Σχεδόν δυό δεκαετίες πέρασαν από την ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ.

Τότε, στις αρχές του αιώνα και ήδη από τα τέλη του προηγούμενου, ήταν μια εποχή κινηματικής ανάτασης, ενάντια στη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό, για τα δικαιώματα όλων, μια περίοδος ενθουσιασμού και ελπίδας για μια προοπτική όχι μόνο αντινεοφιλελεύθερη αλλά ακόμη και αντικαπιταλιστική. Τάσεις και τμήματα της ριζοσπαστικής έως αντικαπιταλιστικής αριστεράς είδαν στην περίοδο μια ευκαιρία και μια υποχρέωση. Όχι όλη η αριστερά, υπήρξαν και αντίστροφα σεχταριστικά αντανακλαστικά.

Στο ΣΥΡΙΖΑ συνέπεσε να “προσφέρει” η Ιστορία την μέγιστη επίδοση απ’ όλα τα αντίστοιχα “πλατιά κόμματα” της ριζοσπαστικής αριστεράς που συγκροτήθηκαν πανευρωπαϊκά στην ίδια περίοδο. Έφτασε στην κυβέρνηση χωρίς να αποτελεί (ακόμη και ως δικαιολογία) το αναγκαίο συμπλήρωμα της σοσιαλδημοκρατίας/ κεντροαριστεράς. Η εικόνα (και όχι μόνο) του κόμματος προσωποποιήθηκε στον πρόεδρό του και πρωθυπουργό Α. Τσίπρα. Η άνοδος και η πτώση. Παρότι στην πραγματικότητα του ανήκει πολύ περισσότερο η πτώση παρά η άνοδος. Η πιο ριζοσπαστική, αριστερή επιλογή του ήταν οι νέες εκλογές τον Ιούνη του 2012 η οποία ασφαλώς ανταμείφθηκε από τον λαό. Κυβέρνησε το 2015 ωστόσο, με την προσθήκη του ακροδεξιού Καμένου και ψηφίζοντας τον Παυλόπουλο για πρόεδρο. Ήταν η πιο σαφής δήλωση προθέσεων, προτεραιοτήτων και, αντικειμενικά, κατεύθυνσης από τον Ιούνη του 2012 και έκτοτε, στο διάστημα δηλαδή που εξελίχτηκε η δεξιά στροφή. Ταυτόχρονα μεταλλάχτηκε το κόμμα από “διαδικασία πολιτικής συζήτησης και πάλης”, διαδικασία που προσέφερε ουσιαστικά τα πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του, σε “κόμμα – πρόσωπο”, με ευθύνη όλων των “πλευρών” του κόμματος.

Τον Αύγουστο του 2015 καταρρέει οριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ που θα “έσχιζε τα μνημόνια”, το σύνθημα χωρίς το οποίο δεν θα γινόταν ποτέ κυβέρνηση. Η τελευταία μάχη, του δημοψηφίσματος, η οποία δόθηκε από ευρύτατο τμήμα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς και σίγουρα την συντριπτική πλειοψηφία των αριστερών ανθρώπων ανεξάρτητα “κομματικής γραμμής”, έκλεισε με το γνωστό τρόπο και μαζί της ολοκληρώθηκε ένας ορισμένος κύκλος, με ευρύτατη πανευρωπαϊκή και διεθνή αντανάκλαση, ο κύκλος των προσπαθειών για “κυβέρνηση  της αριστεράς” από ένα “πλατύ κόμμα” της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Φυσικά δεν ήταν μοιραίο! Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε πεδίο ιδεολογικοπολιτικής πάλης στο οποίο ηττήθηκε η αριστερή, “αντιμνημονιακή” αντιπολίτευση καθώς δεν βρήκε τον τρόπο να συγκεντρώσει όλης της τη δύναμη. Το ερώτημα εάν υπάρχει άλλη διαδικασία που να αποφύγει την εσωτερική πάλη στο δρόμο προς την μαζικοποίηση της πολιτικής και εκλογικής επιρροής της ριζοσπαστικής έως αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι και σήμερα επίκαιρο! 

Το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού, ριζοσπαστικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που ουσιαστικά είχε οικοδομήσει και υποστήριζε την ριζοσπαστική του ταυτότητα προς την κοινωνία, προερχόμενο από διάφορες και διαφορετικές τάσεις, αποχώρησε από το κόμμα. Την στιγμή εκείνη χαράχτηκε μια “διαχωριστική γραμμή” μέσα στην αριστερά (πέρα των πιο “στενών”, ήδη υπαρχόντων) που όριζε το τρίτο μνημόνιο.

