Το κείμενο αποτελεί συμβολή του Daniel Albaracín στη συζήτηση που οργάνωσε το Ίδρυμα 1η Μάη, με αφορμή το βιβλίο του οικονομολόγου και πολιτικού Alberto Garzón με τίτλο “Είναι εφικτοί διαφορετικοί προϋπολογισμοί;”.
Απέναντι στη δυσκολία να χαραχτεί εναλλακτική οικονομική πολιτική στα στενά πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο Γκαρθόν προτείνει στην ανάλυσή του την έξοδο από το ευρώ. Ο Albaracín, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, μέλος της επιτροπής μελετών των Ισπανικών συνδικάτων Comisiones Obreras και της «Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», θα είναι στο διεθνές τριήμερο του Rproject, ομιλητής στη συζήτηση για την κρίση στην Ευρωζώνη.
--------------------------------------------------------------------------------------
Ο τρόπος με τον οποίο ο Alberto Garzón προσεγγίζει τη συζήτηση σχετικά με τα όρια στα οποία έχει φτάσει η οικονομική πολιτική σε επίπεδο Έθνους -Κράτους στον παγκόσμιο καπιταλισμό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι περιορισμοί των εθνικών οικονομικών πολιτικών είναι εμφανείς σε αυτό το πλαίσιο, εκτός των άλλων λόγω της παραχώρησης κυριαρχιών σε θεσμούς όπως η Ε.Ε. Είναι επιπρόσθετα ενδιαφέρουσα η προσπάθεια που κάνει να χαράξει γραμμές που θα του επιτρέπουν να σκεφτεί τί είναι αυτό που μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων που βρισκόμαστε. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η ανάλυσή του δεν λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα του ιστορικού χρόνου και του ρόλου των υποκειμένων. Μια τέτοια στρουκτουραλιστική τάση ενέχει τον κίνδυνο να φτάσουμε σε ένα “ή όλα ή τίποτα”. Καταλήγει προτείνοντας την έξοδο από το ευρώ ως τρόπο ρήξης, αλλά πιστεύω ότι μάλλον προσπαθεί να προκαλέσει. Συμμερίζομαι την άποψη ότι πρέπει να υπάρξει ρήξη με το υπάρχον σχήμα, αλλά δε συμφωνώ ότι αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν περιθώρια δράσης σε εθνικό επίπεδο (περιορισμένα και μεταρρυθμιστικά) και επίσης δυνατότητες να επιβληθούν μεταρρυθμίσεις (ριζικές) που ανοίγουν το δρόμο για πιο βαθιές αλλαγές.
Μερικές από τις εφικτές μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο είναι οι εξής:
Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί ότι σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής υπάρχουν περιθώρια δράσης, εφόσον και η φορολόγηση του κεφαλαίου στη χώρα μας είναι αρκετά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επίσης η έμμεση φορολόγηση είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο. Το πρόβλημα στην υιοθέτηση μιας πολιτικής που θα περιοριζόταν στην αλλαγή του καθεστώτος φορολόγησης, είναι ότι από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή να λύσει το πρόβλημα του χρέους λόγω των πολιτικών κοινωνικοποίησης των ιδιωτικών χρεών. Επίσης μία περιφερειακή χώρα όπως η δική μας θα βρισκόταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα της εσωτερικής υποτίμησης (Σ/Μ μείωση κόστους παραγωγωγής/μισθών για επίτευξη ανταγωνιστικότητας στις εξαγωγές), αλλά θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι από υποτίμηση ξέρουν καλά οι κυβερνώντες μας.
Δεύτερον, σε επίπεδο δαπανών υπάρχουν επίσης περιθώρια, εφόσον αυτό που γίνεται ως τώρα είναι να κατευθύνονται οι δημόσιοι πόροι στη διάσωση τραπεζών και στα ταμεία ανεργίας. Έτσι, με αυτούς τους πόρους είναι εφικτές κρατικές πολιτικές, χρηματοδοτημένες πάνω σε διαφορετικές φορολογικές βάσεις, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Με αυτήν τη λογική, το “ξεπούλημα” είναι αναπόφευκτο και θα έχει συνέπειες σκληρής ύφεσης. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι το ποιος θα πληρώσει αυτή την ύφεση, ποιος θα πληρώσει την κρίση. Από τη σκοπιά του κόσμου της εργασίας πρέπει να διαφυλάξουμε τα δικαιώματα που εγγυώνται τις συνθήκες ζωής στην πλειοψηφία της κοινωνίας, όπως επίσης να οδηγήσουμε την ύφεση στην κατεύθυνση ενός πιο βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου. Ταυτόχρονα η εναλλακτική μας θα πρέπει να βασίζεται στο ότι το κεφάλαιο και τα υψηλά εισοδήματα είναι αυτά που θα πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό. Στην πραγματικότητα τα πιο σοβαρά προβλήματα από την κρίση δεν οφείλονται στην πτώση της παραγωγής, αλλά στον τρόπο με τον οποίο οι θυσίες έχουν συγκεντρωθεί στα χαμηλά εργατικά εισοδήματα και τη λαϊκή πλειοψηφία. Οικονομικές πολιτικές κρατικών δαπανών και επενδύσεων είναι πολύ σημαντικές, αλλά επίσης σημαντικός είναι ο έλεγχος στον τραπεζικό τομέα και τη βιομηχανία όπως και οι απαραίτητες κρατικοποιήσεις στρατηγικών τομέων της οικονομίας που δεν εκπληρώνουν τον κοινωνικό και δημοκρατικό τους ρόλο.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιβληθούν, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βρουν μπροστά τους τον τοίχο του διεθνούς περιβάλλοντος και των κανόνων που επιβάλει ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Όμως αναγνωρίζοντας ότι δε θα ήταν αρκετές απέναντι σε ορισμένες αρνητικές συνέπειες μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής σε μια μόνο χώρα (φυγή κεφαλαίων, διεθνής οικονομική απομόνωση, εμπορικός αποκλεισμός κλπ.), δε θα πρέπει να κάνουμε πίσω, αλλά αντίθετα να τις συνδυάσουμε με επιπλέον μέτρα και πιο ριζοσπαστικές διαδικασίες. Επιπλέον σε αυτό το περιβάλλον που αποκλείει τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής – με την παρούσα κατεύθυνση της ΕΚΤ – η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και το εγκατεστημένο πλαίσιο λιτότητας στην Ε.Ε. είναι ξεκάθαρα ένας κορσές που, όπως εξηγείται στο βιβλίο “ Τι κάνουμε στο ευρώ;” και στις συζητήσεις που παράγονται σε διάφορα φόρα (περιοδικό VientoSur, eldiario.esκαι σύντομα στο ViejoTopo) έχει σαν αιχμή τη νομισματική ενότητα, που σε αυτό το θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον έχει αρνητικές συνέπειες.
Φυσικά εξυπακούεται ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές σε έναν ορίζοντα μετασχηματισμού, δε θα φτάσουν μακριά εάν δεν ενέχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά: για να μπορέσουν να εφαρμοστούν θα πρέπει να χαίρουν ευρείας κοινωνικής υποστήριξης, να ικανοποιούν τις δημοκρατικές προσδοκίες της πλειοψηφίας, να αναδεικνύουν τις αντιφάσεις του συστήματος ώστε να είναι ικανές να δώσουν απαντήσεις και επίσης να υπολογίζουν σε διεθνείς συμμαχίες.
Πρώτον, αυτό προϋποθέτει να αρχίσει να αμφισβητείται η πρακτική της μετατροπής τεράστιων ιδιωτικών χρεών σε κρατικά, οι φοροελαφρύνσεις που απολαμβάνει το κεφάλαιο (φορολογικοί παράδεισοι, αμνηστίες, φοροαπαλλαγές) ή το ότι κάποιες οικονομικές δραστηριότητες στρατηγικής σημασίας δεν μπορούν να είναι σε ιδιωτικά χέρια λειτουργώντας με κριτήριο την ανταποδότικότητα και γι' αυτό ο πυρήνας του τραπεζικού συστήματος, η ενέργεια, οι μεταφορές και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και ανάπτυξης πρέπει να βρίσκονται σε δημόσια χέρια υπό τον έλεγχο της κοινωνίας και του κόσμου της εργασίας.
Δεύτερο, πρέπει να αμφισβητηθούν οι πολιτικές λιτότητας στο βαθμό που αυτές οδηγούν στη συγκέντρωση του πλούτου και την καταστροφή των δικαιωμάτων και να μείνουμε σε μια λογική λιτότητας που αναφέρεται στην ανάγκη να αλλάξει το μοντέλο παραγωγής προς ένα μοντέλο, βασισμένο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το οποίο θα μειώνει την κατανάλωση πρώτων υλών, ικανό να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες. Η αλλαγή προς ένα βιώσιμο μοντέλο βασισμένο στην τεχνολογία και την ενέργεια και η προώθηση παροχής υπηρεσιών πρόνοιας θα προϋπέθεταν μια πολύ μεγάλη επένδυση που θα έδινε ώθηση στην κοινωνικο-περιβαλλοντική ανάπτυξη και που δε θα γινόταν βορά του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής για την παραγωγή.
Τρίτο, διαμορφώνονται νέες κοινωνικές πλειοψηφίες που εναντιώνονται στις περικοπές, την ανεργία και τις ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών αγαθών σε διεθνές επίπεδο. Η ανάπτυξη των αγώνων στο Νότο της Ευρώπης, όπως και στις αραβικές χώρες ή ακόμα και η ύπαρξη φιλολαϊκών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, σκιαγραφούν μια ιστορική ευκαιρία να ανοίξουμε νέους δρόμους. Στη Νότια Ευρώπη υπάρχει μια πλειοψηφία, η οποία, αντιμέτωπη με τη δραματική μείωση του βιοτικού της επιπέδου, θα μπορούσε να αγκαλιάσει ένα πρόγραμμα με αιχμές, όπως:
· Την απόρριψη των μνημονίων και κυρίως των δρακόντιων οικονομικών προϋποθέσεων που αυτά επιβάλλουν. Διεκδικώντας, αντιθέτως, την προώθηση πολιτικών αναδιανομής του πλούτου και ώθησης των επενδύσεων στις πιο αδύναμες περιοχές που θα μπορούσε από μόνη της να δημιουργήσει ένα συμπληρωματικό και όχι ανταγωνιστικό διεθνές εργασιακό έδαφος, εισάγοντας στην οικονομία περιοχές που βρίσκονται σε ύφεση.
