Υπό αυτές τις συνθήκες και συγκυρίες που βιώνει το εργατικό κίνημα είναι αναγκαιότητα η δημιουργία μιας ενιαίας συνδικαλιστικής παράταξης που θα απευθύνεται στον κόσμο της Αριστεράς, που θα έχει πυρήνα της τα μέλη και τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και που θα απευθύνεται συνολικότερα στους όμορους ιδεολογικούς χώρους και σε δοκιμασμένες προσωπικότητες του κινήματος.

Η περίοδος 2009 – 2013 χαρακτηρίστηκε από την πιο αντεργατική και αντικοινωνική επίθεση που δέχτηκε ποτέ η εργατική τάξη της χώρας, οι συνταξιούχοι και οι μετανάστες. Δεν ήταν μόνο οι δια νόμου ορισμοί του κατώτατου μισθού, των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και η θωράκιση και υπερπροστασία των εγχώριων και διεθνών καπιταλιστών, αλλά και η σκληροπυρηνική νεοφιλελεύθερη πολιτική που επιβλήθηκε από την ΕΕ και το ΔΝΤ και που πρόθυμα εκτέλεσαν οι κυβερνήσεις της περιόδου που αναφέρεται, που ως κύριο στόχο έχουν όλα όσα ξέραμε ως κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες να τα φέρνουν στα μέτρα της αγοράς και της «εμπορικότητας».

Η πολιτική που ασκείται σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, οι μεταφορές αλλά και αυτή που αναμένεται να ακολουθηθεί  στην ενέργεια και στο νερό, πρωτίστως πλήττει τα λαϊκά νοικοκυριά ενώ μεροληπτεί υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Τα παραπάνω σε συνδυασμό και με την υπερφορολόγηση οδήγησαν τα εισοδήματα σε συρρίκνωση ως και 40%, ενώ δημιουργήθηκε και ένας στρατός 1.500.000 και πλέον ανέργων που αποτελεί τον μοχλό πίεσης για περαιτέρω μειώσεις μισθών δίκην καταπολέμησης της ανεργίας.

Ο εργασιακός μεσαίωνας του ιδιωτικού τομέα

Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να υπάρχει καμία διάθεση διαχωρισμού από τους συναδέλφους του δημοσίου τομέα, βιώνουμε αυτήν την σκοπίμως δημιουργηθείσα κρίση με τους χειρότερους όρους.

Το σημαντικότερο όπλο που είχαμε, ανεξάρτητα από το πώς το χρησιμοποιούσε η εκάστοτε συνδικαλιστική ηγεσία,  ήταν η ελεύθερη διαπραγμάτευση των συλλογικών μας συμβάσεων που κατοχύρωνε έστω και στο ελάχιστο τα δικαιώματα μας. Αυτό όχι μόνο καταστρατηγήθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Εργασίας, αλλά στους χώρους που ακόμα υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις οι εργοδότες, με δούρειο ίππο τις κατάπτυστες ατομικές συμβάσεις εργασίας, διαβάλλουν την συνοχή των εργαζομένων αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος γενικότερα.

Για παράδειγμα στο «Ελ. Βενιζέλος» οι τρείς εταιρίες που μονοπωλιακά νέμονται τις κερδοφόρες δραστηριότητες, GoldairHandling, Aegean– OlympicAir, Newrestπαράλληλα με το τακτικό προσωπικό που προστατεύεται από επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση (όπου αυτή υπάρχει) διατηρούν και δεκάδες εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς δικαιώματα, χωρίς συνδικαλισμό. Αυτή η κατάσταση μελλοντικά θα εξαφανίσει τα συνδικαλιστικά όργανα στους χώρους και θα αποθρασύνει ακόμα περισσότερο τους εργοδότες.

Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτό. Η πολιτική στόχευση της κυβέρνησης σε βάρος του κόσμου της εργασίας εξειδικεύεται κατά κύριο λόγο στην απαξίωση του συνδικαλισμού, επιστρατεύοντας την δικαστική και εκτελεστική εξουσία και προς τούτο διαθέτει ένα μηχανισμό προπαγάνδας μέσω των ΜΜΕ που καλλιεργεί αυταπάτες στις μάζες παροτρύνοντάς τες στην εξατομικευμένη διεκδίκηση αιτημάτων και όχι στην συλλογική αντίσταση.

Τα παραδείγματα είναι πολλά και γνωστά πλέον. Διώξεις συνδικαλιστών και συλλήψεις, άγρια καταστολή σε κάθε κινητοποίηση από την μικρότερη ως την μεγαλύτερη και λάσπη από τον ανεμιστήρα των δελτίων των οκτώ.

Ο φόβος που καλλιεργείται στους εργαζόμενους από αυτές τις τακτικές έχει οδηγήσει τους εργοδότες να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια την εργατική νομοθεσία και να εφαρμόζουν οτιδήποτε ευνοεί τα συμφέροντα τους σε βάρος των εργαζομένων. Πλείστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν μη πληρωμή, απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου χωρίς αποζημίωση, συμβάσεις διάρκειας μίας ημέρας, μη καταβολή προβλεπόμενων επιδομάτων, καταστρατήγηση καθηκοντολογίου (όπου αυτό υπάρχει), απολύσεις συνδικαλιστών κ.ο.κ.

Σε αυτό το σημείο όμως εμπλέκεται και ο ρόλος της δικαιοσύνης. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω  copypasteτο άρθρο του Προέδρου του Συνδικάτου του Αεροδρομίου και συντρόφου Νίκου Γουρλά (βλ. Πριν 11/01/14 και Ίσκρα) που θέτει το ζήτημα σε ολόσωστες βάσεις και που κάνει μια ορθή πρόταση αντιμετώπισης του ζητήματος.

Για λόγους οικονομίας του χώρου όμως θα μεταφέρω την εμπειρία μου από δύο περιστατικά που είναι ενδεικτικά του ρόλου της δικαιοσύνης.

Πρόσφατα βρεθήκαμε ως Συνδικάτο στην επιθεώρηση εργασίας προκειμένου να ανοίξουμε ίσως την μεγαλύτερη υπόθεση εργατικής διαφοράς στο αεροδρόμιο. Η αντιμετώπιση που είχαμε (αν και καλοπροαίρετη) ήταν πως θα πρέπει να αποφύγουμε άστοχες εκφράσεις, παρατηρήσεις ή τοποθετήσεις γιατί ο τάδε επιχειρηματίας πετάει συχνά στο εξωτερικό με δείνα πολιτικάντη.  Συνιστά ή όχι χαλιναγώγηση της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης; Στην συνέχεια της συζήτησης μάθαμε πως υπάλληλοι της υπηρεσίας που θα έπρεπε να είναι ο θεματοφύλακας των εργατικών δικαιωμάτων – και άρα να προστατεύονται -  έχουν μηνυθεί από εταιρία γιατί είχαν γνωματεύσει υπέρ εργαζομένου, η οποία γνωμάτευση «παραπλάνησε» το δικαστικό σώμα, όπως ισχυρίστηκε η εργοδοσία. Από την στιγμή που το υπουργείο εργασίας δεν προστατεύει τους ίδιους τους υπαλλήλους του, πως θα προστατεύσει συνολικά της εργατική τάξη;

Η εργατική τάξη οφείλει να οργανωθεί συλλογικά προκειμένου να αμυνθεί και να προστατευτεί  σε ένα περιβάλλον καθόλου φιλικό προς την επίτευξη του στόχου της, αλλά και της επιβίωσης της.

Η ανάγκη νέας συνδικαλιστής παράταξης

Υπό αυτές τις συνθήκες και συγκυρίες που βιώνει το εργατικό κίνημα είναι αναγκαιότητα η δημιουργία μιας ενιαίας συνδικαλιστικής παράταξης που θα απευθύνεται στον κόσμο της Αριστεράς, που θα έχει πυρήνα της τα μέλη και τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και που θα απευθύνεται συνολικότερα στους όμορους ιδεολογικούς χώρους και σε δοκιμασμένες προσωπικότητες του κινήματος.

Βέβαια απαιτείται και οξυμένο κριτήριο και εγρήγορση προκειμένου η παράταξη αυτή να μην αποτελέσει κολυμβήθρα του Σιλωάμ για συνδικαλιστές ή παρατάξεις που θέλουν να εγκολπωθούν και να ξεπλύνουν αμαρτίες τους. Και για να ακριβολογώ επειδή υπήρξε η διάσπαση της ΠΑΣΚΕ και δημιουργήθηκε ένα βραχύβιο σχήμα σε ΓΣΕΕ και ΕΚΑ-υποτιθέμενων ριζοσπαστών σοσιαλδημοκρατών-θα ήταν καλό οι συντελεστές του να παραμείνουν στο θνησιγενές δημιούργημα τους.

Οι υπάρχουσες συνδικαλιστικές παρατάξεις έχουν ξεπεραστεί προ πολλού από τα ζητήματα που θέτει ο κόσμος της εργασίας. Αυτό έχει αποτυπωθεί σε πολλά εκλογικά αποτελέσματα  συνδικαλιστικών οργάνων σε όλες τις βαθμίδες. Οι πάλαι ποτέ μεγάλες παρατάξεις (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ) είχαν συνηθίσει στην απλή διαχειριστική λογική που επικρατούσε στον συνδικαλισμό με αποτέλεσμα να έχουν γονιδιακή δυσκολία άσκησης συνδικαλισμού σε περιόδους μεγάλης όξυνσης των σχέσεων εργατών – αφεντικών και εργατών – κυβέρνησης.

Ο μεγάλος ταξικός παράγοντας του κινήματος (ΠΑΜΕ) στα πλαίσια διατήρησης μιας άτοπης «ιδεολογικής καθαρότητας» που θα του έδινε εκλογικές νίκες (κάτι που ως ένα βαθμό το πέτυχε) προτίμησε να διατηρεί αποστάσεις από το υπόλοιπο κίνημα και να κρατά μια καταγγελτική στάση, κατά κύριο λόγο σε βάρος της υπόλοιπης Αριστεράς. Συμπεριφορά που κάθε άλλο παρά βοήθεια προσφέρει στις εργατικές μάζες. Άλλωστε η συμμετοχή του ΠΑΜΕ σε ένα ενιαίο μέτωπο θα αποδείκνυε και θα επιβεβαίωνε αν όντως διαθέτει ιδεολογική καθαρότητα.

Η δική μας αριστερά έδωσε τις μάχες της  νικηφόρα μεν, αλλά σε πλήρη αναντιστοιχία με τα δημοσκοπικά  αποτελέσματα που καταγράφει στην κοινωνία. Ίσως επειδή σε συνδικαλιστικό επίπεδο αποτυπώθηκαν πιο έντονα οι αντιθέσεις που επικρατούν στο κομματικό επίπεδο και που έκανε πολλούς συντρόφους μας να στηρίξουν άλλα σχήματα.

Το νέο όνομα, το νέο καταστατικό και η συλλογική ριζοσπαστικοποίηση του χώρου θα είναι τα άρματα που θα πετύχουν την μεγαλύτερη συσπείρωση των δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, μαζί με την εξωστρεφή και ειλικρινή αναζήτηση συμμάχων στα αριστερά μας.

Το πεδίο δράσης της νέας παράταξης

Η ορθοδοξία ενός άρθρου που πραγματεύεται το συγκεκριμένο θέμα ίσως να έθετε το πεδίο δράσης της νέας παράταξης στον επίλογο. Ωστόσο σε μία περίοδο κοινωνικής – πολιτικής πόλωσης που αναπόφευκτα περνά στο συνδικαλιστικό επίπεδο, το πεδίο δράσης αξιολογείται σε υψηλότερο σημείο από ότι τα αιτήματα της νέας παράταξης που αφορούν την επόμενη παράγραφο.

Πιο συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο αγκάθι στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα είναι η πολύ χαμηλή απορρόφηση τους σε σωματεία, συνδικάτα ή άλλους φορείς συλλογικής εκπροσώπησης των εργατών. Το ποσοστό των συνδικαλιζομένων στον ιδιωτικό τομέα μόλις που ξεπερνά το 15%, ποσοστό που αποτελεί τροχοπέδη για το γιγάντωμα του κινήματος, που θα αποφέρει την μεγάλη αλλαγή συσχετισμών στο μεγαλύτερο συνδικαλιστικό όργανο του ιδιωτικού τομέα, την ΓΣΕΕ. Η νέα παράταξη οφείλει να δώσει το έναυσμα στην δημιουργία σωματείων αναλαμβάνοντας την πλήρη πολιτική και κινηματική στήριξη. Και  για να μην φλυαρούμε και αμπελοφιλοσοφούμε άσκοπα αναλύοντας τις καταστάσεις θα πρέπει να δράσουμε άμεσα εντοπίζοντας τους εργασιακούς χώρους χωρίς εκπροσώπηση και να παρέμβουμε με περιοδείες και καμπάνιες προκειμένου να οργανώνουμε τους εργαζόμενους .

Το δεύτερο σημαντικό κομμάτι ενασχόλησης της νέας παράταξης είναι η ένταξη στα συνδικάτα των μεταναστών εργατών. Το ότι οι «μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι» δεν αποτελεί ένα τσιτάτο- σύνθημα κινηματικών γεγονότων. Πρέπει να γίνει υπαρκτή πολιτική η ενσωμάτωση των μεταναστών στα σωματεία γιατί: α) μπορούν να αποτελέσουν των παράγοντα αλλαγής των συσχετισμών γιατί συσσωρεύουν την οργή που προκαλεί η υλοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας της κυβέρνησης και ο συνδικαλισμός θα είναι ο παράγοντας αποσυμπίεσης και απελευθέρωσης τους, β) συνιστούν πλειοψηφίες σε πολλούς εργατικούς χώρους και μάλιστα «σιωπηλές» λόγω του εργοδοτικού εκφοβισμού και τραμπουκισμού (βλ. Μανωλάδα) και γ) η ένταξη αλλά και ανάδειξη τους σε θεσμικά όργανα θα αναδείκνυε τον διεθνιστικό ρόλο του συνδικαλιστικού κινήματος που θα νοηματοδοτούσε, εκ νέου, αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα. Προς τούτο, για ποιο λόγο οι ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών οργάνων συντάσσονται μόνο στα ελληνικά και όχι στις γλώσσες των μεταναστών εργατών; 

«Lastbutnotleast», και ίσως από αυτό να ξεκινούσα ως θέμα, είναι το μείζον ζήτημα της ανάδειξης του ρόλου της γυναίκας στα συνδικάτα. Στον δημόσιο τομέα η συμμετοχή των γυναικών στα συνδικάτα είναι κατά πολύ περισσότερη από ότι στον ιδιωτικό λόγω των διάφορων «ομπρελών προστασίας» που τουλάχιστον υπήρχαν μέχρι πριν από λίγο καιρό. Στον ιδιωτικό τομέα η ένταξη των γυναικών είναι πολύ χαμηλότερη και αυτό οφείλεται σε παράγοντες όπως η υψηλή ανεργία των γυναικών που αποτελεί φόβητρο,  η «ποινικοποίηση» του δικαιώματος στην μητρότητα κ.α. Στον κλάδο της εστίασης για παράδειγμα (καφετέριες, μπαρ, ταβέρνες κ.λ.π.) απασχολούνται χιλιάδες γυναίκες, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η πρόσληψη αφορά σεξιστικά χαρακτηριστικά εμφάνισης , θύματα εργοδοτικής εκμετάλλευσης. Αλλά και σε άλλους χώρους εμφανίζονται συμπεριφορές αυθαίρετες που στοχεύουν στον ευάλωτο ρόλο της γυναίκας – συζύγου – μητέρας, ραχοκοκαλιάς της κοινωνίας, που αποδυναμώνουν την σημασία του συνδικαλισμού στον γυναικείο πληθυσμό.

Ομολογουμένως όμως σε συνδικαλιστικά όργανα που πρωτοστατούν γυναίκες έχουμε αξιόλογα δυναμικά  κινηματικά γεγονότα.

Κωδικοποιώντας τα προηγούμενα, το βάρος πρέπει να πέσει στην απορρόφηση εργαζομένων στα συνδικάτα, στην ένταξη σε αυτά των μεταναστών, στην ανάδειξη των γυναικών και των ιδιαίτερων ζητημάτων που τις απασχολούν.

Η συζήτηση της νέας παράταξης που θα διαμορφώσει τα αιτήματά της

Η περίοδος της διαχειριστικής λογικής που απέβλεπε σε μικρά ωφελήματα υπέρ των εργαζομένων και που ως επιτυχίες τα καρπωνόταν οι παρατάξεις της σοσιαλδημοκρατίας και του συντηρητισμού-οι οποίες έχουν τεράστια ευθύνη στην αποπολιτικοποίηση των εργαζόμενων μαζών- έχει μπει για τα καλά στο χρονοντούλαπο.

Τα βασικά αιτήματα του κόσμου της εργασίας δεν αφορούν πλέον και μόνο ζητήματα όπως αυξήσεις, κατάκτηση νέων θεσμικών κ.α. Αυτό που «συζητιέται» έντονα στους εργασιακούς χώρους ξεπερνά το «εργασιακό» ως πρόβλημα και τα αιτήματα ανάγονται σε πολιτικά. Ζητήματα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις σε παιδεία, υγεία, ενέργεια, οι φοροεπιδρομές και τα συνεχή χαράτσια, η συζήτηση περί δημοσίου χρέους, Ευρωπαϊκής Ένωσης και νομίσματος αξιολογούνται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ανοίγουν διάδρομο για μια αμιγώς πολιτικοποιημένη συζήτηση την οποία οφείλει να διαμορφώσει η Ριζοσπαστική Αριστερά. Που δεν θα αλληθωρίζει σε άλλους ατραπούς πιο κεντρώους, προς ανατροπή των νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών πολιτικών, αλλά και προς αναχαίτιση των ναζιστόσυμμοριτών της Χρυσής Αυγής που αποβλέπουν στο ίδιο ακροατήριο.

Εκ προοιμίου λοιπόν ο συνδικαλιστικός βραχίονας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα έχει σαν στόχο το βαθύ ρίζωμα στους εργασιακούς χώρους προκειμένου το λαϊκό αίτημα για ανατροπή της κυβέρνησης και των νεοφιλελευθέρων πολιτικών να βρει το ορμητήριό του στα συνδικάτα. Αλλά ακόμα και σε μελλοντικό χρόνο όταν πιθανότατα θα υπάρχει κυβέρνηση της  Αριστεράς θα πρέπει να είναι ο αυστηρότερος κριτής αυτής και ο μοχλός πίεσης προκειμένου να μην μετατοπίζεται από την Αριστερά.

Η πίεση που ασκείται στους εργαζόμενους από τις τρέχουσες εξελίξεις δεν αφήνει περιθώρια χρόνου για χάσιμο. Εφ’ όσον θα τελειώσουν οι διαδικασίες συγκρότησης της παράταξης θα πρέπει να εκπονηθεί άμεσα ένα πρόγραμμα δράσεων που θα αποτελέσει και το βασικότερο εργαλείο για το μέλλον.

Η αποθράσυνση των εργοδοτών έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που ακόμα και δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν εργαζόμενους τις αγνοούν επιδεικτικά υπερβαίνοντας και τα πιο στοιχειώδη της εργατικής νομοθεσίας. Προκειμένου να προστατευτούμε από τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να εξεταστεί η δημιουργία ενός φορέα που σε συνεργασία με εργατολόγους του χώρου και άλλους νομικούς να αναδεικνύουμε αυτές τις περιπτώσεις και να απαιτούμε την εφαρμογή του νόμου ακόμα και με κοινοβουλευτικά μέσα.

Τέλος, θα πρέπει να δημιουργηθεί και ένας αντιφασιστικός/αντιρατσιστικός βραχίονας προκειμένου να απομονωθεί η παρουσία ακροδεξιών νεοφασιστικών στοιχείων από τους εργασιακούς χώρους και να υπογραμμιστεί ο φιλεργοδοτικός  χαρακτήρας τους.

*   Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας, Σ.Ε.Ε.-Δ.Α.Α.