Η κοινωνία ωστόσο αντιμετώπισε την αλλαγή πλαισίου με μεγαλύτερο “κυνισμό” απ’ ότι η αριστερά. Αποδέχτηκε την ήττα και συνέχισε να ψηφίζει το “αριστερό κόμμα” (που διεκδικούσε την κυβέρνηση έναντι της ΝΔ) μέσα στο νέο πλέον,  μνημονιακό πλαίσιο. Η στρατηγική ήττα του πολιτικού οργανισμού χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να γίνει εκλογική συντριβή. 

Ο Κασσελάκης και οι διασπάσεις

Η εμφάνιση του Κασσελάκη δεν άλλαξε την πορεία των πραγμάτων στο ΣΥΡΙΖΑ παρά μόνο την επιτάχυνε. Πέρα από τον, τουλάχιστον πρωτότυπο, τρόπο με τον οποίο ανέλαβε την προεδρία του κόμματος, αποτελεί “παιδί” της “γραμμής Τσίπρα” και μία ορισμένη συνέχειά του τόσο στην πολιτική στόχευση, την ηγεμονία και κατίσχυση στον πόλο του “σοσιαλφιλελευθερισμού” όσο και στο “κόμμα”, στην κατεύθυνση εκλογικού μηχανισμού και σώματος εκλεκτόρων. Οι συνδέσεις με το αμερικάνικο μοντέλο του “δημοκρατικού κόμματος” δεν αφορούν τόσο τον Κασσελάκη και την προέλευση του όσο την ίδια την διαδικασία εκφυλισμού και μετάλλαξης της πάλαι ποτέ μαζικής, “κυβερνώσας αριστεράς”, ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας/ κεντροαριστεράς. Μια διαδικασία ουσιαστικής, βαθιάς και χωρίς προσχήματα “αποαριστεροποίησης” στα μάτια της κοινωνίας.  Μετά τον “θάνατο” του σταλινισμού με την πτώση  των ανατολικών καθεστώτων ζούμε πλέον στην εποχή του “θανάτου” της σοσιαλδημοκρατίας ως αποτέλεσμα της συντριβής της από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική.

Η πορεία “σοσιαλφιλελευθεροποίησης” του ΣΥΡΙΖΑ, συμπυκνωμένη στη μορφή της απουσίας εναλλακτικής στον Μητσοτάκη, είχε ήδη αρχίσει να αποδοκιμάζεται από μεγάλα κοινωνικά και εκλογικά τμήματα πριν τον Κασσελάκη. Η ήττα με 20 μονάδες διαφορά ήταν επίτευγμα Τσίπρα. Το ερώτημα που τέθηκε με την παραίτησή του ήταν πιο πρόσωπο και ηγετική ομάδα θα αναλάμβανε τη συνέχεια (η ρήξη δεν είχε προκύψει ούτε ως υπαινιγμός).

Εύλογα, οι διασπάσεις που έγιναν πρόσφατα, της “Ομπρέλας” και της ομάδας Αχτσιόγλου δεν έχουν καταφέρει ακόμη να συγκροτήσουν την πολιτική τους ταυτότητα και την ξεκάθαρη διαχωριστική τους από το ΣΥΡΙΖΑ Κασσελάκη. Εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο για τον αριστερό κόσμο που εγκαταλείπει το ΣΥΡΙΖΑ, μέλη και ψηφοφόροι, που καταφανώς διαχωρίζονται από την πολιτική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ Κασελάκη αναγνωρίζοντας την “αποαριστεροποίηση” καθώς δεν μπορούν να θεωρηθούν “πολιτικό ρεύμα” του Τσακαλώτου ή της Αχτσιόγλου.

Θα μπορέσουν να συγκρατήσουν αυτόν τον κόσμο; Θα μπορέσουν (μαζί ή/και χωριστά) να διαμορφώσουν πολιτικό στίγμα και λόγο ύπαρξης στο πολιτικό πεδίο; Οι επιλογές είναι ιδιαίτερα δύσκολες καθώς ουσιαστικά είναι μόνο δύο: ή να επιχειρήσουν να “πολιτογραφηθούν” ως τρίτη συνιστώσα του χώρου του σοσιαλφιλελευθερισμού, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ, ή να προσπαθήσουν να υπάρξουν στο χώρο της, ουσιαστικά και όχι αφηρημένα, αντινεοφιλελεύθερης αριστεράς που μαζικά, στα μάτια της κοινωνίας, αναγνωρίζεται ως “αντιμνημονιακή”.

Η πρώτη περίπτωση, αφορά στη διεκδίκηση της πολιτικής Τσίπρα έναντι του Κασσελάκη, από τη μνημονιακή κυβέρνηση του 2015 μέχρι τη συντριβή του του 2023. Στρατηγική και πολιτική διαχωριστική ωστόσο, μεταξύ Τσίπρα και Κασελάκη δεν υφίσταται και ακόμη κι αν μπορούσαν να υπάρξουν ορισμένες επιλογές τακτικής που να υπαινίσσονται διαφορές και “ρήγματα” σε αυτό το πολιτικό συνεχές, αποτελούν διακριτική ευχέρεια αποκλειστικά του Κασσελάκη. Το αδιέξοδο είναι προφανές και ήδη εκδηλώνεται με δηλώσεις υπεράσπισης πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015 – 2019 και του ίδιου του Τσίπρα.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην απόπειρα “επανασυγκρότησης” αριστερής ταυτότητας και πολιτικού στίγματος. Οι πρώτες δηλώσεις “πολιτογράφησης” ως χώρος της “ανανεωτικής” αριστεράς σε διάκριση με το ΚΚΕ, σαφής αναφορά στις “παραδοσιακές” ταυτότητες, αναδεικνύουν την αναγνώριση του προβλήματος, χωρίς εντούτοις να αποτελούν σημαντική πολιτική απάντηση. Εάν οι δυνάμεις της αριστεράς που διεκδικούν τον “επαναστατικό δρόμο” αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικές προκλήσεις μπροστά στο πρωτοφανές πολιτικό κενό που αφήνει η κατάρρευση/μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας/ κεντροαριστεράς, βεβαρημένες αφενός με τη βαθιά δυσφήμισή του από το σταλινισμό, τόσο από την άνοδο όσο και από την πτώση του, και αφετέρου λόγω του μισού αιώνα απουσίας επαναστατικών, σοσιαλιστικών εγχειρημάτων διεθνώς, ο “δημοκρατικός δρόμος”, η “μεταρρυθμιστική/ κοινοβουλευτική” αριστερά, καταστρέφεται καθημερινά σε κοινή θέα του ταξικού και κοινωνικού της ακροατηρίου, σε μια πορεία εκφυλισμού και μετάλλαξης που ξεκίνησε πριν από σχεδόν πέντε δεκαετίες διεθνώς (στην Ελλάδα τέσσερις) και κλιμακώνεται γοργά στις μέρες μας. Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου και η διάψευση των λαϊκών προσδοκιών από το ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα αποτελούν σημαντικό “καρφί στο φέρετρό του”.

Ως εκ τούτου η μοναδική, παρότι επίσης αμφίβολη, επιλογή πολιτικής επιβίωσης και κοινωνικής χρησιμότητας του στελεχικού δυναμικού που διασπάστηκε πρόσφατα από το ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να βασιστεί σε μια ορισμένη απόρριψη του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, του τρίτου μνημονίου, της κυβέρνησης 2015 – 2019, της “στρατηγικής Τσίπρα”. Προκειμένου να διεκδικήσουν πολιτικό στίγμα και ακροατήριο, πρόσβαση στο κίνημα και τις διεργασίες του και να μπορέσουν να συνομιλήσουν με άλλα τμήματα της ριζοσπαστικής, αντιμνημονιακής και αντινεοφιλελεύθερης ακόμη και αντικαπιταλιστικής αριστεράς ουσιαστικά, πέρα από τακτικισμούς χωρίς προοπτική για το κίνημα και την αριστερά.

Η περίοδος 2010 – 2015 έχει αφήσει “εκκρεμότητες” για όλη την αριστερά. Τόσο για τα τμήματά της που απέφυγαν την πρόκληση όσο και για αυτά που δεν μπόρεσαν να δώσουν αντιμνημονιακή διέξοδο μετά την διάσπαση του Αυγούστου του 2015 αφήνοντας να επικρέμεται μέχρι σήμερα το καίριο ερώτημα αν “υπήρχε άλλος δρόμος”. Πολύ περισσότερο όμως για εκείνα τα τμήματα που κυβέρνησαν και υπηρέτησαν την “μνημονιακή γραμμή Τσίπρα” υποστηρίζοντας το “There Is No Alternative” (δεν υπάρχει εναλλακτική).

Ο κατακερματισμός της δύναμης μιας ορισμένης προηγούμενης περιόδου “κεντρομόλων” πιέσεων από την άνοδο της ταξικής και πολιτικής πάλης έχει δώσει την σειρά του σε μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων για την αριστερά που δεν αποδέχεται το “τέλος της Ιστορίας”. Να διεκδικήσει τον πολιτικό πόλο της εκπροσώπησης των “από κάτω”, των διαρκώς διευρυνόμενων “ανισοτήτων” που παράγει η νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Να διεκδικήσει την “μαζική αριστερά” ως ιδεολογικοπολιτικό εργαλείο των “υποτελών τάξεων και στρωμάτων”, της κοινωνικής πλειοψηφίας αναστηλώνοντας την απελευθερωτική, αντικαπιταλιστική προοπτική ως όραμα αλλά και ως καθημερινή πολιτική.

Ετικέτες