Στα πλαίσια της γενικότερης κοινωνικής καταστροφής που έχει επιφέρει η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων στον Ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, η επιστημονική έρευνα στη χώρα, ένας τομέας που ούτως η άλλος υποχρηματοδοτούνταν, μαραζώνει όντας ένα από τα σιωπηλά «θύματα» αυτής της εξαντλητικής λιτότητας.
Στην παρούσα συγκυρία, η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας και Έρευνας ειδικότερα, επιχειρούν μία σειρά από μερικές αναδιαρθρώσεις της έρευνας και του πανεπιστημίου, θεσμοθετώντας όλη τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα των προηγούμενων κυβερνήσεων στα πλαίσια του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Είναι όμως απολύτως σαφές πως τέτοιου είδους αναδιαρθρώσεις δεν είναι παρά η συνέχεια πολιτικών της τελευταίας τουλάχιστον 15ετίας, που περιλαμβάνουν μια σειρά από νομοθετήματα φιλελευθεροποίησης, και ελαστικοποίησης της ερευνητικής χρηματοδότησης.
Αυτό αποσκοπεί σε τρεις κυρίως στόχους. Ο πρώτος είναι η δραστική μείωση των κρατικών κονδυλίων (είναι χαρακτηριστικό πως το ποσοστό που αντιστοιχεί στην έρευνα ως προς το ΑΕΠ της χώρας είναι από τα μικρότερα στην Ευρωπαϊκή ‹Ένωση, κατά πολύ μικρότερο από τον μέσο όρο). Ο δεύτερος είναι η προσαρμογή της επιστημονικής έρευνας στις αγορές, εξυπηρετώντας ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ανάπτυξης. Ο τρίτος είναι η σταδιακή διάλυση των εργασιακών σχέσεων ενός μεγάλου δυναμικού μορφωμένων εργαζόμενων με υψηλότερες απαιτήσεις ως προς τις αποδοχές και τις συνθήκες εργασίας.
Εστιάζοντας κυρίως στο τρίτο και τελευταίο σημείο, πρέπει να αναφερθεί πως η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον τομέα της έρευνας έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά από αποτελέσματα που γίνονται ολοένα και πιο έντονα ειδικά την τελευταία 5ετία. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά την περίοδο αυτή το ποσοστό των ελαστικών σχέσεων εργασίας στα ερευνητικά κέντρα έχει εκτιναχθεί, ξεπερνώντας σε περιπτώσεις και το 60% του δυναμικού κέντρων και ινστιτούτων και πλέον σχεδόν όλο το «νέο» δυναμικό σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα (εργαζόμενοι κάτω των 45 ετών) είναι ελαστικά εργαζόμενοι. Έτσι, είτε στην καλύτερη περίπτωση, με τη μορφή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες (μπλοκάκι), είτε ως υπότροφοι, είτε με τίτλους κτήσης, αλλά και πολλές φορές ημι-εθελοντικά, στελεχώνουν το ερευνητικό-τεχνικό-διοικητικό προσωπικό των ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων αποτελώντας τα 2/3 σχεδόν του ενεργού δυναμικού της έρευνας στην Ελλάδα.
Η λειτουργία των ερευνητικών κέντρων στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους εργαζόμενους αυτούς αφού, αφενός μεν είναι υψηλά καταρτισμένο προσωπικό (μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές, πολυετή προϋπηρεσία), αφετέρου καλύπτουν σημαντικό κομμάτι της ερευνητικής δραστηριότητας. Αρκετοί από τους συναδέλφους αυτούς απασχολούνται περιστασιακά, ενώ πολλοί άλλοι δουλεύουν ή θα «αναγκαστούν» να δουλέψουν αμισθί. Όσοι μάλιστα μένουν άνεργοι και εργάζονταν με μπλοκάκι χωρίς να έχουν κλείσει 3ετία, δεν δικαιούνται καν το πενιχρό επίδομα ανεργίας.
Παράλληλα, πολλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συν τοις άλλοις αποτελούν υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό, μεταναστεύουν στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερη τύχη, ενώ ολόκληρα εργαστήρια απειλούνται με ερήμωση λόγω της έλλειψης χρημάτων. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί από χώρα αποστολής ανειδίκευτων εργαζομένων σε χώρα εξαγωγής πτυχιούχων.
Το λεγόμενο brain-drain (διαρροή επιστημονικού δυναμικού), που υποτίθεται πως απασχολεί την πολιτική ηγεσία, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις εργασιακές συνθήκες για τους νέους ερευνητές στην Ελλάδα που έχουν χειροτερέψει δραματικά. Κι ενώ το νέο και μορφωμένο επιστημονικό δυναμικό μεταναστεύει, όσοι παραμένουν θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια μόνιμη κινητικότητα και εξάρτηση από την προκήρυξη νέων προγραμμάτων, δουλεύοντας με εξοντωτικούς ρυθμούς σε ένα καθεστώς μεταξύ απλήρωτης και χωρίς δικαιώματα μαθητείας και κακοπληρωμένης προσωρινής απασχόλησης.
Η κυριότερη ίσως αιτία του προβλήματος αυτού είναι το γεγονός ότι η έρευνα λειτουργεί στηριζόμενη αποκλειστικά σε προγράμματα (είτε Ελληνικά είτε Ευρωπαϊκά) και όχι σε σταθερή χρηματοδότηση, ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια αυτής. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας έχει ως συνέπεια το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας να καθορίζεται πολλές φορές από τα διαθέσιμα προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα έχει άμεση αντανάκλαση και στις εργασιακές σχέσεις με τις οποίες απασχολούνται οι εργαζόμενοι στην έρευνα.
Μέσα όμως σε αυτό το αποκαρδιωτικό τοπίο γεννιούνται και οι προϋποθέσεις συλλογικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων από ένα κομμάτι της διανοητικής εργασίας που παλιότερα δεν οργανωνόταν συλλογικά. Πλέον, με αργά αλλά σταθερά βήματα, οι συμβασιούχοι στην έρευνα εντάσσονται στα ήδη υπάρχοντα ή δημιουργούν δικά τους σωματεία, καθώς αντιλαμβάνονται πως ο βιοπορισμός είναι σήμερα πιο αβέβαιος από ποτέ και πως η θέση τους είναι ανάμεσα στους πληττόμενους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Με προμετωπίδα των διεκδικήσεών τους την απαίτηση για σταθερή και αξιοπρεπή δουλειά, οι ελαστικά εργαζόμενοι των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων ξαναζωντανεύουν τους συλλόγους και τις Γενικές Συνελεύσεις.
Το στοίχημα για την επόμενη 5ετία θα είναι ένας μόνιμος συντονισμός στη βάση των κοινών εργασιακών συμφερόντων τους που θα αποτελεί και τον μόνο αποτελεσματικό δρόμο κόντρα στο σύγχρονο τοπίο του εργασιακού και συνδικαλιστικού κατακερματισμού. Η κοινή δράση και η συλλογική διεκδίκηση θα πρέπει πρώτα να αναμετρηθεί με την απογοήτευση και τον ατομικό δρόμο και να γίνει κτήμα της πλειοψηφίας αυτού του δυναμικού. Μόνον έτσι θα μπορέσει να αντισταθεί στη βαρβαρότητα της εποχής, να ζήσει με αξιοπρέπεια και να αντιτάξει ένα εναλλακτικό σχέδιο για την επιστημονική έρευνα που θα αφουγκράζεται τις σύγχρονες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες.
*Ο Δημήτρης Κάσσης είναι πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργαζομένων ΕΛΚΕΘΕ