Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζει μια νέα βάρβαρη ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση. Την ίδια στιγμή, τα φιλικά προς τη ΝΔ ΜΜΕ και «πρωτοκλασάτοι» υπουργοί, με δηλώσεις τους, τάζουν αυξήσεις στους συνταξιούχους, που η παρατεταμένη λιτότητα τους έχει τσακίσει τη ζωή.

Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αισιοδοξία. Για να δούμε αυξήσεις στις συντάξεις, όπως και στους μισθούς, θα πρέπει να τις διεκδικήσουμε για να τις πάρουμε. Δεν πρόκειται να μας τις δώσουν! Η δαπάνη για τις συντάξεις στον προϋπολογισμό του Μητσοτάκη για το 2020 είναι μειωμένη κατά 480 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το πετσοκομμένο επίπεδο χρηματοδότησης του 2019. Οι κυβερνητικές δημαγωγίες περί αυξήσεων στηρίζονται σε λογιστικά τρικ (όπως η μείωση του ποσού προσωπικής διαφοράς στους ήδη συνταξιούχους), σε υποσχέσεις για μετά το… 2023 και σε υποσχέσεις για μεγαλύτερη σύνταξη –μέσω της αύξησης του ποσοστού αναπλήρωσης που επέβαλε ο νόμος Κατρούγκαλου– στους μελλοντικούς συνταξιούχους (μετά από 20-30 χρόνια και βλέπουμε…). Οι νυν συνταξιούχοι θα δούνε στα ΑΤΜ «αυξήσεις» της τάξης των 5-8 ευρώ μηνιαίως, σε ένα τμήμα μόνο των συνταξιούχων (όσων έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλιση) και που θα προκύπτουν από λογιστικό επανυπολογισμό κυρίως της επικουρικής. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος Βρούτση είναι ένας «ουδέτερος» νόμος, μια παρέμβαση που μπορεί να υποτιμηθεί. Γιατί η ΝΔ έχει σημαντικούς στόχους αντιμεταρρύθμισης.

Ασφαλώς, ο νόμος Βρούτση μονιμοποιεί τις περικοπές της μνημονιακής περιόδου, τις μεταβάλλει σε πάγιο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων. Προσπαθεί έτσι να «απασφαλίσει» τη δημοσιονομική βόμβα που βρίσκεται στα θεμέλια του ασφαλιστικού μετά τα μνημόνια 1, 2 και 3 και τη ληστεία των αποθεματικών των Ταμείων. Γιατί οι περικοπές στις συντάξεις, όπως επιβλήθηκαν με τα μνημόνια, ήταν «προσωρινές» και θεσμοθετήθηκαν λόγω, υποτίθεται, «εκτάκτου ανάγκης». Η έξοδος από τα μνημόνια, έστω στα λόγια, δημιουργούσε και δημιουργεί την υποχρέωση επαναφοράς των συντάξεων στα προ του 2011 επίπεδα.

Ανεξάρτητα από την έκβαση της μάχης για την αναδρομική καταβολή του περικομμένου εισοδήματος (όπως έγινε στους δικαστές και στους στρατιωτικούς), η επιστροφή των συντάξεων στα νόμιμα επίπεδα παρέμενε μια βασική υποχρέωση του κράτους. Αυτή την υποχρέωση διαγράφει ο νόμος Βρούτση, θεσμοθετώντας μέσα σε συνθήκες, τάχα, «κανονικότητας» έναν πάγιο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων που οδηγεί «μεταμνημονιακά» σε συντάξεις ισόποσες με τις μνημονιακές. Εδώ ο Βρούτσης αξιοποιεί την αθλιότητα του νόμου Κατρούγκαλου, που νομιμοποίησε τον εκ των υστέρων «επανυπολογισμό» της σύνταξης για ανθρώπους που επί 30 χρόνια πλήρωναν υποχρεωτικά εισφορές με υψηλότερες συντάξιμες προσδοκίες. 

Αφετέρου, ο νόμος Βρούτση επιταχύνει τον καλπασμό προς το διαβόητο σύστημα Πινοσέτ ή σύστημα τριών πυλώνων. Δηλαδή τον περιορισμό των εγγυημένων παροχών σύνταξης-επικούρισης-περίθαλψης από το δημόσιο σύστημα σε ένα ελάχιστο επίπεδο, τον συμπληρωματικό ρόλο του ανταποδοτικού πυλώνα (επαγγελματικά ταμεία) και, τέλος, τον τρίτο πυλώνα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, προς τον οποίο θα πιεστούν όσοι θέλουν και μπορούν να εξασφαλίσουν άνετη σύνταξη και περίθαλψη για τα γεράματά τους.

Όμως, προσοχή! Ο τρίτος πυλώνας, οι ασφαλιστικές εταιρίες, δίνουν μόνο υπόσχεση, αφού η κρατική εγγύηση της απόδοσης έχει αποσυρθεί. Το τι θα πληρώσουν πραγματικά οι ασφαλιστικές Α.Ε. θα το γνωρίσουμε μετά από 30 χρόνια. Σήμερα γνωρίζουμε μόνο την πείρα από τις χρεοκοπίες τους, όπως η Ασπίς εδώ ή η Λίμαν Μπράδερς και άλλες διεθνώς…

Και σε αυτό το πεδίο ο Βρούτσης αξιοποιεί τα δεδομένα που έχτισε ο νόμος Κατρούγκαλου. Γιατί αυτός κατάργησε την αυτονόητη κρατική εγγύηση επί των προσδοκιών σε ένα υποχρεωτικό δημόσιο σύστημα, γιατί αυτός εμπέδωσε την παρουσία των Επαγγελματικών Ταμείων νόμιμα μέσα στο σύστημα, ανοίγοντας ορθάνοιχτη την πόρτα για την έφοδο του τρίτου πυλώνα.

Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν μιλούν για «σύστημα Πινοσέτ», θα πρέπει πάντα να θυμούνται ότι η κυβέρνηση του Τσίπρα με το νόμο Κατρούγκαλου έκανε το κρίσιμο βήμα προς αυτή την ακραία νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. 

Η ληστεία των αποθεματικών των Ταμείων (για την οποία ο Βρούτσης κάνει την πάπια) και η μείωση των εργοδοτικών εισφορών δημιουργούν μαύρες προοπτικές για τις παροχές του δημόσιου συστήματος. Το ίδιο ισχύει για την «ενοποίηση» των λογαριασμών επικούρησης και εφάπαξ στον ίδιο «κουμπαρά» με τις κύριες συντάξεις. Είναι ο κουμπαράς που σκοπεύουν να λεηλατήσουν στο επόμενο διάστημα, περιορίζοντας το σύνολο των προσδοκιών στο επίπεδο της κατώτατης εγγυημένης σύνταξης. 

Η κουβέντα που γίνεται για μια σειρά από «παραμετρικές» αλλαγές και πιο λεπτομερείς συνέπειες είναι για την ώρα ανεύθυνη (αν δεν δούμε τις τελικές ρυθμίσεις στο χαρτί) και γίνεται για να δημιουργείται έδαφος δημαγωγίας για τα κυβερνητικά στελέχη. 

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση απαιτείται πλήρης ενημέρωση όλων των εργαζομένων, της νεολαίας, των ανέργων και των συνταξιούχων. Η ΓΣΕΕ, έχοντας εγκλωβιστεί στη γραφειοκρατία των Παναγόπουλων, συμφώνησε στην ύπαρξη επαγγελματικών ταμείων, σφίγγοντας ζεστά το χέρι κυβέρνησης, ΣΕΒ, εφοπλιστών και μεγαλεμπόρων. Η Αριστερά έχει κάνει ελάχιστα πράγματα τα τελευταία χρόνια για να μπορέσει να ζωντανέψει τα σωματεία στον ιδιωτικό τομέα και να εντάξει σε αυτά νέους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα η ηγεσία της ΓΣΕΕ να μη νιώθει καμία πίεση από την πλειοψηφία όσων ξεκάθαρα χτυπιούνται από το νέο νόμο.

Είναι σημαντικό να πραγματοποιηθούν κινητοποιήσεις όσο το δυνατόν πιο μαζικές και συντονισμένες. Τα συλλαλητήρια που ξεκίνησαν καταρχήν με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ για τις 6 Φλεβάρη, θα μπορούσαν έτσι να ασκήσουν μεγάλες πιέσεις.

Η ΑΔΕΔΥ, παρά τις δυσκολίες στους συσχετισμούς της και κυρίως μέσα από την πίεση των εργαζομένων στο δημόσιο, που ακόμη κι αν δεν συμμετέχουν ενεργά είναι γραμμένοι στα σωματεία τους, έχει πάρει απόφαση να πραγματοποιήσει απεργία. Χρειάζεται να υπάρξουν προσπάθειες ενημέρωσης των εργαζομένων σε όσο το δυνατόν περισσότερους χώρους. Και χρειάζεται κλιμάκωση της πάλης, για να μην εφαρμοστεί ο νόμος, και μετά την πρώτη απεργία. Βοηθητικές θα είναι οι συνελεύσεις, οι δράσεις ανά χώρο ή και ανά κλάδο, που μπορούν βήμα το βήμα να αναζωπυρώσουν τη μαζικότητα στους αγώνες και να θέσουν νοκ-άουτ το νομοσχέδιο Πινοσέτ-Βρούτση.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες