Η ΝΔ αντιμετωπίζει μια επιταχυνόμενη φθορά στην επιρροή της, αλλά και στην «πειστικότητα» της πολιτικής της. Οι ευρωεκλογές κατέγραψαν ότι το 41% των εθνικών εκλογών «δεν υπάρχει πλέον», ενώ οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις, αλλά και η απλή πολιτική πείρα, δείχνουν ότι το 28% των ευρωεκλογών δεν υπάρχει πλέον για τον Μητσοτάκη.

Αυτή η επιταχυνόμενη φθορά έχει ισχυρή υλική βάση: η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη διαλύει κάθε έννοια δημόσιου ελέγχου επί των «ευκαιριών» κερδοφορίας των καπιταλιστών σε κάθε τομέα και σε κάθε πτυχή των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Αυτό το πρόγραμμα, που είναι η «ψυχή» των αντιμεταρρυθμίσεων Μητσοτάκη, φτάνει στην άμεση εμπειρία των εργατικών και λαϊκών μαζών με τη μορφή της διαπίστωσης ότι καταρρέει ό,τι είχε μείνει όρθιο από αυτό που αποκαλούσαμε κάποτε «κοινωνικό κράτος», ακόμα και στην ελάχιστη μορφή της κοινωνικής προστασίας.

Τα αποτελέσματα είναι τραγικά και με άμεσες επιπτώσεις πάνω στη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Στον 21ό αιώνα, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, ένα κράτος που κοκορεύεται για τα Ραφάλ, τις Μπελχάρα και τα F-35, ισχυρίζεται ότι δεν «παρέλειψε» να κάνει κάτι που να εμποδίζει τη μετατροπή του Παγασητικού σε μια λεκάνη καλυμμένη από τη σαπίλα πολλών τόνων από ψόφια ψάρια.

Το ακόμα πιο προκλητικό είναι η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να επιβάλει την άποψη ότι η μόνη ρεαλιστική απάντηση στα προβλήματα που δημιούργσαν οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις είναι η αταλάντευτη συνέχεια των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Αυτό θα είναι, άλλωστε, το κέντρο της παρέμβασης του Μητσοτάκη στη φετινή ΔΕΘ, όπου όπως προαναγγέλει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος θα αποκλείσει κάθε πιθανότητα πολιτικής στροφής προς την «παροχολογία» ενώ θα επιμείνει στις «μελλοντικές αποδόσεις» της σημερινής καταστρεπτικής πολιτικής.

Είναι μια ηχηρή προειδοποίηση ότι έρχονται ακόμα χειρότερα.

Οι πρόσφατες καταστροφικές φωτιές στην Αττική θα έχουν σοβαρές συνέπειες στην επιδείνωση της ζωής των εκατομμυρίων κατοίκων στο λεκανοπέδιο. Και όμως τα κυβερνητικά παπαγαλάκια παρουσιάζουν ήδη το «εναλλακτικό σχέδιο» που παρουσιάζει την ιδιωτικοποίηση των δασών και τη νομιμοποίηση της επιχειρηματικής «δράσης» στο εσωτερικό τους, σαν τη μοναδική λέει πιθανότητα διατήρησης κάποιων πράσινων «νησίδων» μέσα στο κατεστραμμένο περιβάλλον της πρωτεύουσας, αλλά και γενικότερα στην επικράτεια…

Την ώρα που όλοι γνωρίζουμε ότι τα δημόσια νοσοκομεία παραμένουν ανοιχτά μόνο χάρη στην αυτοθυσία του νοσηλευτικού προσωπικού, των εργαζομένων στο ΕΣΥ που έχουν γίνει ο μόνιμος στόχος του ανεκδιήγητου Άδωνι Γεωργιάδη, η κυβέρνηση «διαρρέει» ότι η μόνη ρεαλιστική λύση στην κρίση της δημόσιας περίθαλψης είναι η στροφή προς μια κάποια «νοσηλεία στο σπίτι», δηλαδή η επιστροφή στην αγριότητα και την ανεπάρκεια της «περίθαλψης» στις αρχές του 20ού αιώνα…

Λίγες ημέρες πριν το άνοιγμα των σχολείων, όταν όλοι γνωρίζουμε εκ πείρας τις τρομερές ελλείψεις εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες, όταν δάσκαλοι και καθηγητές στην περιφέρεια φτάνουν να κοιμούνται σε σκηνές ή σε αυτοκίνητα γιατί ο μισθός δεν φτάνει για ενοίκιο, η κυβέρνηση ανακοινώνει «μέτρα» όπως η απαγόρευση του κινητού στο σχολείο, ή ένα κάποιο (κάποτε) «ψηφιακό φροντιστήριο» που θα ενισχύει, λέει, μια εκπαιδευτική «ισότητα».

Όλες οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η ακρίβεια είναι η πρώτη προτεραιότητα της μεγάλης πλειοψηφίας. Παρόλα αυτά στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο ο Θεοδωρικάκος διαβεβαίωσε τους ομολόγους του ότι τα μέτρα ελέγχου της ακρίβειας προχωρούν ομαλά και οι πολίτες θα αντιληφθούν πρακτικά τις βελτιώσεις από το… 2027 (!) και μετά. Μέχρι τότε προέχει, ασφαλώς, η ενίσχυση της κερδοφορίας-ρεκόρ της βιομηχανίας και εμπορίας στους τομείς των τροφίμων, της ενέργειας κλπ, όπου οσουνούπω θα προστεθούν και (δυσάρεστες) εκπλήξεις στο νερό.

