Στο επίκεντρο μιας έντονης δημόσιας συζήτησης βρίσκεται η θεατρολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ζακύνθου «Διονύσιος Σολωμός», Έφη Λάζου, μετά την κλήση της σε Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ζακύνθου.
Η υπόθεση αφορά τη θεατρική παράσταση «Η Άννα Φρανκ συνομιλεί με τα Παιδιά της Παλαιστίνης», η οποία παρουσιάστηκε στα τέλη Ιουνίου στο Θέατρο Σαρακινάδου στο πλαίσιο του θεατρικού εργαστηρίου ΦΙΕΡΑ.
Η συγκεκριμένη παράσταση προκάλεσε την αντίδραση μερίδας της Εβραϊκής Κοινότητας, με καταγγελίες που φέρονται να έγιναν απευθείας στο Υπουργείο Παιδείας και αφορούν υποτιθέμενο «αντισημιτικό» και «αντιεβραϊκό» περιεχόμενο. Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, οι καταγγελίες προηγήθηκαν της παρουσίασης του έργου, με σκοπό την ακύρωσή του, χωρίς να έχει υπάρξει μελέτη του κειμένου ή παρακολούθηση της παράστασης από τους καταγγέλλοντες.
Η παράσταση και το περιεχόμενο
Η παράσταση δημιουργήθηκε και παρουσιάστηκε με άδεια ιδιωτικού έργου, εκτός του πλαισίου του δημόσιου σχολείου, με τη συμμετοχή παιδιών από το παιδικό και εφηβικό τμήμα του θεατρικού εργαστηρίου. Το έργο, γραμμένο από την ίδια τη θεατρολόγο, φέρει συμβολικό χαρακτήρα και επιχειρεί να φέρει σε «διάλογο» δύο ιστορικά τραύματα: τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, όπως αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Άννας Φρανκ, και το δράμα των παιδιών της Παλαιστίνης που βιώνουν τις επιπτώσεις του πολέμου και της κατοχής.
Όπως αναφέρεται στο ψήφισμα συμπαράστασης που εξέδωσε το Δ.Σ. του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Ζακύνθου: «Η θεατρική πράξη ήταν μια αυθεντική καλλιτεχνική και παιδαγωγική πρωτοβουλία που δημιουργήθηκε με υψηλό αίσθημα παιδαγωγικής ευθύνης, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των παιδιών και του κοινού γύρω από τη βία, τον παραλογισμό του πολέμου και τις καταπατήσεις των δικαιωμάτων των παιδιών παγκοσμίως.»
Πολιτική ή παιδαγωγική η δίωξη;
Η κλήση σε ΕΔΕ δεν συνοδεύεται από σαφή αναφορά σε συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα, παρά μόνο από τις επισυναπτόμενες καταγγελίες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έντονη ρητορική που προηγήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ερμηνεύεται από πολλούς ως απόπειρα λογοκρισίας και πολιτικής στοχοποίησης.
Το Δ.Σ. του ΣΕΠΕ Ζακύνθου, αλλά και συνδικαλιστικές ενώσεις πανελλαδικά, κάνουν λόγο για ποινικοποίηση της καλλιτεχνικής και παιδαγωγικής ελευθερίας, ζητώντας την άμεση ανάκληση της ΕΔΕ.
Αντιδράσεις και κύμα συμπαράστασης
Η υπόθεση Λάζου έχει πυροδοτήσει κύμα συμπαράστασης τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο. Εκπαιδευτικά σωματεία, καλλιτεχνικές ενώσεις και πολιτιστικοί φορείς καλούνται να πάρουν θέση, ενώ ήδη έχουν γίνει αναφορές σε αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως αυτή της εκπαιδευτικού Ελευθερίας Παλαιστίδου, η οποία επίσης βρέθηκε στο στόχαστρο για καλλιτεχνική δράση με αναφορές στην Παλαιστίνη.
Η Διεθνής Αμνηστία, η UNICEF και ο ΟΗΕ έχουν τεκμηριώσει επανειλημμένα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λωρίδα της Γάζας. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (2024): «Η κατάσταση στη Γάζα αποτελεί ανθρωπιστικό εφιάλτη, με επιθέσεις κατά αμάχων –συμπεριλαμβανομένων παιδιών– που συνιστούν πιθανόν εγκλήματα πολέμου.»
Ζητήματα που εγείρονται
Η υπόθεση Λάζου επαναφέρει στο προσκήνιο κρίσιμα ερωτήματα:
Ποια είναι τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης όταν πραγματεύεται ευαίσθητα ιστορικά και πολιτικά ζητήματα;
Πόσο ελεύθερος είναι ο εκπαιδευτικός να δημιουργεί εκτός υπηρεσίας;
Πώς διασφαλίζεται η παιδαγωγική ελευθερία σε περιβάλλον πίεσης και στοχοποίησης;
Κάλεσμα σε συστράτευση
Το ψήφισμα του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Ζακύνθου καλεί όλους τους φορείς του νησιού, τους γονείς, τα σωματεία και τις πανελλαδικές ενώσεις να στηρίξουν ενεργά τη συνάδελφο, αλλά και να υπερασπιστούν συλλογικά το δικαίωμα στην ελεύθερη παιδαγωγική και καλλιτεχνική δημιουργία.
Η υπόθεση της θεατρολόγου Έφης Λάζου δεν αφορά μόνο ένα πρόσωπο. Θίγει τον πυρήνα του ρόλου του εκπαιδευτικού, τη θέση της Τέχνης στην κοινωνία και το δικαίωμα στη δημόσια αναστοχαστική έκφραση. Αν η πολιτιστική πράξη και η παιδαγωγική εργασία αρχίσουν να ελέγχονται πειθαρχικά, τότε το σχολείο και η κοινωνία θα κινδυνέψουν να χάσουν έναν από τους βασικότερους πυλώνες της δημοκρατίας: την ελευθερία του λόγου και της σκέψης.