Η  μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου όταν βγαίνει από το μουσειακό πλαίσιο και εκφράζεται στους δρόμους προκαλεί προβληματισμό μέχρι και σήμερα στις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Τις τελευταίες βδομάδες κυβερνητικά στελέχη, μέσα ενημέρωσης και δυνάμεις καταστολής λειτούργησαν από κοινού στην κατεύθυνση της δημιουργίας κλίματος φόβου ενόψει της πορείας της 17ης Νοέμβρη.

Είναι γνωστό ότι οι κυβερνήσεις της δεξιάς επαίρονται για την πυγμή και τη σκληρότητά τους απέναντι στα κινήματα και τους αγώνες. Καταστολή μικρότερης ή και μεγαλύτερης έντασης υπήρχε και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία, όμως, ήταν εκτεθειμένη στον κόσμο της για τη βία της αστυνομίας, ενώ τώρα η κατασταλτική πολιτική εξυπηρετεί τα πιο πρωτόγονα ένστικτα ρεβανσισμού και επιβολής των πιο συντηρητικών ακροατηρίων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί την «πεπατημένη» οδό. Δεν έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από την ακροδεξιά κυβέρνηση Σαμαρά. Σήμερα όμως αυτά που επιχειρούσε ο Σαμαράς το 2014 επιβάλλονται πολύ πιο εύκολα λόγω της κοινωνικής συναίνεσης που εξασφάλισε ο ΣΥΡΙΖΑ στη νέα μνημονιακή κανονικότητα.

Τις τελευταίες βδομάδες λοιπόν, εφαρμόζοντας το κυβερνητικό πλάνο, η αστυνομία έχει προχωρήσει σε ένα σκληρό και αυταρχικό κύμα καταστολής. Αφού προετοίμασε το έδαφος ψηφίζοντας μες στο κατακαλόκαιρο την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, αφού εγκατέστησε κλούβες σε όλα τα Εξάρχεια, καθιστώντας τα ζώνη διαρκούς επιτήρησης και αφού επιτέθηκε σε κοινωνικά κέντρα και καταλήψεις, πλέον είναι ελεύθερη να σταθεί απέναντι στο οργανωμένο κίνημα. Μπουκάρει στο άσυλο, σπάει πόρτες και ανοίγει στέκια πολιτικών συλλογικοτήτων, χτυπάει φοιτητές/τριες, προχωράει σε αυθαίρετες συλλήψεις, ξυλοκοπάει και βασανίζει θαμώνες των Εξαρχείων και γενικότερα αναπτύσσει μια δράση για την οποία δεν λογοδοτεί πουθενά. Μάλλον γιατί έχει το ελεύθερο να μη λογοδοτεί πουθενά.

Αυτό αποδεικνύεται από την επικοινωνιακή διαχείριση της όλης κατάστασης από τη ΝΔ. Ακροδεξιά στελέχη παρελαύνουν καθημερινά από τα τηλεοπτικά πάνελ, μιλώντας για την επαναφορά της «τάξης και της ασφάλειας», την ώρα που οι κάτοικοι του κέντρου είναι τρομοκρατημένοι από τους ένοπλους ρόμποκοπ της ΕΛ.ΑΣ. και όχι από τους «μπαχαλάκηδες». Ο Βορίδης, το άλλοτε πρωτοπαλίκαρο της ΕΠΕΝ, πλέον ως σοβαρός πολιτευτής της δεξιάς επιχειρηματολογεί πιο κόσμια υπέρ της άγριας καταστολής της αστυνομίας, τονίζοντας ότι το ξύλο αποτελεί ένα «στοιχείο αναγκαστικότητας». Την ίδια στιγμή άλλα μέλη του κυβερνώντος κόμματος σε ένα πρωτοφανές κρεσέντο λασπολογίας δεν διστάζουν να δηλώσουν ότι στην ΑΣΟΕΕ φυλάσσονται ακόμη και όπλα του συριακού στρατού. 

Σε συντεταγμένη υπηρεσία όμως βρέθηκε και ο βραχίονας της κυβέρνησης στα πανεπιστήμια. Η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ εξέδωσε ανακοίνωση υπό τον τίτλο «Το πάρτι ανομίας τελείωσε», επιχαίροντας για το «ντου» της αστυνομίας στην ΑΣΟΕΕ. Τονίζοντας μάλιστα ότι «τα πανεπιστήμια παραδίδονται σε αυτούς που πραγματικά έχουν θέση σε αυτά», μάλλον εννοεί τους ΜΑΤατζήδες, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες περισσότερο βλέπουν τις σχολές αυτοί παρά οι ίδιοι οι φοιτητές. Την ίδια στιγμή ρεπορτάζ από τρία διαφορετικά κανάλια αντλούν πληροφορίες για την «ανομία στα πανεπιστήμια» από την ίδια κοπέλα με το ίδιο ροζ φούτερ, η οποία περιέργως δεν δείχνει το πρόσωπό της στην κάμερα. Όλο αυτό το συντονισμένο από πολλές πλευρές επικοινωνιακό παιχνίδι έχει ξαναπαιχτεί στο παρελθόν και πλέον δεν προκαλεί εντύπωση. Ποτέ όμως αυτό το παιχνίδι δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τον κόσμο από το να διεκδικεί και να διαδηλώνει.

Το φοιτητικό κίνημα, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα έχουν ένα πολύ δύσκολο έργο μπροστά τους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε αντίθεση με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, αισθάνεται ότι έχει τα χέρια λυμένα να κάνει ό,τι θέλει, είτε πρόκειται για τις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις, είτε για την καταστολή και τον αυταρχισμό. Αυτό αναβαθμίζει τα καθήκοντα του κινήματος και της Αριστεράς. Απέναντι σε ένα οργανωμένο σύστημα που στην υπηρεσία του δρουν οι δυνάμεις καταστολής, τα ΜΜΕ και κάθε λογής επιχειρηματικά συμφέροντα, ο κόσμος της δουλειάς και η νεολαία πρέπει να απαντήσουν με όπλο την ενότητα, τη μαζικότητα και το ριζοσπαστισμό. Η υπερίσχυση της πολιτικής συνθηματολογίας και των αιχμηρών αιτημάτων έναντι της στρατιωτικοποίησης του κινήματος και της τυφλής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις καταστολής είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.

Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνονται σπασμωδικές κινήσεις που θα εκθέσουν οργανωμένους αγωνιστές στα δόντια των κατασταλτικών μηχανισμών. Η περίπτωση του φοιτητή που συνελήφθη έξω από το σπίτι του, καθώς και των τραυματισμένων φοιτητών στην ΑΣΟΕΕ το κάνει ακόμη πιο εμφανές.

Απαιτείται να υπάρξει ένας ευρύτερος κινηματικός συντονισμός που θα ξεκινάει από τους κοινωνικούς χώρους και θα απλώνεται σε όλη την κοινωνία. Οι ζωντανές Γενικές Συνελεύσεις, η μαζικοποίηση γενικότερα των συλλογικών διαδικασιών και ο συντονισμός ανάμεσα στις οργανώσεις και τις συλλογικότητες του κινήματος αποτελούν την προϋπόθεση και όχι το αποτέλεσμα μιας αντεπίθεσης των από κάτω. Και αυτό είναι που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα όσοι τώρα επιβάλουν το φόβο και την καταστολή.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες