Εκατό ενενήντα εννιά χρόνια μετά την επανάσταση του ’21, και εν μέσω πανδημίας, ας ρίξουμε φως στη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τη «μεγάλη άνοιξη» του 1848 και την «άλλη» 25η Μαρτίου, εκείνης της… άγνωστης χρονιάς.

Αν δεν υπήρ­χαν ο κο­ρω­νο­ϊ­ός και η παν­δη­μία, θα πλη­σιά­ζα­με για μια ακόμη χρο­νιά στις κα­θιε­ρω­μέ­νες και επί­ση­μες, εορ­τα­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις για την «εθνι­κή» επέ­τειο της επα­νά­στα­σης του 1821, έναν μόλις χρόνο προ­τού μο­νο­πω­λή­σει τις αντί­στοι­χες τε­λε­τές και τη χρη­μα­το­δό­τη­σή τους, στη συ­μπλή­ρω­ση των 200 ετών, η γνω­στή επι­τρο­πή με πρό­ε­δρο την επί­σης πολύ γνω­στή και μη εξαι­ρε­τέα, Γιάν­να Αγ­γε­λο­πού­λου – Δα­σκα­λά­κη. Ελ­πί­ζω, βέ­βαια, ότι εν μέσω κο­ρω­νοϊ­ού και πολ­λα­πλής δο­κι­μα­σί­ας των συ­στη­μά­των υγεί­ας και των κοι­νω­νιών μας, στην Ευ­ρώ­πη και στην Ελ­λά­δα, τα σχε­τι­κά κε­φά­λαια θα έχουν κα­λύ­τε­ρης τύχης και πιο ση­μα­ντι­κού προ­ο­ρι­σμού. Ελ­πί­ζω, έγρα­ψα, δεν θα έλεγα ότι είμαι και αι­σιό­δο­ξος για κάτι δια­φο­ρε­τι­κό.

(πα­ρέν­θε­ση : αλή­θεια, τα εκα­τομ­μύ­ρια ευρώ που στοι­χί­ζει κάθε χρόνο η στρα­τιω­τι­κή πα­ρέ­λα­ση της Αθή­νας, γιατί δεν πάνε στις προ­σλή­ψεις για­τρών και την ίδρυ­ση νέων, έκτα­κτων μο­νά­δων υγεί­ας;).

Κατά και­ρούς και σε διά­φο­ρες πα­ρέ­ες, στο πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν, συ­νή­θι­ζα να λέω ότι κάθε ιστο­ρία γρά­φε­ται πάντα και κα­ταρ­χάς σε ενε­στώ­τα χρόνο. Δεν αφορά απα­ραί­τη­τα το πραγ­μα­τι­κό πα­ρελ­θόν, την πι­στό­τη­τα, την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα και την αλή­θεια των γε­γο­νό­των, όπως αυτά εξε­λί­χθη­καν και συ­νέ­βη­σαν, αλλά το πως «χει­ρί­ζε­ται» το υλικό αυτό, το πα­ρελ­θόν αυτό, την «ιστο­ρία» αυτή, η κυ­ρί­αρ­χη (κάθε φορά σε ενε­στώ­τα χρόνο) αφή­γη­ση, που γρά­φε­ται προ­νο­μια­κά από την εκά­στο­τε άρ­χου­σα τάξη, η οποία, μέσα σε όλα τα άλλα,  έχει έδρες στα πα­νε­πι­στή­μια και προ­νο­μια­κή με­τα­χεί­ρι­ση από τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους για να κυ­κλο­φο­ρούν τα συγ­γράμ­μα­τα της.

Γι’ αυτόν τον λόγο και ει­δι­κά στα χρό­νια της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, γε­μί­σα­με και μπου­χτί­σα­με από πλα­στο­γρά­φους και «ανα­θε­ω­ρη­τές», που μπο­ρεί να επι­δεί­κνυαν τα πτυ­χία και τα δι­δα­κτο­ρι­κά τους στο πεδίο της ιστο­ρι­κής έρευ­νας και με­λέ­της, αλλά δεν έκα­ναν και τον αντί­στοι­χο κόπο να μας πα­ρου­σιά­σουν και το… ποι­νι­κό τους μη­τρώο (άλλο βέ­βαια, αν δεν κι­νεί­ται τέ­τοια δια­δι­κα­σία σε βάρος τους), στην πλα­στο­γρα­φία, την πα­ρα­χά­ρα­ξη, την ψε­μα­το­γρα­φία και την απο­σιώ­πη­ση.

Σε ενε­στώ­τα, λοι­πόν χρόνο και με αφορ­μή ξανά την ιστο­ρι­κά ανύ­παρ­κτη και σε… τε­λε­τουρ­γι­κό αυ­το­πε­ριο­ρι­σμό, 25η Μαρ­τί­ου, καλό θα ήταν να θυ­μη­θού­με πως η δια­ψευ­σμέ­νη στους τα­ξι­κούς της στό­χους «εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή» επα­νά­στα­ση του ’21, που κα­τέ­λη­ξε στην ίδρυ­ση της μι­κράς, ανε­ντί­μου, εξαρ­τη­μέ­νης και υπο­τε­λούς στις Προ­στά­τι­δες Δυ­νά­μεις, Ελ­λά­δος, είχε τη φυ­σι­κή, και κάπως άγνω­στη για τους νε­ό­τε­ρους,  συ­νέ­χεια της, στο πα­νευ­ρω­παϊ­κά επα­να­στα­τι­κό 1848.

Καλό θα ήταν να θυ­μη­θεί το πα­ρελ­θόν αυτό και ένα ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι της πα­ρα­δο­μέ­νης, «πα­τριω­τι­κής» Αρι­στε­ράς εν Ελ­λά­δι, που μάλ­λον έχει μαύρα με­σά­νυ­χτα για τα πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά και γε­γο­νό­τα, σε ένα πλατύ φάσμα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας, κα­θό­τι μάλ­λον «μας» έφα­γαν οι με­γά­ά­ά­ά­ά­λες πλα­στο­γρα­φί­ες περί ενό­τη­τας, περί όλων μαζί, περί κοι­νού, εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­νος και λοι­πές, πα­ρα­κρα­τι­κές μπουρ­δί­τσες, γλα­φυ­ρό­τα­τα ανα­κα­τε­μέ­νες και ατά­κτως εγκλει­σμέ­νες στις σε­λί­δες των σχο­λι­κών εγ­χει­ρι­δί­ων και όχι μόνο αυτών κρα­τι­κής πα­ρα­χά­ρα­ξης, που συ­σκο­τί­ζουν και νο­θεύ­ουν την αλή­θεια -πλέ­ον δι­δά­σκο­νται και διά της τη­λεκ­παι­δεύ­σε­ως ή απλής παι­δεύ­σε­ως των ελ­λη­νο­παί­δων.

Εκεί­νον τον χρόνο, λοι­πόν, το 1848, μια ασυ­ντό­νι­στη, αλλά φλο­γε­ρή και κε­ραυ­νο­βό­λα επα­νά­στα­ση, η οποία ξε­κί­νη­σε στις φοι­τη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις της Αθή­νας και συ­νε­χί­στη­κε στη Στε­ρεά και την Πε­λο­πόν­νη­σο, με γε­νι­κή ανταρ­σία των αγρο­τών, συ­ντά­ρα­ξε την Ελ­λά­δα, προ­κά­λε­σε ανε­πα­νόρ­θω­τους κλυ­δω­νι­σμούς στη μο­ναρ­χία του Όθωνα και θο­ρύ­βη­σε τις Προ­στά­τι­δες Δυ­νά­μεις, ως προς τους στό­χους και τα αι­τή­μα­τα της.

Ας θυ­μη­θού­με λίγο το γε­νι­κό­τε­ρο, επα­να­στα­τι­κό κλίμα στην Ευ­ρώ­πη.

Στην Ευ­ρώ­πη ξε­σπούν εξε­γέρ­σεις στη Γαλ­λία, την κρα­τι­κά ασύν­δε­τη ιτα­λι­κή χερ­σό­νη­σο και την Ουγ­γα­ρία, που βρί­σκο­νται κάτω από την κυ­ριαρ­χία του αυ­στρια­κού στέμ­μα­τος των Αψ­βούρ­γων, τα κρα­τί­δια της με­τέ­πει­τα ενω­μέ­νης Γερ­μα­νί­ας, εξε­γέρ­σεις στις οποί­ες το αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κό πρό­ταγ­μα των φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων και της κα­τάρ­γη­σης των απο­λυ­ταρ­χιών συν­δυά­ζε­ται με τις πρώ­τες, ορ­γα­νω­τι­κά σπα­σμω­δι­κές δια­μαρ­τυ­ρί­ες της σχε­τι­κά νε­ο­γέν­νη­της, αλλά μα­χη­τι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης, η οποία στοι­βά­ζε­ται σε πα­ρα­γκου­πό­λει­ςκά­τω από άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης και φυ­το­ζω­εί στις πρώ­ι­μες βιο­μη­χα­νί­ες της επο­χής – ας μην ξε­χνιό­μα­στε, είναι και η χρο­νιά έκ­δο­σης του Κομ­μου­νι­στι­κού Μα­νι­φέ­στου των Καρλ Μαρξ και Φρί­ντριχ Έν­γκελς.

Στην Ελ­λά­δα οι ει­δή­σεις από το εξω­τε­ρι­κό για την αφύ­πνι­ση των λαών της Ευ­ρώ­πης, φτά­νουν με το στα­γο­νό­με­τρο και με τη σχε­τι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση των μέσων της επο­χής, αλλά πα­ρό­λα αυτά, δη­μο­σιεύ­ο­νται απο­κλει­στι­κά  στον αντι­κυ­βερ­νη­τι­κό Τύπο και συ­νε­γεί­ρουν πρώτα τους φοι­τη­τές στην Αθήνα.

Στην πρω­τεύ­ου­σα το νο­ση­ρό πο­λι­τι­κό κλίμα από την πο­λυ­ε­τή, κυ­βερ­νη­τι­κή και κλε­πτο­κρα­τι­κή­η­γε­μο­νία του γαλ­λι­κού κόμ­μα­τος έχει δη­λη­τη­ριά­σει την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ατμό­σφαι­ρα. Το γαλ­λι­κό κόμμα είχε ιδρυ­τή, ηγέτη και πρω­θυ­πουρ­γό, πρώτα τον βλά­χι­κης κα­τα­γω­γής, προ­στα­τευό­με­νο του Αλή Πασά Τε­πε­λεν­λή, Ιω­άν­νη Κω­λέτ­τη και κα­τό­πιν και δια­δο­χι­κά, τον πα­λαιό σου­λιώ­τη οπλαρ­χη­γό και εκεί­νη την εποχή, αντι­στρά­τη­γο, Κίτσο Τζα­βέλ­λα και τον υδραίο πλοιο­κτή­τη, Γε­ώρ­γιο Κου­ντου­ριώ­τη.

Ο Όθων έχει «πα­ρα­χω­ρή­σει» το πρώτο, με­τα­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Σύ­νταγ­μα, έπει­τα από τη νυ­χτε­ρι­νή επα­νά­στα­ση της 3ης Σε­πτεμ­βρί­ου του 1843, αλλά αρ­νεί­ται πει­σμα­τι­κά να προ­συ­πο­γρά­ψει τη νο­μο­θε­σία, που εξει­δι­κεύ­ει το φι­λε­λεύ­θε­ρων και δη­μο­κρα­τι­κών θε­με­λί­ων άρθρο 107, που κα­το­χυ­ρώ­νει σειρά μέ­τρων, για τα πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, την ψήφο, την ανα­δια­νο­μή της γης, την ελευ­θε­ρία του Τύπου, τη στρα­τιω­τι­κή διοί­κη­ση και την εθνο­φυ­λα­κή, το συ­ντα­ξιο­δο­τι­κό σύ­στη­μα, ει­δι­κά των από­ρων βε­τε­ρά­νων του Ει­κο­σιέ­να, και τη φο­ρο­λό­γη­ση των λαϊ­κών μαζών.

Οι τρεις Προ­στά­τι­δες Δυ­νά­μεις έχουν κα­τα­νεί­μει με­τα­ξύ τους, σφαί­ρες επιρ­ρο­ής, με πολ­λές φα­νε­ρές προ­στρι­βές και υπό­γειες συ­γκρού­σεις, στην κυ­βέρ­νη­ση, τα νο­μο­θε­τι­κά σώ­μα­τα, το πα­λά­τι, τον στρα­τό και την οι­κο­νο­μία.

Η Γαλ­λία ελέγ­χει το γαλ­λι­κό κόμμα και κατ’ επέ­κτα­ση, πρώτα τη Βουλή και μετά, την κυ­βέρ­νη­ση – την άνοι­ξη του 1848, πρω­θυ­πουρ­γός είναι ο Κου­ντου­ριώ­της – και κυ­ρί­ως τα κρί­σι­μα υπουρ­γεία των Στρα­τιω­τι­κών και των Εσω­τε­ρι­κών, με δι­κούς της αν­θρώ­πους τον Πα­να­γιώ­τη-Κων­στα­ντή Ρόδιο και τον Λυ­κούρ­γο Κρε­σται­νί­τη, αντί­στοι­χα. Στο Στρα­τιω­τι­κών ανα­φέ­ρε­ται το λε­γό­με­νο τα­κτι­κό, δη­λα­δή ο στρα­τός ξηράς της επο­χής και στο Εσω­τε­ρι­κών υπά­γε­ται η αρ­μο­διό­τη­τα ίδρυ­σης και στε­λέ­χω­σης των σω­μά­των ασφα­λεί­ας (χω­ρο­φυ­λα­κή και εθνο­φυ­λα­κή) και η διε­ξα­γω­γή των πάντα δια­βλη­τών και νο­θευ­μέ­νων, βου­λευ­τι­κών εκλο­γών.

Η Ρωσία ελέγ­χει, έμ­με­σα, τα Ανά­κτο­ρα, έχο­ντας το­πο­θε­τή­σει αν­θρώ­πους του ρω­σι­κού κόμ­μα­τος, που έχει ηγέτη τον επτα­νή­σιο Αν­δρέα Με­τα­ξά, δίπλα στον Όθωνα ως συμ­βού­λους και αξιω­μα­τι­κούς της Ανα­κτο­ρι­κής Φρου­ράς. Ανά­με­σα τους, ξε­χω­ρί­ζουν ο δευ­τε­ρό­το­κος γιος του κο­τζά­μπα­ση της Κο­ριν­θί­ας, Πα­νού­τσου Νο­τα­ρά, Ιω­άν­νης και ο επί­σης δευ­τε­ρό­το­κος γιος του Θε­ό­δω­ρου Κο­λο­κο­τρώ­νη, Γιάν­νης-Γεν­ναί­ος, ο οποί­ος αρ­γό­τε­ρα θα γίνει και ανα­κτο­ρι­κός πρω­θυ­πουρ­γός. Ταυ­τό­χρο­να, η τσα­ρι­κή Αγία Πε­τρού­πο­λη ασκεί βαθιά επιρ­ροή στη βα­σί­λισ­σα Αμα­λία, η οποία, εξαι­τί­ας της ατε­κνί­ας της και της σω­μα­τι­κής και ψυ­χο­λο­γι­κής αδυ­να­μί­ας του Όθωνα να απο­κτή­σει διά­δο­χο, έχει πα­ρα­δο­θεί στις «συμ­βου­λές» και τις μαγ­γα­νεί­ες δια­φό­ρων αγυρ­τών ρα­σο­φό­ρων – χρό­νια, προ­τού εμ­φα­νι­στεί ο αυ­θε­ντι­κός Ρα­σπού­τιν στην τσα­ρι­κή αυλή – οι οποί­οι έχουν στα­λεί στο πλευ­ρό της Αμα­λί­ας επί τού­του από τους Ρώ­σους.

Η Αγ­γλία, τέλος, κρα­τά­ει τα ηνία με γε­νι­κό το­πο­τη­ρη­τή των συμ­φε­ρό­ντων της, τα οποία στο­χεύ­ουν κατά προ­τε­ραιό­τη­τα στη δια­τή­ρη­ση της εδα­φι­κής και πο­λι­τι­κής ακε­ραιό­τη­τας της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, τον δια­βό­η­το πρέ­σβη, Έντμοντ Λάιονς, τον άν­θρω­πο που είχε συ­μπυ­κνώ­σει το δόγμα της βρε­τα­νι­κής, εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής στη Με­σό­γειο, με αυτή τη φράση : «Μια πραγ­μα­τι­κά ανε­ξάρ­τη­τη Ελλάς θα ήταν πα­ρα­λο­γι­σμός – η Ελλάς θα είναι είτε ρω­σι­κή, είτε αγ­γλι­κή. Και επει­δή δεν πρέ­πει να είναι ρω­σι­κή, ανα­γκα­στι­κά θα είναι αγ­γλι­κή».

«Σκυ­λά­κι» του­Λάιονς είναι, ο αρ­χη­γός του αγ­γλι­κού κόμ­μα­τος, Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, ο φα­να­ριώ­της πρί­γκι­πας και σε με­γά­λο βαθμό κα­τα­στρο­φέ­ας και υπο­νο­μευ­τής του Ει­κο­σιέ­να, απο­λύ­τως μι­ση­τός στις πλα­τιές, λαϊ­κές μάζες, όπου το κόμμα του δεν θέλει και δεν έχει απή­χη­ση. Οι Άγ­γλοι ασκούν επιρ­ροή στη Γε­ρου­σία, όπου πλειο­ψη­φεί ορια­κά το κόμμα του Μαυ­ρο­κορ­δά­του, την Εθνι­κή Τρά­πε­ζα της Ελ­λά­δος, όπου ο πα­λιός σα­ρά­φης των Ιω­αν­νί­νων, και επί­σης ευ­νο­ού­με­νος του Αλή Πασά Τε­πε­λεν­λή, Γε­ώρ­γιος Σταύ­ρου, δια­χει­ρί­ζε­ται και κε­φά­λαια της οι­κο­γέ­νειας Ρό­τσιλντ και τον, με σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα και υπό ευ­ρεία έν­νοια, φι­λο­κυ­βερ­νη­τι­κό Τύπο, κυ­ρί­ως τις εφη­με­ρί­δες «Αθηνά» και «Ο φίλος του λαού» που χρη­μα­το­δο­τού­νται από την πρε­σβεία της Βρε­τα­νί­ας.

Οι αι­τί­ες για το ελ­λη­νι­κό 1848 βρί­σκο­νται στις δια­ψευ­σμέ­νες ελ­πί­δες του Ει­κο­σιέ­να– η Ελ­λά­δα δεν έγινε δη­μο­κρα­τία, μέσα σε μια παμ­βαλ­κα­νι­κή ομο­σπον­δία, σύμ­φω­να με τους στό­χους του Ρήγα Φε­ραί­ου και της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας, αλλά απο­λυ­ταρ­χία με ει­σα­γό­με­νο μο­νάρ­χη και με ξέ­νους προ­στά­τες, δη­λα­δή, ντα­βα­τζή­δες, που ασκούν ασφυ­κτι­κό έλεγ­χο στη χώρα σε όλα τα διε­φθαρ­μέ­να επί­πε­δα,

η γη, που εγκα­τα­λεί­φθη­κε από τους Οθω­μα­νούς, είτε πέ­ρα­σε για ψί­χου­λα στα παλιά τζά­κια των κο­τζα­μπά­ση­δων και των προ­ε­στών και στην Εκ­κλη­σία, που συ­να­πο­τε­λού­σαν τον εξου­σια­στι­κό μη­χα­νι­σμό και επί Τουρ­κο­κρα­τί­ας, είτε υπο­θη­κεύ­τη­κε με επα­χθέ­στα­τους όρους στα αγ­γλι­κά δά­νεια,

η δυ­σβά­στα­χτη φο­ρο­λο­γία, που είχε δια­τη­ρη­θεί μέ­σες-άκρες, ίδια, όπως ήταν και τα χρό­νια πριν από την επα­νά­στα­ση, είχε ξε­ζου­μί­σει ει­δι­κά τους αγρό­τες, είχε προ­κα­λέ­σει υπέ­ρο­γκα χρέη και είχε ανα­γκά­σει πολ­λούς ακτή­μο­νες της Στε­ρε­άς να «πά­ρουν τα βουνά», κα­τα­διω­κό­με­νοι από τους φο­ροει­σπρά­κτο­ρες, που ήταν πλη­ρω­μέ­νοι μπρά­βοι των κο­τζα­μπά­ση­δων και των βου­λευ­τών, γε­ρου­σια­στών ή αξιω­μα­τι­κών του στρα­τού, γιων τους,

η φαυ­λο­κρα­τία, η κλε­πτο­κρα­τία και ο νε­πο­τι­σμός ει­δι­κά του γαλ­λι­κού κόμ­μα­τος και του φαι­νο­μέ­νου του κω­λετ­τι­σμού είχαν εξορ­γί­σει τον λαό. Τέλος, η πα­ρελ­κυ­στι­κή πο­λι­τι­κή του Όθωνα ως προς την έκ­δο­ση και την τή­ρη­ση της νο­μο­θε­σί­ας που θα εξει­δί­κευε το άρθρο 107 του Συ­ντάγ­μα­τος του 1844 είχε ερε­θί­σει τα αντι­μο­ναρ­χι­κά αντα­να­κλα­στι­κά ει­δι­κά της φοι­τη­τι­κής νε­ο­λαί­ας και των ανερ­χό­με­νων, εμπο­ρι­κών στρω­μά­των στην Αθήνα, τη Σύρο, την Κό­ριν­θο, την Πάτρα και το Ναύ­πλιο.

Αφορ­μή, όμως για την εξέ­γερ­ση απο­τέ­λε­σαν οι αντα­πο­κρί­σεις του αντι­κυ­βερ­νη­τι­κού Τύπου από τα αντί­στοι­χα, επα­να­στα­τι­κά γε­γο­νό­τα ιδίως στη Γαλ­λία, αρ­θρο­γρα­φία που δη­μο­σιευό­ταν κυ­ρί­ως στις εφη­με­ρί­δες «Καρ­τε­ρία» και «Αιών», που είχαν υψηλή πα­νελ­λα­δι­κή κυ­κλο­φο­ρία, ει­δι­κά έξω από την Αθήνα. Το όλο πνεύ­μα των δη­μο­σιο­γρα­φι­κών αφιε­ρω­μά­των δια­πνέ­ε­ται από το (η φράση με­τα­γραμ­μέ­νη στη δη­μο­τι­κή) «αν οι Γάλ­λοι μπο­ρούν να γκρε­μί­σουν τη διε­φθαρ­μέ­νη κυ­βέρ­νη­ση του Γκι­ζώ­του (σ.σ. Γκιζώ), γιατί όχι και εμείς;».

Δεν υπάρ­χει ένα γε­γο­νός το οποίο τον Μάρ­τιο του 1848 να απο­τε­λεί την… έναρ­ξη της επα­νά­στα­σης ενά­ντια στον Όθωνα, την κυ­βέρ­νη­ση του γαλ­λι­κού κόμ­μα­τος και τους ξέ­νους προ­στά­τες-δυ­νά­στες, όπως συ­νέ­βη και το Ει­κο­σιέ­να. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, λίγες μέρες πριν από τις 25 του Μάρτη, όταν και έχει προ­γραμ­μα­τι­στεί αντι­μο­ναρ­χι­κό, φοι­τη­τι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος (Ανα­κτό­ρων), ομά­δες κα­τα­διω­κό­με­νων αγρο­τών που έχουν σχη­μα­τί­σει αντάρ­τι­κο στα ελ­λη­νο­τουρ­κι­κά σύ­νο­ρα στην πε­ριο­χή του Δο­μο­κού και έχουν εκλέ­ξει πρώ­τον τους, τον πα­λαιό οπλαρ­χη­γό, Βε­λέν­τζα, απο­φα­σί­ζουν να επι­στρέ­ψουν στα χω­ρά­φια τους, στο Πα­λιο­χώ­ρι, τη Λαμία και τη­νΥ­πά­τη, και να τα απο­σπά­σουν με τη βία και τη χρήση όπλων από το κρά­τος, τους κο­τζα­μπά­ση­δες κα­τα­πα­τη­τές και τους βου­λευ­τέ­ςάρ­πα­γες.

Στις 25 του Μάρτη, οι φοι­τη­τές της Αθή­νας δια­δη­λώ­νουν με σύν­θη­μα «Ζήτω η δη­μο­κρα­τία!» έξω από τα Ανά­κτο­ρα (ση­με­ρι­νή Βουλή των Ελ­λή­νων). Ορ­γα­νω­τές είναι ο Ζήσης Σω­τη­ρί­ου, ο οποί­ος, δυ­στυ­χώς, σύ­ντο­μα θα πε­ρά­σει αρ­γυ­ρώ­νη­τος στις τά­ξεις του αγ­γλι­κού κόμ­μα­τος και ο Επα­μει­νών­δας Δε­λη­γιώρ­γης, που χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, σαν άλλος Τσί­πρας του 19ου αιώνα, θα δια­γρά­ψει το αντι­μο­ναρ­χι­κό και δη­μο­κρα­τι­κό πα­ρελ­θόν του, για να γίνει πρώ­τα­μο­ναρ­χι­κός πρω­θυ­πουρ­γός των Γκλύξ­μπουργκ και κα­τό­πιν, ξε­φτι­λι­σμέ­νος πρω­θυ­πουρ­γός του σα­ρά­φη Συγ­γρού, στη χρη­μα­τι­στη­ρια­κή απάτη των Λαυ­ρε­ω­τι­κών. Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστο­ρία. Το συλ­λα­λη­τή­ριο δια­λύ­ε­ται από τη φρου­ρά των Ανα­κτό­ρων, με πε­ρί­που 30 τραυ­μα­τί­ες, ενώ οι φοι­τη­τές κα­τα­διώ­κο­νται έως τα Χαυ­τεία, κοντά στην υπό δια­μόρ­φω­ση πλα­τεία Όθω­νος (σή­με­ρα, πλα­τεία Ομό­νοιας).

Την ίδια πε­ρί­που ώρα, μέσα στα Ανά­κτο­ρα και στην αί­θου­σα της Γε­ρου­σί­ας, ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος βγά­ζει έναν φαι­δρό δε­κά­ρι­κο, στρε­φό­με­νος τόσο ενα­ντί­ον των αγρο­τών ανταρ­τών όσο και ενα­ντί­ον των δη­μο­κρα­τών φοι­τη­τών. Είναι ένας πρω­το­φα­νής οχε­τός, ένας πλα­στο­γρα­φι­κός των γε­γο­νό­των και της κα­τά­στα­σης λί­βελ­λος, που δεν έχει έως τότε όμοιο του.

Οι ξε­ση­κω­μέ­νοι αγρό­τες είναι (με­τα­γρά­φου­με στη δη­μο­τι­κή), «τουρ­κο­α­πο­στά­τες», «τουρ­κο­α­ντάρ­τες ει­σβο­λείς», «λη­στές Τουρ­καλ­βα­νοί», «όρ­γα­να του σουλ­τά­νου(σ.σ. μι­λά­με για θρά­σος από τον Φα­να­ριώ­τη!)», «προ­δό­τες». Οι δια­δη­λω­τές φοι­τη­τές είναι «ασή­μα­ντα παι­δά­ρια», «ελα­φρό­μυα­λοι», «μη­τρα­λοί­ες» (σαν άλλος κα­ψο­κα­λύ­βας που βλέ­πει στη δε­κα­ε­τία του ’40 εα­μο­βούλ­γα­ρου­ςβε­νι­ζε­λο­κομ­μου­νι­στο­λη­στο­συμ­μο­ρί­τες και πλα­στο­γρα­φεί την ιστο­ρία…).

Ο λόγος του Μαυ­ρο­κορ­δά­του στη Γε­ρου­σία δη­μο­σιεύ­ε­ται την επο­μέ­νη, αυ­τού­σιος στη δική του εφη­με­ρί­δα, τον «Φίλο του λαού», που κα­τα­χρά­ται αι­σχρά το λα­μπρό όνομα της επα­να­στα­τι­κής και λα­ο­φι­λούς εφη­με­ρί­δας του Ζαν-Πολ Μαρά στη Γαλ­λία του 1789.

Οι αντάρ­τες αγρό­τες της Στε­ρε­άς, έπει­τα από συ­νέ­λευ­ση στα πρό­τυ­πα των προ­ε­πα­να­στα­τι­κών κλε­φτών, απο­φα­σί­ζουν να δρά­σουν. Στις 9 του Απρί­λη, όσοι κα­τα­διω­κό­με­νοι έχουν βρει κα­τα­φύ­γιο στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Θεσ­σα­λία, περ­νούν τα σύ­νο­ρα στη θέση Δερ­βέν – Φούρ­κα και κα­τη­φο­ρί­ζουν προς τη Λαμία. Αρ­χη­γοί είναι πολ­λοί πα­λαί­μα­χοι οπλαρ­χη­γοί και ορι­σμέ­νοι σε δυ­σμέ­νεια αξιω­μα­τι­κοί του τα­κτι­κού, όπως οι Βε­λέν­τζας, Πα­πα­κώ­στας, Κα­ταρ­ρα­χιάς, Μί­τζος, Ταρ­κα­τζί­κης και άλλοι, στο σύ­νο­λο, πε­ρί­που 700. Στα χωριά γύρω από την πρω­τεύ­ου­σα της Φθιώ­τι­δας, ο λαός τους υπο­δέ­χε­ται ως ήρωες, ψήνει ψωμιά και δίνει το υστέ­ρη­μα του για την «υπό­θε­ση», ενώ­στο πέ­ρα­σμα των ανταρ­τών, κα­ταρ­γού­νται πά­ραυ­τα όλες οι το­πι­κές αρχές του οθω­νι­κού κρά­τους και πα­ρα­δί­δο­νται στις φλό­γες τα φο­ρο­λο­γι­κά αρ­χεία των κο­τζα­μπά­ση­δων. Σύ­ντο­μα η επα­νά­στα­ση στη Φθιώ­τι­δα παίρ­νει δια­στά­σεις – οι αντάρ­τες ξε­περ­νούν τους 3.000 στις 22 του Απρί­λη, μέρα που κα­τα­λαμ­βά­νε­ται η Λαμία και οι εξε­γερ­μέ­νοι προ­ω­θού­νται μπου­λού­κια-μπου­λού­κια προς την Υπάτη και τη Λι­βα­δειά, όταν η πρώτη θα πέσει στα χέρια των επα­να­στα­τη­μέ­νων, τρεις  μέρες μετά.

Τα νέα προ­κα­λούν πα­νι­κό στην γαλ­λο­κί­νη­τη κυ­βέρ­νη­ση Κου­ντου­ριώ­τη. Ο πρω­θυ­πουρ­γός δεν παύ­ε­ται, αλλά αντι­κα­θί­στα­ται σιω­πη­ρά από τον αι­μο­βό­ρο υπουρ­γό Εσω­τε­ρι­κών, Κρε­σται­νί­τη, ο οποί­ος απο­στέλ­λει σχε­δόν το σύ­νο­λο του τα­κτι­κού της Αθή­νας στη Στε­ρεά, μαζί με τμή­μα­τα της χω­ρο­φυ­λα­κής, πε­ρί­που 5.000 άν­δρες, με επι­κε­φα­λής τον υπο­στρά­τη­γο του τα­κτι­κού, Γιάν­νη Γκού­ρα-Μα­μού­ρη, τον αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χη του πυ­ρο­βο­λι­κού, Γιάν­νη Κλι­μά­κα και τον ταγ­μα­τάρ­χη της χω­ρο­φυ­λα­κής, Γαρ­δι­κιώ­τη Γρίβα.

Στις 24 του Απρί­λη, νέος κό­λα­φος για την κυ­βέρ­νη­ση και τα ανά­κτο­ρα. Οκτα­κό­σιοι εξε­γερ­μέ­νοι αγρό­τες της Μεσ­ση­νί­ας με επι­κε­φα­λής τον γε­ωρ­γό, Γιώρ­γο Περ­ρω­τή κα­τα­λαμ­βά­νουν την Κα­λα­μά­τα, κα­ταρ­γούν τη χω­ρο­φυ­λα­κή και την επαρ­χία (σ.σ. ση­με­ρι­νή αντι­πε­ρι­φέ­ρεια) και απαι­τούν από τον μεσ­ση­νια­κό λαό την εκλο­γή το­πι­κής συ­νέ­λευ­σης, από αγρό­τες, κτη­νο­τρό­φους και κα­τώ­τε­ρους υπαλ­λή­λους, με πρώτο ζη­τού­με­νο, την ανα­δια­νο­μή της γης των προ­ε­στών και των μο­να­στη­ριών στους ακτή­μο­νες. Μια μέρα μετά, πα­ρα­κι­νη­μέ­νοι από τα γε­γο­νό­τα της Λα­μί­ας, ξε­ση­κω­μέ­νοι αγρό­τες της Κο­ριν­θί­ας μπαί­νουν στην Πε­ρα­χώ­ρα και τα πρώτα σπί­τια της Κο­ρίν­θου, απαι­τώ­ντας γη και δη­μο­κρα­τία.

Την ίδια μέρα, ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος πα­θαί­νει τη νίλα της ζωής του και ξε­φτι­λί­ζε­ται σε πα­νελ­λα­δι­κή… κυ­κλο­φο­ρία. Σε μα­κρο­σκε­λέ­στα­τη επι­στο­λή, που δη­μο­σιεύ­ει η αντι­πο­λι­τευό­με­νη εφη­με­ρί­δα «Αιών», ο Χου­σε­ΐν μπέης, πασάς της Λά­ρι­σας, δια­ψεύ­δει, με εξα­ντλη­τι­κά στοι­χεία, τις ψεύ­τι­κες κα­τη­γο­ρί­ες του Φα­να­ριώ­τη αγ­γλό­φι­λου περί… Τούρ­κων απο­στα­τών ει­σβο­λέ­ων, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι η Υψηλή Πύλη δεν ανα­μει­γνύ­ε­ται στην κα­τά­στα­ση που έχει δια­μορ­φω­θεί στην Ελ­λά­δα. Τα fakenewsτου Μαυ­ρο­κορ­δά­του από το βήμα της Γε­ρου­σί­ας και τον διε­φθαρ­μέ­νο, φι­λι­κά προ­σκεί­με­νο, Τύπο του, γί­νο­νται πε­ρί­γε­λως των κα­φε­νεί­ων στην  πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος (ή λε­γό­με­νη Ανα­κτό­ρων).

Ο σουλ­τά­νος δεν ανα­μει­γνύ­ε­ται, ανα­μει­γνύ­ε­ται όμως ο τσά­ρος, που θε­ω­ρεί πως η κα­τά­στα­ση τεί­νει να απει­λή­σει τη… βιω­σι­μό­τη­τα του θρό­νου και κατ’ επέ­κτα­ση να βάλει επι­κίν­δυ­νες, αντι­τσα­ρι­κές ιδέες στο μυαλό των μου­ζί­κων του. Καθ’ υπό­δει­ξη του ρώσου ναυάρ­χου Ρίκ­κωρντ, ο Όθω­νας στέλ­νει στην Πε­λο­πόν­νη­σο πε­ρί­που 2.500 στρα­τιώ­τες του τα­κτι­κού και της ανα­κτο­ρι­κής φρου­ράς, με επι­κε­φα­λής τον Νο­τα­ρά και τον Κο­λο­κο­τρώ­νη. Μαζί με τα κυ­βερ­νη­τι­κά στρα­τεύ­μα­τα, εκ­στρα­τεύ­ουν ομά­δες κου­μπου­ρο­φό­ρων διά­φο­ρων προ­ε­στών, όπως του κο­τζά­μπα­ση, Χα­ρά­λα­μπου Μαυ­ρο­μι­χά­λη και του βου­λευ­τή, Γρη­γό­ρη Κορ­φιω­τά­κη.

Ξε­κι­νούν πο­λυαί­μα­κτες, εκ­κα­θα­ρι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις στην Πε­λο­πόν­νη­σο με επί­κε­ντρο τα επα­να­στα­τι­κά κέ­ντρα της Κο­ριν­θί­ας και της Μεσ­ση­νί­ας. Η έλ­λει­ψη ενός σο­βα­ρού, συ­ντο­νι­στι­κού και πο­λι­τι­κού κέ­ντρου ανά­με­σα στους επα­να­στα­τη­μέ­νους απο­δει­κνύ­ε­ται κα­τα­στρο­φι­κή – οι ξε­ση­κω­μέ­νοι πε­τσο­κό­βο­νται πα­ντού. Στις 3 του Μάη, ο Περ­ρω­τής και πε­ρί­που 600 αγρό­τες μπλο­κά­ρο­νται στο μο­να­στή­ρι της Βουλ­κά­νου, στη Ιθώμη και έπει­τα από πο­λύ­ω­ρη μάχη, ο αρ­χη­γός κα­τορ­θώ­νει να ξε­φύ­γει με μόνο 20 ζω­ντα­νούς επα­να­στά­τες και κα­τα­φεύ­γει στα γύρω δα­σω­μέ­να βουνά.

Μια εβδο­μά­δα μετά και έπει­τα από πο­λύ­νε­κρες μάχες στο Πα­λιο­χώ­ρι(με νι­κη­τές τους αντάρ­τες) και τη Θήβα (με νι­κή­τριες, τις οθω­νι­κές δυ­νά­μεις), ο κυ­βερ­νη­τι­κός στρα­τός πο­λιορ­κεί την Υπάτη, την οποία έχουν κα­τα­λά­βει οι αντάρ­τες αγρό­τες. Έπει­τα από δι­ή­με­ρη μάχη και την κα­τα­λυ­τι­κή πα­ρου­σία του πε­δι­νού πυ­ρο­βο­λι­κού του Κλι­μά­κα, που ισο­πε­δώ­νει τη μισή πόλη, οι αντάρ­τες εγκα­τα­λεί­πουν την Υπάτη κα­τα­διω­κό­με­νοι, αφή­νο­ντας πίσω τους, πε­ρί­που 400 νε­κρούς.

Η επι­κρά­τη­ση των κυ­βερ­νη­τι­κών στη Ρού­με­λη ολο­κλη­ρώ­νε­ται με ένα όργιο βίας και τρο­μο­κρα­τί­ας.

Κο­πά­δια από γε­λά­δια και πρό­βα­τα κα­τα­σφά­ζο­νται επι­δει­κτι­κά στη Θήβα και τη Λαμία, αμπέ­λια ανα­σκά­πτο­νται, σι­τα­ρο­χώ­ρα­φα κα­τα­καί­γο­νται και του­λά­χι­στον 1.200 αγρό­τες ύπο­πτοι για «τουρ­κο­α­νταρ­τι­σμό» κλεί­νο­νται στα κελιά των φυ­λα­κών της Λα­μί­ας και της Χαλ­κί­δας. Τα ίδια συ­ντε­λού­νται και στην Πε­λο­πόν­νη­σο, όπου οι κάποι (σ.σ. σω­μα­το­φύ­λα­κες) των κο­τζα­μπά­ση­δων δο­λο­φο­νούν στα κρυφά, πρω­τερ­γά­τες της εξέ­γερ­σης, στην Κα­λα­μά­τα, την Κό­ριν­θο, τον Με­λι­γα­λά και το Οί­τυ­λο, ολό­κλη­ρο το κα­λο­καί­ρι του 1848.

Η επα­νά­στα­ση κλεί­νει τον κύκλο της με την (απα­ραί­τη­τη!) επέμ­βα­ση της Αγ­γλί­ας, που θέλει να εκ­με­ταλ­λευ­τεί την απο­στα­θε­ρο­ποι­η­μέ­νη για τα ανά­κτο­ρα και την κυ­βέρ­νη­ση κα­τά­στα­ση προς όφε­λος της. Στις αρχές Ιου­νί­ου, ο πρω­θυ­πουρ­γός Πάλ­μερ­στον δίνει σα­φείς οδη­γί­ες στον πρέ­σβη του Λον­δί­νου στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, Στάν­φορντ Κάν­νιγκ να τα­ξι­δέ­ψει στη Αθήνα και να πιέ­σει τον Όθωνα να ανα­θέ­σει την πρω­θυ­πουρ­γία στον Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Ο Κάν­νιγκ συ­να­ντιέ­ται με τον βαυα­ρό μο­νάρ­χη στις 18 του μήνα και τον εκ­βιά­ζει ανοι­χτά πως αν ο θρό­νος δεν δε­χτεί και ορ­κί­σει τον φα­να­ριώ­τη πρί­γκι­πα ως πρω­θυ­πουρ­γό, τότε η Αγ­γλία θα δια­λύ­σει την Εθνι­κή Τρά­πε­ζα απο­σύ­ρο­ντας κε­φά­λαια, θα απαι­τή­σει την άμεση κα­τα­βο­λή όλων των τόκων στα επα­να­στα­τι­κά δά­νεια και θα στεί­λει στόλο για να αρ­πά­ξει τα έσοδα των τε­λω­νεί­ων του Πει­ραιά και της Σύρου. Ο Όθων δέ­χε­ται να δώσει την πρω­θυ­πουρ­γία στον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, μόνο αν το Λον­δί­νο απο­σύ­ρει τον Λάιονς.

Ο Κάν­νιγκ αρ­νεί­ται και ρί­χνει μια ευ­φυώς με­λε­τη­μέ­νη αντι­πρό­τα­ση – αντί για την πρω­θυ­πουρ­γία στον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, η Αγ­γλία επι­θυ­μεί να πε­ρά­σει το υπουρ­γείο Εσω­τε­ρι­κών (αρ­μό­διο για τις πάντα νο­θευ­μέ­νες και δια­βλη­τές εκλο­γές…) στα χέρια του αγ­γλό­φι­λου προ­ε­στού της Πά­τρας, Μπε­νι­ζέ­λου Ρού­φου. Ο Όθων­πα­τά­ει την μπα­να­νό­φλου­δα, δέ­χε­ται και τότε υπο­γρά­φει κατ’ ουσία και τη δική του κα­τα­δί­κη και τε­λι­κή εκ­πα­ρα­θύ­ρω­ση, η οποία θα ακο­λου­θή­σει δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια μετά, με εν­διά­με­σο σταθ­μό, τα Παρ­κε­ρι­κά του 1850, έπει­τα και από την αντι­μο­ναρ­χι­κή εξέ­γερ­ση του Ναυ­πλί­ου, η οποία είχε και το πρά­σι­νο φως από το αγ­γλι­κό κόμμα.

Και έτσι έκλει­σε το ελ­λη­νι­κό 1848, σε κλίμα αντε­πα­νά­στα­σης, ωμής επέμ­βα­σης της Αγ­γλί­ας, κυ­βερ­νη­τι­κής βίας και κρα­τι­κών αυ­θαι­ρε­σιών, με τον στρα­τη­γό Μα­κρυ­γιάν­νη, που βρι­σκό­ταν σε διαρ­κή επι­κοι­νω­νία με τους αντάρ­τες στη Στε­ρεά, πα­λιοί συ­μπο­λε­μι­στές του οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, να μο­νο­λο­γεί στα γρα­πτά του, λίγα χρό­νια προ­τού δι­κα­στεί εις θά­να­τον από την κα­μα­ρί­λα των ανα­κτό­ρων και κα­τα­δι­κα­στεί σε ισό­βια δεσμά από τους αγ­γλό­φι­λους : «Αυτοί (σ.σ. οι εξε­γερ­μέ­νοι) ζημία δεν εκά­μαν. Ζημία εκά­μαν οι της ρε­ντι­γκό­ντας (σ.σ. πα­ρα­τσού­κλι των πο­λι­τι­κών του αγ­γλι­κού κόμ­μα­τος) και οι ξένοι. Μπα­λα­ρί­νες μας εκα­τά­ντη­σαν».

Να έβλε­πες, στρα­τη­γέ, πώς μας εκα­τά­ντη­σαν, ξένοι και ντό­πιο της ρε­ντι­γκό­ντας, σή­με­ρα, στην εποχή της ΤΙΝΑ και του COVID-19.

Ετικέτες