· Την ανυπακοή στις διάφορες συμφωνίες λιτότητας ξεκινώντας από το Μάαστριχτ.
· Την αύξηση των μισθών στις χώρες του Βορρά που θα μείωνε την προνομιακή τους θέση σε επίπεδο εξαγωγών, βασισμένες σε ανταγωνιστικές τιμές. Κατανομή της εργασίας στο Νότο υπέρ της πλήρους απασχόλησης.
· Την απόφαση της μη πληρωμής χρεών, εμπνευσμένη από το σύμφωνο του 1953 με τη Γερμανία που προέβλεπε ότι μια χώρα δεν μπορεί να πληρώνει ετήσια περισσότερο από το ΑΕΠ της, κατά τη διάρκεια επίβλεψης που θα καθόριζε το βαθμό του απεχθούς χρέους και θα δικαιολογούσε την παύση, αναδιάρθρωση ή διαγραφή αυτού. Οι πιστωτές είναι υπεύθυνοι να πληρώσουν αυτά που έχουν κάνει.
· Την προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης του σχήματος της Ε.Ε., για μια επανίδρυση στη λογική της πραγματικής σύγκλισης, οικονομικής ένταξης και διεθνούς αλληλεγγύης.
· Τη δημιουργία αλληλέγγυων στρατηγικών σε επίπεδο τραπεζικό, εμπορικό και επενδύσεων μεταξύ των χωρών που συγκλίνουν προς αυτή την εναλλακτική πολιτική, στην περίπτωση που θα βρεθούν απομονωμένες ή εξωστρακισμένες από την Ε.Ε. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα στη δημιουργία μιας υπερεθνικής οικονομικής περιοχής με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες στον αντίποδα της Ε.Ε.
· Τη διεκδίκηση μιας εναλλακτικής κατεύθυνσης και θεσμικού σχεδιασμού της Ευρώπης, με μια καινούρια ΕΚΤ που θα προωθεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ένα ευρωπαϊκό δημόσιο προϋπολογισμό ικανό να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, έλεγχο στη ροή του κεφαλαίου που να καθιστά εφικτό ενα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, εναρμόνιση των εργασιακών σχέσεων, κλπ. Σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτό, να χτιστεί μεταξύ των χωρών που συμφωνούν σε αυτό το εναλλακτικό σχέδιο.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να έχει ευρεία υποστήριξη και ένα απόθεμα μεταρρυθμίσεων (όχι μεταρρυθμιστικών) που θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίσουμε το τέρας που έχουμε μπροστά μας.
Κατά τη γνώμη μου η έξοδος από το ευρώ ή κάποια μέτρα οικονομικού προστατευτισμού δε θα έπρεπε να αποτελούν αίτημα και αν αποτελούν, τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν σε μια προοπτική δημιουργίας μιας διεθνιστικής εναλλακτικής. Ας σημειωθεί ότι η έξοδος από το ευρώ θα μας έδινε μεν οικονομική αυτονομία, από την άλλη όμως θα μας έσπρωχνε βαθιά σε έναν αγώνα δρόμου υποτιμήσεων, με στόχο την ανταγωνιστικότητα που όχι μόνο θα έφερνε περισσότερη φτώχεια στους λαούς του Νότου, αλλά επίσης θα έφερνε αντιμέτωπη την εργατική τάξη μιας χώρας με αυτήν των υπολοίπων. Επιπλέον, μια έξοδος από το ευρώ που δεν συνοδεύεται από δημιουργία κάποιου εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου, δεν αποκλύει την πιθανότητα να αξιοποιηθεί από λαϊκίστικα κόμματα σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, ενώ αν δεν αμφισβητηθεί συνολικά το χρέος όντας στο ευρώ, θα πολλαπλασιαζόταν λόγω των νομισματικών υποτιμήσεων. Η έξοδος ή θα είναι διεθνιστική ή δε θα είναι έξοδος. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα πράγμα να αμφισβητείς το σύστημα “ευρώ” (αρχιτεκτονική της Ε.Ε., σύμφωνα λιτότητας, ΕΚΤ, ανυπαρξία δημόσιου τομέα στους προϋπολογισμούς, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, απουσία κοινής φορολογικής πολιτικής και νομισματικής ενοποίησης) και άλλο να σχεδιάζεις την έξοδο αυτή τη στιγμή. Εγώ θα ξεκινούσα από τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και όχι από εκεί.