Η θεματολογία περί «ασφάλειας» υπήρξε ένας κλασσικός αντιπερισπασμός της Δεξιάς για να αποπροσανατολίζει τον κόσμο. Όμως και εδώ επωάζεται «φιάσκο» μεγάλων διαστάσεων. Μετά την ενίσχυση της «τιμωρητικής» (δηλαδή της κατασταλτικής) πολιτικής από τον Φλωρίδη, έρχεται σήμερα ο Χρυσοχοΐδης να εξαγγείλει τη δημιουργία ενός απολύτως αδιαφανούς κι ανεξέλεγκτου «ελληνικού FBI», που θα αντιμετωπίζει, τάχα, την «εγκληματική δραστηριότητα» σε ένα τεράστιο φάσμα που αρχίζει από τις σκληρές συμμορίες και φτάνει στις οργανωμένες λέσχες οπαδών. Μόνο που ο «εθνικός σερίφης» δεν έχει βρει ακόμα τρόπο να αποκλείσει το ενδεχόμενο να βρεθεί στην ηγεσία του ελληνικού FBI κάποιο στέλεχος της Greek (Police) Mafia, όπως συνέβη παλιότερα στα ΕΚΑΜ, στη ΓΑΔΑ και αλλού…

Αυτή η θλιβερή λίστα προκλήσεων θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλη την ύλη του κυβερνητικού σχεδιασμού.

Είναι φανερό ότι από τη σκοπιά των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας, αυτή η πολιτική πρέπει να ανατραπεί το ταχύτερο δυνατόν.

Αυτό το καθήκον δεν είναι δυνατόν να αφεθεί στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.

Στο ΠΑΣΟΚ, που κατά τις δημοσκοπήσεις σκαρφαλώνει στην δεύτερη θέση αξιοποιώντας την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζουν ότι οι γιορτασμοί για τα 50 χρόνια από τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη θα ενισχύσουν μια τάση επανασυσπείρωσης. Οι ελπίδες τους στηρίζονται στον αέρα, γιατί δεν έχει μείνει ζωντανή καμιά υλική δύναμη απ’ όσες δημιούργησαν την ορμή του «πασοκικού φαινομένου» στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Στο μεταξύ το ΠΑΣΟΚ εντάχθηκε οργανικά στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ακολούθησε κατά γράμμα τον σοσιαλφιλελεύθερο εκφυλισμό της, πρωτοστάτησε στο ξεκίνημα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, πήρε την ευθύνη ένταξης της χώρας στα μνημόνια και –τελικά– συγκυβέρνησε με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά. Όλα αυτά δεν «σβήνουν» εύκολα. Πολύ περισσότερο όταν κανείς από τους (πολλούς) υποψήφιους για την ηγεσία του δεν αναγνωρίζει το καθήκον μιας σαφούς ριζοσπαστικής στροφής στις κοινωνικές αναφορές, στις προτεραιότητες, στα συνθήματα και τις αιχμές του επίσημου «τμήματος» της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασελάκη, που βρίσκεται ήδη στην τρίτη θέση και βαδίζει ταχύτατα προς μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, η κρίση παίρνει διαστάσεις φαρσοκωμωδίας. Το μόνο πολιτικό ερώτημα που απομένει σε εκκρεμότητα είναι αν θα υπάρξει πλήρης αυτοδιάλυση ή αν θα «επιβιώσει» ένα κομματίδιο, με τις ευλογίες του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος και (μέρους) των Ελλήνων εφοπλιστών, που θα είναι πρόθυμο να λειτουργήσει σαν κολαούζος σε κυβερνητικές συμμαχίες, εάν και εφόσον μια πολιτική κρίση καταστήσει μονόδρομο τις κυβερνήσεις «ευρύτερων συναινέσεων».

Αυτή η σήψη, που άρχισε επί Τσίπρα, καθορίζει τους προσανατολισμούς και τις προοπτικές των «αριστερών» αντικασελακικών αντιπολιτευτικών ομάδων. Που οι ορίζοντές τους περιορίζονται στην κεντροαριστερή στρατηγική, στις διαδικασίες «ανασύνθεσης» με το ΠΑΣΟΚ, με άξονα τη διεκδίκηση «προοδευτικής» διακυβέρνησης. Ερωτήματα που, από τη σκοπιά της υπεράσπισης των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων και πολύ από περισσότερο από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, παραμένουν παντελώς αδιάφορα.

Η ανατροπή της πολιτικής του Μητσοτάκη είναι υπόθεση μιας γενικευμένης κλιμάκωσης των αγώνων από τα κάτω. Που πρέπει να προετοιμαστεί προγραμματικά, με την ενοποίηση όλων των θεματικών αντίστασης, ενάντια τόσο στην εκμετάλλευση όσο και στην καταπίεση. Που θα πρέπει επίσης να προετοιμαστεί τακτικά, με την ενότητα στη δράση όλων των δυνάμεων που υποστηρίζουν την κλιμάκωση και τον συντονισμό των αγώνων.

Αυτή η αναγκαιότητα, αλλά και οι δυνατότητες για την κάλυψή της, θα γίνονται όλο και πιο φανερές μέσα στην περίοδο όξυνσης των αντιπαραθέσεων που ανοίγεται μπροστά μας.

Με αυτά τα καθήκοντα θα μετρηθούν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στους μήνες που έρχονται.

Ετικέτες