου από τους δανειστές παρά το συντριπτικό όχι του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη απέναντι στην εγχώρια και έξωθεν τρομοκρατία των δανειστών, του κεφαλαίου και των ΜΜΕ. Χαρακτηριστικό του κλίματος εκείνης της περιόδου ήταν και τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας που παρουσιάστηκαν στον κλάδο των μισθωτών εργαζομένων, όπως οι απολύσεις, οι υποχρεωτικές άδειες ή ακόμα και άνευ αποδοχών αργίες, η εκ περιτροπής εργασία, οι απειλές, ακόμα και ο εξαναγκασμός στη συμμετοχή των συγκεντρώσεων υπέρ του ΝΑΙ. Εξευτελιστική ήταν και η στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, η οποία χέρι-χέρι με την εργοδοσία και το εγχώριο σύστημα ζήτησε την απόσυρση του δημοψηφίσματος αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως κατ’ όνομα και μόνο υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων, αφού δεν ασχολήθηκε στο παραμικρό να τους προστατεύσει. Δυστυχώς και παρά την σθεναρή στάση του κόσμου της εργασίας σε αυτό το σκηνικό επιβολής, η κυβέρνηση παραχάραξε την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος , συνθηκολογώντας στις επιταγές των δανειστών την 12η Ιούλη και ψηφίζοντας τα προαπαιτούμενα μέτρα μαζί με τη νέα δανειακή σύμβαση λίγες εβδομάδες αργότερα. Έπειτα, προχώρησε στην άμεση προκήρυξη εκλογών το Σεπτέμβρη προτού γίνουν άμεσα αισθητά τα μέτρα στους εργαζόμενους, υιοθετώντας πλέον την συμφωνία ως επιλογή «ευθύνης- σωτηρίας» και ως βασικό κομμάτι του προεκλογικού της προγράμματος.
Έχοντας πλέον περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, η μνημονιακή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εφαρμόζει με γρήγορους ρυθμούς την ψήφιση του 3ου μνημονίου, το οποίο τσακίζει ολοκληρωτικά τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας και ευνοεί αντικειμενικά τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ανακυκλώνοντας και εντείνοντας ακόμα περισσότερο το καθεστώς λιτότητας και ύφεσης των τελευταίων χρόνων. Βασικές πτυχές αυτής της πολιτικής είναι το οριστικό ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου (λιμάνια, αεροδρόμια, ΟΣΕ), οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία (τρόφιμα, εκπαίδευση), οι νέες έκτακτες εισφορές, η περεταίρω αποδόμηση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος και η μη οριστική διευθέτηση (σε αντίθεση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις) της απαγόρευσης πώλησης των κόκκινων δανείων σε distress funds (ιδρύματα κερδοσκοπικού χαρακτήρα). Όσον αφορά τον κλάδο μας, χαρακτηριστικό παράδειγμα της σφοδρότητας των νέων μέτρων είναι και η κατάργηση της δυνατότητας επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας και των άλλων ευνοϊκών διατάξεων που θεσπίστηκαν στην προηγούμενη θητεία της σημερινής συγκυβέρνησης (Ν. 4331/2015) (ρύθμιση-«ασπιρίνη» που δεν έλυνε το πρόβλημα, αλλά παρείχε μια μικρή ανακούφιση σε πολλούς συναδέλφους).
Είναι δεδομένο, από τα προηγούμενα, ότι ως ΡΧΤ θα αντιπαλέψουμε με κάθε μέσο την παρούσα αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική, που πλήττει το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων και κατά συνέπεια τον κλάδο μας. Απέναντι σε όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό, λοιπόν, είμαστε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας μέχρι τέλους. Σαν μισθωτοί τεχνικοί θεωρούμε πως όσα παράγονται από τον κόπο μας είναι τα κινητήρια γρανάζια της οικονομίας και πως η εργασία μας έχει μια συγκεκριμένη αξία που δεν μπορεί να αποτιμάται με βάση την εκάστοτε κατάσταση της οικονομίας της χώρας, υποτιμώμενη διαρκώς υπό την επίκληση της οικονομικής κρίσης. Στα χρόνια της «ανάπτυξης» ακούγαμε ότι εφόσον οι επιχειρήσεις παίρνουν το ρίσκο των επενδύσεων, πρέπει αντίστοιχα να καρπώνονται και τα υπερκέρδη. Αντιστοίχως λοιπόν, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επωμιστούμε τις ζημιές τους από τη μείωση των κερδών τους που δεν μοιραστήκανε ποτέ μαζί μας. Βασικό δίδαγμα των παραπάνω γεγονότων της τελευταίας περιόδου και παρακαταθήκη για το μέλλον των αγώνων είναι η συνειδητοποίηση ότι για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας απαιτείται βαθύτερη σύγκρουση με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι όπως αυτές συγκεκριμενοποιούνται από το περιοριστικό πλαίσιο της ευρωζώνης. Αποδείχτηκε περίτρανα ότι η εκλογική επικράτηση μιας κυβέρνησης με φιλολαϊκό-αριστερό πρόσημο δίχως την παράλληλη ανάπτυξη μαζικού κινήματος από τα κάτω και ελλείψει ενός δυναμικού σχεδίου που να μην περιορίζεται στην αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων στις κλειστές διαπραγματεύσεις, αλλά να έρχεται και σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οδηγεί σε ήττα και απογοήτευση.
Οφείλουμε επιπλέον να σημειώσουμε πως σε πολύ μεγάλο βαθμό οι διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος το προηγούμενο διάστημα όρισαν, ως κόμβο της έναρξης μιας αντεπίθεσης των εργαζομένων και επαναθεμελίωσης των δικαιωμάτων μας, την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) (επαναφορά του δικαιώματος προσφυγής στη διαιτησία και δυνατότητα του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας να επιβάλει τις ΣΣΕ στην εργοδοσία). Λόγω και της μεγάλης ανεργίας, που οδήγησε σε ακόμα πιο δυσμενή συσχετισμό στον κλάδο, αλλά και της πολυδιάσπασης των εργασιακών χώρων, επικεντρωθήκαμε και εμείς ως ΡΧΤ στην επαναφορά των ΣΣΕ από την πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς και στη δυνατότητα σχεδιασμού των παρεμβάσεών μας με αυτό το δεδομένο (εκτίμηση που έγινε και από άλλες δυνάμεις στο σωματείο με αποτέλεσμα το άνοιγμα της συζήτησης για τις ΣΣΕ το τελευταίο διάστημα). Με τις πρόσφατες εξελίξεις να μας προδίδουν, παράλληλα με τη συνέχιση της διεκδίκησης των ΣΣΕ από την εκάστοτε κυβέρνηση, οφείλουμε να βρούμε νέους τρόπους διεκδίκησης των ΣΣΕ που θα συγκρούονται απευθείας με την εργοδοσία, έχοντας επίγνωση των πραγματικών συσχετισμών στον κλάδο, αλλά προβαίνοντας σε μαχητικές και ταυτόχρονα αποτελεσματικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αυτή.
Έχοντας διδαχθεί σημαντικά από την διετή παρέμβασή μας στο σωματείο ως ΡΧΤ, από παρεμβάσεις σε μια σειρά από ζητήματα, τόσο στην κατεύθυνση των μαζικών απεργιακών περιφρουρήσεων που στοχοποιούν και συγκεκριμένους εργοδότες που αυθαιρετούν (βλ. ΜΕΤΚΑ), όσο και νικηφόρες παρεμβάσεις ενάντια στις απολύσεις, με κορυφαία την περίπτωση MIGATO, επιμένουμε στη λογική πως η παρέμβαση στο σωματείο περνάει από τα καθημερινά προβλήματα των συναδέλφων και τις διεκδικήσεις μας για καλύτερες συνθήκες εργασίας και μείωση της ανεργίας. Αντίθετα, θεωρούμε ότι οι υπερπολιτικοποιημένες συζητήσεις απομακρύνουν από τη συλλογική ζωή του σωματείου την συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων. Την ίδια στιγμή, επιμένουμε στη σημασία να ανοίξει το σωματείο περισσότερο στους συναδέλφους στη βάση της παρέμβασής του για τα κεντρικά ζητήματα του κλάδου, στοχευμένων παρεμβάσεων σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους αλλά και με καμπάνιες εγγραφής νέων μελών. Ζητήματα που θέσαμε επανειλημμένως, χωρίς ανταπόκριση από τις άλλες δυνάμεις, τόσο στις γενικές συνελεύσεις, όσο και στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου, αλλά θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Στη βάση όλων των παραπάνω, θεωρούμε ότι είναι σημαντικό να ανοίξει και η συζήτηση για τη δυνατότητα συμμαχιών στις δυνάμεις της αριστεράς εντός του σωματείου στην κατεύθυνση του αγώνα σε μια σειρά αξόνων το επόμενο διάστημα:
- Εναντίωση σε ανακεφαλαιοποιητικό σύστημα (βλ. επιτροπή σοφών) ασφαλιστικού και υπεράσπιση του αναδιανεμητικού του χαρακτήρα.
- Εφαρμογή ΣΣΕ και ανατροπή ευέλικτων μορφών εργασίας (προγράμματα voucher κ.ά.).
- Διεκδίκηση εναλλακτικής πορείας για την παραγωγική ανασυγκρότηση και ενίσχυσης των συνεργατικών μορφών εργασίας.
- Δημιουργία δομών αλληλεγγύης και προστασίας των χειμαζόμενων συναδέλφων από τις μνημονιακές πολιτικές